Το βιολί στην Ελλάδα και η σχέση του με την κοινωνική διαστρωμάτωση

Άταστε, επειδή «Χανιά», «Λασίθι» κλπ. είναι πολύ γενικοί όροι, μήπως ξέρεις (ή άλλος τις) λεπτομερέστερα; Για παράδειγμα στα Χανιά (στο νομό δηλαδή) ξέρω ότι το βιολί κυριαρχεί από παλιά στην Κίσαμο. Αλλού;

Ακριβώς βιολιά δεν είναι, αλλά το τι είναι δεν το ξέρω.

Να εξηγήσουμε και μια αμφισημία που ίσως μπερδεύει κανέναν: Στα ελληνικά η οικογένεια του βιολιού είναι «βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο (τσέλο), κοντραμπάσο», και παράλληλα λέμε «βιόλα ντα γκάμπα, βιόλα ντ’ αμόρε» κλπ. Είναι όμως απλή συνωνυμία. Σε άλλες γλώσσες λένε για την πρώτη περίπτωση viola και συνηθέστερα alto, και για τη δεύτερη viol. Είναι δύο διαφορετικές οικογένειες οργάνων, αν και όχι φυσικά άσχετες μεταξύ τους: αφενός τα «βιολιά» και αφετέρου οι «βιόλες (viol)». Η οικογένεια των βιολιών, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, είναι στανταρισμένη σε τέσσερα όργανα με πολύ σαφή σχέση μεταξύ τους. Οι βιόλες έχουν μεγαλύτερη ποικιλία. Οι βιόλες επικρατούσαν πριν τα βιολιά. Όμως έχω την εντύπωση (διορθώστε με) ότι τα βιολιά δεν είναι εξέλιξη της βιόλας: και τα δύο είναι προφανώς εξέλιξη κάποιου κοινού προγόνου, απλώς η ανεξάρτητη εξέλιξη της μιας οικογένειας την οδήγησε κάποια στιγμή να κλέψει τα πρωτεία από την άλλη.
Υποψιάζομαι ότι τις ουσιαστικές διαφορές θα τις καταλαβαίνει μόνο κάποιος οργανοποιός.

Όλα αυτά με κάθε επιφύλαξη.

Είναι ενδιαφέρον το ότι, σε κάποιο άλλο θέμα μιλάμε για την εξέλιξη του μπουζουκιού και εδώ του βιολιού.
Δεν γνωρίζω πάρα πολλά για το θέμα και πάνε και κάποια χρόνια από το τελευταίο μάθημα οργανογνωσίας/ ιστορίας μουσικής.
Γνωρίζω τα παρακάτω, με επιφύλαξη…
η ιταλική λέξη violino σημαίνει μικρή βιόλα. Λέγοντας βιόλα δεν εννοούμε μόνο την άλτο βιόλα που επιβιώνει μέχρι σήμερα αλλά διάφορα όργανα της οικογένειας viol.
Όπως και οι αραβικής προέλευσης πρόγονοι τους, αυτά τα όργανα παιζόντουσαν κυρίως καθιστά, όπως περίπου και η λύρα. Σταδιακά εμφανίζονται και μικρότερα όργανα που παίζονται στον ώμο, όπως το σημερινό βιολί. Πριν το 1600 λοιπόν, υπάρχει η διαφοροποίηση μεταξύ viola da braccio και viola da gamba. Μιλάμε λοιπόν κυρίως για αναγέννηση και πρώιμο Μπαρόκ. Μεγάλο μέρος του ρόλου αυτών των οργάνων ήταν η συνοδεία φωνών. Οπως εξελίσσεται λοιπόν και η τεχνική τραγουδιού, έτσι παράλληλα μεγαλώνει και η έκταση των οργάνων που τα συνοδεύει. Η ανάπτυξη λοιπόν της τεχνικής του τραγουδιού όχι μόνο με καστράτο αλλά και με συμμετοχή περισσοτέρων γυναικών, δημιουργεί την ανάγκη για την “μικρή βιόλα” ή αλλιώς βιολί. Για αυτό και άλλωστε η βιόλα (ή άλτο βιόλα) παραγκωνίζεται σε μεγάλο βαθμό στην Μπαρόκ εποχή αφού πλέον γίνεται …μεσαία φωνή. Εξαιρείται απο το μπαρόκ τρίο-σονάτα σχήμα και ξαναβρίσκει ίσως τη φωνή της στο κουαρτέτο εγχόρδων, πατέρας του οποίου θεωρείται ο Joseph Haydn.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιος ήταν ο πρώτος κατασκευαστής βιολιών . Πιθανότατα στην Breschia της ιταλίας καθορίστηκε η μορφή και έκταση των 4΄τοξωτών εγχόρδων που γνωρίζουμε σήμερα. ένας πολύ σημαντικός κατασκευαστής είναι ο Gasparo Di Bertolotti γνωστός ως Gasparo Da Salo. Πολύ πιθανών ο Gasparo da Salo(1542-1609) δημιούργησε το βιολί σχεδόν με τη σημερινή του μορφή αν και η δουλειά του Andrea Amati στην κρεμόνα (1505-1578) ήταν πολύ σημαντική επίσης.
Σχετικά με τους πίνακες, πιστεύω ότι απεικονίζουν διάφορα viols 15ου-16ου αιώνα, όχι όμως βιολιά. Δυστυχώς τα μάτια του καλλιτέχνη ζωγράφου δεν είναι πάντα η εγκυρότερη πηγή για μάθηση οπότε δεν μπορούμε να πάρουμε και πολύ στα σοβαρά αυτές τις εικόνες, όσων αφορά την μορφή, σχήμα και τρόπο παιξίματος.

και ένα βίντεο με προγόνους του βιολιού απο τον εξαιρετικό Καταλάνο Jordi Savall

Κάποια πράγματα όπως τα έχω διαβάσει:

Η βιόλα Ντα γκάμπα και το βιολί συχνά συγχέονται μεταξύ τους. Σε πολλές πηγές αναφέρεται ότι η βιόλα Ντα γκάμπα είναι μια πρώτη μορφή βιολιού, η οποία στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για δυο διαφορετικές οικογένειες οργάνων, οι οποίες αναπτύχθηκαν στη Βόρεια Ιταλία στις αρχές του 16ου αιώνα. Ο ήχος τους διαφέρει όπως και το ρεπερτόριό τους. Όλα τα μέλη της οικόγενειας της βιόλας Ντα γκάμπα παίζονταν με τον ίδιο τρόπο που παίζεται σήμερα το βιολοντσέλο: Ο εκτελεστής κρατούσε το όργανο ανάμεσα στα γόνατά του. Με το αριστερό χέρι αυξομείωνε το παλλόμενο μήκος των χορδών και κατά συνέπεια το ύψος των ήχων που έπαιζε, ενώ με το δεξί χειριζόταν το δοξάρι.

Εξερευνώντας τις απαρχές του βιολιού μπορούμε να βρούμε πολλά όργανα που παίζονταν με τον ίδιο τρόπο στηριγμένα στον αριστερό ώμο, από τα τέλη του Μεσαίωνα και μετά. Το αρχαιότερο βιολί που σώζεται στον κόσμο με την σημερινή του μορφή είναι του 1564 από τον Andrea Amati (1505-1578).

Θα έλεγα με επιφύλαξη ότι, τα όργανα τύπου viol που προηγήθηκαν του βιολιού αποτελούν προγόνους του βιολιού. όμως η viola da gamba, αν και παλαιότερη συνυπάρχει για αρκετά χρόνια με το βιολί και όντως παίρνει διαφορετικό δρόμο.
Προσωπικά δεν βλέπω ανάγκη διαχωρισμού. Θεωρώ ότι τα έγχορδα με τόξο ανήκουν σε μία κατηγορία, όχι μόνο γιατί κατασκευάστηκαν όλα από τους ίδιους κατασκευαστές αλλά και γιατί απασχόλησαν το ίδιο κοινό και τους ίδιους ερμηνευτές. Αυτό που θα δικαιολογούσε ένα τέτοιο διαχωρισμό κατά τη γνώμη μου, είναι η χρήση κινητών τάστων σε όργανα τύπου βιόλα ντα γκάμπα ενώ την ίδια εποχή το βιολί χρησιμοποιείται χωρίς τάστα (δεν νομίζω ότι υπήρχε ποτέ όργανο τύπου viola da braccioμε τάστα)
Δεν είμαι σίγουρος αν ο μουσικός ρόλος επέβαλε την χρήση τάστων. Συγκεκριμένα, η γκάμπα συχνά θα έπαιζε το αριστερό χέρι κάποιου πληκτροφόρου, ενισχύοντας το κοντίνουο. Αυτά τα πληκτροφόρα ήταν κουρδισμένα με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους και ίσως τα κινητά τάστα κάναν την συμβίωση των 2 οργάνων περισσότερο αρμονική.

Aυτά που έγραψα στο μήνυμα # 31, είναι ακριβώς όπως τα διάβασα σε άρθρο από ένθετο περιοδικού: “Αναγέννηση, Έγχορδα με Δοξάρι”.

Όπως εκεί διάβασα κι αυτό:

Δεν έχω ούτε τα εφόδια, ούτε διάθεση/σκοπό να αμφισβητήσω τα λεγόμενα του κειμένου hightech. Aπορίες μόνο.
Υποθέτουμε λοιπόν ότι η εισβολή των Μαυριτανών στην Ισπανία τον 8ο αιώνα φέρνει αυτά τα ρεμπέκ-ρεμπάμπ όργανα στην Ισπανία. Αυτά αφομοιώνονται στους επόμενους αιώνες στα Ευρωπαϊκά αυτιά και εμφανίζεται κάποια στιγμή ένας περισσότερο τοπικού χαρακτήρα τύπος οργάνου με την γενική ονομασία viol.Προς την αναγέννηση, υπάρχει μεγαλύτερη εξέλιξη και πλέον, διάφοροι τύποι του οργάνου αναπτύσσονται. Υποθέτω ότι τα όργανα που παίζονται στον ώμο και όχι στα πόδια προκύπτουν από αυτή την οικογένεια. Τώρα, δεν μπορώ να φανταστώ πως το βιολί μπορεί να μην κατάγεται από την συγκεκριμένη οικογένεια.
Αυτό που ουσιαστικά έγινε ήταν η ανεξάρτητη ανάπτυξή του και σαν φόρμα κατασκευής και μουσικά. αλλά αυτό ήταν το αποτέλεσμα, όχι ο σκοπός, ούτε η ιδέα.
Το κείμενο hightech διευκρινίζει γιατί διαχωρίζει το βιολί απο τα όργανα τύπου gamba?

Όχι δεν δίνει περισσότερες διευκρινήσεις, το μόνο που λέει ακόμα είναι: το βιολί συνδέθηκε περισσότερο με την κοσμική, χορευτική μουσική και τη διασκέδαση γενικότερα, ενώ η βιόλα ντα γκάμπα ήταν όργανο των υψηλότερων κοινωνικών τάξεων και παιζόταν κυρίως από ευγενείς.

Από το ίδιο ένθετο του περιοδικού HITECH: “Μπαρόκ Έγχορδα με Δοξάρι-Βιόλες ντα γκάμπα (viol)”:

Είδαμε ότι κατά την αναγέννηση, η οικογένεια της βιόλας ντα γκάμπα αριθμούσε αρκετά μέλη. Σταδιακά όμως και όσο προχωρούσε η περίοδος του Μπαρόκ με την ακόλουθη αλλαγή στο συνθετικό ύφος και τα είδη κάποια από αυτά έπαψαν να χρησιμοποιούνται, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν, ενώ άλλα παρέμεναν δημοφιλή. Τα όργανα που διατήρησαν τη θέση τους προορίζονταν κυρίως για σολιστική χρήση. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η μπασαβιόλα ντα γκάμπα (bass - viol) και η βιόλα ντ’ αμόρε (Viola d’ amore). Η πρώτη είχε σημαντική θέση ως μέλος του μπάσο κοντίνουο (μαζί με το τσέμπαλο), ενώ πολλοί συνθέτες έγραψαν σολιστικά έργα. Αγαπήθηκε ιδιαίτερα στη Γαλλία. Είχε συνήθως 6 χορδές και 7 εντέρινα μετακινούμενα τάστα, δεμένα στο πάνω μέρος του λαιμού, γύρω από το μπράτσο. Η βιόλα ντ’ αμόρε αν και λιγότερο δημοφιλής, ήταν από τα όργανα που αγαπούσε ο Vivaldi, ο οποίος έγραψε πολλά έργα γι’ αυτή. Είχε 7χορδές, που συνοδεύονταν από ισάριθμες συμπαθητικές χορδές, οι οποίες διέτρεχαν το σκάφος του οργάνου περνώντας σχεδόν παράλληλα με τις άλλες κάτω από την ταστιέρα και μέσα από τη γέφυρα. Είχε επίσης κυματόμορφες ηχητικές οπές.

Στην πραγματικότητα το κοντραμπάσο δεν ανήκει στην οικογένεια των βιολιών (violins) αλλά προέρχεται από την οικογένεια των viols. Ένα χαρακτηριστικότατο στοιχείο του οργάνου που το κάνει να ξεχωρίζει από το βιολί, τη βιόλα και το βιολοντσέλο (που προέρχονται από την ευρύτερη οικογένεια του βιολιού όπως πολύ σωστά αναφέρεις) είναι οι “ριχτοί” του ώμοι. Συγκρίνετε για παράδειγμα τις δύο αυτές εικόνες και θα καταλάβετε τι εννοώ .jpg.jpg

Στο διαχωρισμό μεταξύ violins και viols κάνει αναφορά, μεταξύ άλλων, και ο Alfred Blatter στο πολύ κατατοπιστικό εγχειρίδιό του “Instrumentation and Orchestration” όπου και διευκρινίζει πως δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τα violins από τις viols είναι το σχήμα του σώματος των οργάνων και το κούρδισμά τους. Τα τελευταία χρόνια βέβαια έχουν κατασκευαστεί και κοντραμπάσα με σχήμα πιο κοντά στα violins αλλά το κλασικό κούρδισμα παραμένει σε τετάρτες και όχι σε πέμπτες.
Άλλωστε το κοντραμπάσο ήταν γνωστό -και είναι ακόμα σε πολλούς ανθρώπους- ως bass viol. Μάλιστα, το κλασικό κουαρτέτο εγχόρδων περιλαμβάνει 2 βιολιά, 1 βιόλα και ένα τσέλο και όχι 1 βιολί, 1 βιόλα, 1 τσέλο και 1 κοντραμπάσο όπως καμιά φορά πιστεύει κανείς. Υποψιάζομαι δε ότι αυτό είναι ένδειξη για τη διαφορετική “προέλευση” του κοντραμπάσου το οποίο ενσωματώθηκε και καθιερώθηκε στις ορχήστρες σε μεταγενέστερο χρόνο απ’ ό,τι τα άλλα τρία όργανα. Εξ άλλου το φυσικό μπάσο της ορχήστρας είναι το τσέλο (με τα χρόνια βέβαια όλα τα όργανα αποκτούν και άλλους ρόλους ενώ παράλληλα ατονεί η χρήση τους σε άλλα σημεία) γι’ αυτό και το κοντραμπάσο ονομάζεται και double bass (νομίζω τον όρο αυτό προτιμούν κυρίως οι Βρετανοί) δηλαδή σαν να λέμε “δυο φορές πιο χαμηλά μπάσο”.

Σύμφωνα με αυτά που αναφέρονται στο ένθετο του περιοδικού HITECH, αυτά τα τοξοτά έγχορδα στο βίντεο δεν είναι πρόγονοι του βιολιού αλλά από την οικογένεια της βιόλας ντα γκάμπα (viol) μπαρόκ εποχής. Έχουν και 7 μετακινούμενα τάστα όπως και 6 ως 7 χορδές όπως αναφέρει. Επίσης οι δυο εικόνες που έχει το ένθετο μοιάζουν πάρα πολύ. Η βιολά ντα γκάμπα εκτοπίστηκε σταδιακά τον 18ο αιώνα από το βιολοντσέλο που άρχισε να θεωρείται δεξιοτεχνικό σόλο όργανο. Η ονομασία βιολοντέλο πρωτοεμφανίστηκε το 1665, ενώ το όργανο πήρε τις σημερινές του διαστάσεις και το σχήμα μετά το 1701 από τον Stradivari. Πρόγονοι του βιολιού δείχνουν να είναι τα τοξοτά που στηρίζονται στον αριστερό ώμο, στις τοιχογραφίες - αγιογραφίες που παρέθεσε ο Άγης στο μήνυμα # 24.

Υ.Γ. Peloponnisie, συν αυτά που ανέφερες, κάτι άλλο που ξεχωρίζει στο κοντραμπάσο είναι ότι δεν έχει στριφτάρια αλλά μηχανικά κλειδιά κουρδίσματος. Πρόγονός του είναι το κοντραμπάσο viol ή violone από την οικογένεια της viola da gamba. Στην ορχήστρα εμφανίστηκε από τις αρχές του 18ου αιώνα και στην τζαζ το 1890, στη Νέα Ορλεάνη. Στις ηχογραφήσεις της τζαζ από τα τέλη της δεκαετίας του '20 και μετά το κοντραμπάσο αποτελέσε τη βάση του ρυθμικού μέρους της ορχήστρας, θέση που μέχρι τότε κατείχε η τούμπα.

Προφανείς διαφορές ανάμεσα στα βιολιά και τις viols, όπως παρουσία/απουσία μπερντέδων, διαφορετικός αριθμός χορδών, διαφορετικά κουρδίσματα, παρουσία/απουσία συμπαθητικών χορδών, νομίζω ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ειδοποιές. Αυτό που αναφέρει ο Πελοποννήσιος για το σχήμα του κ’μπάσου φαίνεται ασήμαντο (προσωπικά δεν το είχα προσέξει ποτέ) αλλά υποψιάζομαι ότι στην πραγματικότητα σε τέτοια σημεία εντοπίζονται οι διαφορές και τα όρια ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Έχουν επίσης διαφορές στα f, και δεν ξέρω μήπως και στο επίπεδο / κυματιστό σχήμα της ράχης και του καπακιού. Όλα αυτά είναι σημεία που δεν καταλαβαίνω τι ρόλο μπορεί να παίζουν, άρα μάλλον παίζουν κάποιο ρόλο που η άγνοιά μου δε μου επιτρέπει να καταλάβω. Γι’΄αυτό και έλεγα ότι ίσως αφορούν κυρίως τους οργανοποιούς.
Από τη σημερινή οικογένεια του βιολιού, αν εξαιρέσουμε το ίδιο το βιολί, το κοντραμπάσο είναι σαφώς το δημοφιλέστερο σε λαϊκές και γενικώς μη κλασικές μουσικές (τσιγγάνικα σχήματα κεντρικής - ανατολικής Ευρώπης, τζαζ, κάντρι, διάφορα λατινοαμερικάνικα ιδιώματα κλπ.), όπου μάλιστα παίζεται σχεδόν αποκλειστικά χωρίς δοξάρι -κάτι που για τα άλλα τρία όργανα αλλά και για το ίδιο το κ’μπάσο στην κλασική μουσική θεωρείται μάλλον η εξαίρεση.

Θα αναφέρω, χωρίς ούτε να την υποστηρίζω ούτε να την κατέχω πολύ καλά ώστε να την κρίνω, και μια θεωρία κατά την οποία όλα αυτά τα όργανα με το γενικώς 8σχημο ηχείο και τους πατητούς δακτυλισμούς είναι αρχικά ανατολικής προέλευσης, ενώ αντίθετα οι αχλαδόσχημες λύρες με το πλάγιο νυχάτο παίξιμο δυτικής, και (σύμφωνα πάντα με τη θεωρία) και οι δύο ομάδες τελικά ρίζωσαν στην αντίθετη πλευρά από αυτήν απ’ όπου προέρχονται.

Σχετικά με την αναφορά του Πελοποννήσιου.Δεν είμαι σίγουρος ότι συμφωνώ. Οι ριχτοί ώμοι του κοντραμπάσου (καθώς και τα μηχανικά κλειδιά) είναι παρέμβαση/προσθήκη νεότερη.
Δεν υπήρχε στάνταρ φόρμα κατασκευής το 15ο αιώνα αλλά υπήρχαν κοντραμπάσα και bass viols με ίσιους ώμους, ένα παράδειγμα εδώ, οι οποίοι αργότερα κοπήκαν (κυρίως από Γάλλους κατασκευαστές το 18ο αιώνα) για λόγους πρακτικούς. Δηλαδή όπως αναπτύχθηκε η τεχνική του σόλο κοντραμπάσου, έτσι οι κατασκευαστές προσάρμοσαν τα όργανα. . Φυσικά κατασκευάστηκαν όργανα σε διάφορες διαστάσεις, φόρμες, κουρδίσματα κλπ αλλά τα όργανα που βλέπουμε σήμερα από τον 15 αιώνα έχουν προσαρμοστεί στις σημερινές απαιτήσεις.(τα περισσότερα τουλάχιστον)
Τώρα, όσων αφορά το αν το βιολί ανήκει στην ίδια οικογένεια. Μπορούμε να περάσουμε μήνες ολόκληρους βρίσκοντας διαφορές ανάμεσα σε βιολί και βιόλα ή ανάμεσα σε μπουζούκι και τζουρά. Το θέμα είναι: (καθαρά προσωπική άποψη αυτό)
είναι βέβαιο ότι τα τοξωτά ευρωπαϊκά έγχορδα που αναπτύχθηκαν το 15ο αιώνα προέρχονται όλα από αραβικά τοξωτά έγχορδα. όταν η ανάγκη για διαφορετική έκταση/κούρδισμα κλπ ενθαρρύνει τους κατασκευαστές να δημιουργήσουν τέτοια όργανα σε διάφορα κουρδίσματα και σχήματα, προκύπτει αυτή η ποικιλία για την οποία συζητάμε.Κάποια από αυτά μικραίνουν τόσο πολύ που μπορούν να παίζονται και στον ώμο. Ναι ο δρόμος της βιόλα ντα γκάμπα ήταν διαφορετικός από του βιολιού αλλά επίσης ο δρόμος εξέλιξης της σύγχρονης βιόλας ήταν διαφορετικός απο του βιολιού, παρόλο που μιλάμε για 2 όργανα που διαφέρουν στο μέγεθος μόλις λίγα εκατοστά. Το ένα “θάφτηκε” για 100 χρόνια( ή τουλάχιστον περιορίστηκε σε συνοδευτικούς ρόλους) το άλλο μεσουρανούσε ως όργανο σολιστικό με τεράστιο ρεπερτόριο.
Δεν βλέπω πως γίνεται όλα τα τοξωτά όργανα να μην έχουν κοινή καταγωγή.
Με άλλα λόγια, πως γίνεται το βιολί να μην είναι εξέλιξη των ευρωπαϊκών μεσαιωνικών τοξωτών οργάνων; Αν δεν κατάγεται και αυτό από εκεί (όπως και όλα τα υπόλοιπα, βιόλες, κοντραμπάσο, κλπ) πως προέκυψε;

Επεξεργασία: Το κούρδισμα και αριθμός χορδών του κοντραμπάσου ήταν κάτι που επίσης δεν ήταν στάνταρ. Υποθέτουμε ότι αρκετά μπάσσα 15-16ου αιώνα ήταν τρίχορδα. Το κούρδισμα θα είχε κάπου και μια πέμπτη αλλά δεν ήταν ποτέ καθορισμένο, τουλάχιστον όσο γνωρίζω. O Mozart έγραψε τον 18 αιώνα για 5χορδο όργανο( κουρδισμένο σε τρίτες) αλλά στην Ιταλία την ίδια περίπου εποχή (λίγο αργότερα)ο Dragonetti έγραψε για τρίχορδο κουρδισμένο σε τέταρτες. Υπάρχει μια υπέροχη ελευθερία ακόμα και σήμερα στον τρόπο που χρησιμοποιείται και κατασκευάζεται το κοντραμπάσο. Στην Γερμανία παίζουν μόνο πεντάχορδα με γερμανικό δοξάρι, ενώ στην Γαλλία κυρίως τετράχορδα με γαλλικό δοξάρι. Στην Αγγλία προτιμούνται τα flatback όργανα με καθαρά ορχηστρικό χαρακτήρα ενώ η επιλογή του δοξαριού είναι ελεύθερη. όταν παίζουν σόλο ρεπερτόριο πρέπει να αλλάξουν χορδές για να κουρδίσουν το όργανο ένα τόνο ψηλότερα. Θέλω να πω ότι, το κοντραμπάσο ήταν(και είναι)ένα όργανο με πολύ ζωντανή τοπική παράδοση και ποτέ δεν καθορίστηκε ένας συγκεκριμένος τρόπος κατασκευής και παιξίματος. Το να λέμε ότι το κοντραμπάσο είναι…έτσι ή αλλιώς…δεν καλύπτει ποτέ τον πλούτο διαφοροποιήσεων που υπάρχουν στον κόσμο…

Το βιολί έχει σίγουρα κοινή καταγωγή με όλα τα όργανα που του μοιάζουν. Είτε κατ’ ευθεία γενεαλογική γραμμή, δηλαδή ως απόγονός τους, είτε κατά πλάγϊα, δηλ. ως εξάδελφος. Δεν μπορώ ούτε εγώ να φανταστώ το αντίθετο.

Ως προς το πρώτο σκέλος όμως, τα τοξωτά θα μπορούσαν και να μην είναι όλα συγγενή μεταξύ τους. Τα τοξωτά είναι τουλάχιστον τριών τύπων:

α) Ηχείο με δύο παράλληλες, επίπεδες ή σχεδόν επίπεδες επιφάνειες (ράχη και καπάκι) και με πλαϊνά: βιολοειδή, φιαλόσχημες λύρες (κεμεντζές, κεμανές).
β) Ηχείο σφαιρικό, καπάκι δερμάτινο, μπράτσο σαν ακόντιο που διαπερνά το ηχείο συνεχίζοντας από κάτω ως ποδαράκι-στήριγμα: spike fiddles (διάφορα όργανα βορείου Αφρικής, μέσης Ανατολής, παλιότερα είχαμε και στν Ελλάδα το «ρεπάπι»).
γ) Ηχείο βαθουλωτό, σκαφτό: αχλαδόσχημες λύρες. Οι ελληνικές και βαλκανικές έχουν ξύλινο καπάκι και παίζονται με πλάγιο δακτυλισμό με το νύχι, αλλά υπάρχουν παρόμοια όργανα και στην Ισπανία που παίζονται πατητά, και στις Ινδίες όπου παίζονται μεν πλάγϊα αλλά το καπάκι είναι δέρμα.

Κάθε κατηγορία θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αναπτυχθεί ανεξάρτητα από τις άλλες, αφού στην ουσία το μόνο κοινό είναι το δοξάρι.

Να θυμίσω ότι υπάρχουν και διάφορες μεμονωμένες περιπτώσεις τοξωτών οργάνων που αποτελούν παραλλαγή κάποιου νυκτού εγχόρδου. Σε πρόσφατες εποχές το γιαϊλί ταμπούρ δημιουργήθηκε ως παραλλαγή του ταμπούρ, με όσες αλλαγές απαιτούνταν για να εξυπηρετηθεί το παίξιμο με δοξάρι. Ανάλογη περίπτωση είναι η ινδική ντιλρούμπα, που είναι ένα τοξωτό σιτάρ.
Μια περίπτωση που ίσως να είναι κι αυτή ανάλογη είναι η βιουέλα (vihuela): όργανο που θεωρείται πρόγονος της κιθάρας, αλλά που θυμίζει αρκετά ορισμένες παλιές βιόλες (σε κάποιες εικόνες που δεν μπορώ να τις ξαναβρώ, θυμάμαι ότι έμοιαζε με πολύ πεπλατυσμένο κεμεντζέ). Άλλωστε και η ίδια η ονομασία είναι παραλλαγή της λέξης βιόλα (στα ισπανικά το ue με το ο εναλλάσσονται).

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:29 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 19:47 —

Στο «Κοντραμπάσο» (θεατρικό του Πάτρικ Ζύσκιντ, που δεν είναι βέβαια έργο ιστορικής μουσικολογίας αλλά φαντάζομαι ότι δε θα είνα και αυθαίρετο), ο πρωταγωνιστής λέει κάπου: Τελικά το 4χορδο κοντραμπάσο επικράτησε έναντι του 3χορδου, όχι για άλλο λόγο παρά γιατί έγραφαν γι’ αυτό καλύτεροι συνθέτες.

Πολύ σημαντική σκέψη. Έχει κι άλλες εφαρμογές. Ένα καινούργιο όργανο που εισάγεται σε μία παράδοση, ακόμη και την πιο συντηρητική, μπορεί να έχει επιτυχία αν το εισαγάγει ένας πολύ καλός παίχτης. Δείτε π.χ. τα διάφορα όργανα που έχουν γίνει δημοφιλή στην Ελλάδα χάρη στον Ρος Ντέιλι: επειδή είναι καλός παίχτης, ο άλλος ακούει ωραία μουσική από ένα καινούργιο γι’ αυτόν όργανο, και καταλήγει να του αρέσει το ίδιο το όργανο.
Ο Παπουτσάκης, που έγραφα κάπου παραπάνω ότι έφερε το βιολί στην Κάρπαθο, κατάφερε να το μεταφυτέψει (έστω και σε περιορισμένο βαθμό) όχι γιατί έπαιζε σαν τη λύρα, με την οποία όλοι οι Καρπάθιοι ταυτίζονται, αλλά γιατί ήταν τόσο μερακλής και καλός μουσικός ώστε να μπορεί, ακόμη και μ’ έναν ανοίκειο ήχο, να τους κάνει και πάλι να εκφραστούν από ψυχής και τελικά να ταυτιστούν.

Η φιλολογία γύρω από τα τοξωτά έγχορδα, σε όση έχω πρόσβαση δηλαδή, υποδηλώνει όμως σχεδόν το αντίθετο από αυτό που περιγράφεις. Όπως έγραψα και στο αρχικό μου μήνυμα, οι ερευνητές/μελετητές καταλήγουν στο ότι οι Viols (γράφω αγγλιστί τον όρο για να μην μπερδευόμαστε) μοιράζονται μια σειρά από χαρακτηριστικά που έχουν να κάνουν με το ίδιο το σώμα του οργάνου. Ο Cecil Forsyth (1876-1941) αναφέρει σχετικά ότι οι Viols, που προέκυψαν ως εξελικτική κορύφωση των ονομαζόμενων Minnesinger Fiddles, είχαν ψηλές γέφυρες, πολύ στενή “μέση”, επίπεδες “πλάτες” και μακριούς ριχτούς “ώμους”. Ο δε συνήθης αριθμός των χορδών ήταν 6 (“Orchestration”, rev. edition 1935). Μάλιστα, ο Forsyth συγκρίνει το σχήμα τους με αυτό των παλαιού στυλ double-basses (δεδομένου ότι τα παραπάνω γράφτηκαν το 1914 μπορεί κανείς να φανταστεί τι εννοεί λέγοντας παλαιού τύπου κοντραμπάσα).
Για τα μηχανικά κλειδιά, όπως και για το ότι δεν υπήρχε στάνταρ φόρμα κατασκευής, συμφωνώ κι εγώ μαζί σου. Αυτό που θέλω να επισημάνω απλώς είναι ότι κατά την εξέλιξη μιας ομάδας οργάνων σαφώς και θα προκύψουν όργανα που δεν πληρούν όλα τα χαρακτηριστικά που η -κατοπινή είναι η αλήθεια- μελέτη τους έχει αποδώσει. Τέτοια όργανα αποτελούν μάλλον ένδειξη πειραματισμού και δεν αρκούν από μόνα τους για να περιγράψουν συλλήβδην μια ολόκληρη οικογένεια από όργανα.
Καταλαβαίνω τι εννοείς όταν αναφέρεσαι στον πλούτο των διαφοροποιήσεων που υπάρχουν εκεί έξω και το έχω δει και ο ίδιος σε πολλές απεικονίσεις αλλά πιστεύω ότι πάντα μπορούν να εντοπιστούν τα κοινά σημεία που μοιράζονται τέτοια όργανα και εντέλει τα χαρακτηρίζουν. Αν για παράδειγμα ανακαλύπταμε ένα παλαιό βιολί που είχε τριγωνικό σκάφος -λέμε τώρα- θα μπορούσα ποτέ να σε πείσω ότι τα βιολιά δεν έχουν συγκεκριμένη φιλοσοφία σχήματος του σκάφους επειδή βρήκαμε ένα τριγωνικό βιολί;

Δεν μπορώ να καταλάβω πώς και από που προκύπτουν αυτές οι βεβαιότητές σου. Εγώ ξέρω και είμαι σίγουρος γι’ αυτό ότι, όχι μόνο οι ραχούλες αλλά και κάποια από τα ψηλά βουνά αντιλάλησαν και από βιολιά και απο κλαρίνα. Παραθέτω ενδεικτικά, μικρό μέρος συνεντεύξεων από δυο Αγραφιώτες - οργανοπαίχτες σε τοπικές εφημερίδες (Έντυπο τοπικής εφημερίδας: “Η ΟΞΥΑ”, 2006, και “ΦΩΝΗ ΛΕΟΝΤΙΤΟΥ”, 2011).

[b]Συνέντευξη 1η:

[/b]Ερώτηση: Χρήστο καλησπέρα. Έχεις γράψει και εσύ ιστορία, όσον αφορά βιολί - τραγούδι στο χωριό μας;
- Έκανα ότι μπορούσα. Είχα πολύ μεράκι.

Ερώτηση: Πόσο χρονών είσαι σήμερα και πόσα χρόνια ασχολήθηκες με το βιολί - τραγούδι;
- Είμαι 77 χρονών και δούλεψα βιολί - τραγούδι από τα 18 μου χρόνια.Ερώτηση: Πότε κατάλαβες ότι σου άρεσε το βιολί;- Όταν ήμουν 14 χρονών.

Ερώτηση: Σε αυτό το σκόρπιο ορεινό χωριό ένα παιδί που είδε βιολί;
- Το χωριό μας δεν είχε δικούς του οργανοπαίχτες. Γι’ αυτό έφερνε από άλλα χωριά. Από το χωριό Βλάσι ερχόταν ο Μήτσος Φλέγκας που έπαιζε βιολί. Τον θαύμαζα και τον παρακολουθούσα πως έπαιζε, επίσης παρακολουθούσα πώς ήταν κατασκευασμένο το βιολί του. Έτσι άρχισαν όλα!Στα 14 μου χρόνια πήρα ξύλο και με σκεπάρνι και μαχαίρι έφτιαξα το πρώτο μου βιολί. Για χορδές χρησιμοποίησα σύρμα χονδρό - μέτριο - ψιλό. Για δοξάρι πήγαινα στο βουνό “Καράβα” όπου έβοσκαν τα βλασιότικα άλογα και έπαιρνα από τις ουρές τους μακριές τρίχες και με αυτές έφτιαξα το δοξάρι. Το επόμενο στάδιο ήταν να μάθω βιολί μόνος μου.Καθημερινά που πήγαινα τα γίδια για βοσκή (στο δάσος - τα βουνά - τις πλαγιές) έπαιρνα μαζί μου στον ντουρβά το βιολί για να το μαθαίνω. Τραγουδώντας τα τραγούδια που μάθαινα από τους γονείς μου.Συνήθως έβρισκα και άλλους βοσκούς. Εγώ έπαιζα βιολί και τραγουδούσα και αυτοί χορεύανε…[…]…Στη συνέχεια αγόρασα ένα κανονικό βιολί από τον Χρήστο Πλακιά, ο οποίος λόγω τραυματισμού στο στρατό το πούλησε σε μένα…

[b]Συνέντευξη 2η:

[/b]Ερώτηση: Αποστόλη, πώς πρωτοξεκίνησες το όργανο;
- Πρώτα φλογέρα από φροξ(υ)λιά - είχαμε μπόλικες στο Σπυρέλο. Ύστερα έφκιασα μονάχος μου κλαρίνο ξύλινο, από λούκα - πάνω στον Κούρλιακα, πλάι στο γκρεμό ήταν ένα κλωνάρι λούκας, το ‘κοψα αλλά έπεσε μέσα στον γκρεμό - πήγα μέσα απα’ στο στεφάνι, το πήρα και το ‘φκιασα. Πύρωνα κάτι συρματάκια στη φωτιά να τρυπήσω το ξύλο - παράλληλα έφκιασα και πιπίνια από πουρνάρι, έπαιζα αρκετά τραγούδια μ’ αυτό. Το κράτησα κάνα χρόνο αυτό το χειροποίητο κλαρίνο!

Ερώτηση: Πώς αγόρασες το πρώτο κλαρίνο;
- Ο πατέρας μου ‘λεγε “γύφτος θα γένεις;” Με τον Τηλέμαχο το Νασιώκα μας έφερε στο Μουζάκι να πάμε στην Α’ Γυμνασίου, αλλά πριν φύγει αυτός εμείς την κοπανήσαμε για το χωριό. Ο μπάρμπας μου ο Αποστόλης Σωτηρίου μου 'στειλε το πρώτο κλαρίνο. Μόλις το πήρα, λες και είδα τη μάνα μου (είχε πεθάνει στα 27 της, όταν ο Αποστόλης ήταν 2 χρονών). Ο πονηρός ο πατέρας μου βρήκε μια εφημερίδα που ‘γραφε με κεφαλαία “ΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ ΠΕΘΑΙΝΕΙ”, για να με αποτρέψει, αλλά εγώ στο δικό μου…σκοπό! Οι μπαρμπάδες παραπονιούνταν “θα τα φάει το κλαρίνο τα πρόβατα”, γιατί δεν σταμάταγα καθόλου. Το ‘χα στο μανικοκάπι μόνιμα από 14 χρονών. Μόλις πέρναγε η μπρουσινέλα απ’ τα πρόβατα κατά τα Ραγάζια, πλαλώντας εγώ έφτανα στο Σωτήρη - παίζαμε μαζί ολόκληρα 24ωρα! Καθώς κοιμήθηκα μια φορά, έσπασε ένα μικρό πιαστράκι, οπότε πήγα στο Μεζήλο σ’ ένα μάστορα, σα μου 'πε “δε γίνεται το κλαρίνο” μου 'κοψε τα ήπατα. Αλλά όταν σε λίγο με βεβαίωσε πως θα το φκιάσει, του 'πα: “αν το φκιάσεις θα πάω να κόψω ένα φτερό πρόβατα και θα στα δώσω”!..

Δε λέω ότι δεν έπαιξε κανείς ποτέ βιολί στα βουνά. Λέω ότι δεν υπήρχε (ή, για να είμαι πιο σωστός, θα εκπλαγώ αν αποδειχτεί ότι υπήρχε) τόπος όπου κάθε μέρα να ακούγονται δέκα διαφορετικά βιολιά από δέκα διαφορετικές ραχούλες. Με τις φλογέρες αυτό ήταν κανόνας. Και για ορισμένα μέρη γινόταν και με άλλα πνευστά, όπως οι γκάιντες (Έβρος) ή οι τσαμπούνες (Νάξος κ.ά.).

Βοσκός χωρίς φλογέρα δε νοείται, όσο δε νοείται βοσκός χωρίς γκλίτσα. Και υπήρχαν μέρη όπου σχεδόν όλοι ήταν βοσκοί, άρα σχεδόν όλοι ήταν οργανοπαίχτες (έστω και λίγο), είτε της φλογέρας είτε του όποιου τοπικού πνευστού. Κοινωνία που όλοι ή έστω οι μισοί να είναι βιολιτζήδες δεν υπήρχε. Αυτό εννοώ, τίποτε παραπάνω.

[Με μία διευκρίνιση: «όλοι» είναι όλοι οι άντρες. Οι γυναίκες μπορεί να ήταν εξίσου βόσκισσες, αλλά εκείνες δεν έπαιζαν φλογέρα, ούτε άλλο όργανο.]

Άταστε, ένα από τα σημεία όπου δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε είναι ότι όταν μιλάμε για δημοτική μουσική, εσύ φαίνεται να εννοείς πιο πολύ τη μουσική των ιδιαίτερων περιστάσεων (γλέντι, γάμος, πανηγύρι), ενώ εγώ δίνω πολλή βάση και στη μουσική της καθημερινότητας, την πιο «ανεπίσημη» ας πούμε. Η πρώτη είναι ασχολία ορισμένων ανθρώπων ορισμένες μέρες. Η δεύτερη ήταν κοινό κτήμα όλων, σχεδόν όσο η γλώσσα ή βασικές άλλες κοινωνικές δεξιότητες. Σαν να διαφωνούσαμε για τη λέξη «ορειβασία», που σημαίνει μεν ένα σπορ που ασκείται από κάποιους λάτρεις, με εξοπλισμό κλπ., αλλά σημαίνει επίσης «περπάτημα στα βουνά», δηλαδή το αυτονόητο που θα κάνει όλη μέρα όποιος βρίσκεται στα βουνά.

Νομίζω ότι είναι υπερβολή αυτό, εδώ και πολλά χρόνια πια.
Ακόμα και να κρατούν μια φλογέρα ή σουραύλι (ή όπως αλλιώς το ονομάζουν στις τοπικές κοινωνίες), άλλο εντελώς πράγμα είναι σφυρίζω κάτι στη φλογέρα και άλλο παίζω ένα σκοπό π.χ. στο βιολί, όπου χρειάζεται εκπαίδευση σχετική.

Αν αντιλαλούν οι ραχούλες εδώ και πολλά χρόνια από κάτι, αυτό είναι στην καλύτερη περίπτωση από τη φωνή των βοσκών, από τα τραγούδια που τραγουδούν με τη φωνή τους, χωρίς μουσική υπόκρουση, για να μην πω ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι ραχούλες εδώ και χρόνια, πια, αντιλαλούν από [u]τρανζιστοράκια…[/u]

Μοιάζει σαν να λέμε ότι όλοι οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους ξεκρεμούν ένα μουσικό όργανο, έστω φλογέρα, και παίζουν;
Μάλλον θα διαφωνήσω.
Υπάρχει και η καθημερινότητα με τα προβλήματα μικρά ή μεγάλα, σε κάθε μικροκοινωνία, που επισκιάζουν τη διάθεση για διασκέδαση, ας το έχουμε υπόψη μας αυτό.

Κατά τα άλλα, υπάρχουν πολλές αναφορές σε κείμενα για λαϊκή διασκέδαση με συνοδεία βιολιού.
Ειδικά οι ξένοι περιηγητές μεταφέρουν πλείστες τέτοιες εικόνες από πολλές περιοχές της χώρας μας, και μάλιστα αγροτικές.

Αν μιλούσαμε για σήμερα, θα ήταν κάτι παραπάνω από υπερβολή. Αμφιβάλλω αν γίνεται ολωσδιόλου. Παλιότερα όμως γινόταν.

Ακριβώς! Η δημοτική μουσική δεν υπάρχει (ή μάλλον δεν υπήρχε) μόνο στο επίπεδο εκείνο που απαιτεί κάποια εκπαίδευση. Υπήρχε και στο επίπεδο που είναι προσιτό στον καθένα. Αυτοί που έβγαζαν τους σκοπούς, που «έγραφαν» τους στίχους, και που διατηρούσαν όλο αυτό το πολιτισμικό κεφάλαιο, ήταν ο καθένας.

Πρώτα απ’ όλα, ας ξεχάσουμε τη διασκέδαση. Η μουσική δεν έχει αποκλειστική σχέση με τη διασκέδαση. Το να παίζεις φλογέρα στη βοσκή μπορεί να είναι στοιχείο της δουλειάς. Χίλια δυο είδη τραγουδιών εξυπηρετούν σε άλλα πράγματα εκτός από τη διασκέδαση. Από την τέλεση ενός εθίμου μέχρι το απλό «τραγουδώ περπατώντας για να περάσει η ώρα και να μη μου φανεί μακρύς ο δρόμος». Υπάρχουν ακόμη και τραγούδια που λέγονται κλαίγοντας. Δεν εννοώ μόνο τα μοιρολόγια, αλλά και διάφορα τραγούδια αποχωρισμού (όταν φεύγει η νύφη από το πατρικό της, όταν φεύγει κάποιος για την ξενιτειά ή τον πόλεμο κλπ.), που λέγονται σε συνθήκες κάθε άλλο παρά διασκεδαστικές.
Όλα αυτά δεν υπάρχουν και πολύ σήμερα, παλιότερα όμως υπήρχαν. Ειδικά την περίπτωση του αποχωρισμού της νύφης με τραγούδια και με μια ομήγυρη που να 'ναι όλοι μούσκεμα στο κλάμα την έχω δει και με τα μάτια μου.

Δεύτερον, ναι, ήταν πολλοί αυτοί που έπαιζαν όργανο. Ίσως όχι σε όλες τις κοινωνίες, σε πολλές όμως. (Πέρα από τη βοσκική δεν ξέρω άλλη δουλειά που να συνδέεται τόσο πολύ με τα όργανα, συνεπώς διακινδυνεύω τη σκέψη ότι ίσως το τόσο ψηλό ποσοστό ανθρώπων που ξέραν να παίζουν να ήταν ιδιαιτερότητα των ποιμενικών κοινωνιών.) Αλλά δεν είναι μόνο τα όργανα. Είναι και τα τραγούδια. Το να ξέρει όλη η κοινότητα τα τοπικά τραγούδια, και να τα τραγουδάει ο καθένας σε διάφορες περιστάσεις εκτός από το γλέντι, μπορεί να φαίνεται λίγο απίστευτο, αλλά γίνεται πιο πιστευτό μόλις θυμηθούμε ότι και τώρα ακόμη υπάρχουν μέρη όπου όλοι ξέρουν χορό.

Με άλλα λόγια: Επιμένω στην άποψη ότι, αν πριν από δυο γενιές περίπου, ήθελε να πληροφορηθεί κανείς πώς είναι η μουσική παράδοση κάποιας περιοχής, θα ήταν εντελώς λάθος να πάει μόνο σε γάμους και διασκεδάσεις. Θα αποκτούσε μια εικόνα αποσπασματική και στρεβλή. Θα ήταν σα να πήγαινε το Πάσχα να μελετήσει τις διατροφικές συνήθειες του λαού, και να διαπιστώσει ότι τρέφονται με κρέας (που το έτρωγαν πιθανότατα μόνο το Πάσχα!). Η σωστή ερώτηση θα ήταν «τι τραγουδάτε κάθε μέρα».

Αν παρακολουθούσαμε την καθημερινότητα, θα είχαμε την τύχη να δούμε “εν τη γενέσει” του ένα δημοτικό τραγούδι στην περίπτωσή μας.

Όμως . την τελική του μορφή ένα δημοτικό τραγούδι έπαιρνε μέσσ από τη συλλογικότητα, με την ενεργή συμμετοχή της ομάδας που συμπλήρωνε / διόρθωνε / τροποποιούσε κλπ. Το πανηγύρι ήταν ιδανική περίπτωση για να διαμορφωθεί οριστικά το δημοτικό τραγούδι.

Ο Ανωγειανάκης έχει γράψει ένα άρθρο για τη σημαντικότητα της ομαδικής δημιουργίας μέσα από τα πανηγύρια.

Φυσικά. Το ότι πρόκειται για συλλογική δημιουργία είναι τόσο θεμελιώδες ώστε ίσως ξεχάσαμε να το τονίσουμε, ως αυτονόητο!
Βέβαια, τελική μορφή δεν υπάρχει. Η διαδικασία της εππεξεργασίας κρατάει για πάντα.

Ιδανική περίπτωση είναι εκείνη που παρέχει, ακριβώς, τη δυνατότητα στον καθένα από την ομάδα για ενεργό συμμετοχή. Άρα πρέπει: αφενός να μην υπάρχει κάποιος «διορισμένος» πρωταγωνιστής, και αφετέρου οι συμμετέχοντες να μην είναι χιλιάδες.
Υπάρχουν ακόμη σήμερα κάποια πανηγύρια όπου μπορούμε να ζήσουμε πρώτο χέρι αυτές τις διαδικασίες συλλογικής δημιουργίας και επανεπεξεργασίας. Όσα έχω δει, χαρακτηρίζονται πρωτίστως από το ότι δεν υπάρχει τραγουδιστής και μικρόφωνο. Μόλις ο λόγος γίνει αποκλειστικό προνόμιο ενός, τέρμα η συλλογική δουλειά.
Ένα τέτοιο πανηγύρι είδα στο Μεσολόγγι. Οι οργανοπαίχτες ήταν συγκεκριμένοι, αυτοί που είχαν κληθεί για να καλύψουν τη γιορτή (άρα υπήρχε κάπου ο πρωταγωνιστικός ρόλος). Υπήρχε όμως η ιδιαιτερότητα ότι το πανηγύρι δεν ήταν πάνδημο: παρέες παρέες, με λίγες δεκάδες άτομα η καθεμιά, είχαν η καθεμιά το χώρο της και τους οργανοπαίχτες της (που στην καθημερινότητά τους δεν είναι μέλη της παρέας), και γλεντούσαν ταυτόχρονα αλλά όχι όλες μαζί. Εντός της κάθε παρέας ο ομαδικός αυτοσχεδιασμός έδινε κι έπαιρνε.
Άλλη περίπτωση ήταν στην Κάρπαθο. Εκεί το πανηγύρι είναι μεν πάνδημο, αλλά η συλλογική εμπειρία έχει διαμορφώσει ένα περίπλοκο πρωτόκολλο «συμπεριφοράς», σύμφωνα με το οποίο ο καθένας, αν έχει υπομονή, κάποια στιγμή θα έχει την ευκαιρία να βάλει το λιθαράκι του. Και πάλι πρόκειται για ομαδικό αυτοσχεδιασμό, εντυπωσιακά συντονισμένο, αλλά αυτό οφείλεται στο πρωτόκολλο που είναι τόσο εξειδικευμένο ώστε δύσκολα φαντάζομαι να υπήρχε παλιότερα κάτι αντίστοιχο παντού. (Όχι πως και σ’ άλλα μέρη δε γίνεται λόγος για την «τάξη του γλεντιού», αλλά στην Κάρπαθο αυτό φτάνει σε πολύ προχωρημένο βαθμό.) Όσο για τους οργανοπαίχτες, παίζουν δύο ή τρεις ανά πάσα στιγμή, αλλά όλοι από το χωριό όσοι ξέρουν να παίζουν με στοιχειώδη επάρκεια σκαντζάρουν μεταξύ τους. Οπότε τελικά οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι μετακυλίονται από τον ένα στον άλλο. Όποιος παίζει, ταυτόχρονα συμμετέχει και στο τραγούδι ισότιμα με τους υπόλοιπους, αν θέλει. (Εννοείται χωρίς μικρόφωνα πάλι).
Συνεπώς, Άλκηστη, υπό κάποιες προϋποθέσεις το πανηγύρι είναι όντως η κατάλληλη περίσταση για τη συλλογική επεξεργασία του παραδομένου, κοινού πολιτισμικού κεφαλαίου.
Ωστόσο σε μικρότερες περιστάσεις, όπως ένα ολιγοπρόσωπο γλέντι μεταξύ φίλων, είναι πολύ πιο εύκολο να υπάρξουν αυτές οι προϋποθέσεις. Άμα είμαστε δέκα-δεκαπέντε όλοι κι όλοι, ο καθένας θα έχει πλήθος ευκαιρίες να καταθέσει την προσωπική του συμβολή ενώπιον της κρίσης των άλλων -με πιο απλά λόγια, πλήθος ευκαιρίες να σολάρει. Αν δεν τίθεται θέμα «σόλου» (π.χ. στα πολυφωνικά τραγούδια του Πλωμαριού ή της Ηπείρου), και πάλι μια ολιγοπρόσωπη ομάδα μπορεί να συντονιστεί και να συνδημιουργήσει. Ένα ολόκληρο χωριό, πώς;
Η εμπειρία μου από ταξίδια αναζήτησης αυθεντικής δημοτικής μουσικής (αυθεντικής όχι μόνο ως προς το μουσικό μέρος αλλά και ως προς τη διαδικασία παραγωγής και νοηματοδότησης της μουσικής) μ’ έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δε θα τη βρω ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) τη μέρα που γιορτάζει ο Άγιος ακόμη και του πιο παραδοσιακού, «παρθένου» χωριού, αλλά τη μέρα που δεν τη γράφουν οι Καζαμίες! Αλλά και από την άλλη, σε τέτοιες τυχαίες περιστάσεις ανακαλύπτει κανείς μια ολοζώντανη παλαιινή παράδοση ακόμη και σε μέρη που ουδόλως φημίζονται για την «παραδοσιακότητα» των πανηγυριών τους.
Και πάμε σε ακόμα μικρότερες περιστάσεις, από αυτές που δε νομίζω να υπάρχουν πλέον αλλά υπήρχαν παλιότερα: αν δεν υπάρχει καν γλέντι, αλλά απλώς τραγούδι που συνοδεύει κάποια άλλη δραστηριότητα, π.χ. στα νυχτέρια όπου λίγοι γείτονες ή λίγες γειτόνισσες ή και μικτά μαζεύονται και τσακώνουν τα καπνά / ξεφυλλίζουν τα καλαμπόκια / κλπ., εκεί η δυνατότητα συμμετοχής του καθενός στην αναδημιουργία και την επανεπεξεργασία είναι ακόμη πιο άμεση.

Ομολογώ ότι δεν το έχω υπόψη μου. Πάντως ένα σύντομο βιβλιαράκι που θεωρώ εξαιρετικά κατατοπιστικό είναι «Το πρόβλημα της παράδοσης» του Γιάννη Κιουρτσάκη. Δε μιλάει για μουσική, η αφετηρία του είναι ο Καραγκιόζης. Διάφορες βασικές έννοιες όπως «προφορική παράδοση», «κοινό κτήμα», «συλλογική επεξεργασία» κλπ., που συχνά τις δεχόμαστε πιο πολύ σαν κλισέ παρά μέσω κατανόησης, ο Κιουρτσάκης τις παρουσιάζει συγκεκριμένα, μεθοδικά, πειστικά και με σαφήνεια.