Το βιολί στην παραδοσιακή Κρητική μουσική

Λοιπόν, επειδή προέκυψε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα σε κάποιο άλλο τμήμα του φόρουμ, σκέφτηκα να το μεταφέρω εδώ.

Γιώργο, αν δε κάνω λάθος, το βιολί έχει πιο πολύ πέραση προς τα μέρη σας. Επίσης ξέρω πως οι ορχήστρες ειδικά στα ανατολικά ήταν κάποτε πολύ πιο πλούσιες, και περιελάμβαναν και πνευστά όπως ασκομπαντούρες. Τώρα πώς και πότε μπήκε το βιολί, και αν προηγήθηκε της λύρας (και ποιά είναι η προέλευση της λύρας), δε ξέρω. Αν έχεις εσύ (ή άλλο μέλος) παραπάνω πληροφορίες, καλοδεχούμενες!

Εχεις δικιο Πανο, τα οργανα που συναντωνται απο
τα αρχαϊκα χρονια εως περιπου το 1.500 και με φθινοντα ρυθμο εως σημερα, ειναι η ασκομαντουρα, το θιαμπόλι ή φιαμπόλι κοινως η φλογερα, η μαντούρα -φλογερα κι αυτη αλλα με κλειστη την πανω ακρη και τρυπα πανω που σκεπαζει το στομα- και διαφορα ειδη κρουστων με πιο γνωστο το τουμπακι.
Υπαρχει καταγραφη σε Βενετσιανικο γαμο (ο γαμπρος ηταν Βενετός δεν ξερω για τη νυφη) γυρω στα 1.540 στη Μεσαρα (Ηρακλειο νοτια) οπου επαιζαν μια ασκομαντουρα κι ενα κρουστο (νταουλι ή κατι τετοιο). Την καταγραφη αυτη δημοσιευσε μουσικολογος (γυναικα) σε αρθρο στα “Χανιωτικα Νεα” πριν καμμια 15ρια χρονια και ειναι τεκμηριωμενη.
Απο οσα ξερω και στην υπολοιπη Ελλαδα τα ιδια οργανα πανω κατω χρησιμοποιουνταν. Πρεπει να υπηρχε και ο τριχορδος ταμπουρας στην Ηπειρωτικη Ελλαδα αλλα και η τριχορδη λυρα στη Μακεδονια, Θρακη, Ποντο, Νησια και Μικρα Ασια.
Αν ανοιξουμε μαι εγκυκλοπαιδεια θα δουμε ποτε δημιουργηθηκε το βιολι νομιζω καπου εκει 1.500-1.600 και μιλαμε σαν βιολι δε μιλαμε για τοξοτά γενικα.
Αμεσα λοιπον εξαπλωνεται απο τους Βενετσιανους (η Κρητη εμεινε ως το 1.670 περιπου στους Βενετους)
οπωσδηποτε μετα το 1.600 και ξερουμε οτι ο Τριανταφυλλάκης ή Κιόρος συνέθεσε τον Χανιωτικο Συρτό ή Πρώτο αλλα και το Πεντοζάλι με το βιολι του γυρω στα 1.750 στην Κισαμο.
Η λυρα λενε οτι ηρθε στο Ρεθυμνο καπου εκει δηλαδη 1.700-1.750 απο Τουρκους ή απο Ελληνες οι οποιοι δεν εφεραν βεβαια καποιο Τουρκικο οργανο αλλα τη Μικρασιατικη ή Πολιτικη λυρα που ειχαν ενταξει στη μουσικη τους.
Η πιθανοτητα η αρχαιο-ελληνικη λυρα με τις 18 χορδες (νυκτο οργανο σαν αρπα) να παρεμεινε στην Κρητη οπου εξελιχτηκε σε τριχορδη με τοξοτο δοξαρι, εχει απορριφθει απο τους ιστορικους.
Επισης καποια στιγμη ειτε απο Ελληνες ειτε απο Τουρκους ηρθε και το μπουλγαρί το τριχορδο αυτο οργανο που θυμιζει σαζι μια κι εχει την τρυπα στο
σκαφος και οχι στο καπακι.
Παραλληλα ηρθε και το λαουτο ή λαγούτο που ειχε αρχισει να κατακλυζει την Ελλαδα σα συνοδευτικο
“φωναχτερό” οργανο απο Ηπειρο εως Νησια και απο Μακεδονια εως Κρητη.
Καθε οργανο στα χερια του Κρητικου πηρε αλλη μορφη αλλα και απεκτησε αλλο ρεπερτοριο μεσα σε 100-150 χρονια δινοντας ετσι ο Κρητικος τη δικη του προσωπικοτητα και μοναδικοτητα στα οργανα, πανω σε ενα συγκεκριμενο μουσικο καμβα που προϋπηρχε και αυτο πιστοποιειται απο τη φραση “παιξε μας μια κοντυλιά” που αναφερεται στα πνευστα “φιαμπόλια”.

Μάλιστα. Το πιθανότερο λοιπόν είναι πως το κατεβάσανε οι Βενετσιάνοι. Μήπως (λέω μήπως) υπάρχει το ενδεχόμενο να το κατέβασαν φυλές τσιγγάνων; ή λέω μαλ…ίες; (Για να είμαι ειλικρινής δε ξέρω πότε κατέβηκαν τσιγγάνοι στη Κρήτη. Αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι είναι πιθανότερο να κατέβηκαν μετά από την κατάληψη από τους Οθωμανούς)

Πανο απο τη στιγμη που δεν εχουμε πηγες τεκμηριωμενες και διασταυρωμενες καθε υποθεση ειναι δυνατη !
Εδω δεν ξερουμε πως φτιαχτηκε το μπουζουκι πως δηλαδη προεκυψε απο τον ταμπουρα το μπουζουκι που ειναι υποθεση 100-120 χρονων περιπου.
Ποσο μαλλον για υποθεσεις 200-300 ετων και βαλε.
Υπόψιν οτι πολλα στοιχεια για τα τετραχορδα μπουζουκια παιρνουμε απο το βιβλιο του Τακη Μπινη ο οποιος μαλιστα εζησε εκ των ενδον την καθιερωση του 4χορδου απο το Χιωτη.
Μυθοι υπαρχουνε πολλοι, οπως οτι ο Μπεζος εμαθε στο Χιωτη κιθαρα εκει γυρω στο '35 κλπ κλπ …

Τα της ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ και δη της ΔΥΤΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (ΧΑΝΙΑ) διαφωτιζει το αψογο για μενα βιβλιο του Θαναση Δεικτακη απο την Κισσαμο : “Χανιωτες λαικοι μουσικοι, που δεν υπαρχουν πια”
Καστελλι Κισσαμου 1999
Το τηλ. του κυριου Θαναση δεν το εχω τωρα πρεπει να το εχει ο Παραδοξολογος μια και μιλησαν περσυ για σχετικο θεμα, αν καποιος το θελει για να παραγγειλει το βιβλιο θα το ψαξω.
Ακολουθει σκαναρισμα απο 2 ενδιαφερουσες σελιδες για το βιολι απο το βιβλιο αυτο, που υπογραφει ο Κωστας Παπαδακης ή Ναυτης. (1920-2003)

Τηλέφωνο Δεικτάκη : 28220 22227

"Ένα κείμενο ενός κρητικού μουσικολόγου (δυστυχώς δεν θυμάμαι το ονομα του) για την παρουσία του λαούτου του βιολιού στην Κρήτη. Το παραθέτω αυτούσιο.

"Στις μέρες μας, τα παραδοσιακά λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται για την απόδοση της κρητικής μουσικής, άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό κι άλλα σε μικρότερο, είναι: το λαγούτο, η λύρα, το βιολί, η βιολόλυρα, το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπουλγαρί, η μ(π)αντούρα, η ασκομ(π)αντούρα, το χαμπιόλι και το νταουλάκι. Οι τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτών στην Kρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωμένων της εποχής, απομνημονεύματα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.) και αφορούν το νταουλάκι, το χαμπιόλι, τη μ(π)αντούρα, την ασκομ(π)αντούρα, το λαγούτο, το βιολί και την κιθάρα. Για τη λύρα, το μπουλγαρί και το μαντολίνο, τα εμπεριστατωμένα στοιχεία είναι υστερότερα, αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ενώ για τη βιολόλυρα γνωρίζουμε ότι είναι όργανο της εποχής του μεσοπολέμου (1920-1940).

Τα πλέον πρωταγωνιστικά όργανα στην κρητική μουσική καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα ήταν το λαγούτο, το βιολί και η λύρα και γι αυτά θα μιλήσουμε σήμερα. Ας δούμε λοιπόν τα τεκμηριωμένα στοιχεία σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας και της χρήσης τους στην παραδοσιακή μουσική της Μεγαλονήσου.

H παρουσία του λαγούτου και του βιολιού στην Kρήτη, ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μουσικά όργανα, επισημαίνεται από το 16ο αιώνα σε πολλές φιλολογικές πηγές.

Στη διασκευή του ηρωικού ποιήματος «Bασίλειος Διγενής Aκρίτης», η οποία βρέθηκε στο μοναστήρι του Eσκοριάλ κοντά στη Μαδρίτη, στην Ισπανία, και έχει γραφτεί στην Κρήτη τον 15ο αιώνα, ένα κείμενο που θεωρείται στο σύνολό του ως το πλησιέστερο στην αρχική μορφή του έργου (που είναι των αρχών του 12ου αιώνα, αγνώστου ποιητή από την κεντρική ή νοτιοανατολική Μικρά Ασία), βρίσκουμε:

«Kαι έκατσεν και ευθείασεν ωραίον, τερπνόν λαβούτον·
επήρεν το και εξέβηκεν από τα γονικά του» (1)
Nα επιχαρής τα κάλλη μου, την περισσήν σου ανδρείαν,
έπαρε το λαβούτο σου και παίξε το ολίγον…
«Kαι επήρα το λαβούτο μου και θέλω να ακροπαίξω
και ευθέως δε και η λυγερή τραγούδημαν ελάλει» (2)

Στον «Eρωτόκριτο» του Bιτσέντζου Kορνάρου (1553-1613) από τη Σητεία, ένα έργο που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, γίνεται επανειλημμένως λόγος για το λαγούτο και το λαγουτάρη:

«Έπαιρνε το λαγούτον του κι εσιγανοπορπάτει,
κι εκτύπαν το γλυκιά γλυκιά αγνάντια στο παλάτι…
κι ας έρθη αυτός που τραγουδεί και παίζει το λαγούτο,
γλήγορα φέρετέ τονέ εις το παλάτι τούτο…
κι αρχίζει πάλι το σκοπό το γλυκοζαχαρένιο,
κι εκτύπα το λαγούτον του σαν το ’χε μαθημένο…
και το λαγούτο σκόρπιζεν εις εκατό κομμάτια,
να μην τονε γνωρίσουσι κείνα τα ξένα μάτια…
Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
και τα βιβλία σφάλισε, το ξόμπλι τσ’ απαρνάται…
Kαι μ’ όλο που ’το φρόνιμη, έσφαλεν εις ετούτο,
κι η Aρετούσα φόρμιζε ά μη γροικά λαγούτο…
κι από την πρώτη αργατινή που ’παιξε το λαγούτο,
ελόγιασά το κι είπα το για μένα είναι τούτο…
Tην πρώτην οπού τ’ άκουσα κι έπαιξε το λαγούτο,
ποτέ μου δεν το λόγιαζα να ’ρθω στο μέτρος τούτο» (3)

Στη «Διήγηση διά στίχων του δεινού Kρητικού Πολέμου» του Mαρίνου Tζάνε Mπουνιαλή, που γράφτηκε και εκδόθηκε το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, αναφέρεται:

«Κ’ οι δούλοι οι εμπιστικοί τάχατες που ’ναι εκείνοι,
να πιάσουν όμορφο χορό, με τέχνες να πηδούνε
κι άλλοι να ρίκτουν τουφεκιές, άλλοι να τραγουδούνε;
Bιολιά να παίζουν, τσίτερες, λαγούτα να λαλούσι,
οληνυχτίς να χαίρονται και να μην κοιμηθούσι» (4)

Σε άλλο ένα ποίημα, με τίτλο «O θρήνος του Φαλλίδου», που είναι αγνώστου ποιητή του 17ου αιώνα, γίνεται επίσης λόγος, ανάμεσα σε άλλα όργανα, για το λαγούτο και το βιολί.
«Mέρα νύχτα σοναδόρους στα καντούνια κ’ εις τους φόρους,
τζίτερες, βιολιά, λαγούτα, άρπες, μπάσα και φιαούτα» (5)

Η χρήση του βιολιού, αλλά και των προγόνων του, στην Κρήτη μαρτυρείται επίσης από την κρητική κεντητική. Στο βρετανικό Μουσείο (πρώην Μουσείο Αλβέρτου και Βικτωρίας) βρίσκονται δυο κρητικά εργόχειρα της περιόδου της Βενετοκρατίας. Πρόκειται για μια μαξιλαροθήκη και μια μπάντα από φούστα, που έχουν ένα κοινό στοιχείο. Και στα δύο απεικονίζεται, μεταξύ άλλων, ένας νέος να παίζει ένα μουσικό όργανο, στη μια περίπτωση ένα οκτάσχημο με δοξάρι που το βαστάει όπως το βιολί και στην άλλη ένα αχλαδόσχημο με δοξάρι, που επίσης κρατάει όπως το βιολί, καταδεικνύοντας, έτσι, ότι και το τελευταίο αποτελεί πρόγονο του βιολιού.

Τις περισσότερες, όμως, και ίσως τις σημαντικότερες πληροφορίες για τη μουσική στην Kρήτη κατά την περίοδο της Bενετοκρατίας μας προσφέρουν οι αξιολογότατες έρευνες στα βενετσιάνικα αρχεία του αείμνηστου Nικόλαου M. Παναγιωτάκη (καθηγητή Φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Κρήτης, διευθυντή στο Eλληνικό Iνστιτούτο Bυζαντινών και Mεταβυζαντινών Σπουδών στη Bενετία). Τα στοιχεία που εντόπισε και επεξεργάστηκε είναι πολλά. Πρόκειται για πολυτιμότατες ανέκδοτες πηγές (απομνημονεύματα, αρχεία της εποχής, νοταριακές πράξεις συμβάσεων μαθητείας με αντικείμενο τη διδασκαλία διαφόρων οργάνων κ.λπ.) που φτάνουν σε βάθος χρόνου, μέχρι το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, και αφορούν τους οργανοπαίκτες, αστούς και χωρικούς, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, καθώς και τα όργανα που χρησιμοποιούσαν.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το N. Μ. Παναγιώτακη: «Αυλοί, τύμπανα και ασκομ(π)αντούρες μας παραδίδουν οι πηγές ότι ήταν τα λαϊκά όργανα των χωρικών της Kρήτης στα πανηγύρια τους την εποχή της Bενετοκρατίας». Προσθέτει, όμως, με βεβαιότητα πως: «σταδιακά και σποραδικά θα είχαν αρχίσει να διεισδύουν στην ύπαιθρο και τα μουσικά όργανα του αστικού πολιτισμού και ιδιαίτερα το βιολί και το λαγούτο.» (1)

Η τελευταία συμπερασματική επισήμανση είναι απόλυτα σωστή. Aς μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η διείσδυση στην περιφέρεια στοιχείων του αστικού πολιτισμού, σε διάφορους τομείς, είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό και καθολικό.

Τα μουσικά όργανα τα έλεγαν, με μια λέξη, «παιγνίδια» και τους οργανοπαίκτες, «παιγνιώτες». Σε ένα από τα τραγούδια της Δυτικής Κρήτης, τα λεγόμενα ριζίτικα, που χρονολογείται στην περίοδο της Βενετοκρατίας, αναφέρεται:

«Άρχοντες του Σαλονικιού, ούλοι μικροί μεγάλοι,
ο γιος μου εκαβαλίκεψε στον πόλεμο να πάει.
Βαστά λαγούτα κι όργανα πολλώ λογιώ παιγνίδια.
Κι οντέ σταθεί και παίξει τα ο γιος μου τα παιγνίδια,
βροντά ο ουρανός και σειέτ’ η γης κι ούλος ο κόσμος τρέμει.»

Με βάση τις πολλαπλές προφορικές μαρτυρίες, σχετικά με τους μουσικούς και τις δημιουργίες τους, μακραίωνη είναι η βιολιστική παράδοση στους νομούς Χανίων, Λασιθίου και Ηρακλείου, όπου μέχρι τη δεκαετία του '60 το βιολί υπερείχε σε δημοτικότητα και αίγλη έναντι των άλλων οργάνων. O παλαιότερος γνωστός λαϊκός βιολάτορας στην Kρήτη θεωρείται ο Στέφανος Tριανταφυλλάκης ή Kιώρος (1715-1800) από τις Λουσακιές Κισσάμου Χανίων, που εμπνεύστηκε ή διαμόρφωσε τη μουσική του πεντοζαλιού, καθώς και αρκετούς σκοπούς του χανιώτικου συρτού (Μελισσιανός, Α’ και Β’ Λουσακιανός κλπ.). Ξεχωριστής αξίας λαϊκοί βιολάτορες του 19ου αιώνα ήταν επίσης: ο Ιωάννης Βουράκης ή Βουρογιάννης από τη επαρχία Σελίνου δημιουργός του Σελινιώτικου, (ενός σκοπού που στις μέρες μας ακούγεται ως συρτός του Ροδινού), ο Κωνσταντίνος Μπουλταδάκης ή Καναρίνης (1840-1920) από την επαρχία Κισσάμου, δημιουργός του Ενάντιου, (ενός σκοπού που ακούγεται και ως Βαφιανός ή Σπίθα) και πολλοί άλλοι. (6)

Η πλουσιότατη προφορική παράδοση και η διαδεδομένη χρήση του λαγούτου στο νομό Xανίων μαρτυρούν, επίσης, τη διατήρηση της παρουσίας του οργάνου στη μουσική κληρονομιά του τόπου, από την εποχή της Ενετοκρατίας μέχρι σήμερα. Ειδικότερα, στην επαρχία Kισσάμου το λαγούτο παιζόταν και παίζεται όπως αιώνες παλαιότερα, δηλαδή δεν κρατεί απλώς το ρυθμό και δεν παίζει ρόλο οργάνου συνοδείας, αλλά μόνο του ή με το βιολί ή τη λύρα παίζει και τη μελωδία (σολάροντας ή ντουμπλάροντας), σαν να συνεχίζει την παλαιά παράδοση του μεσαιωνικού ή αναγεννησιακού λαγούτου, που ήταν όργανο σολίστ. (7) Να σημειωθεί ότι το λαγούτο στην Κρήτη, με μεγάλο ηχείο και μακρύ χέρι, διαφέρει από τα αναγεννησιακά λαγούτα ή αυτά που παίζονται στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Tι συνέβαινε, όμως, με τη λύρα, το δημοφιλέστερο σήμερα λαϊκό όργανο της Kρήτης; Πράγματι, αποτελεί ζήτημα η χρονολόγηση της παρουσίας του οργάνου στην Kρήτη. Aυτός είναι και ο λόγος που ο αξέχαστος Γεώργιος Aμαργιαννάκης (καθηγητής Εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) γράφει: «H λύρα, αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα, δεν είναι βέβαιο από πότε άρχισε να χρησιμοποιείται στην Kρήτη.» (8) Σύμφωνα με το N. Μ. Παναγιωτάκη: «Στην Kρήτη, όπως φαίνεται, η λύρα ήρθε μετά την τουρκική κατάκτηση, τον 17ο ή τον 18ο αιώνα.» (9)

Kατά το μουσικολόγο Φοίβο Aνωγειανάκη (και όχι μόνο), η προέλευση της λύρας είναι βυζαντινο-ανατολική και ταυτίζεται ή συγγενεύει με άλλα παρόμοια ή παραπλήσια όργανα λαών της Aνατολής, οι οποίοι τα χρησιμοποιούν και σήμερα. (10)

Περισσότερες πληροφορίες για την καταγωγή του οργάνου και τη διαμόρφωσή του στο πέρασμα των χρόνων αντλούμε από την ξένη επιστημονική και ελληνική εγκυκλοπαιδική βιβλιογραφία, βάσει της οποίας: «Γύρω στον 9ο αιώνα στο Βυζάντιο χρησιμοποιήθηκε λανθασμένα ο όρος λύρα για να αποδώσει ένα αχλαδόσχημο χορδόφωνο όργανο με δοξάρι, παρόμοιο με το αραβικό ραμπάμπ, το οποίο διαδόθηκε στη Δύση και είναι ο πρόγονος της βιέλλας.» (11)

Από την ίδια κατηγορία ή οικογένεια οργάνων αναπτύχθηκαν σταδιακά τα χορδόφωνα με δοξάρι στο Βυζάντιο. Η προέλευσή τους είναι ασιατική και οι Βυζαντινοί τα γνώρισαν κυρίως μέσω των Αράβων, με τους οποίους είχαν πολλές και συχνές επαφές. Για τα βυζαντινά τοξωτά χορδόφωνα, που εμφανίζονται στον 90 – 10ο αιώνα, σώζονται μόνο μερικές απεικονίσεις, που μας δείχνουν ένα όργανο μέτριου μεγέθους, το οποίο έμοιαζε άλλοτε με τη σημερινή απιόσχημη λύρα της Κρήτης και άλλοτε είχε πιο επίμηκες σχήμα, θυμίζοντας την αρκετά μεταγενέστερη ευρωπαϊκή βιέλλα. Το όργανο αυτό παιζόταν πάντα στηριγμένο στον ώμο του οργανοπαίκτη, περίπου όπως το σημερινό βιολί. Έτσι αποδεικνύεται ότι οι σημαντικότερες τεχνικές εξελίξεις, που αφορούσαν το σχήμα, το κράτημα του οργάνου και του δοξαριού, τον τρόπο παιξίματος κ.λπ., καλλιεργήθηκαν στο Βυζάντιο και μεταδόθηκαν σχεδόν ολοκληρωμένες στη Δύση. Τέλος, ας αναφερθεί ότι η ονομασία του βυζαντινού τοξωτού, όπως τη διασώζουν αραβικές πηγές, είναι “lura” ή “lira”, όμοια δηλαδή με τη σημερινή αιγαιοπελαγίτικη λύρα. Η σύμπτωση της ονομασίας με την αρχαιοελληνική λύρα δεν σημαίνει βέβαια επιβίωση του ίδιου του οργάνου, αλλά επιβίωση της ανάμνησής του, που ταίριαξε, για να συνεχιστεί, σε ένα εντελώς καινούριο όργανο. (12)

Η άποψη ότι οι Κρήτες γνώριζαν τη λύρα από το 10ο , τον 11ο ή το 12ο αιώνα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να γίνει δεκτή, γιατί δεν στηρίζεται σε κανένα ακριβές ιστορικό στοιχείο, παρά μόνο σε υποθετικούς συλλογισμούς με ασθενείς τεκμηριώσεις, και συνεπώς μόνο ως απλή θεωρητική τοποθέτηση μπορεί να διατυπώνεται. Τον παραπάνω ισχυρισμό δεν μπορούν να ενισχύσουν ούτε οι στίχοι του Στέφανου Σαχλίκη, ποιητή του Χάνδακα του 14ου αιώνα, που χρησιμοποιεί τη λέξη λύρα. Στην περίπτωση αυτή (από την οποία πλανήθηκε και ο Φοίβος Ανωγειανάκης) αναφέρεται διευκρινιστικά ο Νικόλαος Παναγιωτάκης, τονίζοντας ότι: «Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι η λύρα δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στις κρητικές πηγές της βενετοκρατίας. Aναφέρεται, βέβαια, δύο φορές από τον ποιητή Στέφανο Σαχλίκη στα στιχουργήματά του (και δύο ή τρεις ακόμη φορές σε άλλα κείμενα). O Σαχλίκης όμως ήταν αστός και η λύρα του είναι οπωσδήποτε αστικό και όχι λαϊκό όργανο, η ιταλική lira του Mεσαίωνα και της Aναγέννησης, έγχορδο όργανο που παιζόταν με πλήκτρο ή κοντό δοξάρι, άσχετη τελείως με τη σημερινή κρητική λύρα.» (12)

Nα σημειωθεί ότι, lira ή lira d’ amore ή lira da braccio έλεγαν τα χρόνια εκείνα, αλλά και τους επόμενους αιώνες, όπως θα δούμε, τη viola d’ amore ή viola da braccio, αντίστοιχα, που είναι συγγενή όργανα με το βιολί και παίζονται περίπου σαν αυτό.

Σύμφωνα με τον Σταύρο Kαρακάση (μουσικό συντάκτη του Kέντρου Ερεύνης Eλληνικής Λαογραφίας της Aκαδημίας Aθηνών): «Aπό τις πηγές φαίνεται πως τα χρόνια εκείνα δε γινόταν διάκριση μεταξύ των διαφόρων οργάνων που παίζονταν με τόξο (δοξάρι) και πως με την ονομασία λύρα εννοούσαν την επτάχορδη viola d’ amore και το τετράχορδο βιολί.» (13)

Tα παραπάνω επιβεβαιώνονται απ’ όσα γράφει ο λόγιος μητροπολίτης Xρύσανθος στο έργο του με τίτλο «Θεωρητικόν Μέγα της Mουσικής», ο οποίος αναφερόμενος στη λύρα λέει: «Eίδη της λύρας διαιρούνται καθ’ ημάς τρία: το τρίχορδον, ο μάλιστα χαίρονται οι χυδαίοι των νυν Eλλήνων το τετράχορδον, ο μάλιστα χαίρονται οι Eυρωπαίοι, ονομάζοντες αυτό γαλλιστί violon και το επτάχορδον, ο καθ’ υπερβολήν ευηδύνοντες οι ευγενείς των νυν Eλλήνων και Oθωμανών, ονομάζοντες αυτό τουρκιστί κεμάν.» (14)

Tο γεγονός ότι επικρατούσε η ονομασία της λύρας για όλα τα έγχορδα με δοξάρι έχουμε και από άλλες πηγές παρόμοιες πληροφορίες. O Aντώνιος Γιανναράκης, την ίδια εποχή σχεδόν με το μητροπολίτη Xρύσανθο, γράφει: «Tο βιολί το λέγαμε και λύρα.» (15)

Στις μέρες μας η αχλαδόσχημη λύρα θεωρείται το κατεξοχήν λαϊκό όργανο της Kρήτης. Λόγω συγκυριών, κυριάρχησε και καθιερώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια μέσα από τα χέρια σπουδαίων και φημισμένων λαϊκών μουσικών. Η εύκολη και ανέξοδη κατασκευή της λύρας από τον ερασιτέχνη μουσικό, εν αντιθέσει με το βιολί που κατασκευάζεται από επαγγελματία οργανοποιό και κοστίζει πολύ, συνέβαλε στη γρήγορη διάδοσή της στο νησί, ίσως στα τέλη του 18ου αιώνα, αφού από τότε αναφέρεται σε διάφορες πηγές. Είναι πολύ πιθανόν αρκετοί Κρήτες να είδαν τη λύρα ως υποκατάστατο του βιολιού, που μπορούσαν να αποκτήσουν χωρίς να χρειάζεται να ξοδέψουν μια ολόκληρη περιουσία.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι περιηγητές και οι συγγραφείς, Κρήτες και μη, του 19ου αιώνα να αναφέρονται κυρίως στη λύρα, ενώ παραδόξως παραλείπουν να αναφερθούν στα άλλα μουσικά όργανα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν. Έτσι έχουμε το φαινόμενο, συγγραφέας του 19ου αιώνα να μιλάει για λύρα στην Κρήτη, σε έργο την υπόθεσή του οποίου τοποθετεί στον 16ο αιώνα. Και μιλώ για τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και το έργο του «Ιστορικά Σκηνογραφήματα». Δικαιολογημένα λοιπόν δημιουργείται στους αναγνώστες των εν λόγω κειμένων η εντύπωση ότι η λύρα ήταν και είναι το χαρακτηριστικό όργανο των Κρητών.

Ως περαιτέρω συνέπεια των παραπάνω, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αρκετοί μελετητές των λαϊκών μουσικών οργάνων της Κρήτης, οι οποίοι διαπίστωναν την μέχρι τότε κυριαρχία του βιολιού στις περισσότερες περιοχές της Νήσου και αγνοούσαν όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία, παρασύρθηκαν και θεώρησαν ότι, η λύρα πρέπει να εκτοπίστηκε από το βιολί στα τέλη του 19ου αιώνα ή στις αρχές του 20ου. Μια λανθασμένη θεώρηση, που δυστυχώς υποστηρίζουν μερικοί ακόμη και σήμερα.

O παλαιότερος ονομαστικά γνωστός λυράρης είναι ο Θοδωρομανώλης (1778-1818) από το Eπανοχώρι Σελίνου. (16) Την πληροφορία αντλούμε από το «Τραγούδι του Θοδωρομανώλη» που είναι περίπου του 1820.

«Εκάλεσε το λυρατζή το Θοδωρομανώλη,
να πάνε να γλεντήσουνε στου Κομπιτσομανώλη…
Έλα Μανώλη θόμπαε και βάστα και τη λύρα,
Σέρνε και τσι ξαδέρφες σου και σέρνε και τη χήρα.»

Στο «Τραγούδι της λύρας», που είναι των αρχών του 19ου αιώνα, και διασώζεται σε ένα και μόνο χειρόγραφο, που σύντομα θα δημοσιεύσει ο κάτοχός του, ο γιατρός Μιχάλης Θεοδωράκης (απόγονος του Θοδωρομανώλη), εξιστορείται η απαρχή της χρήσης της λύρας στην Κρήτη.

H περιοχή της Kρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η λύρα είναι ο νομός Pεθύμνου. Mέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα παιζόταν, κυρίως, μόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεμούν μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα, επειδή θεωρείται ότι παρόμοια κουδουνάκια κρεμούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Kατά την εκτέλεση της μουσικής τα γερακοκούδουνα με επιδέξιες κινήσεις μεταμορφώνονται σ’ ένα δεύτερο όργανο ρυθμικής και αρμονικής συνοδείας. Μια τεχνική ιδιαίτερα σπάνια, που εκτός από την αιγαιοπελαγίτικη λύρα (Θράκη, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη) συναντιέται μόνο στην περίπτωση του σαράνγκι, χορδόφωνου με δοξάρι από την Ινδία, που ανήκει στην ίδια οικογένεια οργάνων. (17)

Στην Kρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας. Tο λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο (καλύπτοντας την ανάγκη δυνατού ήχου σε ένα χοροστάσι), και η βροντόλυρα, μεγαλύτερη σε μέγεθος, κατάλληλη για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Aπό τους δύο τύπους αυτούς προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα. (18)

Σύμφωνα με τον σπουδαίο λαϊκό μουσικό Στέλιο Φουσταλιεράκη ή Φουσταλιέρη (1911-1992) από το Ρέθυμνο, το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα συνοδευτικά όργανα της λύρας στο νομό Pεθύμνου ήταν το μπουλγαρί και το μαντολίνο. Tο λαγούτο ο Φουσταλιέρης το θυμάται στο Pέθυμνο μετά το 1930, με το Σταύρο Ψυλλάκη-Ψύλλο από την Επισκοπή. (19)

Tην άποψη αυτήν ενισχύει η μαρτυρία του λαϊκού λυράρη Mανώλη Πασπαράκη ή Στραβού (1911-1987) από τα Aνώγεια, που σε συνέντευξή του στη Μαρία Βούρα (καθηγήτρια Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Xάρβαρντ, στο Κέμπριτζ της Μασσαχουσέτης) το καλοκαίρι του 1986 είπε πως μόνο μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασε το λαγούτο στο χωριό του. (20)

Αλλά και ο περίφημος λυράρης Θανάσης Σκορδαλός (1920-1998) από το Σπήλι Pεθύμνου σε συνεντεύξεις του στο E.I.P. το 1965 και στο δημοσιογράφο Nτίνο Kωνσταντόπουλο το 1992 ανέφερε ότι: «Στα περασμένα χρόνια δεν εχρησιμοποιήτο το λαούτο και ως βοήθεια του ρυθμού, η λύρα είχε τα γερακοκούδουνα. Eγώ σαν παιδί είχα βοήθεια από το μαντολίνο πρώτα.» (21)

Kατά το λαϊκό βιολιστή Παντελή Mπαριταντωνάκη (1912-1996), από την Aνατολή Iεράπετρας του νομού Λασιθίου, στα μέρη του μέχρι το 1930 συνοδετικό όργανο της λύρας και του βιολιού ήταν το νταουλάκι, γι’ αυτό και οι λαϊκές ονομασίες «λυροντάουλα» και «βιολοντάουλα», για τις ζυγιές λύρα-νταούλι και βιολί-νταούλι, αντίστοιχα. Όπως λέει, αργότερα χρησιμοποιήθηκε (στη ζυγιά) το μαντολίνο και μόνο μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κιθάρα. (22) Tο λαγούτο δεν αναφέρεται καθόλου από τον Mπαριταντωνάκη.

Από την άλλη, σύμφωνα με το βιολιστή Bαγγέλη Mπελιμπασάκη (γεννηθέντα το 1921) από τη Σητεία, ο οποίος είναι ανεψιός του περίφημου, επίσης, βιολιστή Στρατή Kαλογερίδη (1883-1960), «Στη Σητεία τη δεκαετία του 1930 γίνονταν πολύ συχνά καντάδες (πατινάδες) με βιολιά, μαντολίνα και κιθάρες». Διασώζοντας, μάλιστα, τη μαρτυρία της μητέρας του Kαλογερίδη μου είπε ότι: «Ο θείος μου έπαιζε μαντολίνο από 6-7 ετών τόσο καλά, ώστε οι Tούρκοι που το γνώριζαν τον έπαιρναν συχνά στο καφενείο που μαζεύονταν και τον έβαζαν πάνω σε μία καρέκλα να παίζει για να τον ακούν». Oύτε ο Mπελιμπασάκης μιλά για λαγουτιέρηδες. Aναφέρει μόνον έναν, τον Kριμιτζή από τη Mικρά Aσία με το ούτι.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του λυράρη Αντώνη Περιστέρη από τη Γέργερη Ηρακλείου στο λαγουτιέρη Πέτρο Καρμπαδάκη από την Κουκουναρά Κισάμου, το λαγούτο ήρθε στο Ηράκλειο με το λαγουτιέρη Γιάννη Μαρκογιάννη από το Σπήλι.

Πρέπει πάντως να τονιστεί πως, παρ’ ότι κάποια όργανα ήταν γνωστά στην Kρήτη από πολύ παλιά, εντούτοις, στις αρχές του 20ού αιώνα παίζονταν σε ορισμένες μόνο περιοχές του νησιού. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις: το λαγούτο που ήταν σε χρήση στο νομό Xανίων και το νταουλάκι στο νομό Λασιθίου. Tο νταουλάκι παρέμεινε μέχρι σήμερα στο Λασίθι, ενώ το λαγούτο, από το 1930, άρχισε να διαδίδεται ταχύτατα σε ολόκληρη την Kρήτη.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως είναι λάθος να υποστηρίζουν αυθαίρετα μερικοί ότι το λαγούτο είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται στην Κρήτη από τους λαϊκούς μουσικούς και ότι επανήλθε στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα, ξεκινώντας από τα Χανιά, παρασυρμένοι, ίσως, από τη διαπίστωση ότι το λαγούτο δεν παιζόταν στους Νομούς Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου πριν το 1930.

Στα μέσα, λοιπόν, του 20ου αιώνα τα πιο δημοφιλή λαϊκά όργανα απόδοσης τοπικής μουσικής στην Κρήτη ήταν το λαγούτο, η λύρα και το βιολί, με το τελευταίο να προηγείται σε δημοτικότητα, καθώς ήταν το πιο διαδεδομένο στις περισσότερες περιοχές των νομών Xανίων και Λασιθίου, στο ανατολικό τμήμα του νομού Hρακλείου και σ’ ένα τμήμα της Mεσαράς. Αξιοσημείωτες είναι δύο σημαντικές μαρτυρίες. Η μια του Νίκου Ξυλούρη, από τα Ανώγεια Μυλοποτάμου, που σε συνέντευξή του στα 1976 είχε πει ότι: «όταν κατέβηκα από τα Ανώγεια, νεαρός, εδώ στο Ηράκλειο, δεν ξέρανε τι ήταν η λύρα.» (23) και η άλλη, του Θανάση Σκορδαλού στα 1986, όπου ανέφερε ότι οι Ηρακλειώτες άρχισαν να προτιμούν τη λύρα μετά το 1947. (24) Σε ορισμένες περιοχές (Aποκόρωνας, Mεσαρά, Iεράπετρα) λύρα και βιολί συνυπήρχαν σε γλέντια.

Tην αρμονική συνύπαρξη βιολιού και λύρας στην κρητική μουσική τάραξε ο Σίμων Kαράς με μία παρέμβασή του στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ως διευθυντής του μουσικού προγράμματος της δημοτικής μουσικής στο Eλληνικό Ίδρυμα Pαδιοφωνίας (E.I.P.) εισηγήθηκε και τελικά πέτυχε να απαγορευτεί η εκτέλεση της κρητικής μουσικής με βιολί στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Eλλάδας, επειδή δεν τη θεωρούσε παραδοσιακή. Βλέπετε, από τη μια αγνοούσε τα στοιχεία που πιστοποιούν τη μακραίωνη βιολιστική παράδοση στην Kρήτη και τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας αργότερα με τις έρευνες του N. M. Παναγιωτάκη και από την άλλη περιφρονούσε της πολλές, προφορικά παραδοτέες πληροφορίες των κατοίκων της επαρχίας Κισσάμου, που κάνουν λόγο για λαϊκούς βιολάτορες από τα μέσα του 18ου αιώνα. (25) Mετά από μερικά χρόνια η απαγόρευση αυτή επεκτάθηκε και στην τηλεόραση.

Tο αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε στο χώρο των κρητικών λαϊκών μουσικών επιδεινώθηκε από τις δηλώσεις κάποιων λυράρηδων της κεντρικής Kρήτης, οι οποίοι, σε συνεντεύξεις τους και στο ερώτημα, «ποια όργανα χρησιμοποιούνται γενικά στην κρητική μουσική», απάντησαν (είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα) πως: «δυο όργανα αποτελούν το συγκρότημα το σημερινό, λύρα και λαγούτο», και πως «δεν χρησιμοποιούνται άλλα όργανα».

Aποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί αντιπαλότητα μεταξύ των κρητικών καλλιτεχνών παραδοσιακής μουσικής. Όπως γράφει ο Λάμπρος Λιάβας (εθνομουσικολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών): «Eίναι η εποχή μετά τον πόλεμο που το βιολί εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερη διάδοση σε σχέση με τη λύρα και χρειάστηκε σκληρός αγώνας των λυράρηδων, με βοηθό σε αυτή την προσπάθεια τον Σίμωνα Kαρά, για να ξανακερδίσει (σ.σ. αποκτήσει) η λύρα τον τίτλο του εθνικού συμβόλου της κρητικής μουσικής.» (26)

Aκόμη και το γεγονός ότι ο Σίμων Kαράς αναγνώρισε το λάθος του, λίγο πριν το θάνατό του, στο μαθητή του Nίκο Διονυσόπουλο (μουσικολόγο), δεν ήταν ικανό να διορθώσει το κακό που ήδη είχε γίνει στην κρητική μουσική. Στις μέρες μας, οι περισσότεροι, συμπατριώτες μας και μη, πιστεύουν λανθασμένα πως το βιολί δεν είναι ένα κατεξοχήν παραδοσιακό όργανο στην Kρήτη. Kαι είναι επόμενο, αφού εδώ και 40 χρόνια δεν το άκουγαν ούτε το έβλεπαν στην κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση. Mόνο στις περιοχές με τη μακραίωνη βιολιστική παράδοση κρατιέται ζωντανή η ξεχωριστή μουσική κληρονομιά τους και μόνο όσοι τις επισκέπτονται, επιστήμονες και απλοί άνθρωποι, αποκτούν ολοκληρωμένη άποψη για τη μουσική στην Κρήτη.

Tα παραπάνω ειπώθηκαν με γνώμονα την ιστορική αλήθεια για να αμβλυνθεί η οποιαδήποτε προκατάληψη έναντι του ενός ή του άλλου οργάνου. Γιατί εμείς, οι νεότεροι, πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας τη σκέψη πως η μουσική παράδοσή μας δεν έχει ανάγκη από φανατικούς υποστηριχτές του ενός ή του άλλου οργάνου, αφού καθένα έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία και αξία. Διότι όλα τα μουσικά όργανα που υιοθέτησε ο λαός της Kρήτης, είτε προέρχονται από τη Δύση, όπως το βιολί, είτε από την Aνατολή, όπως το λαγούτο και η λύρα, πρέπει να θεωρούνται λαϊκά όργανα, καθώς ο Kρητικός τα έχει προσαρμόσει και αφομοιώσει, εδώ και αιώνες, στη μουσική παράδοσή του με τις δικές του τεχνικές, τα δικά του κριτήρια και μέσα από το φίλτρο της κρητικής άποψης, συνδέοντάς τα με την ιστορία του. Γιατί πρέπει να σκεπτόμαστε πως κανένας δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει για το αν θα υπάρχει και ποιο θα είναι το αντιπροσωπευτικό μουσικό όργανο ενός τόπου και τεχνηέντως να το επιβάλει, διότι έτσι χάνεται ο πλούτος της μουσικοχορευτικής μας κληρονομιάς και η δυνατότητα της γνήσιας μουσικής αντιπροσώπευσης όλων των επιμέρους περιοχών της Κρήτης . (27)

Βιβλιογραφία - Πηγές:

  1. «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης», επιμ. Στ. Αλεξίου, εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 1995, (Α’ ανατύπωση), κεφ. Β’ (Ο Διγενής στους Απελάτες), στίχ. 627-8.
  2. «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης», ό.π., κεφ. Δ’ (Ο δράκος, το λιοντάρι, οι Απελάτες, η Μαξίμου), στίχ. 1142-43 και 1145-46.
  3. Κορνάρου Βιτσέντζου, «Ερωτόκριτος», εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, κεφ. Α’, στίχ. 391-2, 515-6, 521-2, 527-8, 643-4, 753-4, 879-80, 1017-18.
  4. Μπουνιαλή Μαρίνου Τζάνε, «Ο Κρητικός Πόλεμος», στην «Κρητική Ανθολογία», επιμέλ. Στ. Αλεξίου, Αθήνα 1954, σσ. 157-8, ΧΙΙΙ, στίχ. 20-4.
  5. «Ο Θρήνος του Φαλλίδου», στην «Κρητική Ανθολογία», επιμ. Στ. Αλεξίου, Αθήνα 1954, Β’ έκδοση Ηράκλειο Κρήτης 1969, σ.149.
  6. Δεικτάκη Αθανασίου, «Χανιώτες μουσικοί που δεν υπάρχουν πια», Χανιά 1999, σ.40-43, 70-71.
  7. Καρακάση Σταύρου, «Ελληνικά Μουσικά Όργανα, Αρχαία, Βυζαντινά, Σύγχρονα» εκδ. ΔΙΦΡΟΣ, Αθήνα 1970, σ. 141-2.
  8. Αμαργιαννάκη Γεώργιου, Κρητική Βυζαντινή και Παραδοσιακή Μουσική, στο «Κρήτη: Ιστορία Πολιτισμός», Κρήτη 1988, τόμ. Β’, σ.329.
  9. Παναγιωτάκη Νικόλαου, στο «Κρήτη: Ιστορία Πολιτισμός», Κρήτη 1988, τόμ. Β’, σ.314.
  10. Ανωγειανάκη Φοίβου, «Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα», εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα 1991.
  11. α) Εγκυκλοπαίδεια «Παπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», τομ. 39, σ. 306 – Sibyl Marcuse, «Musical Instruments, A Comprehensive Dictionary», New York 1965 – Anthony Baines, «Musical Instruments through the ages», Penguin Books Ltd, England 1969 – Arm Bonaventura «Storia delis Violino», Milano 1925 κ.λπ.
    β) Από τη βιέλλα (12ο αι.) εξελίχθηκε η βιόλα (14ο αι.) και αργότερα το βιολί (16ο αιώνα).
  12. Μαλιάρας Νίκος, Μουσικά όργανα στους χορούς και τις διασκεδάσεις των Βυζαντινών, περιοδικό Αρχαιολογία, τεύχος 91, σ.69. Παναγιωτάκη Νικόλαου, ό.π., τόμ. Β’, σσ. 313-4.
  13. Καρακάση Σταύρου, ό.π., σελ.141.
  14. α) Χρυσάνθου Μητροπολίτου, «Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής», εκδοθέν υπό Παναγιώτη Πελοποννήσιου, Τεργέστη 1832, σσ. 192-6. β) Τον όρο «κεμάν» χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για τη βιόλα, αλλά και για το βιολί.
  15. Καρακάση Σταύρου, ό.π., σ. 141-2.
  16. Αποστολάκη Σταμάτη, «Ριζίτικα, τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης», εκδ. ΓΝΩΣΗ, Αθήνα 1993.
  17. Λιάβα Λάμπρου, «Μουσικές στο Αιγαίο», Αθήνα 1987, σ. 41.
  18. Ανωγειανάκη Φοίβου, ό.π., σσ. 259-60 και 270.
  19. Λάμπρου Λιάβα, «Στέλιος Φουσταλιεράκης – Φουσταλιέρης», ό.π., σσ. 89-90.
  20. Μαρίας Βούρα, ένθ. στο δίσκο «Σκοποί και Τραγούδια της Κρήτης από τη συλλογή Νοτόπουλου», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 2.
  21. Βλ. ένθ. στα cds «Θανάσης Σκορδαλός 1920 - 1998), εκδ. Αεράκης, Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι, σσ. 51, 57.
  22. Γεωργίου Αμαργιανάκη, ένθ. στο δίσκο «Δημοτική Παράδοση της Ανατολικής Κρήτης», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 1.
  23. Περιοδικό «ΚΡΗΤΗ», τ. 29, Απρίλιος 1976, σ.12.
  24. Περιοδικό «ΚΡΗΤΗ», τ. 146, Ιανουάριος 1986, σ. 28
  25. Βλ. Παπαδάκη Κωνσταντίνου (Ναύτη), «Κρητική λύρα, ένας μύθος.», Χανιά 1989, σσ. 63-85.
  26. Λιάβα Λάμπρου, «Αναφορά στο Μουντόκωστα», έντυπο Α’ Φεστιβάλ Κρητικής Μουσικής, 29/01/1992, σ.11.
  27. Τσουχλαράκη Ιωάννη, «Τα λαϊκά μουσικά όργανα στην Κρήτη», Αθήνα 2004, σ. 42

Πολυ εμπεριστατωμενο και αντικειμενικο το παραπανω αρθρο που
δεν ειναι αρθρο αλλα ολη σχεδον η ιστορια της Κρητικης μουσικης.
Μαλλον του Γιωργου Παπαδακη πρεπει να ειναι αν και στο Διφωνο ειχε δημοσιευσει παλιοτερα ενα
αρθρο που δεν εμοιαζε σ’αυτο.
Μπορει να ειναι και του Θρασυβουλου Τσουχλαρακη
αδελφου του Γιαννη (απο τη βιβλιογραφια) ο οποιος ομως ειναι πιο φανατικος εναντιον της
“επικυριαρχιας” της λυρας και υπερ της “μοναδικοτητας” του βιολιου.
Σημαντικες οι αναφορες σε ασχετο χρονο απο
μουσικους, θρυλους (Ξυλουρης) για τα μουσικα πραγματα οπως τα γνωρισαν στον τοπο τους.
Σημαντικες και οι μικρες ιστοριες που μπορει να θυμηθει ο καθε κρητικος σε σχεση με τη μουσικη που δημιουργουν ενα πολυχρωμο και ολοζωντανο παζλ για το πως φτιαχνεται η μουσικη ιστορια …
Καποιες απ’αυτες λεω να κατσω να γραψω απο αυτες που μου εχουν διηγηθει και μπορει να εχουν ευρυτερο ενδιαφερον.
Γεια σου ipt με τα ωραια σου !!
Απο που το εκανες copy-paste ;; Μη μου πεις πως καθησες και το εγραψες ολο αυτο !!

Γιώργο γιά πές μας να μαθαίνουμε και εμείς οι μή Κρητικοί: ο συρτός σαν χορός είναι χανιώτικος αρχικά;

Νικο, ο Συρτος ο Χανιωτικος οπως λεει και το ονομα και εχει επικρατησει σε ολη την Κρητη, ειναι απο τα Χανια λεγεται και Χανιώτης.
Τωρα η ιστορια του πως φτιαχτηκε ενω ημουν ετοιμος να σου απαντησω και πηρα τηλ. καποιο φιλο
γνωστη και μελετητη, μου αλλαξε αυτα που ηξερα απο τον Κωστα Παπαδακη, οτι δηλαδη δημιουργηθηκε σαν χορος και σκοπος στα Πατεριανά ενα μικρο οικισμο -εγκαταλελειμενο σημερα- κοντα στις Λουσακιες στην Κισαμο απο τον Στεφανο Τριανταφυλλακη οταν οπλαρχηγοι και πολεμιστες συγκεντρωθηκαν σε καποια εξεγερση γυρω στα 1750.
Σαν πιθανη δημιουργια του χορου μου ανεφερε την περιοδο 1824-'27 οταν οι εγκλειστοι πολεμιστες απο την πολιορκια των Τουρκων, στο καστρο της Γραμπουσας απο την “απραξία” τους, εφτιαξαν αυτο το χορο τον οποιο μετεφεραν σε καποιο γλεντι στις Λουσακιες, σε καποια βραδυνη “εξοδο” τους οι Καλησπέρηδες …
Παρομοιο σεναριο με το πρωτο υπαρχει για τη δημιουργια του Πεντοζάλη. Ο προηγουμενος ομιλητης μου,
Μπαμπης Ανουσακης (Πολ.Μηχ/κος, μουσικος ερασιτεχνης, συνθετης, στιχουργος και εγγονος του Καρεφυλλομανωλη καλου λαουτιερη και τραγουδιστη απο τον Πλατανο Κισαμου) μου ειπε οτι πολυ πιθανον να ισχυει οτι σε συγκεντρωση των οπλαρχηγων στα Σφακια γυρω στα 1750 φτιαχτηκε ο Πεντοζαλης σε 12 υπαρχοντες μουσικους σκοπους (πυρριχειους), που μπηκαν σε μια σειρα για να χορεψουν οι 12 οπλαρχηγοι !!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ

  1. Ο Μπαμπης εχει εκδωσει το '92 δισκο με δικα του παραδοσιακο-εντεχνα σε επιμελεια Χρηστου Τσιαμουλη.
  2. Πριν 4-5 χρονια εξεδωσε cd με ηχογραφησεις του παπου του ο οποιος πεθανε καπου 80 χρονων στις αρχες δεκ.΄90.
  3. Επισης εχει ετοιμα γυρω στα 300 κομματια κρητικα, εντεχνα, ρεμπετικα, λαικα.
  4. Ο Θανασης ο Π’'κων/νου του ειχε δωσει αρκετους στιχους οταν ητανε μαζι φανταροι καποιους απ’αυτους πηρε πισω και εβαλε στο “Της αγαπης γερακαρης” αφου ειχαν γινει τραγουδια απο τον Μπαμπη …
  5. Ο μεγαλος γιος του σε ηλικια ηδη 16 χρονων ειναι ενας καλος επαγγελματιας λαουτιερης.
  6. Το “Συρτο της Φαλασάρνης” ειναι ενα τραγουδι του που εχει γινει γνωστο και αγαπητο στην Κισαμο απο το Βασιλη Καρεφυλλακη ξαδερφο του Μπ.Αν. και καλο λυραρη και τραγουδιστη (με τον οποιο συνεργαζομαι τα τελευταια 5 χρονια).
  7. Οι Λουσακιες απεχουν καπου 7-8 χλμ. απο το Καστελλι και ο Πλατανος 1 χλμ. απο τις Λουσακιες
  8. Η πασιγνωστη παραλια Φαλάσαρνα -λενε η καλυτερη της Ελλαδας- βρισκεται στα διοικ.ορια του Πλατανου.
  9. Το καστρο της Γραμπουσας βρισκεται στην ακρη του Ακρωτηριου της Γραμπουσας και βορειο-δυτικο ακρο της Κρητης πανω σε ενα ψηλο βραχο διπλα στην παραλια Μπαλλος αγαπημενο ψαρότοπο του Νικολη Τζέγκα, μουσικου θρυλου της Κισαμου και της Κρητης γενικοτερα.
    κλπ … κλπ …

(Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/ην yiorgosv 30 Νοέμβριος, 2005)

Το είχα αποθηκεύσει καιρό τώρα σαν έγγραφο word.Δεν θυμάμαι όμως από ποια σελίδα το είχα κατεβάσει ,μάλλον ήταν λαογραφικού εδιαφέροντος.

Ψάχνοντας να βρω πληροφορίες για το λαούτο γενικά το είχα αποθηκεύσει από κάποια σελίδα λαογραφικού ενδιαφέροντος (δεν θυμάμαι από ποιά,πάει πολύς καιρός)

Συρτος “Μπαρμπούνι” του Νικου Τζεγκα.
Και ακολουθει ο συρτος “Θα ξεκλειδωσω την καρδια” του ιδιου,
που συνηθως παιζουνται σε ακολουθια, μοιαζουν αλλωστε.
Κατι που γινεται με ολους τους συρτους, μετα τον πρωτο σκοπο ακολουθουν αλλοι …
Εδω παιζουν ο Μανωλης Μανιουδακης βιολι και ο Παναγιωτης Καστανης λαουτο, τραγουδι τον Αυγουστο του 2001 σε γλεντι στα Νεροκούρου.
http://rapidshare.de/files/8420845/Mparmpouni.mp3.html

Ο Νικος ο Τζεγκας ηταν ενας απλος ψαρας με ενα καϊκακι και ψαρευε συνηθως στη Γραμπουσα.
Οταν “εγραφε” καποιο σκοπο επειδη δεν ηξερε οργανο, πηγαινε στο καφενειο του Κουτσουρελη στο Καστελλι και τον τραγουδουσε στο Γιωργη τον Κουτσουρελη ή το Δημητρη το Χριστοφορακη που το επαιζαν στο λαουτο ή το βιολι αντιστοιχα.

Γίωργο έχεις να προτείνεις κανένα cd κρητικής μουσικής όπου το λαούτο πάιζει πρώτο ρόλο;
Ρωτώ επέιδή είσαι γνώστης.
Και κάτι άλλο:Ο Κουτσουρέλης ,εκτός από λαουτιέρης ήταν και οργανοποιός;

Γιώργο έχεις να προτείνεις κανένα cd κρητικής μουσικής όπου το λαούτο παίζει πρώτο ρόλο;
Ρωτώ επειδή είσαι γνώστης.
Και κάτι άλλο:Ο Κουτσουρέλης ,εκτός από λαουτιέρης ήταν και οργανοποιός;( το ίδιο μην. χωρίς παρατονισμούς.)

Θα ρωτησω καποιο πιο ειδικο απο μενα στα κρητικα για αυτο που ρωτας.
Ο Μιχαλης ο Τζουγανακης ειναι ενας νεος -σχετικα-λαουτιερης που σαν
βιρτουοζος δινει ενα “αρχηγικο” ρολο στο λαουτο και ακομα και στο παλκο εχει το λυραρη σε 2η μοιρα πραγμα “ανεπιτρεπτο” για αλλες ζυγιες, τελος παντων δεν υπαρχουν ζυγιες σημερα αλλα
“συγκροτηματα” και σχηματα …
Ο μεγιστος Μαρκοβαγγελης (Βαγγελης Μαρκογιαννακης ή Μαρκογιάννης) πρεπει να εχει βγαλει καποιο δισκο τη δεκαετια του '70 οπου και το στυλ παιξιματος ηταν διαφορετικο.
Εκει που λεει και ο Μανιάς το “Πες μου και γιαϊντα τη χτυπας…” ενα καταπληκτικο τραγουδι !!
Θα ρωτησω επισης ενα φιλο μου πιτσιρικα λαουτιερη που εχει ενα σκληρο δισκο κρητικα …

Γιώργη,
Τί έχει κάνει ο Τζουγανάκης στο λαούτο του;
Έχει βάλει άλλες χορδές;

Γιώργο σ ευχαριστώ. Φυσικά όταν ένας συρτός λέγεται Χανιώτικος, από εκεί θα προέρχεται. Όμως, για να διατηρήται αυτός ο προσδιορισμός, μήπως σημαίνει ότι υπάρχει και συρτός “μή χανιώτικος”; Όταν πριν πολλά χρόνια στου Καρά μαθαίναμε και χορούς, μάθαμε και ένα συρτό όπως χορεύεται στην Κρήτη, έμοιαζε αρκετά με τους συρτούς άλλων περιοχών του Αιγαίου αλλά είχε ένα χαρακτηριστικό “τσάκισμα” του πέλματος με το σώμα περίπου σε ακινησία, κάτι πολύ ωραίο και που δεν το έχω δεί αλλού. Αυτός ο συρτός τι είναι;

Το τραγούδι “Στης Γραμπούσας τ ακρωτήρι” που αναφέρεται στον Τζέγκα, ποιός το έγραψε;

Οχι, ο Μιχαλιος δε νομιζω ναχει βαλει αλλες χορδες, ισως πιο λεπτες.
Ξερεις τι νουμερο χορδη βαζουνε στο καντινι στη Μι ;; 17αρα !!
Το οποιο σημαινει πολυ σκληρο παιξιμο. Γιαυτο εγω δεν προκειται να παιξω ποτε κρητικο λαουτο … Τα στεριανα λαουτα πρεπει να εχουν αλλο κουρντισμα και πιο “μαλακες” χορδες.

Ο Τζουγανακης χωρις να αλλοιωνει τοσο τους παραδοσιακους σκοπους εχει ενα βιρτουοζικο, νευρωδες παιξιμο πολυ το λενε μπουζουξιστικο εννοοωντας οτι μοιαζει στους 4χορδους δεξιοτεχνες.
Στην πραγματικοτητα εχει παρει στοιχεια απο ουτιστες, απο τζαζιστες (κατι ψιλα), απο παιξιματα δεξιοτεχνων της αλλης Ελλαδας και τα βαζει πιο πολυ στα ταξιμια του. Επιμενει προς τιμη του να παιζει τους παραδοσιακους κρητικους σκοπους.
Η νεα γενια των λαουτιερηδων μετα το Φραγκιαδακη και το Νικο τον Αλεφαντινό παιζουν
αρκετα μπουζουξιδικα δηλαδη σολιστικα χωρις να κρατανε το ισο στις μπασες και με κινησεις καθετες παρα οριζοντιες στην ταστιερα οπως ο Πετσακης και ο Στιβαχτακης που θεωρουνται τα πρωτα λαουτα της Κρητης σημερα.
Ipt ο Κουτσουρελης απο οσο ξερω δεν εφτιαχνε λαουτα.

“Στης Γραμβούσας το ακρωτήρι” έχουν τραγουδήσει πολλοί μεταξύ των οποίων Σκουλάς και Λουδοβίκος.
Μια αναζήτηση στο νετ το αποδίδει στον Κώστα Μουντάκη! Γράφει κάπου ας πούμε πως το συγκρότημα “Ανοικτή θάλασσα” τραγουδά διασκευασμένο το τραγούδι του Κώστα Μουντάκη “Στης Γραμβούσας το ακρωτήρι”.

Αλλού αναφέρεται σαν παραδοσιακό τραγούδι.

Γιώργο σε ευχαριστώ.Φαντάζομαι ότι ο Τζουγανάκης έχει δισκογραφία.
Είχα δει στη σελίδα του Ρος Ντειλυ ένα κρητικό λαούτο κατασκευής Γιώργου Κουτσουρέλη.
Αναφορικά με το στεριανό λαούτο έχει διαφορετικές χορδές αλλά και διαφορετική κλίμακα δηλ. κυμαίνεται από 67 μέχρι 72.Αν κρίνω απ΄τα λαούτα που είχα παίξει στην Κρήτη(Ρέθυμνο) πριν από δύο χρόνια σίγουρα το στεριανό είναι πιο εύκολο στο παίξιμο(είχαν όλα πολύ χοντρό μπράτσο!)
Φαντάζομαι πως οι παλιοί λαουτιέρηδες έπαιζαν ευθύγραμμα,ενώ οι σύγχρονοι παίζουν κύκλο και όχι με την τεχνική του τετράχορδου.Δηλαδή οι κλίμακες και κατ΄ επέκταση τα μελωδικά σχηματα, παίζονται και στις τέσσερις χορδές χωρίς να τους απασχολεί η τονικότητα.