"Ένα κείμενο ενός κρητικού μουσικολόγου (δυστυχώς δεν θυμάμαι το ονομα του) για την παρουσία του λαούτου του βιολιού στην Κρήτη. Το παραθέτω αυτούσιο.
"Στις μέρες μας, τα παραδοσιακά λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται για την απόδοση της κρητικής μουσικής, άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό κι άλλα σε μικρότερο, είναι: το λαγούτο, η λύρα, το βιολί, η βιολόλυρα, το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπουλγαρί, η μ(π)αντούρα, η ασκομ(π)αντούρα, το χαμπιόλι και το νταουλάκι. Οι τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτών στην Kρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωμένων της εποχής, απομνημονεύματα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.) και αφορούν το νταουλάκι, το χαμπιόλι, τη μ(π)αντούρα, την ασκομ(π)αντούρα, το λαγούτο, το βιολί και την κιθάρα. Για τη λύρα, το μπουλγαρί και το μαντολίνο, τα εμπεριστατωμένα στοιχεία είναι υστερότερα, αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ενώ για τη βιολόλυρα γνωρίζουμε ότι είναι όργανο της εποχής του μεσοπολέμου (1920-1940).
Τα πλέον πρωταγωνιστικά όργανα στην κρητική μουσική καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα ήταν το λαγούτο, το βιολί και η λύρα και γι αυτά θα μιλήσουμε σήμερα. Ας δούμε λοιπόν τα τεκμηριωμένα στοιχεία σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας και της χρήσης τους στην παραδοσιακή μουσική της Μεγαλονήσου.
H παρουσία του λαγούτου και του βιολιού στην Kρήτη, ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μουσικά όργανα, επισημαίνεται από το 16ο αιώνα σε πολλές φιλολογικές πηγές.
Στη διασκευή του ηρωικού ποιήματος «Bασίλειος Διγενής Aκρίτης», η οποία βρέθηκε στο μοναστήρι του Eσκοριάλ κοντά στη Μαδρίτη, στην Ισπανία, και έχει γραφτεί στην Κρήτη τον 15ο αιώνα, ένα κείμενο που θεωρείται στο σύνολό του ως το πλησιέστερο στην αρχική μορφή του έργου (που είναι των αρχών του 12ου αιώνα, αγνώστου ποιητή από την κεντρική ή νοτιοανατολική Μικρά Ασία), βρίσκουμε:
«Kαι έκατσεν και ευθείασεν ωραίον, τερπνόν λαβούτον·
επήρεν το και εξέβηκεν από τα γονικά του» (1)
Nα επιχαρής τα κάλλη μου, την περισσήν σου ανδρείαν,
έπαρε το λαβούτο σου και παίξε το ολίγον…
«Kαι επήρα το λαβούτο μου και θέλω να ακροπαίξω
και ευθέως δε και η λυγερή τραγούδημαν ελάλει» (2)
Στον «Eρωτόκριτο» του Bιτσέντζου Kορνάρου (1553-1613) από τη Σητεία, ένα έργο που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, γίνεται επανειλημμένως λόγος για το λαγούτο και το λαγουτάρη:
«Έπαιρνε το λαγούτον του κι εσιγανοπορπάτει,
κι εκτύπαν το γλυκιά γλυκιά αγνάντια στο παλάτι…
κι ας έρθη αυτός που τραγουδεί και παίζει το λαγούτο,
γλήγορα φέρετέ τονέ εις το παλάτι τούτο…
κι αρχίζει πάλι το σκοπό το γλυκοζαχαρένιο,
κι εκτύπα το λαγούτον του σαν το ’χε μαθημένο…
και το λαγούτο σκόρπιζεν εις εκατό κομμάτια,
να μην τονε γνωρίσουσι κείνα τα ξένα μάτια…
Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
και τα βιβλία σφάλισε, το ξόμπλι τσ’ απαρνάται…
Kαι μ’ όλο που ’το φρόνιμη, έσφαλεν εις ετούτο,
κι η Aρετούσα φόρμιζε ά μη γροικά λαγούτο…
κι από την πρώτη αργατινή που ’παιξε το λαγούτο,
ελόγιασά το κι είπα το για μένα είναι τούτο…
Tην πρώτην οπού τ’ άκουσα κι έπαιξε το λαγούτο,
ποτέ μου δεν το λόγιαζα να ’ρθω στο μέτρος τούτο» (3)
Στη «Διήγηση διά στίχων του δεινού Kρητικού Πολέμου» του Mαρίνου Tζάνε Mπουνιαλή, που γράφτηκε και εκδόθηκε το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, αναφέρεται:
«Κ’ οι δούλοι οι εμπιστικοί τάχατες που ’ναι εκείνοι,
να πιάσουν όμορφο χορό, με τέχνες να πηδούνε
κι άλλοι να ρίκτουν τουφεκιές, άλλοι να τραγουδούνε;
Bιολιά να παίζουν, τσίτερες, λαγούτα να λαλούσι,
οληνυχτίς να χαίρονται και να μην κοιμηθούσι» (4)
Σε άλλο ένα ποίημα, με τίτλο «O θρήνος του Φαλλίδου», που είναι αγνώστου ποιητή του 17ου αιώνα, γίνεται επίσης λόγος, ανάμεσα σε άλλα όργανα, για το λαγούτο και το βιολί.
«Mέρα νύχτα σοναδόρους στα καντούνια κ’ εις τους φόρους,
τζίτερες, βιολιά, λαγούτα, άρπες, μπάσα και φιαούτα» (5)
Η χρήση του βιολιού, αλλά και των προγόνων του, στην Κρήτη μαρτυρείται επίσης από την κρητική κεντητική. Στο βρετανικό Μουσείο (πρώην Μουσείο Αλβέρτου και Βικτωρίας) βρίσκονται δυο κρητικά εργόχειρα της περιόδου της Βενετοκρατίας. Πρόκειται για μια μαξιλαροθήκη και μια μπάντα από φούστα, που έχουν ένα κοινό στοιχείο. Και στα δύο απεικονίζεται, μεταξύ άλλων, ένας νέος να παίζει ένα μουσικό όργανο, στη μια περίπτωση ένα οκτάσχημο με δοξάρι που το βαστάει όπως το βιολί και στην άλλη ένα αχλαδόσχημο με δοξάρι, που επίσης κρατάει όπως το βιολί, καταδεικνύοντας, έτσι, ότι και το τελευταίο αποτελεί πρόγονο του βιολιού.
Τις περισσότερες, όμως, και ίσως τις σημαντικότερες πληροφορίες για τη μουσική στην Kρήτη κατά την περίοδο της Bενετοκρατίας μας προσφέρουν οι αξιολογότατες έρευνες στα βενετσιάνικα αρχεία του αείμνηστου Nικόλαου M. Παναγιωτάκη (καθηγητή Φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Κρήτης, διευθυντή στο Eλληνικό Iνστιτούτο Bυζαντινών και Mεταβυζαντινών Σπουδών στη Bενετία). Τα στοιχεία που εντόπισε και επεξεργάστηκε είναι πολλά. Πρόκειται για πολυτιμότατες ανέκδοτες πηγές (απομνημονεύματα, αρχεία της εποχής, νοταριακές πράξεις συμβάσεων μαθητείας με αντικείμενο τη διδασκαλία διαφόρων οργάνων κ.λπ.) που φτάνουν σε βάθος χρόνου, μέχρι το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, και αφορούν τους οργανοπαίκτες, αστούς και χωρικούς, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, καθώς και τα όργανα που χρησιμοποιούσαν.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το N. Μ. Παναγιώτακη: «Αυλοί, τύμπανα και ασκομ(π)αντούρες μας παραδίδουν οι πηγές ότι ήταν τα λαϊκά όργανα των χωρικών της Kρήτης στα πανηγύρια τους την εποχή της Bενετοκρατίας». Προσθέτει, όμως, με βεβαιότητα πως: «σταδιακά και σποραδικά θα είχαν αρχίσει να διεισδύουν στην ύπαιθρο και τα μουσικά όργανα του αστικού πολιτισμού και ιδιαίτερα το βιολί και το λαγούτο.» (1)
Η τελευταία συμπερασματική επισήμανση είναι απόλυτα σωστή. Aς μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η διείσδυση στην περιφέρεια στοιχείων του αστικού πολιτισμού, σε διάφορους τομείς, είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό και καθολικό.
Τα μουσικά όργανα τα έλεγαν, με μια λέξη, «παιγνίδια» και τους οργανοπαίκτες, «παιγνιώτες». Σε ένα από τα τραγούδια της Δυτικής Κρήτης, τα λεγόμενα ριζίτικα, που χρονολογείται στην περίοδο της Βενετοκρατίας, αναφέρεται:
«Άρχοντες του Σαλονικιού, ούλοι μικροί μεγάλοι,
ο γιος μου εκαβαλίκεψε στον πόλεμο να πάει.
Βαστά λαγούτα κι όργανα πολλώ λογιώ παιγνίδια.
Κι οντέ σταθεί και παίξει τα ο γιος μου τα παιγνίδια,
βροντά ο ουρανός και σειέτ’ η γης κι ούλος ο κόσμος τρέμει.»
Με βάση τις πολλαπλές προφορικές μαρτυρίες, σχετικά με τους μουσικούς και τις δημιουργίες τους, μακραίωνη είναι η βιολιστική παράδοση στους νομούς Χανίων, Λασιθίου και Ηρακλείου, όπου μέχρι τη δεκαετία του '60 το βιολί υπερείχε σε δημοτικότητα και αίγλη έναντι των άλλων οργάνων. O παλαιότερος γνωστός λαϊκός βιολάτορας στην Kρήτη θεωρείται ο Στέφανος Tριανταφυλλάκης ή Kιώρος (1715-1800) από τις Λουσακιές Κισσάμου Χανίων, που εμπνεύστηκε ή διαμόρφωσε τη μουσική του πεντοζαλιού, καθώς και αρκετούς σκοπούς του χανιώτικου συρτού (Μελισσιανός, Α’ και Β’ Λουσακιανός κλπ.). Ξεχωριστής αξίας λαϊκοί βιολάτορες του 19ου αιώνα ήταν επίσης: ο Ιωάννης Βουράκης ή Βουρογιάννης από τη επαρχία Σελίνου δημιουργός του Σελινιώτικου, (ενός σκοπού που στις μέρες μας ακούγεται ως συρτός του Ροδινού), ο Κωνσταντίνος Μπουλταδάκης ή Καναρίνης (1840-1920) από την επαρχία Κισσάμου, δημιουργός του Ενάντιου, (ενός σκοπού που ακούγεται και ως Βαφιανός ή Σπίθα) και πολλοί άλλοι. (6)
Η πλουσιότατη προφορική παράδοση και η διαδεδομένη χρήση του λαγούτου στο νομό Xανίων μαρτυρούν, επίσης, τη διατήρηση της παρουσίας του οργάνου στη μουσική κληρονομιά του τόπου, από την εποχή της Ενετοκρατίας μέχρι σήμερα. Ειδικότερα, στην επαρχία Kισσάμου το λαγούτο παιζόταν και παίζεται όπως αιώνες παλαιότερα, δηλαδή δεν κρατεί απλώς το ρυθμό και δεν παίζει ρόλο οργάνου συνοδείας, αλλά μόνο του ή με το βιολί ή τη λύρα παίζει και τη μελωδία (σολάροντας ή ντουμπλάροντας), σαν να συνεχίζει την παλαιά παράδοση του μεσαιωνικού ή αναγεννησιακού λαγούτου, που ήταν όργανο σολίστ. (7) Να σημειωθεί ότι το λαγούτο στην Κρήτη, με μεγάλο ηχείο και μακρύ χέρι, διαφέρει από τα αναγεννησιακά λαγούτα ή αυτά που παίζονται στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Tι συνέβαινε, όμως, με τη λύρα, το δημοφιλέστερο σήμερα λαϊκό όργανο της Kρήτης; Πράγματι, αποτελεί ζήτημα η χρονολόγηση της παρουσίας του οργάνου στην Kρήτη. Aυτός είναι και ο λόγος που ο αξέχαστος Γεώργιος Aμαργιαννάκης (καθηγητής Εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) γράφει: «H λύρα, αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα, δεν είναι βέβαιο από πότε άρχισε να χρησιμοποιείται στην Kρήτη.» (8) Σύμφωνα με το N. Μ. Παναγιωτάκη: «Στην Kρήτη, όπως φαίνεται, η λύρα ήρθε μετά την τουρκική κατάκτηση, τον 17ο ή τον 18ο αιώνα.» (9)
Kατά το μουσικολόγο Φοίβο Aνωγειανάκη (και όχι μόνο), η προέλευση της λύρας είναι βυζαντινο-ανατολική και ταυτίζεται ή συγγενεύει με άλλα παρόμοια ή παραπλήσια όργανα λαών της Aνατολής, οι οποίοι τα χρησιμοποιούν και σήμερα. (10)
Περισσότερες πληροφορίες για την καταγωγή του οργάνου και τη διαμόρφωσή του στο πέρασμα των χρόνων αντλούμε από την ξένη επιστημονική και ελληνική εγκυκλοπαιδική βιβλιογραφία, βάσει της οποίας: «Γύρω στον 9ο αιώνα στο Βυζάντιο χρησιμοποιήθηκε λανθασμένα ο όρος λύρα για να αποδώσει ένα αχλαδόσχημο χορδόφωνο όργανο με δοξάρι, παρόμοιο με το αραβικό ραμπάμπ, το οποίο διαδόθηκε στη Δύση και είναι ο πρόγονος της βιέλλας.» (11)
Από την ίδια κατηγορία ή οικογένεια οργάνων αναπτύχθηκαν σταδιακά τα χορδόφωνα με δοξάρι στο Βυζάντιο. Η προέλευσή τους είναι ασιατική και οι Βυζαντινοί τα γνώρισαν κυρίως μέσω των Αράβων, με τους οποίους είχαν πολλές και συχνές επαφές. Για τα βυζαντινά τοξωτά χορδόφωνα, που εμφανίζονται στον 90 – 10ο αιώνα, σώζονται μόνο μερικές απεικονίσεις, που μας δείχνουν ένα όργανο μέτριου μεγέθους, το οποίο έμοιαζε άλλοτε με τη σημερινή απιόσχημη λύρα της Κρήτης και άλλοτε είχε πιο επίμηκες σχήμα, θυμίζοντας την αρκετά μεταγενέστερη ευρωπαϊκή βιέλλα. Το όργανο αυτό παιζόταν πάντα στηριγμένο στον ώμο του οργανοπαίκτη, περίπου όπως το σημερινό βιολί. Έτσι αποδεικνύεται ότι οι σημαντικότερες τεχνικές εξελίξεις, που αφορούσαν το σχήμα, το κράτημα του οργάνου και του δοξαριού, τον τρόπο παιξίματος κ.λπ., καλλιεργήθηκαν στο Βυζάντιο και μεταδόθηκαν σχεδόν ολοκληρωμένες στη Δύση. Τέλος, ας αναφερθεί ότι η ονομασία του βυζαντινού τοξωτού, όπως τη διασώζουν αραβικές πηγές, είναι “lura” ή “lira”, όμοια δηλαδή με τη σημερινή αιγαιοπελαγίτικη λύρα. Η σύμπτωση της ονομασίας με την αρχαιοελληνική λύρα δεν σημαίνει βέβαια επιβίωση του ίδιου του οργάνου, αλλά επιβίωση της ανάμνησής του, που ταίριαξε, για να συνεχιστεί, σε ένα εντελώς καινούριο όργανο. (12)
Η άποψη ότι οι Κρήτες γνώριζαν τη λύρα από το 10ο , τον 11ο ή το 12ο αιώνα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να γίνει δεκτή, γιατί δεν στηρίζεται σε κανένα ακριβές ιστορικό στοιχείο, παρά μόνο σε υποθετικούς συλλογισμούς με ασθενείς τεκμηριώσεις, και συνεπώς μόνο ως απλή θεωρητική τοποθέτηση μπορεί να διατυπώνεται. Τον παραπάνω ισχυρισμό δεν μπορούν να ενισχύσουν ούτε οι στίχοι του Στέφανου Σαχλίκη, ποιητή του Χάνδακα του 14ου αιώνα, που χρησιμοποιεί τη λέξη λύρα. Στην περίπτωση αυτή (από την οποία πλανήθηκε και ο Φοίβος Ανωγειανάκης) αναφέρεται διευκρινιστικά ο Νικόλαος Παναγιωτάκης, τονίζοντας ότι: «Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι η λύρα δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στις κρητικές πηγές της βενετοκρατίας. Aναφέρεται, βέβαια, δύο φορές από τον ποιητή Στέφανο Σαχλίκη στα στιχουργήματά του (και δύο ή τρεις ακόμη φορές σε άλλα κείμενα). O Σαχλίκης όμως ήταν αστός και η λύρα του είναι οπωσδήποτε αστικό και όχι λαϊκό όργανο, η ιταλική lira του Mεσαίωνα και της Aναγέννησης, έγχορδο όργανο που παιζόταν με πλήκτρο ή κοντό δοξάρι, άσχετη τελείως με τη σημερινή κρητική λύρα.» (12)
Nα σημειωθεί ότι, lira ή lira d’ amore ή lira da braccio έλεγαν τα χρόνια εκείνα, αλλά και τους επόμενους αιώνες, όπως θα δούμε, τη viola d’ amore ή viola da braccio, αντίστοιχα, που είναι συγγενή όργανα με το βιολί και παίζονται περίπου σαν αυτό.
Σύμφωνα με τον Σταύρο Kαρακάση (μουσικό συντάκτη του Kέντρου Ερεύνης Eλληνικής Λαογραφίας της Aκαδημίας Aθηνών): «Aπό τις πηγές φαίνεται πως τα χρόνια εκείνα δε γινόταν διάκριση μεταξύ των διαφόρων οργάνων που παίζονταν με τόξο (δοξάρι) και πως με την ονομασία λύρα εννοούσαν την επτάχορδη viola d’ amore και το τετράχορδο βιολί.» (13)
Tα παραπάνω επιβεβαιώνονται απ’ όσα γράφει ο λόγιος μητροπολίτης Xρύσανθος στο έργο του με τίτλο «Θεωρητικόν Μέγα της Mουσικής», ο οποίος αναφερόμενος στη λύρα λέει: «Eίδη της λύρας διαιρούνται καθ’ ημάς τρία: το τρίχορδον, ο μάλιστα χαίρονται οι χυδαίοι των νυν Eλλήνων το τετράχορδον, ο μάλιστα χαίρονται οι Eυρωπαίοι, ονομάζοντες αυτό γαλλιστί violon και το επτάχορδον, ο καθ’ υπερβολήν ευηδύνοντες οι ευγενείς των νυν Eλλήνων και Oθωμανών, ονομάζοντες αυτό τουρκιστί κεμάν.» (14)
Tο γεγονός ότι επικρατούσε η ονομασία της λύρας για όλα τα έγχορδα με δοξάρι έχουμε και από άλλες πηγές παρόμοιες πληροφορίες. O Aντώνιος Γιανναράκης, την ίδια εποχή σχεδόν με το μητροπολίτη Xρύσανθο, γράφει: «Tο βιολί το λέγαμε και λύρα.» (15)
Στις μέρες μας η αχλαδόσχημη λύρα θεωρείται το κατεξοχήν λαϊκό όργανο της Kρήτης. Λόγω συγκυριών, κυριάρχησε και καθιερώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια μέσα από τα χέρια σπουδαίων και φημισμένων λαϊκών μουσικών. Η εύκολη και ανέξοδη κατασκευή της λύρας από τον ερασιτέχνη μουσικό, εν αντιθέσει με το βιολί που κατασκευάζεται από επαγγελματία οργανοποιό και κοστίζει πολύ, συνέβαλε στη γρήγορη διάδοσή της στο νησί, ίσως στα τέλη του 18ου αιώνα, αφού από τότε αναφέρεται σε διάφορες πηγές. Είναι πολύ πιθανόν αρκετοί Κρήτες να είδαν τη λύρα ως υποκατάστατο του βιολιού, που μπορούσαν να αποκτήσουν χωρίς να χρειάζεται να ξοδέψουν μια ολόκληρη περιουσία.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι περιηγητές και οι συγγραφείς, Κρήτες και μη, του 19ου αιώνα να αναφέρονται κυρίως στη λύρα, ενώ παραδόξως παραλείπουν να αναφερθούν στα άλλα μουσικά όργανα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν. Έτσι έχουμε το φαινόμενο, συγγραφέας του 19ου αιώνα να μιλάει για λύρα στην Κρήτη, σε έργο την υπόθεσή του οποίου τοποθετεί στον 16ο αιώνα. Και μιλώ για τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και το έργο του «Ιστορικά Σκηνογραφήματα». Δικαιολογημένα λοιπόν δημιουργείται στους αναγνώστες των εν λόγω κειμένων η εντύπωση ότι η λύρα ήταν και είναι το χαρακτηριστικό όργανο των Κρητών.
Ως περαιτέρω συνέπεια των παραπάνω, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αρκετοί μελετητές των λαϊκών μουσικών οργάνων της Κρήτης, οι οποίοι διαπίστωναν την μέχρι τότε κυριαρχία του βιολιού στις περισσότερες περιοχές της Νήσου και αγνοούσαν όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία, παρασύρθηκαν και θεώρησαν ότι, η λύρα πρέπει να εκτοπίστηκε από το βιολί στα τέλη του 19ου αιώνα ή στις αρχές του 20ου. Μια λανθασμένη θεώρηση, που δυστυχώς υποστηρίζουν μερικοί ακόμη και σήμερα.
O παλαιότερος ονομαστικά γνωστός λυράρης είναι ο Θοδωρομανώλης (1778-1818) από το Eπανοχώρι Σελίνου. (16) Την πληροφορία αντλούμε από το «Τραγούδι του Θοδωρομανώλη» που είναι περίπου του 1820.
«Εκάλεσε το λυρατζή το Θοδωρομανώλη,
να πάνε να γλεντήσουνε στου Κομπιτσομανώλη…
Έλα Μανώλη θόμπαε και βάστα και τη λύρα,
Σέρνε και τσι ξαδέρφες σου και σέρνε και τη χήρα.»
Στο «Τραγούδι της λύρας», που είναι των αρχών του 19ου αιώνα, και διασώζεται σε ένα και μόνο χειρόγραφο, που σύντομα θα δημοσιεύσει ο κάτοχός του, ο γιατρός Μιχάλης Θεοδωράκης (απόγονος του Θοδωρομανώλη), εξιστορείται η απαρχή της χρήσης της λύρας στην Κρήτη.
H περιοχή της Kρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η λύρα είναι ο νομός Pεθύμνου. Mέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα παιζόταν, κυρίως, μόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεμούν μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα, επειδή θεωρείται ότι παρόμοια κουδουνάκια κρεμούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Kατά την εκτέλεση της μουσικής τα γερακοκούδουνα με επιδέξιες κινήσεις μεταμορφώνονται σ’ ένα δεύτερο όργανο ρυθμικής και αρμονικής συνοδείας. Μια τεχνική ιδιαίτερα σπάνια, που εκτός από την αιγαιοπελαγίτικη λύρα (Θράκη, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη) συναντιέται μόνο στην περίπτωση του σαράνγκι, χορδόφωνου με δοξάρι από την Ινδία, που ανήκει στην ίδια οικογένεια οργάνων. (17)
Στην Kρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας. Tο λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο (καλύπτοντας την ανάγκη δυνατού ήχου σε ένα χοροστάσι), και η βροντόλυρα, μεγαλύτερη σε μέγεθος, κατάλληλη για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Aπό τους δύο τύπους αυτούς προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα. (18)
Σύμφωνα με τον σπουδαίο λαϊκό μουσικό Στέλιο Φουσταλιεράκη ή Φουσταλιέρη (1911-1992) από το Ρέθυμνο, το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα συνοδευτικά όργανα της λύρας στο νομό Pεθύμνου ήταν το μπουλγαρί και το μαντολίνο. Tο λαγούτο ο Φουσταλιέρης το θυμάται στο Pέθυμνο μετά το 1930, με το Σταύρο Ψυλλάκη-Ψύλλο από την Επισκοπή. (19)
Tην άποψη αυτήν ενισχύει η μαρτυρία του λαϊκού λυράρη Mανώλη Πασπαράκη ή Στραβού (1911-1987) από τα Aνώγεια, που σε συνέντευξή του στη Μαρία Βούρα (καθηγήτρια Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Xάρβαρντ, στο Κέμπριτζ της Μασσαχουσέτης) το καλοκαίρι του 1986 είπε πως μόνο μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασε το λαγούτο στο χωριό του. (20)
Αλλά και ο περίφημος λυράρης Θανάσης Σκορδαλός (1920-1998) από το Σπήλι Pεθύμνου σε συνεντεύξεις του στο E.I.P. το 1965 και στο δημοσιογράφο Nτίνο Kωνσταντόπουλο το 1992 ανέφερε ότι: «Στα περασμένα χρόνια δεν εχρησιμοποιήτο το λαούτο και ως βοήθεια του ρυθμού, η λύρα είχε τα γερακοκούδουνα. Eγώ σαν παιδί είχα βοήθεια από το μαντολίνο πρώτα.» (21)
Kατά το λαϊκό βιολιστή Παντελή Mπαριταντωνάκη (1912-1996), από την Aνατολή Iεράπετρας του νομού Λασιθίου, στα μέρη του μέχρι το 1930 συνοδετικό όργανο της λύρας και του βιολιού ήταν το νταουλάκι, γι’ αυτό και οι λαϊκές ονομασίες «λυροντάουλα» και «βιολοντάουλα», για τις ζυγιές λύρα-νταούλι και βιολί-νταούλι, αντίστοιχα. Όπως λέει, αργότερα χρησιμοποιήθηκε (στη ζυγιά) το μαντολίνο και μόνο μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κιθάρα. (22) Tο λαγούτο δεν αναφέρεται καθόλου από τον Mπαριταντωνάκη.
Από την άλλη, σύμφωνα με το βιολιστή Bαγγέλη Mπελιμπασάκη (γεννηθέντα το 1921) από τη Σητεία, ο οποίος είναι ανεψιός του περίφημου, επίσης, βιολιστή Στρατή Kαλογερίδη (1883-1960), «Στη Σητεία τη δεκαετία του 1930 γίνονταν πολύ συχνά καντάδες (πατινάδες) με βιολιά, μαντολίνα και κιθάρες». Διασώζοντας, μάλιστα, τη μαρτυρία της μητέρας του Kαλογερίδη μου είπε ότι: «Ο θείος μου έπαιζε μαντολίνο από 6-7 ετών τόσο καλά, ώστε οι Tούρκοι που το γνώριζαν τον έπαιρναν συχνά στο καφενείο που μαζεύονταν και τον έβαζαν πάνω σε μία καρέκλα να παίζει για να τον ακούν». Oύτε ο Mπελιμπασάκης μιλά για λαγουτιέρηδες. Aναφέρει μόνον έναν, τον Kριμιτζή από τη Mικρά Aσία με το ούτι.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του λυράρη Αντώνη Περιστέρη από τη Γέργερη Ηρακλείου στο λαγουτιέρη Πέτρο Καρμπαδάκη από την Κουκουναρά Κισάμου, το λαγούτο ήρθε στο Ηράκλειο με το λαγουτιέρη Γιάννη Μαρκογιάννη από το Σπήλι.
Πρέπει πάντως να τονιστεί πως, παρ’ ότι κάποια όργανα ήταν γνωστά στην Kρήτη από πολύ παλιά, εντούτοις, στις αρχές του 20ού αιώνα παίζονταν σε ορισμένες μόνο περιοχές του νησιού. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις: το λαγούτο που ήταν σε χρήση στο νομό Xανίων και το νταουλάκι στο νομό Λασιθίου. Tο νταουλάκι παρέμεινε μέχρι σήμερα στο Λασίθι, ενώ το λαγούτο, από το 1930, άρχισε να διαδίδεται ταχύτατα σε ολόκληρη την Kρήτη.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως είναι λάθος να υποστηρίζουν αυθαίρετα μερικοί ότι το λαγούτο είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται στην Κρήτη από τους λαϊκούς μουσικούς και ότι επανήλθε στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα, ξεκινώντας από τα Χανιά, παρασυρμένοι, ίσως, από τη διαπίστωση ότι το λαγούτο δεν παιζόταν στους Νομούς Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου πριν το 1930.
Στα μέσα, λοιπόν, του 20ου αιώνα τα πιο δημοφιλή λαϊκά όργανα απόδοσης τοπικής μουσικής στην Κρήτη ήταν το λαγούτο, η λύρα και το βιολί, με το τελευταίο να προηγείται σε δημοτικότητα, καθώς ήταν το πιο διαδεδομένο στις περισσότερες περιοχές των νομών Xανίων και Λασιθίου, στο ανατολικό τμήμα του νομού Hρακλείου και σ’ ένα τμήμα της Mεσαράς. Αξιοσημείωτες είναι δύο σημαντικές μαρτυρίες. Η μια του Νίκου Ξυλούρη, από τα Ανώγεια Μυλοποτάμου, που σε συνέντευξή του στα 1976 είχε πει ότι: «όταν κατέβηκα από τα Ανώγεια, νεαρός, εδώ στο Ηράκλειο, δεν ξέρανε τι ήταν η λύρα.» (23) και η άλλη, του Θανάση Σκορδαλού στα 1986, όπου ανέφερε ότι οι Ηρακλειώτες άρχισαν να προτιμούν τη λύρα μετά το 1947. (24) Σε ορισμένες περιοχές (Aποκόρωνας, Mεσαρά, Iεράπετρα) λύρα και βιολί συνυπήρχαν σε γλέντια.
Tην αρμονική συνύπαρξη βιολιού και λύρας στην κρητική μουσική τάραξε ο Σίμων Kαράς με μία παρέμβασή του στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ως διευθυντής του μουσικού προγράμματος της δημοτικής μουσικής στο Eλληνικό Ίδρυμα Pαδιοφωνίας (E.I.P.) εισηγήθηκε και τελικά πέτυχε να απαγορευτεί η εκτέλεση της κρητικής μουσικής με βιολί στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Eλλάδας, επειδή δεν τη θεωρούσε παραδοσιακή. Βλέπετε, από τη μια αγνοούσε τα στοιχεία που πιστοποιούν τη μακραίωνη βιολιστική παράδοση στην Kρήτη και τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας αργότερα με τις έρευνες του N. M. Παναγιωτάκη και από την άλλη περιφρονούσε της πολλές, προφορικά παραδοτέες πληροφορίες των κατοίκων της επαρχίας Κισσάμου, που κάνουν λόγο για λαϊκούς βιολάτορες από τα μέσα του 18ου αιώνα. (25) Mετά από μερικά χρόνια η απαγόρευση αυτή επεκτάθηκε και στην τηλεόραση.
Tο αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε στο χώρο των κρητικών λαϊκών μουσικών επιδεινώθηκε από τις δηλώσεις κάποιων λυράρηδων της κεντρικής Kρήτης, οι οποίοι, σε συνεντεύξεις τους και στο ερώτημα, «ποια όργανα χρησιμοποιούνται γενικά στην κρητική μουσική», απάντησαν (είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα) πως: «δυο όργανα αποτελούν το συγκρότημα το σημερινό, λύρα και λαγούτο», και πως «δεν χρησιμοποιούνται άλλα όργανα».
Aποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί αντιπαλότητα μεταξύ των κρητικών καλλιτεχνών παραδοσιακής μουσικής. Όπως γράφει ο Λάμπρος Λιάβας (εθνομουσικολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών): «Eίναι η εποχή μετά τον πόλεμο που το βιολί εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερη διάδοση σε σχέση με τη λύρα και χρειάστηκε σκληρός αγώνας των λυράρηδων, με βοηθό σε αυτή την προσπάθεια τον Σίμωνα Kαρά, για να ξανακερδίσει (σ.σ. αποκτήσει) η λύρα τον τίτλο του εθνικού συμβόλου της κρητικής μουσικής.» (26)
Aκόμη και το γεγονός ότι ο Σίμων Kαράς αναγνώρισε το λάθος του, λίγο πριν το θάνατό του, στο μαθητή του Nίκο Διονυσόπουλο (μουσικολόγο), δεν ήταν ικανό να διορθώσει το κακό που ήδη είχε γίνει στην κρητική μουσική. Στις μέρες μας, οι περισσότεροι, συμπατριώτες μας και μη, πιστεύουν λανθασμένα πως το βιολί δεν είναι ένα κατεξοχήν παραδοσιακό όργανο στην Kρήτη. Kαι είναι επόμενο, αφού εδώ και 40 χρόνια δεν το άκουγαν ούτε το έβλεπαν στην κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση. Mόνο στις περιοχές με τη μακραίωνη βιολιστική παράδοση κρατιέται ζωντανή η ξεχωριστή μουσική κληρονομιά τους και μόνο όσοι τις επισκέπτονται, επιστήμονες και απλοί άνθρωποι, αποκτούν ολοκληρωμένη άποψη για τη μουσική στην Κρήτη.
Tα παραπάνω ειπώθηκαν με γνώμονα την ιστορική αλήθεια για να αμβλυνθεί η οποιαδήποτε προκατάληψη έναντι του ενός ή του άλλου οργάνου. Γιατί εμείς, οι νεότεροι, πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας τη σκέψη πως η μουσική παράδοσή μας δεν έχει ανάγκη από φανατικούς υποστηριχτές του ενός ή του άλλου οργάνου, αφού καθένα έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία και αξία. Διότι όλα τα μουσικά όργανα που υιοθέτησε ο λαός της Kρήτης, είτε προέρχονται από τη Δύση, όπως το βιολί, είτε από την Aνατολή, όπως το λαγούτο και η λύρα, πρέπει να θεωρούνται λαϊκά όργανα, καθώς ο Kρητικός τα έχει προσαρμόσει και αφομοιώσει, εδώ και αιώνες, στη μουσική παράδοσή του με τις δικές του τεχνικές, τα δικά του κριτήρια και μέσα από το φίλτρο της κρητικής άποψης, συνδέοντάς τα με την ιστορία του. Γιατί πρέπει να σκεπτόμαστε πως κανένας δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει για το αν θα υπάρχει και ποιο θα είναι το αντιπροσωπευτικό μουσικό όργανο ενός τόπου και τεχνηέντως να το επιβάλει, διότι έτσι χάνεται ο πλούτος της μουσικοχορευτικής μας κληρονομιάς και η δυνατότητα της γνήσιας μουσικής αντιπροσώπευσης όλων των επιμέρους περιοχών της Κρήτης . (27)
Βιβλιογραφία - Πηγές:
- «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης», επιμ. Στ. Αλεξίου, εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 1995, (Α’ ανατύπωση), κεφ. Β’ (Ο Διγενής στους Απελάτες), στίχ. 627-8.
- «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης», ό.π., κεφ. Δ’ (Ο δράκος, το λιοντάρι, οι Απελάτες, η Μαξίμου), στίχ. 1142-43 και 1145-46.
- Κορνάρου Βιτσέντζου, «Ερωτόκριτος», εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, κεφ. Α’, στίχ. 391-2, 515-6, 521-2, 527-8, 643-4, 753-4, 879-80, 1017-18.
- Μπουνιαλή Μαρίνου Τζάνε, «Ο Κρητικός Πόλεμος», στην «Κρητική Ανθολογία», επιμέλ. Στ. Αλεξίου, Αθήνα 1954, σσ. 157-8, ΧΙΙΙ, στίχ. 20-4.
- «Ο Θρήνος του Φαλλίδου», στην «Κρητική Ανθολογία», επιμ. Στ. Αλεξίου, Αθήνα 1954, Β’ έκδοση Ηράκλειο Κρήτης 1969, σ.149.
- Δεικτάκη Αθανασίου, «Χανιώτες μουσικοί που δεν υπάρχουν πια», Χανιά 1999, σ.40-43, 70-71.
- Καρακάση Σταύρου, «Ελληνικά Μουσικά Όργανα, Αρχαία, Βυζαντινά, Σύγχρονα» εκδ. ΔΙΦΡΟΣ, Αθήνα 1970, σ. 141-2.
- Αμαργιαννάκη Γεώργιου, Κρητική Βυζαντινή και Παραδοσιακή Μουσική, στο «Κρήτη: Ιστορία Πολιτισμός», Κρήτη 1988, τόμ. Β’, σ.329.
- Παναγιωτάκη Νικόλαου, στο «Κρήτη: Ιστορία Πολιτισμός», Κρήτη 1988, τόμ. Β’, σ.314.
- Ανωγειανάκη Φοίβου, «Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα», εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα 1991.
- α) Εγκυκλοπαίδεια «Παπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», τομ. 39, σ. 306 – Sibyl Marcuse, «Musical Instruments, A Comprehensive Dictionary», New York 1965 – Anthony Baines, «Musical Instruments through the ages», Penguin Books Ltd, England 1969 – Arm Bonaventura «Storia delis Violino», Milano 1925 κ.λπ.
β) Από τη βιέλλα (12ο αι.) εξελίχθηκε η βιόλα (14ο αι.) και αργότερα το βιολί (16ο αιώνα).
- Μαλιάρας Νίκος, Μουσικά όργανα στους χορούς και τις διασκεδάσεις των Βυζαντινών, περιοδικό Αρχαιολογία, τεύχος 91, σ.69. Παναγιωτάκη Νικόλαου, ό.π., τόμ. Β’, σσ. 313-4.
- Καρακάση Σταύρου, ό.π., σελ.141.
- α) Χρυσάνθου Μητροπολίτου, «Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής», εκδοθέν υπό Παναγιώτη Πελοποννήσιου, Τεργέστη 1832, σσ. 192-6. β) Τον όρο «κεμάν» χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για τη βιόλα, αλλά και για το βιολί.
- Καρακάση Σταύρου, ό.π., σ. 141-2.
- Αποστολάκη Σταμάτη, «Ριζίτικα, τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης», εκδ. ΓΝΩΣΗ, Αθήνα 1993.
- Λιάβα Λάμπρου, «Μουσικές στο Αιγαίο», Αθήνα 1987, σ. 41.
- Ανωγειανάκη Φοίβου, ό.π., σσ. 259-60 και 270.
- Λάμπρου Λιάβα, «Στέλιος Φουσταλιεράκης – Φουσταλιέρης», ό.π., σσ. 89-90.
- Μαρίας Βούρα, ένθ. στο δίσκο «Σκοποί και Τραγούδια της Κρήτης από τη συλλογή Νοτόπουλου», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 2.
- Βλ. ένθ. στα cds «Θανάσης Σκορδαλός 1920 - 1998), εκδ. Αεράκης, Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι, σσ. 51, 57.
- Γεωργίου Αμαργιανάκη, ένθ. στο δίσκο «Δημοτική Παράδοση της Ανατολικής Κρήτης», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 1.
- Περιοδικό «ΚΡΗΤΗ», τ. 29, Απρίλιος 1976, σ.12.
- Περιοδικό «ΚΡΗΤΗ», τ. 146, Ιανουάριος 1986, σ. 28
- Βλ. Παπαδάκη Κωνσταντίνου (Ναύτη), «Κρητική λύρα, ένας μύθος.», Χανιά 1989, σσ. 63-85.
- Λιάβα Λάμπρου, «Αναφορά στο Μουντόκωστα», έντυπο Α’ Φεστιβάλ Κρητικής Μουσικής, 29/01/1992, σ.11.
- Τσουχλαράκη Ιωάννη, «Τα λαϊκά μουσικά όργανα στην Κρήτη», Αθήνα 2004, σ. 42