Ένας οργανικός σκοπός γνωστός και αγαπητός σε πολλές περιοχές της Στεριανής Ελλάδας. Παραθέτω διάφορες εκτελέσεις από κλαρίνα, βιολιά, λαούτα και μία από λατέρνα.
Και λοιπόν, τι; Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει ποιές εκτελέσεις ενός συγκεκριμένου οργανικού σκοπού, γνωστού στη στεριανή Ελλάδα ή όχι, αγαπητού στη στεριανή Ελλάδα ή όχι, κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, θα πάει στο γιουτιούμπ, θα ψάξει κατά τα γνωστά και θα βρεί την πληροφόρηση που θέλει. Στο δικό μας φόρουμ, όποιος ανοίγει κάποιο θέμα στο χώρο συζητήσεων (που δεν είναι βιντεοθήκη) το κάνει γιατί έχει στο νού του κάτι που τον ενδιαφέρει, εκτιμά ότι θα ενδιαφέρει και τους αναγνώστες μας και θέλει να προκαλέσει μιά σχετική συζήτηση. Φίλε Άταστε, ποιό είναι το θέμα που θα ήθελες να συζητηθεί εδώ, σχετικά με τον Χειμαριώτικο;
δεν έκανα τις παραθέσεις για να κάνω βιντεοθήκη στο φόρουμ, ούτε για να προκαλέσω απαραίτητα συζήτηση από τους αναγνώστες.
Απλά άνοιξα το θέμα για να παραθέσω κάποιες εκτελέσεις από έναν σκοπό που βρήκα ηχογραφημένο από πολλούς προπολεμικούς και μεταγενέστερους οργανοπαίκτες.
Είτε προκύψει συζήτηση είτε όχι δε με χαλάει καθόλου.
Έχω δει κι άλλα ανοιχτά θέματα στο φόρουμ στα οποία δεν έγινε καμία συζήτηση, χωρίς να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα.
Αν πάλι σαν συντονιστής εσείς κρίνεται ότι εγώ είμαι λάθος, μπορείτε να κλείσεται ή να διαγράψεται το θέμα, από εμένα τουλάχιστον δε θα υπάρξει παρεξήγηση.
Δεν έχω κάτι άλλο να πω προς το παρόν.
Αυτός ο Χειμαριώτικος παίζεται στην Κάλυμνο, και τον έχω ακούσει και σε μια κουμιώτικη καταγραφή. Και μάλιστα με τα ίδια στιχάκια. Απορούσα από πού να προέρχεται… Από το δίσκο του Παπασιδέρη λοιπόν.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι στην Κάλυμνο ο «Θυμαριώτικος» δεν είναι καλαματιανός αλλά ξεχωριστός χορός, ένας τοπικός ζερβόδεξος. Κανονικά τέτοιοι «ειδικοί» τοπικοί χοροί σχεδόν ποτέ δε συνοδεύονται από επείσακτα τραγούδια, αλλά από ντόπια.
Θυμαριώτικος Καλύμνου (με χορό αλλά χωρίς στίχο) Θυμαριώτικος Καλύμνου (με στίχο, αλλά από χορό μόνο το «δεξιό» μέρος του ζερβόδεξου)* Χειμαριώτικος Κύμης (αρχίζει γύρω στο 21ο λεπτό).
Και ο Τσαμπουνιστός Θυμαριώτικος της Καλύμνου, που θέλει πολύ εξασκημένη φαντασία για να αναγνωρίσεις ότι είναι ο ίδιος σκοπός (και όμως είναι!!). Χορεύεται καλαματιανό. Θυμαριώτικος Άνδρου (οργανικός, δεν ξέρω αν τον τραγουδάνε κιόλας, ούτε αν τον χορεύουν καλαματιανό ή κάτι άλλο).
Τώρα, αυτός ο σκοπός είναι όντως από τη Χειμάρα; Δε θυμίζει με τίποτα Βόρεια Ήπειρο!
*Σε πραγματικές (όχι φολκλορικές) περιστάσεις έχω δει να τον χορεύουν όπως στο πρώτο βίντεο, και μόνο άντρες. Μου κάνει εντύπωση που στο δεύτερο μια φολκλορική ομάδα τον χορεύει με συμμετοχή και γυναικών - υποτίθεται ότι οι φολκλορικές ομάδες είναι βασιλικότερες του βασιλέως ως προς την πιστότητα στο «αυθεντικό».
Αυτός ο Παπαϊωάννου είναι πράγματι εξαιρετικός «παλιός» λαουτιέρης. Δεν είναι όμως Καλύμνιος, και δεν παίζει καλύμνικα. Δεν είμαι σίγουρος από πού είναι, ούτε σε ποιο μικροτοπικό ιδίωμα ανήκει το παίξιμό του. Βέβαια δεν απέχει τραγικά και από το καλύμνικο: τα πατήματα και επομένως η «αρμονία» είναι ίδια. Λείπουν όμως κάποιες χαρακτηριστικές καλύμνικες πενιές, που είναι «ζυμωμένες» με το αντίστοιχο παίξιμο του βιολιού.
Ο Παπαϊωάννου πρέπει να είναι εκ των μόνιμων μουσικών της Δόρας Στράτου, και άρα συνεργάζεται τακτικά (και εκτός θεάτρου) με άλλους μόνιμους μουσικούς της, όπως π.χ. με το Φραγκίσκο Τζιωτάκη. Τους είχα ευχαριστηθεί μια βραδιά που παίζαν κάνα 5ωρο μαζί σε παρέα σε μια ταβέρνα… Ο Φραγκίσκος είναι Θερμιώτης, το θερμιώτικο παίξιμο του λαούτου είναι πάλι στο ίδιο στυλ, και το ντουέτο τους ήταν αχτύπητο. Άλλωστε έχουν γράψει πολλά χιλιόμετρα μαζί.
Η πλάκα είναι ότι ούτε ο Κίκιλης, που παίζει βιολί στο βίντεο, είναι Καλύμνιος. Αυτουνού όμως το παίξιμο είναι 100% καλύμνικο, και από τα πλέον ζόρικα κατά τη γνώμη μου. Ο Κίκιλης ανήκει κανονικά στις τάξεις των μάχιμων Καλύμνιων βιολιτζήδων, ασχέτως της προσωπικής του καταγωγής.
Ο σκοπός -ίσως μέσω Παπασιδέρη- είναι γνωστός και στις Δυτικές Κυκλάδες. Εδώ από Θερμιώτες (πρώτα λεπτά).
Περί Κίκιλη, Παπαϊωάννου και λαούτου η παραπομπή του Περικλή έχει αρκετή πληροφορία.
Αυτοί το παίζουν σχεδόν Ραστ. Ο σκοπός δεν είναι βέβαια Ραστ, είναι γύρω στο Νιγρίζ ή Νιχαβέντ. Αυτοί οι δρόμοι, ενώ για τη δυτική μουσική είναι από τα κατεξοχήν μινόρια και άρα ό,τι πιο αντίθετο προς το ματζόρε του Ραστ, για την ανατολική είναι πολύ συγγενείς προς το Ραστ γιατί έχουν κοινή βάση (το 'χουμε ξανασυζητήσει και σχετικά με τη Μανταλένα / Μυστήριο).
Ο θερμιώτικος λοιπόν Χειμαριώτικος μεταφέρθηκε και διαδόθηκε από μουσικούς που μπορεί κάπου να έχασαν ή να αλλοίωσαν κάποιες λεπτομέρειες της μελωδίας σε σχέση με το 1ότυπο που είχαν ακούσει (σε κάποιο στεριανό μέρος ή από πλάκες του Παπασιδέρη), την αίσθηση όμως των τρόπων τη διατηρούν στο ακέραιο! Η μνήμη έχει όρια, δεν είναι μαγνητόφωνο. Ορισμένες όμως γνώσεις, όταν είναι εμπεδωμένες -πρακτικά ή με θεωρία, αδιάφορο-, δεν έχουν όριο, μπορούν να είναι πραγματικά πλήρεις.
Πάνω στο χειμαριώτικο οργανικό σκοπό έχει γραφτεί και τραγούδι «Κουμπάρα», όπως το “Μια Μελαχρινή”. Στη Θεσσαλία και στην Ευρυτανία τουλάχιστον είναι πολύ γνωστό και με αυτήν την εκδοχή. Και μια άλλη τραγουδιστική εκδοχή του ίδιου σκοπού που αρχίζει με στίχους, που δε γνώριζα μέχρι πρόσφατα:
Τις νησιώτικες εκδοχές που παρέθεσε ο Pepe και ο koutroufi, “Θυμαριώτικο”, που κι αυτές έχουν ενδιαφέρον, δεν τις είχα καθόλου υπόψη μου μέχρι τώρα. Μου άρεσε πολύ η εκτέλεση με τον Κίκιλη στο βιολί (νομίζω έχει κουρδίσει τη ΜΙ ΡΕ αλα τούρκα) τον είχα ακούσει μία φορά ζωντανά με στεριανό σχήμα στην “Άλλη Όχθη”, αλλά δεν ήξερα να είναι τόσο “ψαγμένος” και με το Καλύμνιο παίξιμο, γιατί παίζει και άλλα μοτίβα πολύ καλά. Εδώ ο ίδιος σε ένα ηπειρώτικο μοιρολόι και σε ένα σκάρο.
Άταστε, ο Κίκιλης αν δεν απατώμαι ζει στην Κάλυμνο ή έχει μεγαλώσει εκεί, κάτι τέτοιο. Δεν κατάγεται από εκεί, αλλά οι ντόπιοι τον θεωρούν καλύμνικο βιολί. Εγώ τον ξέρω μόνο από το ΥΤ, όπου βλέπω ότι το πεδίο του είναι ευρύ.
Στα καλύμνικα πράγματι κουρδίζει αλά τούρκα. Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας στο νησί (στην Κάλυμνο έχει βιολιτζήδες που δεν ξέρουν καν ότι μερικοί άλλοι άνθρωποι κουρδίζουν με ΜΙ!). Αφού γνωρίζει αυτό το κούρδισμα, υποθέτω ότι θα το χρησιμοποιεί και στα θερμιώτικα (δηλ. της Κύθνου), όπου επίσης είναι κανόνας -αν και εκεί οι νεότεροι έχουν υιοθετήσει το αλά φράγκα. Γενικά τον βλέπω να αναζητεί το «παλιό», γι’ αυτό κάνω αυτή την υπόθεση…
Αυτή έχει ενδιαφέρον: ουσιαστικά το ένα τραγούδι γίνεται δύο! Από την άλλη, υπάρχει η μοιραία απώλεια μερικών από τα γυρίσματα του κανονικού σκοπού, που δε χωρούσαν στη δομή του τραγουδιού. (Αυτό συμβαίνει συχνά όταν προσθέτουν λόγια σ’ ένα οργανικό, γιατί η λογική της αλληλουχίας και εναλλαγής των θεμάτων είναι άλλη στα οργανικά και άλλη στα τραγούδια.)
Τα στιχάκια του πρώτου μέρους τα έχω ακούσει να παρεμβάλλονται ως τσακίσματα σε άλλους σκοπούς -συγκεκριμένα θυμάμαι το «Πονεμένο στήθος μου». Λόγω του ασυνήθους μέτρου τους φαντάζομαι ότι μάλον θα είναι αστικής προέλευσης, σμυρναίικα ή πολίτικα ή κάτι τέτοιο. Άλλωστε στην ίδια χρήση έχω ακούσει και τα στιχάκια του δεύτερου μέρους (δηλ. του Παπασιδέρη), που κι αυτά έχουν ασυνήθιστο μέτρο αλλά όχι τόσο -είναι σχετικά πιο εύκολο να βρεις σκοπό να τα ταιριάξεις.
Ναι, συμφωνώ αλλά δε βρήκα κάποιο άλλο παράδειγμα, γι’ αυτό έβαλα τον Υφαντή. Ούτε ξέρω αν ηχογραφήθηκε αρχικά από αυτόν ή από κάποιον άλλο με τους στίχους αυτούς.
Αυτό από δίσκο δε θυμάμαι να το έχω ξανακούσει. Παλιό και ωραίο! Μου φαίνεται όμως ότι σε κάποιο γλέντι (που έτυχε να παίζω) πριν λίγα χρόνια, κάποιος το τραγούδησε. Σαν Σαρακατσάνικη εκδοχή, φαντάζομαι εννοείς αυτήν την πολύ γνωστή.
Στην περιγραφή του βίντεο γίνεται αναφορά στο έθιμο “γκουρμπάνι”, ξέρεις τι είναι αυτό;
Αλά τούρκα κούρδισμα στο βιολί, όπως έχω ακούσει, έκαναν παλιά κυρίως στα νησιά, και ότι ο Μιχάλης Κονιτόπουλος (πατέρας του Γιώργου), που είχε κάνει και κλασικό, άλλαξε το κούρδισμα στο κλασικό “αλα φράγκα” (Μι-Λα-Ρε-Σολ). Βοηθούσε κυρίως αυτούς που δε εξασκούσαν - χρησιμοποιούσαν το τέταρτο δάχτυλο και δεν είχαν την τεχνική δυνατότητα ν’ αλλάζουν θέση στο όργανο.
Γιάννη ίσως κάποια στιγμή ν’ ανεβάσω κάτι στο προσωπικό μου blog.
Έτσι είναι, γι’ αυτό μερικοί προτιμούν τους οργανικούς σκοπούς χωρίς λόγια. Σου λέει π.χ. ο άλλος, “θέλω ν’΄ακούσω τον “Ηλιο”, την “Καραγκούνα”, το “Μπεράτι” κλπ., χωρίς τραγούδι”.
Το κάνουν ακόμη σε αρκετά νησιά. Στην Κύθνο και τη Σέριφο οι πιο «παλαιινοί», στην Κάλυμνο όλοι, στην Αμοργό και τη Σίφνο δεν ξέρω πόσοι…
Για το Μ. Κονιτόπουλο διασταυρώνεται πράγματι εδώ η πληροφορία. Πρέπει να γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Πάντως ο Γιώργος Νισύριος, κατά τι παλιότερος (γενν. 1874), χρησιμοποιούσε και τα δύο κουρδίσματα.
Νομίζω ότι λογικά αυτός που εισήγαγε το ευρωπαϊκό κούρδισμα δεν μπορεί να ήταν ένας.
Στα στεριανά μέρη Άταστε δεν υπήρχε ποτέ άλλο κούρδισμα εκτός από πέμπτες;
Μερικές φορές φταίνε και τα λόγια, που είναι σαχλά. Μου δίνουν την εντύπωση (κάποτε, όχι πάντα) ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο για να μπορεί να κατοχυρώσει κάποιος το τραγούδι.
Στην περίπτωση των διάφορων Χειμαριώτικων δε μου φαίνεται να είναι έτσι. Αν μη τι άλλο, είναι απλά παραδοσιακά στιχάκια. Δεν έχουν την ποιητική αξία ξέρω γω του Γιοφυριού της Άρτας, αλλά δεν τη διεκδικούν κιόλας. Τίμια και ταπεινά. Δεν ξέρω αν ακόμα κι ο Παπασιδέρης έκανε τη διασκευή για λόγους πν. δικαιωμάτων, αλλά πάντως την έκανε με σεβασμό στην αισθητική του στίχου.
Πάντως μια κλασική περίπτωση οργανικού που δευτερογενώς τραγουδήθηκε είναι η Μανταλένα. Θεωρώ την προσπάθεια ατυχή. Οι στίχοι δεν είναι μεν κακοί, είναι και πάλι τίμιοι και ταπεινοί, αλλά …δεν πάει ρε παιδί μου! Ποιο είναι το κουπλέ, ποιο είναι το ρεφρέν/τσάκισμα, ποια είναι η εισαγωγή; Δεν είναι έτσι τα τραγούδια!
Στη Σίφνο, απ’ ότι μου έχει πει Σιφνιώτης βιολιστής, (το έχω αναφέρει κι εδώ # 50), δεν κουρδίζουν τη Μι Ρε (αλα τούρκα) αλλά χαμηλοκουρδίζουν ένα τόνο κάτω όλες τις χορδές. Αυτό γινόταν και γίνεται ακόμα σε πολλές στεριανές περιοχές.
Για “αλα τούρκα” (χωρίς να το ψάξω) κούρδισμα σε στεριανά μέρη, εκτός Εύβοιας, δεν έτυχε ν’ ακούσω.
Ξέρω όμως ότι, πολλές φορές όποιος έβρισκε ή κατασκεύαζε μόνος του κάποιο βιολί για εκμάθηση, δε γνώριζε κανέναν τρόπο κουρδίσματος. Κούρδιζε ψάχνοντάς το όπως τον βόλευε. "Μέχρι να βρω και να μάθω το κανονικό κούρδισμα (μου είπε κάποιος) έπαιζα με άλλη δαχτυλοθεσία, το Ρε στη Λα χορδή, το έβρισκα με το δεύτερο δάχτυλο".
Και από δημοτικούς τραγουδιστές, θα έλεγα εγώ “επισκέπτη”. Απ’ ότι βλέπω σε όλα τα μουσικά σχολεία διδάσκεται, σχεδόν αποκλειστικά, η νησιωτοσμηρναίικη παράδοση, (από ψαλτάδες) κανά ζουναράδικο, άντε και κανά “Γιάννη μου το μαντήλι σου”.
Δεν έχω ακούσει ποτέ π.χ. από κάποιον που να πηγαίνει μουσικό γυμνάσιο-λύκειο, να μπορεί να ερμηνεύσει κλέφτικο, σαρακατσάνικο, τσάμικο, καμπίσιο…κι αν τυγχάνει πιστεύω θα είναι καμιά σπάνια εξαίρεση.
Υ.Γ. Για το “γκουρμπάνι” που ρώτησα γνώριζα ότι είναι το ιερό θυσιαστικό σφάγειο για τα πανηγύρια, τις γιορτές, τα γλέντια, απλά κάτω από το βίντεο γινόταν λόγος για αναπαράσταση εθίμου του “γκουρμπανιού” σε αντάμωμα. Τα “γκουρμπανοτράγουδα” δεν τα γνώριζα, τώρα τα βρήκα.
Ώπα, κάτσε. Ίσως κάνω λάθος. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτά τα νησιά είναι που έχουν κοινό (περίπου) παίξιμο στο λαούτο. Ίσως από αυτό παρασύρθηκα και τα τσουβάλιασα.
Ανακαλώ πιο προσεκτικά τις αναμνήσεις μου και διορθώνω:
Κάλυμνο -> στάνταρ όλοι αλά τούρκα
Κύθνο -> τουλάχιστον κάποιοι παλιότεροι (δεν ξέρω αν και οι νεότεροι) αλά τούρκα
Σέριφο -> κάποιοι παλιότεροι αλά τούρκα, οι περισσότεροι όμως αλά φράγκα
Αυτά, τελεία. Σίφνο και Αμοργό ίσως το φαντάστηκα.
Παράλληλα, στη μεν Κάλυμνο άλλοι δε χρησιμοποιούν διαπασών και κουρδίζουν στον αέρα, άλλοι κουρδίζουν στο διαπασών και άλλοι μισό τόνο κάτω, στη δε Κύθνο παρατήρησα τον Τζιωτάκη να κουρδίζει στον αέρα ενάμιση ολόκληρο τόνο πιο κάτω (δηλ. την πρώτη δυόμιση τόνους κάτω), πράγμα το οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε «πολύ αλά τούρκα». Μαζί κούρδιζαν και το λαούτο. Ο Τζιωτάκης είναι ηλικιωμένος και ίσως το κάνει για να του βγουν οι τόνοι στη φωνή, κατά τα άλλα τόσο χαμηλό κούρδισμα είναι υπερβολή. Ένα τόνο όμως παρακάτω θα πρέπει να είναι ψιλοστάνταρ, τουλάχιστον για τη γενιά του.
Ο Χειμαρριώτικος φέρει και τον εναλλακτικό τίτλο Μπερατιανός. Κι η Χειμάρρα και το Μπεράτι είναι πόλεις της Αλβανίας, αλλά η Χειμάρρα είναι Βόρεια Ήπειρος με Έλληνες, ενώ το Μπεράτι νομίζω όχι (άρα θα ήταν ενδιαφέρον αν το κομμάτι παίζεται και στο αλβανικό ρεπερτόριο).
Με τον τίτλο αυτό βρίσκονται παλιές και σύγχρονες ηχογραφήσεις. Βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες δύο, που είναι και με λόγια.
Παπαγκίκα 1919:
Άγγελος Στάμος 1925:
Έχουν εν μέρει τα ίδια δίστιχα μεταξύ τους, και επίσης εν μέρει (το καθένα χώρια) τα ίδια και με του Παπασιδέρη, που μάλλον είναι του 1940, και που σχολιάζαμε πιο πάνω (#3 κ.εξ.) ότι έχει περάσει αυτούσια σε ορισμένες τοπικές παραδόσεις.
Βρίσκω δε αξιοσημείωτο ότι μέσα σε διάστημα ενός αιώνα και με εκτελέσεις από ένα σωρό διαφορετικές περιοχές, με κλαρίνα αλλά και βιολιά, διατηρείται σταθερό το στοιχείο ότι οι πρώτες πάρτες παίζονται στη χαμηλή οκτάβα και η συνέχεια στην ψηλή. Δεν τους υποχρεώνει ούτε ο χαβάς ούτε το όργανο, είναι απλώς μια αισθητική επιλογή, αλλά την ακολουθούν όλοι, πουθενά δεν έχει λησμονηθεί.