Κατάταξη ματζόρε συνθέσεων μακεδονίας σε κάποιο δρόμο

Λοιπόν.

Η γκάιντα, η ελληνική και όσες άλλες βαλκανικές γνωρίζω, έχει έναν αυλό τρυπημένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε η παραγωγή των φθόγγων γίνεται με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο, που δεν απαντά σε άλλα πνευστά. Η φθογγοθεσία είναι ως εξής:

Ας πάρουμε μια γκάιντα σε Λα. Μπορεί να παίξει μια οκτάβα, Μι έως Μι. Από το Μι μια τέταρτη κάτω από την τονική μέχρι το Μι μια πέμπτη πάνω από την τονική.

Κάτω από την τονική έχει ένα 4χ ουσάκ: Μι, Φα#, Σολ, Λα. Πάνω από την τονική έχει μεγαλύτερη ευελιξία, μπορεί να παίξει Σιb και Σι, Ντο και Ντο#, Ρε και Μι (δεν ξέρω μήπως μπορεί να παίξει και Ρε#/Μιb, αλλά και να μπορεί δεν το χρησιμοποιεί ποτέ). Συνδυάζει λοιπόν αυτές τις νότες που διαθέτει για να βγάλει όσους δρόμους βγαίνουν.

Ο ισοκράτης είναι στο Λα, δυο οκτάβες κάτω από το Λα του μελωδικού αυλού. Αυτό σημαίνει ότι το Λα είναι σχεδόν μόνιμα η τονική κάθε μελωδίας. Κατ’ εξαίρεση παίζονται και κάποιες μελωδίες με τονική Μι και έκταση οκτάβας: θα έχουν τον ισοκράτη στην 4η (Λα), πράγμα που τέλος πάντων το δέχεται το αφτί. Δρόμοι όμως όπως το Ραστ, με τονική μια νότα κάτω από τον ισοκράτη (στο Σολ) ή το Σεγκιάχ, με τονική μια νότα πάνω από τον ισοκράτη (στο Σι) δεν μπορούν να παιχτούν: φαντάζεσαι τη φαλτσαδούρα. Υπάρχουν μόνο σύντομα περάσματα Ραστ και Σεγκιάχ (περίπου Σεγκιάχ: χωρίς την έλξη) σε οργανικά σόλα του Ζωναράδικου π.χ., όπου η σύγκρουση τονικής-ισοκράτη λειτουργεί ως διαφωνία που λύνεται όταν μετά από λίγο η τονική επανέλθει στο Λα, δηλαδή ως ένταση που προετοιμάζει την αποκατάσταση της ηρεμίας (αυτό άλλωστε που είναι και το νόημα της διαφωνίας).

Αυτός ο χωρίς όνομα δρόμος που συζητάμε προκύπτει από τις αμτικειμενικές δυνατότητες και περιορισμούς του οργάνου.

Η λύρα τώρα, της Δράμας, λειτουργεί κι αυτή κατά τρόπο σχεδόν απολύτως ανάλογο προς της γκάιντας. Η μελωδία παίζεται στις δύο έξω χορδές, που απέχουν μια 4η, και η μεσαία κρατάει όλη την ώρα ίσο μια οκτάβα πιο κάτω από την πρώτη, δηλαδή Λα (1η χορδή), Λα μια οκτάβα πιο κάτω (μεσαία), Μι μια 4η κάτω από το ψηλό Λα (τρίτη). Επομένως κι εδώ ο ισοκράτης δεσμεύει την τονική υποχρεωτικά στο Λα ή οριακά και στο Μι., που σημαίνει ότι κανονικό Ραστ ούτε εδώ μπορεί να παιχτεί. Η διαφορά είναι ότι στη λύρα παίζεις ό,τι διαστήματα θέλεις, άρα υπάρχει (δυνητικά) και το Σολ#, προσαγωγέας του Ραστ, επομένως θα μπορούσε να παιχτεί πλήρες Ραστ, απλώς θα μεταφερόταν μια νότα πιο πάνω, στην τονική του Ουσάκ. Όμως δεν έχει επικρατήσει να γίνεται κάτι τέτοιο: στην πράξη η λύρα παίζει ό,τι και η γκάιντα (παρόλο που δεν παίζουν μαζί: ειδικά στη Δράμα οι γκάιντες είναι σε τονικότητες ασύμβατες με της λύρας), γιατί το πιο αμετακίνητο όργανο είναι συνήθως αυτό που θέτει τα πρότυπα.

Πιστεύω ότι λογικά η Πουσνίτσα που παίζουν κυρίως οι μπάντες, η Γκάιντα που παίζουν οι μπάντες, οι κομπανίες και οι ζουρνάδες, το Όλη νύχτα περπατούσε που το έχω ακούσει μόνο σ’ αυτή την εκτέλεση με κομπανία, θα πρέπει να είναι δάνεια από το ρεπερτόριο της γκάιντας. Ίσως και της λύρας, αν παλιότερα λύρες σαν της Δράμας παίζονταν και αλλού στη Μακεδονία. Οι δραμινοί σκοποί της λύρας που χρησιμοποιούν αυτό τον δρόμο, Πήγε η Μίνα και κάποιες φράσεις από παϊντούσκες (μπορεί και άλλα που μου διαφεύγουν), είναι το φυσικό ρεπερτόριο της λύρας.

2 «Μου αρέσει»