Ένας ερασιτέχνης κλαριντζής, με ρεπερτόριο «γενικώς παραδοσιακό», ο οποίος κατά σύμπτωση είναι Κύπριος, μου είχε πει: «Δεν ξέρω πολλά τσάμικα και τέτοια, το κλαρίνο το παίζω απλώς σαν όργανο».
Αυτό το σαν όργανο είναι πολύ βασική έννοια. Δεν το λένε πολλοί, αλλά νομίζω ότι ο συγκεκριμένος βρήκε τις κατάλληλες λέξεις για να πει αυτό που και άλλοι κάνουν χωρίς να το ονομάζουν κάπως.
Τα περισσότερα όργανα μπορούν να κάνουν σχεδόν τα πάντα. Το καθένα έχει βέβαια τους περιορισμούς του (που κατά περίπτωση ένας μεγάλος παίχτης μπορεί και να τους διευρύνει), αλλά συνήθως μέσα σ’ αυτούς τους περιορισμούς μπορεί να χωρέσει οποιοδήποτε κομμάτι, είτε παραδοσιακό της Α ή Β περιοχής, είτε «γενικώς πααραδοσιακό», είτε και από άλλα μουσικά είδη. Οπότε, μπορείς να περάσεις στο λαούτο ή στο κλαρίνο ή σε κάθε όργανο κομμάτια που κατά παράδοση δεν ανήκουν στο ρεπερτόριο του οργάνου. Σ’ αυτή την περίπτωση αυτό που προσθέτεις στο κομμάτι από το όργανο είναι κυρίως το ηχόχρωμά του (του οργάνου). Πάνω σ’ αυτή τη λογική καθιερώθηκαν άλλωστε, αρχικά, και τα παραδοσιακά όργανα που ενσωματώθηκαν σε διάφορα τοπικά ιδιώματα προερχόμενα από άλλες μουσικές, όπως π.χ. το ίδιο το κλαρίνο (κάποιος έμαθε κλαρίνο σε μια στρατιωτική μπάντα ή ποιος ξέρει πού αλλού, και άρχισε να περνάει τα κομμάτια του χωριού του που τα έπαιζαν οι ζουρνάδες ή οι φλογέρες, και σιγά σιγά δημιουργήθηκε ολόκληρη παράδοση).
Από την άλλη, υπάρχει και ο τρόπος να παίζεις το κλαρίνο όχι σαν όργανο αλλά σαν κλαρίνο. Αυτό σημαίνει να ακολουθείς μια ήδη υπάρχουσα παράδοση με το ρεπερτόριό της και την αισθητική της. Να παίζεις δηλαδή πράγματα που τα έχεις ήδη ακούσει με κλαρίνο. Εμβαθύνοντας σ’ αυτό το στυλ, φτάνει κανείς να παίζει πράγματα που μόνο με το κλαρίνο παίζονται. Για παράδειγμα, ένα μοιρολόι ή ένας σκάρος μπορεί να βγαίνουν και στο σαξόφωνο που λέει ο λόγος, αλλά δε θα είναι το ίδιο, εκτός αν ο παίχτης κάνει την πιστότερη δυνατή μίμηση κλαρίνου -οπότε ουσιαστικά δεν παίζει σαξόφωνο πια!
Με το λαούτο αντίστοιχα μπορείς να κάνεις πράγματα που δεν έχουν ξαναγίνει στο συγκεκριμένο όργανο, και αυτό δεν αποκλείεται να φέρει πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Όμως υπάρχουν κάποια παιξίματα που είναι αποκλειστικώς λαουτιέρικα και δεν αποδίδονται με άλλο όργανο. Όπως π.χ. αυτό το αυτοσυνοδευόμενο μελωδικό παίξιμο στα παραπάνω βιντεάκια (που με παραλλαγές της ίδιας λογικής το βρίσκουμε σε πολλά νησιά). Ο λαουτιέρης σ’ αυτά παίζει το λαούτο σαν λαούτο. Οι άλλοι που περιγράφεις, mc, προφανώς το παίζουν σαν όργανο.
Η διαφορά είναι ανάμεσα στο εύρος και το βάθος. Ο πιστά παραδοσιακός, πέρα από τους εγγενείς περιορισμούς του οργάνου του, αποδέχεται και κάποιους άλλους που θα μπορούσε να τους ξεπεράσει αλλά επιλέγει να μην το κάνει. Για παράδειγμα δεν παίζει σε οποιοδήποτε τόνο, ούτε χρησιμοποιεί κάθε πιθανή πενιά, αλλά μόνο όσες υπήρχαν ήδη στο στυλ της περιοχής του. Έτσι τελικά κινείται μέσα σ’ ένα αρκετά μικρού εύρους πεδίο, το οποίο όμως (αν είναι καλός παίχτης) εξερευνά εις βάθος. Ο μουσικός αφετέρου που παίζει το λαούτο σαν όργανο διευρύνει το πεδίο αυτό: δοκιμάζει τι θα γίνει αν παίξει σε άλλους τόνους, αν βάλει κι άλλες πενιές, και μπορεί (αν είναι κι αυτός καλός παίχτης) να καταλήξει σε πράγματα που ούτε τα φανταζόμασταν. Αν όμως δε διαλέξει να εμβαθύνει σ’ έναν περιορισμένο τομέα αυτού του ευρέος πεδίου, τον ντόπιο βιολιτζή/χορευτή/ακροατή δεν πρόκειται να τον πιάσει.
Καθώς παίζω τσαμπούνα, το έχω διαπιστώσει αυτό με τα τουμπάκια. Οι νησιώτες τουμπακάρηδες ξέρουν ο καθένας τους 2-3 ρυθμούς του νησιού του. Το ρεπερτόριό τους εξαντλείται σε 10 δευτερόλεπτα, και πολλά λέω. Όταν όμως είναι καλοί και παίζουν με καλό τσαμπουνιέρη από το ίδιο νησί, μπορούν να ξεσηκώσουν οποιονδήποτε (και εκτός νησιού) στο χορό. Από την άλλη, σύγχρονοι κρουστοί που παίζουν και ρεκ και νταούλι και μπεντίρ και τουμπελέκι και βγάζουν χίλια δυο ηχοχρώματα από το καθένα και ξέρουν απίθανους πολυσύνθετους ρυθμούς από τις βαλκανικές παραδόσεις κλπ κλπ, δεν μπορούν να συνοδέψουν μια τσαμπούνα, και πετάνε και τον τσαμπουνιέρη και τους χορευτές έξω.