Δημήτρη, μας ανοίγεις πολλά θέματα ταυτόχρονα!
Για να το λες, κάτι παραπάνω θα ξέρεις από εμένα που απλώς εικάζω. Ωστόσο η λαουτοκιθάρα του Φρονιμόπουλου (λινκ), όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, είναι βασισμένη σε μοντέλο κλασικής κιθάρας. Μήπως οι παλιοί είχαν φτιάξει διαφορετικά μοντέλα, ειδικά για λαουτοκιθάρες; Επ’ αυτού δε γνωρίζω τίποτε.
Λοιπόν, εδώ θα μπορούσαμε να ανοίξουμε ακόμη και ξεχωριστό θρεντ.
Εγώ, Δημήτρη, έχω μια άποψη για το πώς ο Ανωγειανάκης έβγαλε αυτό το συμπέρασμα. Ωστόσο τονίζω ότι, μιας και μιλάμε για εποχές που δεν τις έζησα (είμαι του '74, αλλά πριν το 1997-98 ούτε ήξερα ότι υπάρχει δημοτική μουσική πέρα από κάτι άθλιες, κατά την τότε γνώμη μου, κασέτες που έπαιζαν το Πάσχα), δε σκοπεύω να διαφωνήσω με αυτό που υποστηρίζεις. Όσα θα ακολουθήσουν δεν αποτελούν αντίρρηση, αποτελούν απλώς τα στοιχεία -δεδομένα και προσωπικές εκτιμήσεις- που διαθέτω, που τα καταθέτω για να τα αντιπαραβάλουμε με όσα διαθέτεις εσύ ή κάθε άλλος, μπας και καταλήξουμε σε μια απάντηση για ένα ερώτημα που με απασχολεί σοβαρά.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
1. Όλο το βιβλίο του Ανωγειανάκη διαπνέεται από μία αγωνία, ότι κάποια συγκεκριμένα στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής τείνουν να χαθούν. Αυτό το βλέπουμε σε πλείστα σημεία:
-Αφιερώνει μεγάλη έκταση και εξαντλητικές λεπτομέρειες σε όργανα που ήδη στον καιρό του είχαν χαθεί ή σχεδόν, όπως ο ταμπουράς, ή σε αντικείμενα που μόνο με μια πολύ ειδική έννοια μπορούν να θεωρηθούν όργανα, όπως τα κουδούνια, και προσπερνά με λίγες σειρές όχι μόνο την κιθάρα και το μαντολίνο, αλλά και τα δύο κυριότατα όργανα της δημοτικής μουσικής όπως την αναγνωρίζουμε σήμερα: το βιολί και το κλαρίνο. Αυτό έρχεται σε πλήρη αναντιστοιχία προς τη σημασία του κάθε οργάνου μέσα στη μουσική πραγματικότητα. Μάλιστα ειδικά για το κλαρίνο λέει και κάτι του στυλ (όπως το ψιλοθυμάμαι) ότι η μανία της δεξιοτεχνίας των κλαριντζήδων έχει φορτώσει τις μελωδίες με τόσα στολίδια ώστε πλέον το στολίδι δεν ξεχωρίζει από τη μελωδία και άρα η μεν μελωδία χάνεται, η δε διαδικασία επεξεργασίας των μελωδιών φτάνει, μετά από αιώνες δημιουργικότητας, στο τέρμα της.
-Σχεδόν για κάθε μελωδικό όργανο αναφέρει ότι «όσοι κρατούν ακόμη μέσα τους ζωντανή την παράδοση, παίζουν στη φυσική και όχι στη συγκερασμένη κλίμακα». Αφήνει να εννοηθεί ότι αυτοί είναι λίγοι.
-Με ανάλογο τρόπο παρατηρεί ότι το μονόφωνο ήθος της ελληνικής μουσικής τείνει να εξοβελιστεί από τη δυτική αρμονία.
-Στην περίπτωση του μπουζουκιού, γράφει ότι μετά από διάφορες εξελίξεις, η αντικατάσταση των μπερντέδων από σταθερά μεταλλικά τάστα ήταν αυτή που έκοψε κάθε δεσμό του οργάνου με την οικογένεια των ταμπουράδων απ’ όπου προέρχεται.
Τι βλέπουμε μέσα απ’ όλα αυτά;
Η ελληνική δημοτική μουσική έχει, ανάμεσα σε άλλα χαρακτηριστικά, μερικά που την αντιδιαστέλλουν από τη δυτική. Ο Ανωγειανάκης ανήκει στην πρώτη γενιά των μελετητών που εντόπισαν αυτά τα στοιχεία και μπόρεσαν να τους αποδώσουν μια αξία ανεξάρτητη από αυτήν που θα προέκυπτε από μια σύγκριση με τα αντίστοιχα δυτικά (για να το αποσαφηνίσω με ένα κάπως χοντροκομμένο παράδειγμα, στους πρώτους που διαπίστωσαν ότι οι ασυγκέρστες κλίμακες δεν είναι η φάλτσα εκδοχή των συγκερασμένων αλλά κάτι άλλο, αυθύπαρκτο*).
Και πάνω που τα ανακάλυψε όλα αυτά, τα βλέπει να έχουν πάρει ήδη μια πορεία υποχώρησης: τα χειροποίητα όργανα (φλογέρες, ζουρνάδες, λύρες, τσαμπούνες) αντικαθίστανται από όργανα φτιαγμένα σε οργανωμένα εργαστήρια ή και βιομηχανικά (κλαρίνο, βιολί). Ο συγκερασμός, παλιότερα εντελώς άγνωστος στην Ελλάδα, τώρα κερδίζει έδαφος. Εισάγεται η συγχορδιακή συνοδεία, με λογική τελείως άσχετη από εκείνην του ισοκρατήματος που στηρίζεται στην 4χορδική / 5χορδική δομή των κλιμάκων. Εισάγεται ακόμη και πρίμο-σεγκόντο.
Μέσα σ’ αυτές τις εξελίξεις, ο Ανωγειανάκης δε βλέπει απλώς την υιοθέτηση και αφομοίωση ξενόφερτων στοιχείων: κάτι τέτοιο δε θα τον ενοχλούσε, αφού για τα παλιά όργανα δεν έχει κανένα κόλλημα να αναγνωρίσει ότι κι αυτά -κάποια- προήλθαν από ξένους πολιτισμούς. Βλέπει να χάνονται τα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούσαν την ελληνική δημοτική μουσική από τη δυτικοευρωπαϊκή. Δε γίνεται πουθενά λόγος για τους «λιγοστούς που παίζουν ακόμη τους παλιούς σκοπούς»: δεν τον ανησυχεί αν θα χαθεί το ρεπερτόριο, γιατί η ύπαρξη ντόπιου ρεπερτορίου είναι κάτι τόσο αυτονόητο ώστε δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδοποιός διαφορά: προφανώς και δεν παίζουμε ευρωπαϊκά τραγούδια στα πανηγύρια (εμένα μου λες, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Το αν όμως το ρεπερτόριο αυτό (ή όποιο άλλο) θα αποδοθεί με τον ελληνικό ή τον εξευρωπαϊσμένο τρόπο, αυτό τον απασχολεί έντονα.
Έτσι, το να κρατάν μεν οι ντόπιοι μουσικοί το ρεπερτόριό τους, δίκην περιβλήματος, αλλά να αλλάζουν όλα τα υπόλοιπα πατροπαράδοτα στοιχεία της μουσικής τους (όργανα, κλίμακες, συνοδεία) με ξενόφερτα, είναι λογικό να το βλέπει ως απαξίωση εκ μέρους των ίδιων των μουσικών της μη-ευρωπαϊκής, ελληνικής, δημοτικής ιδιαιτερότητάς τους.
Μέσα σ’ όλα αυτά, δεν τον συγκινεί το γεγονός ότι στο κλαρίνο, στο βιολί, στο μπουζούκι, έχουν χτιστεί ολοκληρωμένες παραδόσεις με γερές ρίζες στην ψυχή του Έλληνα. Το προσπερνά, όχι γιατί είναι στραβός και δεν το βλέπει, αλλά γιατί άλλη είναι η αγωνία του. Ούτε κάθεται να μετρήσει και να δει ότι οι γκαϊτατζήδες λ.χ. δεν παίζουν στη φυσική κλίμακα, αλλά σε μία εξίσου αφύσικη με τη συγκερασμένη, που απλώς είναι ασυγκέραστη, ούτε ότι αυτή την κλίμακα (με μικροτονικές παραλλαγές) την ακολουθούν όλοι οι γκαϊτατζήδες, χωρίς κανείς ποτέ να έχει γυρίσει στο συγκερασμένο. Ακόμη και σήμερα, το συγκερασμένο παίξιμο μπορεί να έχει κερδίσει όλους τους λαουτιέρηδες, τους περισσότερους κρητικούς λυράρηδες και αρκετούς νησιώτες βιολιτζήδες, αλλά ούτε έναν πόντιο κεμεντζετζή.
2. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις περιοχών στις οποίες από τον πόλεμο και μετά παρατηρείται απότομη εγκατάλειψη της παραδοσιακής μουσικής. Πρέπει να πω ότι όλες οι περιπτώσεις που γνωρίζω είναι είτε στα νησιά είτε στη Θράκη, δηλ. περιοχές που ούτως ή άλλως η μουσική τους παράδοση έχει διαφορές από αυτήν της Στερεάς, Πελοποννήσου, Θεσσαλίας, Ηπείρου και μέρους της Μακεδονίας -με άλλα λόγια δεν ξέρω τι έχει συμβεί στο βασίλειο του κλαρίνου.
Έξω από αυτό το βασίλειο, σ’ εκείνες τις γενιές παρατηρείται μια ραγδαία υποχώρηση των παλιών ντόπιων οργάνων και όλου του συμφραζομένου τους: οι γκάιντες, οι φλογέρες / καβάλες (καβάλια) / σουραύλια, οι τσαμπούνες, που μέχρι τότε υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σπίτι, χάνονται, και όσες μένουν παύουν να παίζονται. Τα βιολιά και τα λαούτα (+σπανιότερα τα σαντούρια), και στη Θράκη τα κλαρίνα, δε χάθηκαν. Όμως πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτά τα όργανα πρώτον, ποτέ δεν παίζονταν τόσο συχνά: ήταν για μερικά καλά πανηγύρια, όπου πήγαιναν οι πλούσιοι και οι χουβαρντάδες, και για τους αρχοντικούς γάμους. Η καθημερινή διασκέδαση και, για τον φτωχό λαό, ακόμη και η μη καθημερινή γινόταν με τα παλιά όργανα. Δεύτερον, τα βιολιά κλπ. είχαν πρωτοεμφανιστεί στα χωριά ως κάτι «αρχοντικό», κλασάτο, δεν είχαν εκείνεη τη λαϊκότητα που τους αποδίδεται σήμερα και που για τα παλιά όργανα κατάντησε ρετσινιά.
Οπωσδήποτε, βασική αιτία για την εγκατάλειψη των παλιών οργάνων ήταν το ραγδαίο ρεύμα μετανάστευσης και η γενικότερη αποδιοργάνωση της ελληνικής και ιδίως της αγροτικής κοινωνίας. Θυμάμαι μια μαρτυρία θρακιώτη γκαϊτατζή που διάβασα, ότι από το χωριό είχαν φύγει τόσο πολλοί νέοι ώστε και όσοι έμειναν δεν ήταν για γλέντια, αφού το χωριό ήταν σε κατάσταση μόνιμου πένθους. Αλλά ακόμη και για τα «καλά» όργανα, υπάρχει μία (μεταγενέστερη ομολογουμένως) ενός αξώτη βιολιτζή: «Ο Πάριος μάς έδωσε ψωμί. Ο κόσμος δεν ερχόταν στα νησιώτικα, αυτός τον ξανάφερε.»
Τα ασφαλή στοιχεία μου σταματούν εδώ. Από κει και πέρα έχω σχηματίσει γενικώς την αίσθηση ότι και όσοι επέστρεψαν σιγά σιγά, δεν ήθελαν τίποτε που να τους θυμίζει τη φτωχή, βασανισμένη ζωή από την οποία πάλεψαν να ξεφύγουν. Με τις πρώτες επιστροφές ξενιτεμένων γέμισαν τα χωριά καφετέριες με ξένα ονόματα, και καθετί άλλο που προσπαθούσε να δώσει μια εικόνα ότι «δεν είμαστε πια επαρχία». Πρέπει να 'ταν στη δεκαετία του '80 που πέθαναν οι τελευταίοι υπερήλικες που φορούσαν παραδοσιακές φορεσιές (πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων -κρητικοί άντρες, μετσοβίτισσες και ολυμπίτισσες γυναίκες και μερικά άλλα), ενώ παράλληλα ο Χάρρυ Κλυνν σχολίαζε «Κι έτσι γίναμε Ευρώπη. Και η Κατίνα έγινε Τίνα, ο Μπαρμπαμυτούσης μάπετ-σόου…» και, λίγο αργότερα, ο Μηλιώκας «Δεν ξαναβόσκω άλλες βουβάλες».
Η έρευνα του Ανωγειανάκη είναι βέβαια παλιότερη, 1950-1975 αν δεν απατώμαι. Οι ζυμώσεις όμως που αρκετά αργότερα σχολίασαν οι σατιρικοί (ο πρώτος, φυσικά, με αφορμή την ένταξή μας στην ΕΟΚ) πρέπει να είχαν αρχίσει από τότε, και πιθανώς να μην είχαν και τίποτε το αστείο.
Τώρα το πώς συμβαίνει σήμερα ακόμη να υπάρχουν αρκετές περιοχές που εμμένουν στη διατήρηση της μουσικής τους παράδοσης, κάποια εξήγηση θα έχει. Να αποτολμήσω μία; Ίσως στις δεκαετίες που έπαψαν τα μικρά καθημερινά γλεντάκια, οι γκάιντες, οι φλογέρες κλπ., όσα μεγάλα μουσικά γεγονότα παρέμειναν -πανηγύρια και γάμοι-, που γίνονταν με τα «καλά όργανα», να έχουν μείνει στη μνήμη των παλιών ως σπάνιες αναλαμπές χαράς, και γι’ αυτό να επέμειναν στη διατήρησή τους.
…
*Στους θεωρητικούς της βυζαντινής αυτό ήταν φυσικά γνωστό από παλιότερα, η δημοτική όμως δεν είχε ακόμη συνδεθεί με τη βυζαντινή στην αντίληψη των θεωρητικών.Αυτή τη σύνδεση είτε ο Καράς (σύγχρονος του Ανωγειανάκη) την έκανε πρώτος, είτε, ακόμη κι αν δεν ήταν ο πρώτος, πάντως αυτός δημιούργησε ένα κάποιο ντόρο σχετικά.