Εδώ και κάποια χρόνια, μετά την δουλειά του Νίκου Ζουρνατζίδη σχετικά με τους χορούς του Πόντου, ήταν γνωστό ότι στο μεταλλείο Ακ Νταγ, νότια της Τοκάτης, λίγο νοτιότερα των συνόρων του προς αναγνώρισιν τότε ποντιακού κράτους, παίζαν βιολί σαν λύρα. Την στήριζαν δηλαδή στα γόνατά τους και όχι στον ώμο τους. Είχαμε ακούσει και κάποιες ηχογραφήσεις είτε από τα DVD του Ζουρνατζίδη είτε από το 6απλό CD της Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων “Ανέβζηγος Αροθυμία”, όμως το παίξιμο του Κωσταντίνου Λεπτοκαρίδη από την Παλαιοκώμη Σερρών στο παρακάτω βίντεο είναι πραγματικά γοητευτικό.
Για την ιστορία: Οι κάτοικοι των χωριών του Ακ Νταγ Ματέν προέρχονταν από την περιοχή της Αργυρούπολης μετά το κλείσιμο των μεταλλείων της. Το μεταναστευτικό ρεύμα ήταν τέτοιο, ώστε ιδρύθηκαν γύρω από το Ακ Νταγ Ματέν 32 χωριά. Προφανώς οι μέτοικοι βρήκαν στην περιοχή βιολί (κατά καππαδοκική επιρροή;), τους γοήτευσαν οι περισσότερες δυνατότητές του ίσως, και έτσι κατέληξαν να παίζουν το βιολί σα λύρα. Και το εντυπωσιακό αποτέλεσμα φαίνεται στο βίντεο.
Συμφωνώ ως προς το γοητευτικό. Αυτό το όρθιο παίξιμο, γενικά, για κάποιο λόγο δε με πείθει. Το έχω δει και σε Τούρκους και, νομίζω, και σε σύγχρονες αραβικές ορχήστρες. Μου δίνει λίγο την εντύπωση σαν ο παίχτης να κλέβει (υποκειμενική και μη-λογική εντύπωση, αλλά την εξομολογούμαι χωρίς να την υποστηρίζω). Αλλά αυτός εδώ, ιδίως από τη στιγμή που μπαίνει στο ρυθμικό μέρος, παίρνει φωτιά!
Παρατηρήσεις - ερωτήσεις:
Δηλαδή όποτε έχουμε ακούσει ποντιακό βιολί είναι πάντα από το Ακ Νταγ και πάντα στο γόνατο;
Και το καππαδόκικο επίσης είναι στο γόνατο;
Σε κάποια από τις συζητήσεις για το βιολί είχαν μαζευτεί, μεταξύ άλλων, παλιές εικονογραφικές μαρτυρίες που δείχνουν ότι το κράτημά του ήταν άλλοτε στο γόνατο και άλλοτε στον ώμο. Θυμίζω όμως ότι και για τη λύρα ίσχυε κάτι ανάλογο. Παρόλο που δεν μπορώ να φανταστώ πώς παίζει κανείς λύρα στον ώμο, υπάρχουν απεικονίσεις.
Υπό τον τίτλο Καρσιλαμάδες το πρώτο κομμάτι που παίζει είναι ο γνωστός Κόνιαλης! Και πράγματι, σε κάποια πάλι από τις συζητήσεις περί ρυθμών και μέτρων είχαμε δει κι άλλους ποντιακούς καρσιλαμάδες σε δίσημο ρυθμό που δεν έχει καμία σχέση με τον γνωστό μας καρσιλαμά.
Τι περίπτωση είναι αυτή η παροικία του Ακ Νταγ; Πριν έρθουν οι Πόντιοι τι κόσμο είχε; Οι μετανάστες ήταν μόνο Πόντιοι ή και άλλοι; Σε ποιο σημερινό κράτος βρίσκεται; Για τι εποχές μιλάμε;
Όχι. Ποντιακό βιολί παίζανε και στο Κιουμούς Ματέν (ένα άλλο μεταλλείο στον Δυτικό Πόντο με εποίκους πάλι από την Αργυρούπολη), αλλά μάλλον και σε άλλες περιοχές του Δυτικού Πόντου. Γενικά ο Δυτικός Πόντος είναι εν πολλοίς ακόμα αχαρτογράφητος μουσικά. Θέλει πολλή έρευνα.
Στα Φάρασα το παίζουν στον ώμο. Δεν ξέρω για αλλού.
Θυμίζω ότι ο Ναύτης στην συνέντευξή του που συζητάμε σε άλλη κουβέντα λέει ότι έπαιζε τη λύρα στον ώμο σα βιολί, όταν απαγορεύτηκε από ραδιοφώνου να παίζει κρητικό βιολί. Ιδιαίτερη περίπτωση βέβαια, πάντως τεχνικά μάλλον γίνεται.
Καρσιλαμάδες 9σημους δεν συναντάμε εύκολα στον Πόντο. Έχω την εντύπωση ότι έπαιζε με κεμανέ 9άρηδες καρσιλαμάδες ο Γιώργος ο Πουλαντζακλής σε ένα CD για το Ατά-Παζάρ, το οποίο είναι δυτικότερα του γνωστού Πόντου, αρκετά κοντά στην Πόλη. Αυτό που μπορώ να πω θετικά είναι ότι στην Γαράσαρη του Πόντου δεν υπήρχε 9σημος Καρσιλαμάς. Δίσημοι ή τετράσημοι είναι όλοι. Σαν τον Κόνιαλη. Μάλιστα, υπάρχουν 2 κατηγορίες καρσιλαμάδων: Οι “καρσιλαμάδες” και τα “κοτσέκια”. Τα κοτσέκια έχουν πιο απλές και επαναλαμβανόμενες μελωδικές γραμμές, ενώ οι καρσιλαμάδες πιο εκτεταμένες. Τα κοτσέκια μου μυρίζουν περισσότερο εντοπιότητα. Πάντως και οι δύο κατηγορίες είναι 2άρια-4άρια.
Το Ακ Νταγ Ματέν βρίσκεται λίγο νοτιότερα της Τοκάτης (σημερινό Tokat) μεταξύ Τοκάτης και Καισάρειας. Δες [b]εδώ[/b]. Αποικίστηκε από Ποντίους κυρίως της Αργυρούπολης μετά το 1832, λόγω του ότι έκλεισαν τα μεταλλεία της Αργυρούπολης. Σχηματίστηκαν 32 χωριά τέτοιων εποίκων, οι οποίοι έζησαν 90 περίπου χρόνια εκεί. Για το τι υπήρχε πιο πριν, νομίζω υπάρχει ένα ελαφρύ σκοτάδι. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω είναι ότι στις πόλεις της περιοχής (Τοκάτη, Νεοκαισάρεια κ.λπ.) ζούσε τουρκόφωνος χριστιανικός πληθυσμός. Πιθανώς να υπήρχαν και κάποια χωριά με μάλλον τουρκόφωνους χριστιανούς. Από προσωπική ενασχόληση με τους τουρκόφωνους “Ποντίους” της Τοκάτης και της Νεοκαισάρειας, έχω αρχίσει να υποπτεύομαι ότι δεν πρόκειται περί Ποντίων, αλλά περί μετοίκων Καππαδοκών από τα εξής στοιχεία:
Χρήση καραμανλίδικης γραφής.
Όργανα: κυρίως ούτι και λιγότερο βιολί
Ονόματα περίεργα που δεν συναντώνται σε Ποντίους αλλά συναντώνται σε Καππαδόκες (π.χ. Ρωξάνη, Κορνηλία, Σίλβεστρος, Υπάτιος κ.λπ.)
Προσωπογραφίες που δεν θυμίζουν Ποντίους. Στενόμακρα γενικά πρόσωπα.
Αυτοί βέβαια πιστεύουν ότι είναι Πόντιοι. Τώρα, απέκτησαν εδώ την πεποίθηση αυτή επειδή ήρθαν από περιοχή του Πόντου ή είναι παλιοί έποικοι και χάσανε την αίσθηση της καταγωγής τους; Ποιος ξέρει; Γενικά, επαναλαμβάνω, για τον Δυτικό Πόντο πολύ λίγα πράγματα ξέρουμε και είναι πολύ κρίμα.
Με πρόλαβε βέβαια ο Περικλής με το Νο. 4 του #2, αλλά να προσθέσω κάτι: Δυστυχώς, από την ποιότητα της ηχογράφησης και σε συνδυασμό με την άγνοιά μου της ποντιακής διαλέκτου, λόγια δεν μπορώ να καταλάβω. Μετά τον “Κόνιαλη”, που πάντως καταλαβαίνω ότι μόνο τη μελωδία έχει κοινή με τον γνωστό “σμυρναίικο” Κόνιαλη της δισκογραφίας του μεσοπολέμου και όχι και τα λόγια, ακολουθεί ένα ακόμα τετράσημο που η μελωδία θυμίζει κάπως το “τι σε μέλλει εσένανε” της Ερυθραίας. Αυτά, συνδυαζόμενα με τα του Δημήτρη στο #3 προς το τέλος του, επιτείνουν την υποψία να πρόκειται ίσως για Καππαδόκες μετοίκους. Και σχετικά με τους ρυθμούς, τετράσημα είναι και όχι δίσημα και, αν με ρωτήσει κάποιος “πού έγκειται η διαφορά”, θα του προτείνω ένα βραδυνό κρασάκι γιατί χρειάζεται το λιγότερο κανα’ ημίωρο για την απάντηση. Και κάτι ακόμα: ο βιολιτζής στο αρχικό του ταξίμι φανερώνει έντονα στοιχεία επιρροής από την πολίτικη λόγια μουσική παράδοση (ορχήστρες ιντζέ σαζ των μεϋχανέδων). Όταν αρχίζει όμως το ρυθμικό κομμάτι, όπου πραγματικά παίρνει φωτιά, το όλο παίξιμο και στήσιμο δεν θυμίζει καθόλου την αστική αυτή επιρροή, είναι σαν να πρόκειται για άλλο άνθρωπο.
Το πρώτο στιχάκι που λέει στον Κόνιαλη είναι στα τουρκικά. Το δεύτερο δεν το διακρίνω. Ο Κόνιαλης δεν νομίζω ότι μπορεί να αποτελέσει στοιχείο για την εξιχνίαση του θέματος της καταγωγής (φυσικής ή μουσκής) των Μετενλήδων. Ο σκοπός αυτός είχε γνωρίσει πραγματικά μεγάλη διάδοση σε ολόκληρο τον Πόντο. Ακόμα και σε περιοχές που δεν χορεύανε άλλον καρσιλαμά.
Σχετικά με τον ίδιο τον Λεπτοκαρίδη, δεν νομίζω ότι κρατάει από Καππαδόκες. Είναι από τους Ποντίους που μετοίκησαν από την Αργυρούπολη στο Ακ Νταγ Ματέν. Το ζήτημα είναι η μουσική του ταυτότητα από πού κρατάει. Κι αυτή μπορεί κάλλιστα να είναι επηρεασμένη από την Καππαδοκία λόγω ίσως της συναναστροφής με τους (πιθανής) καππαδοκικής καταγωγής Ποντίους των αστικών κέντρων της περιοχής.
Πού την είχα πετύχει,δεν θυμάμαι,πάντως είχα δει μια “αναγεννησιακή” λύρα (παρόμοια με πολίτικη αλλά με μπερντέδες και συγκερασμένους απ’ότι κατάλαβα) να την παίζουνε στον ώμο.
Προσωπικά, τυχαίνει βέβαια να έχω μακρινή καταγωγή και από τα μέρη εκείνα, έχω ένα βιολί 4/4, ένα αντίκα 1/4 και σκέφτομαι να πάρω με μόνο 50 ευρώ περίπου (με τα μεταφορικά) από τους Κινέζους αυτό το κομμάτι το 1/8, το κατάμαυρο, 40-45 εκατοστά μήκος για δοκιμή (όρθιο):
Δεν μπορώ να διακρίνω αν έχει μπερντέδες, αλλά σίγουρα πρόκειται για κάτι περίπου τέτοιο:
Και χαμηλότερα, περίπου στο μπράτσο και με λίγο στέρνο:
Αλλά αυτές οι λύρες, τα ρεμπέκ όπως λέγονται, καθώς και οτιδήποτε αυτής της οικογένειας απαντά δυτικότερα της Ιταλίας, παίζονται πατητά με το δάχτυλο όπως όλα τα έγχορδα. Απ’ το πλάι με νύχι, σαν τις κανονικές λύρες, δε νομίζω να γίνεται σε άλλη θέση πλην της όρθιας και πάντως δε νομίζω να διευκολύνει σε τίποτε.
Βλέποντας και το αρκετά ζωντανό παρακάτω περφόρμανς χορών Δυτικού Πόντου, μπορούμε αν θέλουμε να σχηματίσουμε μια γενική αντίληψη για αυτό το ιδιαίτερο βάιμπ της περιοχής, εκφρασμένο καλλιτεχνικά μέσω των Ρωμιών που ζούσαν ή βρέθηκαν να ζούνε εκεί:
Ψάχνοντας στο youtube βρίσκει κανείς αρκετά τούρκικα βίντεο όπου το βιολί παίζεται στο γόνατο. Πολλοί από τους οργανοπαίχτες είναι από την ευρύτερη περιοχή (Bolu, Mengen), όχι πολύ μακριά από το Ακ Νταγ Ματέν. Εδώ είναι μερικά σύγχρονα παραδείγματα:
Helal olsun στους χορευτές!
Και στο Bolu οι καθηγητές μουσικής ακόμα μαθαίνουν το “στο γόνατο” παίξιμο στα παιδιά:
Όχι πολύ μακριά από το Ακ Νταγ Ματέν; Μα 380 χιλιόμετρα απέχει στο ισιάδι το Μπολού. Όσο απέχει στο ισιάδι το Κιλκίς από το Ναύπλιο. Θα λέγαμε ότι το Κιλκίς είναι στην ευρύτερη περιοχή του Ναυπλίου ή το Ναύπλιο στην ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς; Μάλλον όχι. Μπολού, ντάξει τι Μπολού, τι θα πει “Μπολού” δηλαδή, δεν κατάλαβα, είναι λέξη αυτή τώρα;
Βιθύνιον λέγεται η πόλη. Και η περιοχή Βιθυνία, όχι Δυτικός Πόντος, ο Πόντος είναι πιο ανατολικά.
Δηλαδή από Σινώπη στα δυτικά μέχρι Βατούμ στα ανατολικά λογίζεται περίπου ο Πόντος, πιο δυτικά είναι Παφλαγονία, ή στα αρχαία χρόνια από Ηράκλεια Ποντική , αποικία Μεγαρέων, όπως και η πόλη Βυζάντιο και απέναντι η Χαλκηδόνα (σήμερα “Karadeniz Eregli”, kara=μαύρο deniz=θάλασσα “eregli”=ηράκλεια, =Μαύρης Θάλασσας Ηράκλεια) μπορούμε να το πάρουμε ότι είναι ο Πόντος και άρα αφού το Βιθύνιον είναι 60 χιλιόμετρα μέσα νότια από Ηράκλεια μπορεί να θεωρηθεί προς την άκρη του Δυτικού Πόντου αλλά μάλλον Βιθυνία θα λέγαμε και Παφλαγονία σήμερα. Το Βιθύνιον, στην Βιθυνία, το λέει και η λέξη εξάλλου.
Να μην γίνει μπέρδεμα με την πόλη Βηθανία κοντά στην Ιερουσαλήμ
Έχω δει κι εγώ τον όρο Παφλαγονία να χρησιμοποιείται σε αναφορά με τους νεότερους χρόνους, αλλά νομίζω ότι είναι καταχρηστικό. Οι αρχαίοι έλεγαν Παφλαγονία τη χώρα των Παφλαγόνων. Με τους αιώνες αυτά αλλάζουν.
Εντάξει, χαριτωμένο το τραγουδάκι με τη Σμαρώ από την Τρίγλια , αλλά όχι να το βγάλουμε και παραδοσιακό, σε μια περιοχή του Δυτικού Πόντου… Λόγια προέλευση βεβαίως έχει, μάλλον θα το κατασκεύασε κάποιος Έλληνας δάσκαλος, από εκείνους που σε ολόκληρη την Μικρασία (και στη Βιθυνία φυσικά) έφερναν στα σχολεία που ίδρυαν (με την ανοχή βέβαια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) οι ελληνόφωνοι και με αναδυόμενη ελληνική εθνική συνείδηση ντόπιοι κάτοικοι.
Κι ομως, τα μεν δίστιχα είναι παραδοσιακά (το πρώτο είναι από το τραγούδι που αλλού είναι γνωστό ως «Ανάμεσα Νισύρου, Σύμη κι Αστροπαλιά» ή «Ανάμεσα Τσιρίγο και Κάβο Ματαπά», δηλαδή βασικά τα Δώδεκα ευζωνάκια), ο δε σκοπός μοιάζει κι αυτός σαν παραλλαγή ενός άλλου πολύ γνωστού βαλς. Δεν μπορώ να θυμηθώ με τι δίστιχα ή τίτλο κυκλοφορεί συνήθως, πάντως έχει εξίσου μη παραδοσιακό άκουσμα και νομίζω ότι φέρεται ως Κωνσταντινουπολίτικο. Δε θυμίζει σε κανέναν τίποτε;
Βαθιά βαριά δημοτική παράδοση ασφαλώς δεν είναι. Λαϊκή παράδοση ωστόσο, ναι.
Προφανώς, το “ένα τρεχαντηράκι” έχεις στο μυαλό. Αμ’ ούτε αυτό είναι παραδοαιακό! Εκτός κι αν θεωρήσουμε ότι σκοποί λόγιας προέλευσης που “κάθησαν” για χ χρόνια στην παράδοση π.χ. της Σκύρου, ανηγορεύθησαν πλέον παραδοσιακοί με τη βούλα. Και η Σκύρος, όπως και πολλά άλλα εξωαθηναϊκά τμήματα της Ελλάδας, δέχτηκαν και αποδέχτηκαν μπόλικες επιρροές λογίας προέλευσης.
Μπράβο Νίκο, το Τρεχαντηράκι. Νομίζω ότι είναι κατά βάση ο ίδιος σκοπός.
Θα έλεγα, σκοποί μιας νεότερης λαϊκής παράδοσης, με προέλευση είτε λόγϊα είτε αστική είτε πάντως διαφορετική από λ.χ. τα κλέφτικα και τα ακρτικά τραγούδια, αλλά που δουλεύτηκαν αρκετά ώστε να αφομοιώσουν την τεχνική της συρραφής στίχων και άλλα στοιχεία προφορικότητας.
Θυμάσαι το κείμενο που συζητάγαμε μέχρι πολύ πρόσφατα, με το γλέντι με το μπουζούκι, τον ταμπουρά και τη φυσαρμόνικα; Εκεί που λέει πώς σώπασε ο ένας και πήρε τον λόγο ο άλλος, δείχνει πολύ ανάγλυφα πόσο διαφορετικά προσλάμβαναν τότε τέτοια τραγουδάκια σε σχέση με τα ηρωικά δημοτικά. Η ιστορία πρέπει να είναι καμιά εκατονπενηνταριά χρόνια παλιά, αν θυμάμαι, και σήμερα και τα τραγουδάκια έχουν παλιώσει αρκετά ώστε να τείνουμε να τα βλέπουμε πλέον παρόμοια με τα τραγούδια. Δεν είναι το ίδιο πράγμα, αλλά αν έχουν περάσει τουλάχιστον 2-3 γενιές που όλες τα παρέλαβαν από την προηγούμενη, είναι κι αυτά παράδοση, πώς να το κάνουμε. Το ότι για τα άλλα (τα δημοτικά) πριν από τις τελευταίες 2-3 γενιές είχαν προηγηθεί δεκάδες ακόμη, είναι απλώς εγκυκλοπαιδική πληροφορία, δεν είναι βίωμα κανενός. Και εξάλλου και τα δημοτικά στο γλέντι του κειμένου δεν ήταν όλα παλιά, είχε και τραγούδια για ανθρώπους που τότε ακόμη ήταν εν ζωή!
Edti: Και η ιστορία με το καράβι που κινδυνεύει (Δώδεκα Ευζωνάκια, Ανάμεσα Νισύρου κλπ.), κι αυτή παρόμοια περίπτωση είναι. Το άλλο ως μουσικός σκοπός, ετούτο ως στιχούργημα. Δεν είναι δημοτικό τραγούδι, έχει όμως τύχει αρκετής προφορικής διάδοσης και επεξεργασίας ώστε να φτάσει σε ένα σωρό διαφορετικά μέρη και στο καθένα να τραγουδιέται σε τοπικό σκοπό και με τοπική παραλλαγή των στίχων.
Εδώ, θα πρέπει να ανατρέξω στην εποχή που ψάχνοντας τη «γνήσια δημοτική παράδοση», που δεν έγινε ποτέ δυνατό να μου παραδοθεί φυσιολογικά, στον τόπο που γεννήθηκα και αντρώθηκα, ώστε να την μάθω ακολουθώντας απλά και μόνο τη σειρά του χορού μετά τους «μεγάλους» (στην αθηναϊκή συνοικία του «Μουσείου» όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, πανηγύρια δεν στήνονταν), άρχισα να ψάχνω για χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «βαθιάς βαριάς δημοτικής παράδοσης».
Βρέθηκα λοιπόν (σε ηλικία δημοτικού σχολείου) στην Αράχοβα, σε εκδρομή με τους γονιούς μου και φίλους τους, σε ταβέρνα, όπου κάποια στιγμή μπήκε μία ζυγιά ντόπιων μουσικών οργανοπαικτών. Από κάποιους άκουσα ότι κλαρίνο παίζει ο Μπαρμπαστάθης, μία περσόνα που ήδη την ήξερα, επειδή κάποια χρόνια πριν, ο Μπαρμπαστάθης κάποιαν Αποκρηά είχε έρθει στην Αθήνα και έξω απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού μου (συνοικία «Μουσείου», οδός Ηπείρου 17), τον είχα δει να παίζει, τον είχα θαυμάσει και είχα ενδιαφερθεί για το ποιος ήταν.
Με το που μπούκαρε η «ζυγιά», οι εκφράσεις στα πρόσωπα των «μεγάλων» της δικής μας, μη ντόπιας παρέας ήταν κάτι του τύπου «- Ωωωχ, τι πάθαμε!» Εγώ ο πιτσιρικάς όμως κυριολεκτικά, μα κυριολεκτικά έβλεπα «την Αποκάλυψη». Για μέναν, τη στιγμή εκείνη, αποκαλύφθηκε μπροστά μου η γνήσια δημοτική παράδοση: Ο Μπαρμπαστάθης, μπροστά μου!!! Και άσε τους άλλους να νομίζουν ό,τι θέλουν…