Ταμπουράς του Μακρυγιάννη

πολυ ωραία και χρήσιμα ολα.
μιας και αναφέρθηκε το βιβλίο, εδω ειναι.

f4e6de49-fdb6-4ac4-8eb4-b39647dcaf67

1 «Μου αρέσει»

Έχω την υποψία ότι αν μας ενδιαφέρει σε πιο σχέδιο είναι πιο ρεαλιστική η μορφή του Γαΐλα, μάλλον θα είναι σε αυτό (με την κοπέλλα με τη στάμνα).
Κατά τα άλλα, το ότι είναι προσχέδιο φαίνεται εκτός των άλλων και από τις μολυβιές: πιο τραχιές σε αυτό (ίσως και εκ του φυσικού εδώ ως προς το “μοντέλο”) και πιο εκλεπτυσμένες στο άλλο (με τη γαλοπούλα).

Παρεμπιπτόντως, στο #25, όπου τα περιθώρια του σχεδίου είναι πιο φαρδιά (φαίνονται τμήματά του που έχουν κοπεί στην άλλη αναπαραγωγή), εκτός από ταμπουράδες και κιθάρες διακρίνεται κι ένα βιολί ψηλά στον τοίχο πίσω από τον κατασκευαστή.

1 «Μου αρέσει»

Μήπως η σωστή ημερομηνία είναι 1835?

Ε, ναι
Πρόκειται για lapsus electro-calami :wink:

Προφανώς Μπάμπη μου!
(Δυστυχώς δεν μπορώ πλέον να το διορθώσω, ας το κάνουν οι διαχειριστές )

Με την ευκαιρία να δώσω ένα ακόμα στοιχείο που έγινε γνωστό πριν από 2 χρόνια περίπου.

Η ιστορικός κυρία Νικολέττα Ζυγούρη, έκανε μια ανακάλυψη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους για τον Λεωνίδα Γαΐλα, που έρχεται να βάλει μια ακόμα ψηφίδα στην ιστορική μας γνώση για την οργανοποιία στην χώρα μας. Αντιγράφω από ανάρτησή της στο Facebook στις 9/1/2021:

" Μερικές φορές όσο και αν φαίνεται αυτό ρομαντικό η ανόητο, σε όσους δέχονται μόνο την λογική της θεωρίας των πιθανοτήτων, εμείς οι άνθρωποι των Μουσείων νιώθουμε ότι το σύμπαν συνομωτει για να ανακαλύψουμε πληροφορίες για ένα αντικείμενο αθέλητα και ηθελημένα.

Υπάρχουν κάποια αντικείμενα που "μιλούν"ηχηρά αφού η ιστορία τους βγαίνει στο προσκήνιο μέσα από στοιχεία που ανακαλύπτονται με τυχαίο τρόπο σε βάθος χρόνου.

Αυτό συνέβη και με τον ταμπουρά του Γιάννη Μακρυγιάννη που βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Τον παρέδωσε στο ΕΙΜ ο μικρός του γιος Χρήστος Μακρυγιάννης, μαζί με άλλα κειμήλια του πατέρα του στα 1926.

Το αντικείμενο μετά από πολλά χρόνια δόθηκε για συντήρηση και αποκατάσταση στον οργανοποιο Νίκο Φρονιμοπουλο ο οποίος το μελέτησε με μεγάλη φροντιδα και σχολαστικότητα και κατάφερε να ταυτίσει τον κατασκευαστή του μουσικού οργάνου με τον κατασκευαστή μπουζουκιων Λεωνίδα Γαιλα που παρουσιάζεται μέσα στο εργαστήριο του στην Αθηνα στα 1835, σε σχέδιο του Δανού ζωγράφου Ρεερμπυ.

Η μνήμη όμως του απλού γέρου οργανοποιου της Αθήνας συνδεδεμένη με το μοναδικό αυτό μουσικό όργανο και το σχέδιο του Δανού ζωγράφου, συνδέεται πια και με ένα ακόμη τεκμήριο που τυχαία ανακάλυψα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους κατά την επίσκεψη μου σε αυτά πριν από κάποιους μήνες λίγο πριν μας βρει το βόλι της πανδημίας.

Ανακάλυψα συμβολαιογραφική πράξη με την οποία ο γέρος οργανοποιος φαίνεται ότι ενοικίασε για το έτος 1841 εναντι του ποσού των130 δραχμών το μικρό εργαστήρι του στην Πλάκα.

Ο ενοικιαστής ήταν ο Γιάννης Βασιλείου καπνοπωλης στο επάγγελμα και ανάμεσα στους μάρτυρες ο Γιωργος Παναγιώτης Σκουζές, ο οποίος ήταν γείτονας όπως λέει το έγγραφο του οργανοποιου μας.Κατω από αυτό η υπογραφή του οργανοποιου που με αυτό τον τρόπο δηλώνει ξεκάθαρα το όνομα του. Λεονης Γαιλου με διαλυτικά και τόνο στο ι.

Αυτή την μικρή ιστορία πριν τη δημοσίευση της την μοιράζομαι μαζί σας για να καταλάβετε τους λόγους για τους οποίους ένας ιστορικός και επιμελητής μουσείου συνεχίζει να εμπνέεται από τη δουλειά του και να ονειροπολεί ακόμη και υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες. "

Και η υπογραφή του Γαΐλα στο συμβόλαιο:

7 «Μου αρέσει»

Αρα να υποθεσουμε οτι το οργανο ειναι κατασκευασμενο την δεκαετια του 30’

Πώς έχω εγώ μείνει με την εντύπωση ότι ο Ρέρμπυ ήρθε στην Ελλάδα μετά από μακρόχρονη παραμονή στην Ιταλία;

Για τα “περίεργα όργανα”, το ίδιο ακριβώς είχα κι εγώ σκεφτεί: Ρωτάει “Πώς τα λένε αυτά;” και η απάντηση είναι “Μπουζούκια είναι”. Επειδή όμως εμείς ξέρουμε ότι τα συγκεκριμένα όργανα, τη συγκεκριμένη εποχή, λέγονταν Ταμπουράδες και όχι Μπουζούκια, τα πράγματα περιπλέκονται κάπως. Δυστυχώς δεν υπάρχει μελέτη που να την γνώριζα, όπου να παρατίθεται ένας ικανοποιητικά μεγάλος αριθμός καταγραφών ονομάτων των οργάνων αυτών σε κείμενα της εποχής, ώστε να βοηθηθούμε… Άλλωστε, τα κείμενα συνήθως δεν είχαν και σκίτσα και αν είχαν, τίποτε δεν εγγυάτο για την παράθεση της όποιας συγκεκριμένης ονομασίας…

Blockquote [quote=“Νίκος Πολίτης, post:48, topic:6157, full:true, username:nikos_politis”]

Πώς έχω εγώ μείνει με την εντύπωση ότι ο Ρέρμπυ ήρθε στην Ελλάδα μετά από μακρόχρονη παραμονή στην Ιταλία;

Για τα “περίεργα όργανα”, το ίδιο ακριβώς είχα κι εγώ σκεφτεί: Ρωτάει “Πώς τα λένε αυτά;” και η απάντηση είναι “Μπουζούκια είναι”. Επειδή όμως εμείς ξέρουμε ότι τα συγκεκριμένα όργανα, τη συγκεκριμένη εποχή, λέγονταν Ταμπουράδες και όχι Μπουζούκια, τα πράγματα περιπλέκονται κάπως. Δυστυχώς δεν υπάρχει μελέτη που να την γνώριζα, όπου να παρατίθεται ένας ικανοποιητικά μεγάλος αριθμός καταγραφών ονομάτων των οργάνων αυτών σε κείμενα της εποχής, ώστε να βοηθηθούμε… Άλλωστε, τα κείμενα συνήθως δεν είχαν και σκίτσα και αν είχαν, τίποτε δεν εγγυάτο για την παράθεση της όποιας συγκεκριμένης ονομασίας…
[/quote]

Εγώ λαλούσα το μπουζούκι λεγόμενον*, ο Χρήστος τον ταμπουράν με δυο τέλια, ο Σπύρος Μήλου το φλάουτο, άλλοι, άλλα όργανα ευμετακόμιστα, μπουλγάρια και ρεμπάπια. Ο Γεωργούλας Παλαιογιάννης (εκατόνταρχος τις χιλιαρχίας) λαλούσεν πολλά γλυκά τον β(μπ)αγλαμάν, ο Παλαιοκώστας το β(μπ)ουζούκι και άλλοι (τις χιλιαρχίας κατώτεροι αξιωματικοί) με λιουγκάρια και ικετέλια. Ακολουθούντες αυτούς, προξενούσαν τον μεγαλύτερην ηδονής στους Έλληνες συναδέλφους των».*

Αν σκεφτούμε ότι το γνωστό κείμενο του Κασομούλη γράφτηκε περίπου το 1830-1835 αν θυμάμαι καλά, και εκδόθηκε 4-5 χρόνια αργότερα, μήπως θα πρέπει να αναθεωρήσουμε ότι αυτού του είδους τα όργανα λεγόταν μόνο ταμπουράδες;

1 «Μου αρέσει»

Νίκο μου, η πρόταση

Δυστυχώς δεν υπάρχει μελέτη που να την γνώριζα, όπου να παρατίθεται ένας ικανοποιητικά μεγάλος αριθμός καταγραφών ονομάτων των οργάνων αυτών σε κείμενα της εποχής, ώστε να βοηθηθούμε…

από αυτήν ακριβώς τη σκέψη ξεκίνησε. Αλλά χρειάζεται και τεκμηρίωση, που δεν υπάρχει ακόμα τακτοποιημένη. Χωρίς αμφιβολία ναι, οι ονομασίες χρησιμοποιούνταν παράλληλα, χωρίς να έχουν κατασταλάξει στο ποιός είναι ποιός και τί είναι τί… Και δεν μπορούμε και να ρωτήσουμε τον Κασομούλη να μας εξηγήσει τί είναι μπουζούκι, τί ταμπουράς, τί μπουλγαρί, τί ριμπάπι, τί μπαγλαμάς, τί γιογκάρι, τί ικιτέλι και τί, τί, τί… Όταν θα μπορέσουμε, δεν θα μπορούμε πιά να φέρουμε τις πληροφορίες αυτές στον πάνω κόσμο, να μπορέσουν να αξιοποιηθούν.

Ψάχνοντας λιγάκι διαδικτυακά τα 3 αυτά σχέδια του Martinus Rørbye, θα έλεγα τα εξής:

Το μεν «κλασικό» που έφερε στο φως ο Φρονιμόπουλος το 1998 μέσω ΔΙΦΩΝΟΥ χρονολογείται πράγματι στα 1835.

Το δεύτερο όμως σχέδιο (αυτό με την κοπέλα απέξω κλπ) δεν συσχετίζεται με το πρώτο, διότι αυτό χρονολογείται τον επόμενο χρόνο (1836)

Τιτλοφορείται («μεταφράζω» εγώ) «Σκηνή εργαστηρίου» (1836)

Εδώ το original, όπως εκτίθεται στο Statens Museum for Kunst:

Αυτού λοιπόν πιθανότατα αποτελεί «προσχέδιο» το επόμενο τρίτο, «πρόχειρο» σκίτσο, μια που και αυτό χρονολογείται στα 1836

Τιτλοφορείται (σε περίπου μετάφρασή μου) «Σχέδιο της Σκηνής Εργαστηρίου συμπεριλαμβανομένων “εκμαγείων” τριών σκιτσογραφιών»(1836)

Εδώ και πάλι το original, όπως εκτίθεται στο Statens Museum for Kunst:

Με κίνδυνο να κατηγορηθώ (δικαίως) ότι επαναλαμβάνομαι, υπενθυμίζω ότι μια φράση του τύπου «την τάδε εποχή αυτό το όργανο ονομαζόταν έτσι» είναι κενή περιεχομένου.

Η αντιστοιχία πράγματος-ονόματος νοείται μόνο μέσα σε κάθε συγκεκριμένη κοινότητα. Η ποικιλία που παρουσιάζουν από τότπο σε τόπο τα παραδοσιακά όργανα, τόσο στη μορφή τους όσο και στην ονομασία τους, είναι τόση ώστε εύκολα κάποιος χάνει την μπάλα.

Ας μη σκεφτόμαστε μόνο ότι το κλαρίνο είναι παντού κλαρίνο και το βιολί παντού βιολί. Ξεφυλλίστε λίγο τον Ανωγειανάκη να δείτε τι τοπικές ονομασίες παραθέτει για τη φλογέρα και για το σουραύλι, και μετά αναρωτηθείτε «ωραία, όμως ποια είναι η φλογέρα, και ποιο το σουραύλι;».

Είναι κάλλιστα πιθανό κάπου να παίζονταν ταμπουροειδή με 3Χ2 χορδές και μήκος συνήθως από τόσο μέχρι τόσο, και να ονομάζονταν ταμπουράδες, και κάπου αλλού το ίδιο κατ’ ουσίαν όργανο να είχε δύο διπλές και μία τριπλή χορδή, να είχε μέσο μήκος λίγο μεγαλύτερο, και να το έλεγαν μπουζούκι. Το συμπέρασμα δε θα είναι ότι ένας ταμπουράς με διαφορετική αρματωσιά και μήκος λέγεται μπουζούκι, αλλά ότι το ίδιο όργανο εμφανίζεται στη μία περιοχή έτσι και το λένε ταμπουρά και στην άλλη έτσι και το λένε μπουζούκι.

Στη Δράμα παίζουν λύρες που είναι σαν τις θρακιώτικες, μόνο που η κεφαλή είναι στρογγυλή αντί για μυτερή (λειτουργικά εντελώς άνευ σημασίας) και κουρδίζουν αλλιώς (λειτουργικά πολύ σημαντικό, αλλά κανείς δε σ’ εμποδίζει να την κουρδίσεις και θρακιώτικα και να παίξεις θρακιωτικα). Τις λένε κεμενέδες. Ο κεμενές δεν είναι είδος λύρας με στρογγυλή κεφαλή και ορισμένο κούρδισμα: είναι τοπική ονομασία της λύρας, ενός όργάνου που στη συγκεκριμένη περιοχή φέρει αυτά τα χαρακτηριστικά.

Στην Κρήτη πολύς κόσμος λέει «εμείς εδώ έχουμε την ασκομαντούρα, με την ίσια ξύλινη άκρη, στα νησιά έχουν την τσαμπούνα με τη γυριστή κεράτινη άκρη». Όχι βέβαια: απλώς στην Κρήτη η τσαμπούνα ονομάζεται ασκομαντούρα και φτιάχνεται με ίσια ξύλινη άκρη!

Άρα λοιπόν, για να βγάλουμε συμπεράσματα από τον Κασομούλη (και αντίστοιχα από τον Γαΐλα - Ρέρμπι - Μακρυγιάννη) πρέπει πρώτα να βρούμε:

  • ποιο ήταν το μητρικό γλωσσικό ιδίωμα του καθενός και ποιες ονομασίες για όργανα περιελάμβανε
  • ποιο ήταν το μητρικό μουσικό ιδίωμα του καθενός, και ποια όργανα περιελέμβανε (με ακριβή περιγραφή)
  • αν η κάθε συγκεκριμένη λεκτική μαρτυρία είναι διατυπωμένη στο μητρικό ιδίωμα του λέγοντος, ή μήπως δανείζεται και λεξιλόγιο, για καλύτερη π.χ. συνεννόηση μ’ έναν όχι συγχωριανό του; (Ο Βαμβακάρης είπε στην Κάιλ ότι ο πατέρας του έπαιζε «την γκάιντα, το τουλούμι», ενώ έπαιζε τσαμπούνα, που στα συριανά ονομάζεται ζαμπούνα: ίσως υπολόγιζε ότι η Κάιλ θα καταλαβαίνει τη λέξη γκάιντα αλλά όχι τη λέξη ζαμπούνα)
  • αν η κάθε συγκεκριμένη λεκτική μαρτυρία αναφέρεται σε όργανο που να ανήκει στο μητρικό μουσικό ιδίωμα του λέγοντος ή σε «ξένο» όργανο.
1 «Μου αρέσει»

Α, θυμήθηκα και το ντοκιμαντέρ της Σαμίου με τον Φουσταλιέρη, ο οποίος αναφέρει το όργανό του μια ως μπουζούκι και μια ως μπουλγαρί. Άντε γύρευε τώρα ποια από τις δύο ήταν η λέξη του μητρικού του ιδιώματος! Μπορεί και οι δύο.

Σήμερα έχει μείνει η ονομασία μπουλγαρί, αφενός επειδή μπουζούκι λέμε ένα άλλο όργανο και αφετέρου επειδή κανένα άλλο όργανο (εν χρήσει σήμερα) σε κανέναν τόπο δεν ονομάζεται μπουλγαρί. (Αλλά φυσικά πρόκειται για ταμπουρά! :upside_down_face:)

1 «Μου αρέσει»

Αφού αυτή είναι η χρονολόγηση που δίνεται από τους επιμελητές του έργου του, πολύ πιθανό να είναι έτσι.
Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση “λείπει” ένα προσχέδιο, αυτό δηλαδή που σχεδίασε ο Rørbye εκ του φυσικού στο εργαστήριο του Γαΐλα το 1835 μέχρι να τελειώσει η μπόρα που τον έφερε εκεί, και το οποίο κατά τη γνώμη μου αποκλείεται να είναι αυτό με τη γαλοπούλα κρίνοντας από τη σχεδιαστική λεπτομέρεια και λεπτότητα που το διακρίνει, την τελειότητά του - με άλλα λόγια - συγκριτικά με τα άλλα δυο.
Δηλαδή, αν χωρίς να διαθέτει κανείς χρονολογήσεις, έπρεπε να απαντήσει εκτιμώντας από εικαστική άποψη ποιο είναι σχέδιο και ποιο προσχέδιο, θα απαντούσε σχέδιο είναι αυτό που φέρεται του “1835” (με τη γαλοπούλα) και προσχέδιο αυτό του “1836” (με τη σταμνοφόρα).
Αυτό με κάνει να διατηρώ επιφύλαξη για τις χρονολογήσεις, δεδομένου και του ότι ο Rørbye βρέθηκε στην Αθήνα κατά τα έτη 1835-1836 και επομένως οι χρονολογήσεις μπορεί να έχουν και συμβατικό χαρακτήρα.
Κατά τα άλλα βέβαια ο συσχετισμός υφίσταται ως προς το θέμα και το χώρο, δηλαδή πρόκειται για τρια διαφορετικά σχέδια πάνω στο ίδιο θέμα και στον ίδιο χώρο, μόνο που οι πληροφορίες οι σχετικές με τη χρονολόγηση ανατρέπουν τουλάχιστον τη βεβαιότητα (βασισμένη στην εικαστική εκτίμησή τους) που είχα για τη μεταξύ τους χρονική σειρά.

1 «Μου αρέσει»

Η δική μου πρόταση: “Στιγμιότυπο στο εργαστήριο”.

Η δική μου πρόταση: “Σχέδιο του στιγμιότυπου στο εργαστήριο, μαζί με σχέδιο πλοιαρίων στη θάλασσα και τρία σχέδια με ανθρώπινες φιγούρες”,

.

Νίκο ξανακοιτώντας τις σημειώσεις μου, πράγματι ο Ρέερμπυ είχε έλθει στην Αθήνα από την Ιταλία, έμεινε ένα εξάμηνο περίπου και μετά όμως ξαναγύρισε στην Ιταλία.

Σε ότι αφορά τα όργανα που είδε στο εργαστήριο του Γαΐλα ας το μπερδέψουμε λίγο παραπάνω!! Στο ημερολόγιό του στις 14/11/1835 αναφέρει ότι επισκέφτηκε το εργαστήριο ενός κατασκευαστή μαντολίνων.

Στην Αθήνα του 1835 με πληθισμό 8.000 έως 10.000 κατοίκους να θεωρήσουμε ότι βρήκε δύο οργανοποιούς κάτω από την Ακρόπολη; Ή πιο λογικό να πούμε ότι όταν είδε τους ταμπουράδες θεώρησε ότι ήταν μαντολίνα με μεγάλο μπράτσο;

ΥΓ
Πριν μερικά χρόνια στο ebay πουλούσε κάποιος αμερικάνος ένα μπουζούκι του Σταθόπουλου και στην περιγραφή του οργάνου έλεγε ότι ήταν ένα μαντολίνο με μακρύ χέρι!!

1 «Μου αρέσει»

Πάντως, ιδιοχείρως έγραψε για τον Γαΐλα εκείνο το fabricatore di bossuchi, όχι di mandolini.

1 «Μου αρέσει»

Οι άσχετες ονομασίες δυτικών οργάνων είναι πάντοτε σφόδρα πιθανό να αποτελούν «περίπου περιγραφές» άλλων, άγνωστων οργάνων. Σίγουρα ο ταμπουράς έχει κατά καιρούς αναφερθεί ως μαντολίνο. (Μην ξεχνλαμε κι εκείνο τον πίνακα με τον Ρήγα που ψάλλει τον Θούριο παίζοντας μαντολίνο!)

Ενώ ονομασίες όπως ταμπουράς και μπουζούκι δεν είναι του ξένου, είναι από πληροφορίες που του έδωσαν ντόπιοι.

Φυσικά, αυτό δεν αποκλείει και την περίπτωση μαντολίνο να σημαίνει μερικές φορές απλά μαντολίνο.

Ανάγοντάς αυτό το στοιχείο στο θέμα της χρονολόγησης, πρέπει άραγε να υποθέσουμε ότι η λεζάντα αυτού το έργου, το οποίο “επισήμως” χρονολογείται το 1835, γράφτηκε στην Ιταλία, άρα το 1836 μετά την επιστροφή του εκεί, ή ότι ο Δανός Ρέερμπυ έγραφε γενικά τις λεζάντες του στα ιταλικά;
Αν και μάλλον κανείς δεν μπορεί να δώσει εδώ και τώρα απάντηση σε αυτό, σημειώνω ότι η εμμονή και (αμφιβολία μου) για τη χρονολόγηση των 2 ουσιαστικά “τελειωμένων” σχεδίων, αν και ίσως (δηλ. όχι απόλυτα) είναι ασήμαντη μουσικολογικά, έχει ορισμένη σημασία από κοινωνική ας πούμε άποψη, γιατί το χρονικά “πρώτο” σχέδιο, αυτό που έγινε εκ του φυσικού, είναι αυτό που δίνει την πιο ρεαλιστική πληροφόρηση για την όψη τόσο του μάστορα όσο και του εργαστηρίου στις συγκεκριμένες συνθήκες της Αθήνας του 1835. Και νομίζω ότι τα δυο σχέδια δίνουν πράγματι δυο διαφορετικές όψεις.

Εδώ υπάρχει μια εντελώς συνοπτική περίληψη του ημερολογίου:

“Σελίδες από το ηµερολόγιο του Martinus Rørbye
Περίληψη
ed from his travel diary. Together with his friend and compatriot the architect Gottlieb Bindesbψll he arrived in Corfu from Otranto on October 8th 1835 and continued via Patras to Athens from where they made excursions to Delphi, Chalkida and the Peloponnese. On May 16th they returned to Italy via Corfu. In Rψrbye’s drawings we find the impressive monuments of the Acropolis, Theseion and Tower of the Winds. However, his favourite subjects are the local inhabitants, particularly of Athens. He depicts them in collective gatherings or individually. His enthusiasm for the beauty of the people and their colourful costumes gives them a central place in his works and in his writings in the diary. Among these drawings are two which deserve special attention: one of Georgios Kozonis, Kapodistrias’s bodyguard, whom he met and portrayed in Corfu, on October 11th 1835. The other one is of Nikitas (Tourkofagos) in Athens, made on March 20th 1836. Rørbye΄s first exhibition in Copenhagen in the year 1837 exerted an overwhelming influence over Nordic artists and made a deep impression on Danish-art lovers. The main, much admired, points of interest were the motives from Greek antiquity and the colourfulness of the locals bathed in the warm Attic light. For Rørbye himself, the recognition of his artistic achievements and the attention he received at home were the rewards of his travels through time and history in Greece.”

Σχετικά με την ταξιδιωτική του διαδρομή λοιπόν αναφέρεται, ότι 8 Οκτωβρίου 1835 έφτασε Κέρκυρα από Οτράντο. Μέσω Πάτρας πήγε Αθήνα από όπου έκανε εκδρομές σε Δελφούς, Χαλκίδα, Πελοπόννησο. 16 Μαΐου (άρα 1836) επέστρεψε Ιταλία από Κέρκυρα.

1 «Μου αρέσει»