Επανέρχομαι στη συζήτηση γι’ αυτό τον δρόμο, γιατί βρήκα την πρώτη, μάλλον, κάπως λεπτομερή θεωρητική περιγραφή του. Έχει προηγηθεί εκείνη του Σπ. Περιστέρη, ο οποίος όμως περιορίζεται να πει επιγραμματικά «τρόπος του Σολ» (βλ. #24, και σχετική συζήτηση στα επόμενα αλλά και στο #53).
Τώρα έχουμε τη διδακτορική διατριβή της Θεοδώρας Γκουράνη Η παραδοσιακή μουσική των περιοχών ΄Εδεσσας και Αλμωπίας: εντοπισμός και έρευνα του τοπικού ρεπερτορίου (Ιόνιο Παν/μιο, τμ. Μουσικών Σπουδών, Κέρκυρα 2014), που μας γνώρισε η Ελένη εδώ. Ας ξαναβάλω και το λινκ: (PDF) Η παραδοσιακή μουσική των περιοχών ΄Εδεσσας και Αλμωπίας: εντοπισμός και έρευνα του τοπικού ρεπερτορίου | Theodora Gourani - Academia.edu
Στις σελίδες 56 (της έντυπης σελιδαρίθμησης - 76 στο pdf) κ.εξ., στο 1.3.2.2 - Μουσικές καταγραφές, η συγγραφέας περιγράφει τη μεθοδολογία που ακολούθησε για να μεταγράψει σε νότες το μουσικό της υλικό:
Αρχικά, καθορίστηκε ο τρόπος στον οποίο βασίζεται η μελωδία κάθε ηχητικού παρα-
δείγματος, σύμφωνα με το σύστημα που πρότεινε ο Σπ. Περιστέρης στην Μουσική
Εκλογή (245), στο οποίο οι ονομασίες των μουσικών τρόπων προσαρμόζονται στις τονι-
κές βάσεις του συστήματος κλιμάκων της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής.
245: Σπυριδάκης, Περιστέρης, Ελληνικά…, 1968, σ. ιγ΄-ν.
Να σημειώσω εδώ ότι το σύστημα Περιστέρη για τον ορισμό και την περιγραφή των τρόπων (~δρόμων), στο οποίο έχω κατ’ επανάληψη αναφερθεί με τρόπο σχεδόν διαφημιστικό, μπορεί να μην είναι δημοφιλές (ίσως ούτε καν γνωστό) στους μουσικούς, παρατηρώ όμως ότι προτιμάται συστηματικά από τη σύγχρονη εθνομουσικολογική έρευνα, τουλάχιστον στην Ελλάδα.
Παρακάτω συνεχίζει:
…παρατηρήθηκε πως υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις τραγουδιών που α-
κολουθούσαν μία κλίμακα που δεν έχει περιγραφεί από τον Περιστέρη και ουσιαστι-
κά κινείται στις νότες που παίζει η γκάιντα (248). Κρίθηκε σωστότερο να χρησιμοποιηθεί
ως βάση του τρόπου όπου κινούνται αυτές οι μελωδίες ο φθόγγος σολ, μιας και η κί-
νηση της μελωδίας φαίνεται πως ομοιάζει περισσότερο με τον χρωματικό τρόπο του
σολ που περιγράφει ο Περιστέρης. Τα τραγούδια αυτά είναι χαρακτηριστικά των πε-
ριοχών που εξετάζουμε, τα συναντάμε τόσο στις φωνητικές όσο και στις οργανικές
ηχογραφήσεις.
248: Στη διερεύνηση του τρόπου που κινούνται αυτές οι μελωδίες βοήθησε πολύ τόσο η μελέτη τους με τον Τάσο Δίσκο, μέλους του συγκροτήματος «Χρυσοδάχτυλοι» αλλά και νεώτερου γκαϊταντζή, καθώς και η μελέτη της διατριβής του Χ. Σαρρή (βλ. Σαρρής, Η γκάιντα, Αθήνα 2007, σ. 198-204, όπου αναφέρεται η φθογγοθεσία των μελωδικών αυλών της γκάιντας. Επίσης, H. Sarris, P. Tzevelekos, “ ‘Singing like the gaida (bagpipe)’: Investigating relations between singing and instrumental playing techniques in Greek Thrace”, στο Journal of interdisciplinary music studies, spring/fall 2008, volume 2, issue 162, pp. 33-57). Ο Σαρρής τοποθετεί την τονική του οργάνου στο φθόγγο λα, γιατί οι περισσότερες γκάιντες που ηχογράφησε είναι κουρδισμένες κοντά σε αυτόν τον φθόγγο και γιατί αυτή είναι η τονική από τους νέους κατασκευαστές. Στην παρούσα διατριβή δεν χρησιμοποιήθηκε τελικά ο φθόγγος λα ως τονική για τις μελωδίες που παραπέμπουν στην γκάιντα, γιατί ο τρόπος του σολ περιέγραφε σωστότερα τα γενικότερα μελωδικά χαρακτηριστικά των τραγουδιών και δεν «ξέφευγε» από το τροπικό σύστημα του Περιστέρη.
Κλίμακα της γκάιντας σύμφωνα με τον Σαρρή, με βάση το λα (Σαρρής, Η γκάιντα, 2007, σ. 200):
[παρατίθεται πεντάγραμμο, που λέει ό,τι βλέπουμε κι εδώ στο #16].
Ο Δίσκος ανέφερε χαρακτηριστικά πως οι μελωδίες, που εμείς χαρακτηρίσαμε πως κινούνται στον τρόπο του σολ, όταν παίζονται σε γκάιντα από λα, έχουν ως βάση το φθόγγο λα, για να μπορεί να παιχτεί η υποτονική (σολ). Παρατηρούμε όμως επίσης, πως με αυτήν τη βάση οι φθόγγοι 2 και 3 δεν είναι σταθεροί, αλλά μπορούν να παιχτούν και χαμηλωμένοι, όπως ακριβώς συμβαίνει στις μελωδίες που κινούνται στον τρόπο του σολ.
Πρέπει να διορθώσουμε ότι ο τρόπος έχει περιγραφεί από τον Περιστέρη, όπως μόλις αναφέρθηκε, και μάλιστα ακριβώς ως διατονικός τρόπος του Σολ. Δε χρειάζεται να γίνει αναφορά στον αντίστοιχο χρωματικό τρόπο.
Κατά τα άλλα, η αναγωγή του τρόπου στην γκάιντα συμφωνεί με ό,τι είχα υποστηρίξει από την αρχή του παρόντος νήματος.
Και λίγο παρακάτω:
Παρατηρήθηκε, πως σε όλες τις περιπτώσεις, με εξαίρεση τον τρόπο του σολ, η φυσική
κλίμακα του τρόπου που ακολουθεί η μελωδία συμπίπτει με την κλίμακα στην οποία
παίζουν τα πνευστά όργανα. Για παράδειγμα, όταν μία μελωδία κινείται στον τρόπο
του ρε, τότε παίζεται πάντα με βάση τον φθόγγο ρε. Έτσι, θεωρήθηκε ορθότερο να
γίνουν οι μεταγραφές των μελωδιών στη θέση που παίζονται, η οποία συμπίπτει με τη
φυσική κλίμακα που ακολουθεί η μελωδία. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι μελω-
δίες στον τρόπο του σολ, που ως βάση τους έχουν τον φθόγγο ρε.
(Τα πνευστά όργανα είναι τα όργανα της δυτικομακεδονικής μπάντας: κλαρίνο, τρομπέτα, τρομπόνι κλπ. - όχι γκάιντες ή άλλα πνευστά. Το σύνολο του οργανικού ρεπερτορίου που μελετά η Γκουράνη είναι παιγμένο από μπάντες τύπου «Χάλκινα της Γουμένισσας». «Μπάντα της Φλώρινας» κλπ.)
Προσωπικά βρίσκω ιδιαίτερα σημαντική αυτή την πληροφορία. Ήξερα, και έχω φέρει ένα σωρό ηχογραφημένα παραδείγματα, ότι στα όργανα του παλιού στρώματος, κυρίως γκάιντα και μακεδονική λύρα, ο τρόπος αυτός τοποθετείται στην ίδια τονική με τον διατονικό τρόπο του Ρε (το Ουσάκ). Το τι γίνεται όμως με τα σύγχρονα όργανα μού ήταν πολύ πιο δύσκολο να το βρω, αφού δεν ξέρω πώς δουλεύουν αυτά τα όργανα: θα έπρεπε να μαζέψω ένα κόρπους ηχογραφήσεων από κομμάτια σε κάθε δρόμο, να σημειώνω τονικές, και μετά ν’ αρχίσω να ψάχνω σε τι τόνους προσφέρεται να παιχτεί ο κάθε δρόμος από την ίδια την κατασκευή των οργάνων (ποια είναι όργανα μεταφοράς, και αν κάνουν τις ίδιες μεταφορές μεταξύ τους, κλαρίνα σε Σιb, σε Λα, σε Ντο, τρομπέτες, τρέχα γύρευε…), πράγματα με τα οποία δεν έχω ασχοληθεί ποτέ.
Και να που βρέθηκε άνθρωπος ο οποίος, διαθέτοντας ακριβώς τις γνώσεις που μου έλειπαν, έχει ήδη κάτσει να κάνει όλη αυτή τη δουλειά, για να μου σερβίρει έτοιμη την πληροφορία πως: ό,τι κάνουν οι γκάιντες και οι λύρες, ακριβώς το ίδιο κάνουν και τα πνευστά της μπάντας. Όλοι δηλαδή τοποθετούν τον τρόπο αυτό στην ίδια τονική με το Ουσάκ.
Ουσιαστικά η Γκουράνη ομολογεί ότι όλα θα συνηγορούσαν να τοποθετήσει τον τρόπο αυτό στο Ρε, κι ότι δεν τον βάζει στο Σολ παρά μόνο για να μην ξεφύγει από το σύστημα του Περιστέρη. Εδώ όμως δείξαμε (#24) ότι ο Περιστέρης ουσιαστικά δεν τον μελέτησε τον δρόμο, αφού δε βρήκε παρά μόνο ένα κομμάτι σ’ αυτόν μέσα σ’ ένα κόρπους εκατοντάδων μελωδιών, κι αυτό με σκέτες φωνές.