Κατάταξη ματζόρε συνθέσεων μακεδονίας σε κάποιο δρόμο

Όμως οι καταλήξεις γίνονται στο Σολ, όχι στο Ρε.

Και επιπλέον ξανατονίζω ότι εκτός από αυτοτελή κομμάτια αυτή η κλίμακα χρησιμοποιείται και ως πρόσκαιρη αλλαγή από Ουσάκ στη βαθμίδα που, εδώ, ονομάσαμε Σολ.

(Υποθέτω ότι ο Χατζιδάκις θα έχει κάποιο λόγο που ορίζει τις νότες έτσι, αλλά στα λυρο-γκαϊντίσια κομμάτια εξυπηρετεί να τις ονομάζουμε ένα τόνο απάνω, δηλ. Μι-Φα#-Σολ-ΛΑ-Σι-Ντο#-Ρε-Μι. Οπότε θα πούμε ότι οι καταλήξεις γίνονται στο Λα, και ότι όλο αυτό γίνεται και ως αλλαγή μέσα σε κομάτια από Λα Ουσάκ.)

Κι άλλο ένα.

Στο παρακάτω βίντεο έχει τρία κομμάτια, ηχογραφημένα στην Αγριανή Σερρών, με γκάιντα, και μάλιστα την τοπική πολύ οξύφωνη που αναφέρεται ενίοτε ως κουνούπ-γκάιντα. Μας ενδιαφέρει το δεύτερο, άγνωστος (σ’ εμένα) οργανικός χορός σε ρυθμό γρήγορου καρσιλαμά. Καθώς όμως το πρώτο είναι Τα παιδιά της γειτονιάς σου και το τρίτο το παμμακεδονικό Τώρα που στήσαν τον χορό και καπάκι το Μαντήλι καλαματιανό, δεν μπορώ να ξέρω αν και το δεύτερο είναι «γενικού ρεπερτορίου» ή ντόπιο.

Τέλος πάντων, πάμε να δούμε τι γίνεται με το τρίτο. Αρχίζει γύρω στο 1:57, όπου και ελπίζω ότι πηγαίνει κατευθείαν το βίντεο:

Μέσα στα 5 λεπτά που διαρκεί, μέχρι το 6:55, μου δίνει την εντύπωση ότι ενώνει τρεις διαφορετικούς σκοπούς του ίδιου ρυθμού. Ο πρώτος είναι σε καθαρή ουσακοειδή κλίμακα. Ο δεύτερος αρχίζει στην ίδια κλίμακα και την κρατάει την περισσότερη ώρα, όμως γύρω στο 4:55 γυρίζει λίγο και στην άλλη, με μεγάλη τρίτη. Στο 5:21 μπαίνει αυτό που νομίζω ότι είναι ο τρίτος σκοπός, που είναι κι ο πιο εύκολος να τον παρακολουθήσει κανείς: δύο τετράμετρες φράσεις, από δύο φορές η καθεμία και όλο αυτό επί δύο πλήρεις επαναλήψεις, όπου η πρώτη φράση έχει σταθερά μικρή τρίτη και η δεύτερη σταθερά μεγάλη. Μάλιστα στη δεύτερη η μελωδία κατεβαίνει και στην υποτονική (ένα τόνο κάτω, όπως Ουσάκ) και στην αποκάτω βαθμίδα (ημιτόνιο).

Θα έλεγα ότι εδώ, σε αντίθεση ίσως με άλλα παραδείγματα, ακούμε και πιο έντονα το χαμήλωμα της 2ης βαθμίδας του ουσάκ, που φυσικά παραμένει και όταν η 3η γίνεται μεγάλη αφού για την γκάιντα αυτό δεν είναι επιλογή αλλά by default. Το ότι στην συγκεκριμένη γκάιντα της ηχογράφησης αυτό είναι πιο έντονο απ’ ό,τι σε άλλες δεν ξέρω αν είναι τυχαίο (το μέγεθος της κάθε τρύπας και άρα το ακριβές ύψος της κάθε νότας χωράει κάποιο νερό) ή σταθερή προτίμηση της κάθε περιοχής.

Κατά σύμπτωση, στο καπάκι πέτυχα κι άλλο ένα:

Πάλι καρσιλαμάς. Χαλκιδική, δηλαδή Μακεδονία μεν αλλά τελείως άλλος μουσικός κόσμος από τις Σέρρες. Εδώ όλο το κομμάτι είναι στον δρόμο με μεγάλη 3η και με υποτονική έναν τόνο κάτω από την τονική.

(Σπάνιο ντοκουμένο, καθώς η γκάιντα φέρεται να έχει χαθεί πλέον από τη Χαλκιδική.)

Κοίτα να δεις που δεν το χα σκεφτει τοσο καιρό:
Παλιά κουρδίσματα λύρας ειχαν το μπάσσο στη μεση οπότε ηταν, απο ψηλα προς χαμηλα: Λα ρε σολ ( σολ -λα αποσταση τόνου)
οπότε, αν παίζαμε ραστ στην ψηλη χορδή , θα είχαμε μια 5τη κατω απο τη βαση μας, η δεύτερη μας βαθμίδα, με τον ισοκράτη Ρε θα χαμηλωνε ως 6τη μεγάλη και κάτω απο τη βάση μας θα είχαμε την Σολ ανοικτη χορδή , δλδ απόσταση τόνου

Αλέξανδρε, για τις λύρες της περιοχής βλ. το #11.

Ένα ακόμα. Μιας και είναι πάλι χαλκιδικιώτικο, και μάλιστα από τον ίδιο δίσκο με το προηγούμενο (#91), προφανώς μένουμε με τη διαπίστωση ότι αυτός ο δρόμος, τουλάχιστον αμιγής (όχι σε συνδυασμό με Ουσάκ όπως στη Δράμα και αλλού, ή τουλάχιστον όχι υποχρεωτικά), συνηθίζεται και στη Χαλκιδική.

Η ηχογράφηση έχει ασυνόδευτο σόλο τραγούδι, αλλά το κομμάτι είναι τυπικά γκαϊντίσιο. Το κατέβασμα στα χαμηλά, με τα συγκεκριμένα διαστήματα και λίγο-πολύ αυτή την πορεία, είναι πολύ συνηθισμένο σε κομμάτια της γκάιντας κάθε είδους, δρόμου (πάνω από την τονική - γιατί από κάτω όλα ίδια είναι) και περιοχής, και υπαγορεύεται από την ίδια την κατασκευή του οργάνου. Είναι προφανές ότι ο σκοπός έχει συντεθεί είτε πάνω στην γκάιντα είτε υπό την πολύ ισχυρή επίδρασή της.

(Άλλα χαλκιδικιώτικα αναφέρθηκαν στο #8 και στο #24. Σύνολο τέσσερα, όλα τραγούδια και όλα χωρίς αλλαγές στον δρόμο/κλίμακα. Οι εκ κατασκευής μελωδικές δυνατότητες της γκάιντας αναφέρονται συνοπτικά στο #16.)

Η Πουσνίτσα είναι από τα πρώτα κομμάτια που πυροδότησαν αυτή τη συζήτηση, επομένως δε θα ήταν σημαντική συμβολή (μάλλον καθόλου συμβολή) να την ξανααναφέρω. Βρήκα όμως μια ωραία διασκευή με τζουρά παιγμένο ταμπουροπρεπώς, κάτι που έστω και καθ’ υπόθεσιν πρέπει να έχει μια βάση: ξέρουμε ότι στα χωριά πολλών περιοχών της Μακεδονίας παιζόταν ο ταμπουράς, ως σπιτικό εναλλακτικό αντί των ηχηρών πνευστών εξωτερικού χώρου (και εξακολουθεί να παίζεται στη Βουλγαρία, τη Β. Μακεδονία, την Αλβανία κλπ.). Και πώς τον έπαιζαν; Γιατί όχι κάπως έτσι…

Έγινε παραπάνω κάμποση συζήτηση για το αν μπορούμε να δεχτούμε ότι ο εν λόγω δρόμος είναι ένα ουσακοειδές με αυξημένη τρίτη, δηλαδή ματζόρε. Τα κύρια επιχειρήματα υπέρ:

  • κάτω από την τονική έχει την ίδια δομή όπως το ουσάκ και όσα άλλα θεμελιώνονται στην ίδια βαθμίδα
  • εναλλάσσεται με Ουσάκ στην ίδια τονική
  • διάφορα οργανολογικά σχετικά με την γκάιντα και τη λύρα, στων οποίων το ρεπερτόριο κυρίως βρίσκουμε αυτό τον δρόμο

Και κατά:

  • Πού ακούστηκε ματζόρικο ουσάκ; Πρέπει να βρούμε κάποια άλλη ερμηνεία.

Ένας από τους πιο κλασικούς σκοπούς σ’ αυτό τον δρόμο είναι η Γκάιντα, παμμακεδονικός οργανικός χορός. Σε προηγούμενα μηνύματα ακούσαμε κάποιες εκτελέσεις. Υπάρχουν πάντα διαφορές, αλλά και πάντα αναγνωρίζεται ότι είναι ο ίδιος σκοπός.

Λοιπόν, βρήκα εδώ άλλη μια εκτέλεση, με την εξής ιδιαιτερότητα: η κλίμακα δεν είναι πλέον «ουσάκ με αυξημένη τρίτη», αλλά με την τρίτη κανονικά στη θέση της (ή ίσως ελάχιστα υψωμένη, πάντως όχι ματζόρε). Και πάλι αναγνωρίζεται ξεκάθαρα ότι είναι ο ίδιος σκοπός, αλλά τώρα είναι μινόρε!

Νομίζω ότι θα πρέπει να προσμετρηθεί κι αυτό στα επιχειρήματα υπέρ:

Πώς προέκυψε μια τέτοια παραλλαγή; Προφανώς, σε κάποια επιμέρους τοπική παράδοση (ή μπορεί και σ’ έναν μεμονωμένο οργανοπαίχτη - ο οποίος πάντως έπαιζε σε ακροατές και χορευές και ήταν αποδεκτός από την κοινότητα) κρατήθηκε η βασική μελωδική δομή του κομματιού, αλλά η «λεπτομέρεια» της ματζόρε τρίτης δε θεωρήθηκε σημαντική και εξέπεσε. Φαντάζει περίεργο σ’ εμάς που έχουμε συνηθίσει ότι το ματζόρε είναι ακριβώς το αντίθετο του μινόρε, αλλά μου θύμισε και μια περίπτωση που είχαμε δει παλιά με τον Χειμαρριώτικο, που ενώ κανονικά είναι Νιγρίζ, υπάρχει και σε παραλλαγή Ραστ:

2 «Μου αρέσει»

Ωραίο βίντεο, στο 3:46 φαίνεται και ένα ταμπουροειδές.

Θα ήταν πιο λογικό να είναι μια τοπική διαφορά, π.χ. όπως τα μικρασιάτικα σαμπάχ που έγιναν μινόρε σε Κύπρο και Κρήτη. Αλλά εκεί μιλούμε για αρκετά διαφορετικές μουσικές κουλτούρες. Στη Μακεδονία υπάρχουν άλλες περιπτώσεις με περισσότερο μακαμίστικη ή περισσότερο «βαλκανική» εκδοχή μελωδίας από το κοινό ρεπερτόριο;

Ωπ, δίκιο έχεις! Θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ταμπουράς με τον περίφημο του Άγκιστρου Σερρών, που στην ανφάς φωτογραφία τον μπερδεύαμε με φουρνόξυλο.

Αυτό λέω κι εγώ.

Ποιο θεωρούμε πιο μακαμίστικο εδώ; Εγώ θα έλεγα ότι η μινόρε Γκάιντα είναι κατά κάποιον τρόπο πιο «κοινού» τύπου, αφού παίζεται σ’ έναν υπερστάνταρ πανελλήνιο δρόμο ενώ η ματζόρε σ’ έναν δρόμο τοπικής μόνο διάδοσης, μόνο που η ματζόρε είναι πασίγνωστη σ’ όλη τη Μακεδονία ενώ η μινόρε εντοπίζεται σε μία μοναδική (απ’ όσο ξέρω!) εκτέλεση.

Γενικά η Μακεδονία είναι πανσπερμία και στη μουσική, όπως σε όλα της. Υπάρχει ό,τι μπορείς να φανταστείς. Δεν τα ξέρω και καλά τα πράγματα… Έτσι ακριβώς όπως το θέτεις, δεν ξέρω να απαντήσω. :slight_smile:

Μου φαίνεται πως εντόπισα ένα δείγμα του δρόμου μας και σε τούρκικα:

Μετά το ταξίμι, γύρω στο 1΄30΄΄, ο πρώτος από μια σειρά σκοπών, ονόματι, ως φαίνεται, İnebolu havası - σκοπός της Ινέπολης. Από το 5΄20΄΄ επανέρχεται σε κανονικό ουσάκ, από την ίδια βάση.

Μερικά εγκυκλοπαιδικά:

Κασταμονή (που συμβαίνει να είναι και η πατρίδα του Γιοβάν Τσαούση). Μουσική από τα Κετσέκια (Κöçek), εκείνο το έθιμο με τους άντρες ντυμένους γυναικεία, που κάποτε το είχαμε ξανασυζητήσει. Οι χοροί στα Κετσέκια συνοδεύονται από λύρα, ζουρνά και νταούλι παιγμένο με τα χέρια, ενώ οι ίδιοι οι χορευτές παίζουν κουτάλια και ζίλια. Παρόλο που ο ζουρνάς καλύπτει συντριπτικά τη λύρα, ωστόσο φαίνεται ότι η λύρα θεωρείται κύριο όργανο (είδα σ’ ένα σωρό βιντεάκια να αναφέρεται στον τίτλο το όνομα του λυράρη, και μόνο). Πάντως εδώ δεν έχει ζουρνά.

Η λύρα αυτή είναι, λειτουργικά, ακριβώς η ίδια με τη δική μας θρακιώτικη. Όχι με τη δραμινή, από την οποία -μαζί με την γκάιντα- λέγαμε παραπάνω ότι πηγάζει αυτός ο δρόμος. Το όνομά της στα τούρκικα είναι kemane (ενώ kemençe είναι η πολίτικη), και φαίνεται να είναι τοπικό όργανο της ευρύτερης περιοχής της Κασταμονής, διαδεδομένο όπου υπάρχουν και τα Κετσέκια. Σ’ αυτή την περιοχή ανήκει και η Ινέπολη (İnebolu), όπου επίσης τελούνται τα Κετσέκια με τον ίδιο τρόπο.

Από την Ινέπολη έχουμε τεκμήρια για την ύπαρξη λύρας και στους Έλληνες: υπάρχουν 5-6 ηχογραφήσεις από τις περίφημες καταγραφές Μερλιέ το 1930 στο θέατρο Αλάμπρα (έχουν κυκοφορήσει σε σιντί), καθώς και φωτογραφία του λυράρη αλλά, καθώς δε διασταυρώνονται από κανένα άλλο στοιχείο τότε ή πιο πρόσφατα, αποτελούσαν ένα κάπως θολό σημείο στη χαρτογράφηση της ελληνικής αχλαδόσχημης λύρας. Ε λοιπόν να τη! Δεδομένου ότι η γενική εμφάνιση της λύρας, εδώ και σ’ όλα τα κασταμονίτικα βίντεο, είναι η ίδια με ό,τι διακρίνεται στην όχι πολύ λεπτομερειακή φωτογραφία του αρχείου Μερλιέ, και το κούρδισμα ίδιο όπως προκύπτει από τις ηχογραφήσεις, σύμφωνα με κάθε λογική το όργανο των Ελλήνων θα ήταν το ίδιο με των Τούρκων της ίδιας πόλης.

Την ελληνική απόδοση «Κετσέκια» για το Κöçek τη δανείζομαι από το χωριό Ποντισμένο των Σερρών. Τα Κετσέκια του Ποντισμένου είναι αποκριάτικο έθιμο με χορό φουστανελάδων, με κάποιες ομοιότητες με τα Κöçek της Κασταμονής και της Ινέπολης, και μάλιστα κι εκεί η μουσική είναι από λύρα (δύο λύρες και νταχαρές, όπου έχω δει σε βιντεάκια), μια εντελώς τοπική παραλλαγή λύρας που παίζεται μόνον εκεί και ονομάζεται γκίγκα. Οι κάτοικοι του Ποντισμένου δεν είναι πρόσφυγες, είναι ντόπιοι, και αν έχω καταλάβει καλά είναι όλοι (ή στην πλειοψηφία τους) Ρομά, από κείνους που ήταν από παλιά εδραίοι.

Το βίντεο εδώ στο στούντιο είναι από μια σειρά εξαιρετικά βίντεο που έχει ανεβάσει ο ίδιος γιουτουμπίστας (ο στουντιάς), όλα στο ίδιο μοτίβο: διάφοροι νεαροί λυράρηδες από την περιοχή της Κασταμονής, όλοι πολύ υψηλού επιπέδου, παίζουν τοπικούς σκοπούς, σκοπούς για τα Κετσέκια απ’ όσο έχω καταλάβει, με συνοδεία από προηχογραφημένα κρουστά. Σ’ όποιον άρεσε αυτό, ας δει και τα υπόλοιπα, δε θα χάσει. Εκτός των άλλων μαθαίνουμε και πολλά για τη λύρα, καθώς η εικόνα είναι ευκρινέστατη και ο ήχος δεν καλύπτεται από τον ζουρνά (τον οποίο ίσως σκοπεύουν να ηχογραφήσουν από πάνω σε άλλο κανάλι;; - δεν ξέρω).

1 «Μου αρέσει»

Και δύο ελληνικά ακόμη:

α) Χορός Πουστσένο, γκάιντα Ευθύμιος Χρήστου από Μπούφι (σημ. Ακρίτα) Φλώρινας, 1936. Σταθερά στον δρόμο που μας ενδιαφέρει, άλλωστε όλο το κομμάτι είναι μια φράση που επαναλαμβάνεται αέναα.

(Σημειώνω ότι το Πουστσένο, ή με τον εξελληνισμένο τίτλο Λεβέντικος, είναι σήμερα χορός δημοφιλής σ’ όσες περιοχές της Μακεδονίας έχουν μπάντες, συμπεριλαμβανομένης και της Φλώρινας. Όμως όσο έχω ακούσει παίζεται πάντοτε σ’ έναν και μόνο σκοπό, που δεν είναι αυτός εδώ, αν και έχει το ίδιο τυπικά βαλκανικό σύνθετο μέτρο, και δεν είναι σ’ αυτό τον δρόμο.)

β) Χωρίς τίτλο - -στον δίσκο απλά «Γκάιντα», παίζει γκάιντα ο ίδιος. Φέρεται ως μακεδονικό, αλλά εγώ το ακούω για καθαρά θρακιώτικο: οργανικός ζωναράδικος με κλώσιμο, που εναλλάσσει τον υπό εξέταση δρόμο με κανονικό ουσάκ από την ίδια βάση.


Edit:

Βασικά δεν ξέρω από πού προκύπτει αυτή η πηροφορία του Σίλαμπς. Ο Έφτος (Ευθύμιος) Χρήστου πάντως βρίσκω ότι ήταν από άλλο χωριό, της Φλώρινας πάλι, τον Τριπόταμο - πρ. Πετοράτσι, και ζούσε στη Φλώρινα.

Όχι δηλαδή πως θα τα χαλάσουμε πάνω σ’ αυτό (από ποιο χωριό ήταν), απλώς να μη γεμίζουμε τον τόπο φέικ νιουζ.

Τώρα ένα άλλο ντοκιμαντέρ, από Β. Μακεδονία ή μάλλον από την τότε Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, άδηλο πού ειδικότερα, 1982. Αφιέρωμα στην ίδια ακριβώς λύρα που σ’ εμάς λέγεται μακεδονική ή δραμινή ή, κατά την τοπική ονομασία, κεμενές. Ακούμε το τελευταίο κομμάτι, από το 26’00’’ μέχρι και που πέφτουν οι τίτλοι του τέλους, ένα οργανικό:

Το εντυπωσιακό δεν είναι τόσο ότι βρέθηκε και στη Β. Μακεδονία ένα (ακόμη) κομμάτι σ’ αυτό τον δρόμο, όσο ότι σε ολόκληρο το ντοκιμαντέρ βλέπουμε και ακούμε ακριβώς την ίδια μουσική παράδοση που έχουμε και από δω, στα χωριά της Δράμας. Η ίδια λύρα, η ίδια συνήθεια να παίζουν πολλές λύρες μαζί, η ίδια τεχνική και αισθητική, οι ίδιοι ρυθμοί. Την πολύ χαρακτηριστική γυναικεία διφωνία στο γιουγκοσλάβικο ντοκιμαντέρ δεν την ακούμε στο ελληνικό, από την Πετρούσα, υπάρχει όμως αυτούσια στον γειτονικό Βώλακα και τελευταία έχει τύχει κάποιας προβολής. Οι μόνες διαφορές είναι ότι στο γιουγκοσλάβικο δεν ακούμε ούτε βλέπουμε νταϊρέδες (μπορεί να έτυχε), η γλώσσα (που στο ελληνικό είναι η ελληνική επειδή επιβλήθηκε, ειδάλλως οι άνθρωποι ήταν σλαβόφωνοι), και ότι το β/μακεδόνικο όργανο αναφέρεται ως kemane ενώ σ’ εμάς ως κεμενές (θεμελιώδης διαφοροποίηση).

Θα μπορούσε κανείς να σπεύσει να πει «ε καλά, τι περιμένεις, αυτονόητο, αφού τα σύνορα…» κλπ., αλλά εν προκειμένω δεν είναι αυτή η περίπτωση. Μέσα στην Ελλάδα η παράδοση των χωριών της Δράμας είναι εντελώς ιδιαίτερη, ανάδελφη θα έλεγε κανείς. Υπό το φως που ρίχνει αυτό το ντοκιμαντέρ, φαίνεται ότι τελικά πρόκειται μάλλον για παρακλάδι μιας β/μακεδόνικης παράδοσης κι όχι για μοναδικότητα.

Να πω πάντως ότι, παρόλο που αν άκουγα τα οργανικά του ντοκιμαντέρ χωρίς να ξέρω τι είναι θα έλεγα κατευθείαν δραμινά, το ίδιο και τα τραγούδια αν για κάποιο λόγο δεν αντιλαμβανόμουν τη διαφορά γλώσσας, ωστόσο κανέναν από αυτούς τους σκοπούς δεν έτυχε να τον ξέρω ως δραμινό. Μπορεί να υπάρχουν και να μην τους ξέρω, ή να υπάρχουν εκεί οι δικοί μας και να μην έτυχε να περιληφθούν στο ντοκιμαντέρ, αλλά από την άλλη μπορεί και να υπάρχουν διακριτά ρεπερτόρια.

(Όχι πως θεωρώ εν λευκώ το γιουγκοσλάβικο ντοκιμαντέρ επιτομή της αμερόληπτης ειλικρίνειας και της αδιαμεσολάβητης αλήθειας. Τη δυσπιστία μου προς το σοσιαλιστικό φολκλόρ την έχω δηλώσει κατ’ επανάληψη, και μερικές λέξεις όπως «Μακεδονία» και «Παρτιζάνοι» που ξεχώρισα μέσα στα τραγούδια δεν τη διέλυσαν. Αλλά οπωσδήποτε κάποια πράγματα δεν είναι πιθανό να τα έβγαλαν και τελείως απ’ την κοιλιά τους.)

2 «Μου αρέσει»

Μπορεί όμως και να είναι επιρροή από πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου, που ήταν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμου

Τίποτε δεν είναι απλό, ιδίως σ’ εκείνα τα μέρη. (Αλλά πρόσφυγες ειδικά από τα πεντέξι δραμινά χωριά της λύρας; Πόσοι πια να ήταν;)

Τον κεμανέ / κεμενέ, δηλαδή τρίχορδη αχλαδόσχημη λύρα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχει στη Δράμα, τον βρίσκω σε δεκάδες σύγχρονα βιντεάκια κι από άλλα μέρη της Β. Μακεδονίας, ίσως και της Βουλγαρίας αν θυμάμαι καλά, αλλά χωρίς την τόσο έκδηλη συνολική ομοιότητα της μουσικής με τη δραμινή.

Αυτή η συγκεκριμένη μουσική, ακριβώς τέτοια, δεν ξαναϋπάρχει στην Ελλάδα και μέχρι τώρα δεν την ήξερα ούτε και εκτός Ελλάδας. Τώρα τη βρήκα σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ και ενθουσιάστηκα. Αυτός ο ενθουσιασμός σίγουρα δεν είναι επαρκές εφόδιο για ερμηνείες των κοινών στοιχείων!

Πάντως ξανατονίζω ότι δεν είναι το ίδιο σαν να βρεις ότι στη Βουλγαρία παίζουν πράγματα που τ’ ακούμε και στη Θράκη, ή στον σημερινό Πόντο πράγματα που τ’ ακούμε κι από τους Έλληνες Ποντίους, γιατί ούτε η Θράκη ούτε ο Πόντος είναι μια νησίδα πέντε «ιδιόρρυθμων» χωριών εν μέσω δεκάδων άλλων με διαφορετικές παραδόσεις.

[Διαγράφηκε μήνυμα με μία λανθασμένη ταύτιση που μπερδεύει παρά βοηθάει…]

Άλλο ένα θρακιώτικο, με γκάιντα. Επιτέλους, έχει κι ένα κλώσιμο στο τέλος - αυτό το είδος σόλου στα ζωναράδικα που στα πιο παλιά μηνύματα είχα φάει τον τόπο να βρω κανένα δείγμα. Σύντομο και όχι εντελώς ελεύθερο, αλλά πάντως αρκετά χαρακτηριστικό.

Το τραγούδι είναι εξ ολοκλήρου στον δρόμο που μας απασχολεί. Όμως στην πρώτη από τις δύο φράσεις του τραγουδιού, καθώς και στην εισαγωγή που ακούγεται πριν την πρώτη στροφή, δεν τον μαρτυράει τον δρόμο γιατί δε βάζει καθόλου τρίτη, ούτε μικρή ούτε μεγάλη. Όταν λοιπόν φτάνει η δεύτερη φράση, που όχι απλώς αποκαλύπτει τη μεγάλη τρίτη αλλά ξεκινάει κατευθείαν χτυπώντας την με έμφαση, το άκουσμα γίνεται αρκετά παράδοξο!

Αντίθετα το κλώσιμο, ενώ εναλλάσσει αυτό τον δρόμο με το ουσάκ, βρίσκω ότι ακούγεται πολύ νορμάλ. Η αλλαγή περνάει απαρατήρητη.

Εντωμεταξύ, κοίτα τι βρήκα!!!

Στο #72 είχα ποστάρει ένα παρόμοιο κομμάτι, σόλο γκάιντα ζωναράδικο αλλά μόνο κλώσιμο επί τρία λεπτά, φερόμενο ως βορειομακεδόνικο. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το ποιος παίζει, πού, πότε κλπ., αλλά στα σχόλια κάποιος (όχι ο ανεβάστορας) λέει ότι παίζει ο Πέτσε Ατανασόφσκι. Για τον Πέτσε Ατανασόφσκι εντωμεταξύ βρήκαμε ότι ήταν μεγάλη περίπτωση, βλ. #77. Όμως ένας άλλος τού απαντάει: «Είσαι σίγουρος; Εμένα το στυλ μού θυμίζει ανατολική [Βόρεια] Μακεδονία».

Το ξαναπαραθέτω, για έναν συγκεκριμένο λόγο:

Αργότερα, στο #100, πόσταρα ένα ελληνικό σόλο γκάιντα, πάλι το ίδιο πράγμα, τρία λεπτά κλώσιμο. Αχρονολόγητος δίσκος 78 στρ., με τον Ευθύμιο Χρήστου και με τίτλο Γκάιντα. Βρήκα δε ότι ο Ευθύμιος (Έφτος) Χρήστου δεν ήταν Θρακιώτης, ήταν από τη Φλώρινα, και έχει γράψει και τουλάχιστον δύο μακεδονικά κομμάτια με γκάιντα.

Το ξαναπαραθέτω κι αυτό:

Είναι ακριβώς η ίδια ηχογράφηση. Κάποιος μάς δουλεύει: είτε ο Βορειομακεδών γιουτουμπίστας που το ανέβασε στο πρώτο βίντεο, χωρίς κανένα στοιχείο αλλά με τον τίτλο Macedonian Folklore (όπου Macedonian σημαίνει βέβαια βορειομακεδόνικο, όπως προκύπτει από εκατοντάες άλλα ανεβάσματα του ιδίου, πάντα με την ίδια εικόνα και πάντα χωρίς στοιχεία), είτε η ελληνική FM Records που ανατύπωσε το παλιό 78άρι σε σιντί (το έχω), και κάποιος το ανέβασε στο δεύτερο βίντεο.

Βασικά τον Β/μακεδόνα υποψιάζομαι, γιατί αυτός είναι που δε δίνει κανένα στοιχείο. Αλλά και η FM που δίνει, είναι λίγο ύποπτα: γκαϊτατζής από τη Φλώρινα να γράφει δίσκο με θρακιώτικο ζωναράδικο, και μάλιστα με όλο τον καθαρά θρακιώτικο ιδιωματισμό του κλωσίματος, όταν ο ίδιος έχει γράψει άλλα που είναι του τόπου του, είναι τόσο απίθανο ώστε δε θα απέκλεια εντελώς να έβαλαν κατά λάθος στοιχεία άλλου κομματιού, πόσο μάλλον αν ο τίτλος είναι σκέτο «Γκάιντα». (Θα μπορούσε κάλλιστα λ.χ. ο Χρήστου να έχει γράψει σε δίσκο τον σκοπό/χορό που ονομάζεται Γκάιντα, παιγμένον με την γκάιντα του, και να ήθελαν να το περιλάβουν στο σιντί αλλά από κάποιο λάθος να έβαλαν άλλο.)

Να σημειώσω ότι ο δίσκος της FM, όπου η ηχογράφηση παρουσιάζεται ως ελληνική, είναι ο ένας από τρεις της σειράς Βαλκανική Μουσική. Έχει όλο Ελλάδα. Σ’ έναν από τους άλλους δύο έχει και β/μακεδονική, από τη χώρα που τότε ονομαζόταν Φύρομ και που στον δίσκο αναγράφεται, κάπως αμήχανα, ως «Κεντρικά Βαλκάνια» (και μαζί, αν θυμάμαι καλά, Αλβανία και Βουλγαρία, και ο τρίτος Τουρκία και …?).

Άρα, είχαν συγκεντρώσει και Β/μακεδόνικες (γιουγκοσλάβικες) ηχογραφήσεις. Αν υποθέσουμε ότι τελικά η εν λόγω είναι β/μακεδόνικη, μπορεί να την προόριζαν για κείνο τον δίσκο, μπορεί ακόμη και να την έβαλαν τελικά, αλλά κατά λάθος να παρεισέφρησε και στον ελληνικό.

Άσχετο αλλά ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Μ. Κκάσιαλου.