Σύρα, ζαμπούνα, Βαμβακάρης

«Ζαμπούνα» είναι η συριανή λέξη για την τσαμπούνα. Όπως στα περισσότερα Κυκλαδονήσια, έτσι και στη Σύρα η τσαμπούνα ήταν ένα βασικό όργανο των παρεΐστικων γλεντιών, που στις τελευταίες γενιές υποχώρησε, αν και στις ακόμη πιο τελευταίες γνωρίζει μια ανάκαμψη. Η παλιά συριανή παράδοση της ζαμπούνας συνδέεται κατεξοχήν με τους Φραγκοσυριανούς, δηλαδή με όλα τα χωριά αλλά όχι την Ερμούπολη.

Είναι γνωστό σε όλους τους ενδιαφερόμενους ότι ο πατέρας του Μάρκου Βαμβακάρη έπαιζε ζαμπούνα κι ότι ο ίδιος ο Μάρκος, μικρός, τον συνόδευε στο τουμπί (κρουστό, παρόμοιο με μικρό νταούλι). Είναι λιγότερο γνωστό ότι κι ο ίδιος ο Μάρκος είχε ξεκινήσει να μαθαίνει ζαμπούνα, αλλά δεν προχώρησε.

Πέρα από το γεγονός ότι η ζαμπούνα και το τουμπί αποτέλεσαν την πρώτη μύηση του Μάρκου στη μουσική, κατά τα άλλα αυτή η παράδοση δε φαίνεται να τον επηρέασε ιδιαίτερα. Στο έργο του συναντάμε μεν έκδηλα πολλά χαρακτηριστικά της αιγαιοπελαγίτικης δημοτικής παράδοσης, τίποτε όμως που να παραπεμπει ειδικώς στην τσαμπούνα (δρόμοι, ρυθμοί, ιδιαίτερες συνθετικές τεχνικές κλπ.).

Η έρευνα για τον Μάρκο Βαμβακάρη, τη μουσική του, τις καταβολές του, την ιστορία της ζωής του, όπως είναι αναμενόμενο πέφτει κάποια στιγμή και πάνω στη ζαμπούνα. Και αντιστρόφως, η έρευνα για τη συριανή ζαμπούνα πέφτει κάποια στιγμή και πάνω στον Μάρκο.

~ ~ ~ ~

Τον περασμένο χειμώνα διάβαζα το βιβλίο του Δ. Βαρθαλίτη Μάρκος Βαμβακάρης: Από τον μύθο στην ιστορία 1600-2017 (β’ έκδοση Εκπαιδευτήρια Άγιος Παύλος 2019). Έχει παρουσιαστεί κι εδώ (Μάρκος Βαμβακάρης Από το μύθο στην ιστορία 1600 - 2017). Χωρίς να συμφωνώ με όλους τους χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν στο νήμα, έχω να πω ότι πρόκειται για μια τεράστια συλλογή υλικού που με ποικίλους τρόπους μπορεί να συνδέεται με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Δεν υπάρχει σχεδιασμός, κανένα ερώτημα, καμία απάντηση, κανένα κρησάρισμα των πληροφοριών, όμως το υλικό είναι τεράστιο και μπορεί να αποδειχτεί πολύτιμο. Μάλιστα συμπληρώνεται και από το τχ. 7 (Ιούλιος 2020) του περιοδικού Συριανά Γράμματα, που οι περίπου 200 σελίδες του καταλαμβάνονται εξ ολοκλήρου από πρόσθετο υλικό που συνέλεξε και πάλι ο Δ. Βαρθαλίτης, και που προφανώς δεν είχε προλάβει να ενσωματωθεί στους δύο τόμους και τις περίπου 1300 σελίδες του βιβλίου (η σελιδαρίθμηση είναι συνεχόμενη στους δύο τόμους).

Ανάμεσα στην απειρία ετερόκλιτων πληροφοριών, αποφάσισα να αποδελτιώσω όσες σχετίζονταν με τη ζαμπούνα, αφού πρόκειται για την αγαπημένη μου εμμονή. Πριν τα παραθέσω, ανεβάζω εδώ όσα ήξερα ήδη από πριν για τη συριανή ζαμπούνα, όπως τα έχω γράψει στη διατριβή μου:

Η ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ - ΟΡΓΑΝΟΛΟΓΙΑ, ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΑΒΙΩΣΗ (α΄ τ.)-248-253_compressed.pdf (159,4 KB)

Και πάμε:

  1. Εγώ γεννήθηκα το 1936 στη Νίκαια. Τον παππού μου τον Δομένικο δεν τον γνώρισα. Πέθανε το 1931 σε ηλικία 49 χρονών. Έφτιαχνε καλάθια και έπαιζε ζαμπούνα.

(Τ. Α΄, σελ. 98: Ελπίδα Παλαιολόγου [ανηψιά του Μάρκου])

  1. α) Μια χρονιά είχαμε μαζευτεί τα αγόρια και πήγαμε κάτω στην αγορά μόλις βράδιασε για τα κάλαντα. Ο Μάρκος είχε ένα τουμπί. Ο Μάρκος είχε ωραία φωνή, λίγο βροντερή. Τα θυμότανε καλά τα λόγια. Το γλεντούσε. Οι γυναίκες τον κοιτούσαν στα μάτια ενώ έλεγε τα κάλαντα. Μας έλεγε: «με το μερτικό μου θα αγοράσω ένα ζευγάρι σαντάλια για να τα φοράω στο σχολειό, να μην ματώνουν τα πόδια μου και να μην με μαλώνει ο αγαπητός μου δάσκαλος, ο κύριος Πρίντεζης». Μιλούσε με στοργή για το σχολείο.
    […]
    β) Σε μια αποκριάτικη διασκέδαση στον Γαλησσά θυμάμαι τον Μάρκο να κάθεται δίπλα στον πατέρα του που έπαιζε τη ζαμπούνα και εκείνος τύμπανο. Αν και μικρός ήξερε τα λόγια και τα τραγουδούσε. Δεν ντρεπότανε. Τα ήξερε απέξω.

(Τ. Α΄, σελ. 241 και 243: Γιώργος Παλαιολόγος ή Ραλιάς [συγγενής του Μάρκου, κάπου θα αναφέρεται ακριβώς η σχέση αλλά δεν την έχω σημειώσει])

  1. Φιλία με τον Μάρκο είχανε, μεταξύ άλλων, οι εξής Συριανοί: ο Στέφανος Βαμβακάρης ο Τάνταλος που έπαιζε ζαμπούνα, ο Σιδερής Δουράτσος του Μάρκου ή Γονιός που έπαιζε ζαμπούνα, ο Βαμβακάρης ο πεθερός μου, ο Αρτέμης ο Κατεβάτης ο Νερουλάς, ο Μάρκος Ρούσσος το Γιαννέλι, ο Φραγκούλης. Ήτανε λίγο μικρότεροι του Μάρκου και τον γνώρισαν, όταν υπηρετούσαν. Τους έμαθε να χορεύουν χασάπικο και ζεϊμπέκικο. Απ’ όλους αυτούς τακτικότατος ήταν το Στεφανάκι.

(Τ. Α΄, σελ. 376: Μάρκος Ι. Ξανθάκης)

  1. [Ο πατέρας μου, Στέφανος Βαμβακάρης, τ]ον Μάρκο τον αγαπούσε γιατί ήτανε κι ο ίδιος ρεμπέτης. Άμα σηκωνότανε ο πατέρας μου να χορέψει, όλο το μαγαζί ήταν προσοχή. Το ρεμπέτικο του Στεφανακιού λίγοι το χορεύανε. Ο πατέρας μου έπαιζε και καλή ζαμπούνα.

(Τ. Α΄, σελ. 384-385: Σάββας Στεφ. Βαμβακάρης.)

  1. Ψέμα δεν θέλω να πω για τον Μάρκο. Ο Μάρκος αγάπησε το μπουζούκι από τον καιρό που γεννήθηκε. Ή τεμπέλης θα ‘σαι ή προκομμένος. Έτσι γεννιέται ο άνθρωπος. Τίποτε άλλο δεν είχε ο Μάρκος. Η μόνη δουλειά που έμαθε και αγάπησε ήτανε το μπουζούκι. Αυτή ήτανε η δουλειά του. Ή τεμπέλης θα γινότανε ή μπουζουξής. Στον Δανακό που γεννήθηκε, τα ξαδέρφια του όλα εκεί παίζανε. Είχαν ντενεκέδες και ζαμπούνες. Κτυπούσαν και λέγανε τραγούδια. Ε, αμέ! Απ’ αυτούς πήρε και ο Μάρκος!

(Τ. Α’, σελ. 394: Λεονάρδος Δ. Ρούσσος ή Λιλής. Νομίζω ότι εννοεί θείους και εκ παραδρομής λέει ξαδέρφια.)

  1. Ο Αντώνης Ισιδώρου Ρούσσος ή Μπέκος, ο σύζυγός μου, γεννήθηκε στις 6 Απριλίου 1945 στο Μάνα της Σύρας. […] Από μικρός έπαιζε ζαμπούνα και μπουζούκι. Στην ΣΤ’ Δημοτικού έπαιξε τον Αϊ-Βασίλη με το μπουζούκι στο σχολείο.

(Τ. Α΄, σελ. 460: Νικολέτα Αντ. Ρούσσου)

  1. Ο πατέρας του [του Μάρκου Βαμβακάρη] είχε ένα μπουζούκι, ένα τσιβούρι - τσιβούρια τα λέγανε, με μικρό κεφάλι και μακρύ κοντάρι. Από κει πήρε ο Μάρκος. Όταν ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα, ζαμπούνα, ο Μάρκος έπαιζε τουμπί. Όταν έμαθε καλά μπουζούκι πήγε στον Βοτανικό, στου Βλάχου την ταβέρνα.

(Τ. Α΄, σελ. 468: Ανάργυρος Ρηγούτσος, 1928 - ; )

  1. Θυμάμαι να παίζουν γκάιντα [στη Σύρα] οι εξής: ο Λούης Χαλβατζής και ο Πέτρος Βαρθαλίτης το Ντετζεράκι. Από τους καλύτερους κατασκευαστές της ζαμπούνας και του τουμπιού ήτανε ο Σαργολόγος Γιωσήφης ή Γιωσηφάκι (1897-1970) ο γνωστός νάνος της Βάρης (το Κοντογιωσηφάκι) ο οποίος ήτανε και δεξιοτέχνης της ζαμπούνας.

(Τ. Β’, σελ. 918: Μάρκος Ρούσσος ή Κράλιος, 1915 - ; )

  1. Ο παππούς του Μάρκου έπαιζε ζαμπούνα, καθώς και ο πατέρας του. Από τον Δανακό όπου γεννήθηκε και αργότερα από την Απάνω Χώρα, όπου μετακόμισε πέντε χρονών, κατέβαιναν στην Ερμούπολη πατέρας και γιος. Ο πατέρας έπαιζε ζαμπούνα, ο Μάρκος το ταμπούρλο και βαστούσε ένα πιατελάκι και μαζεύανε για να μπορέσουν να τη βγάλουν.

(Τ. Β’, σελ. 1175: Δομίνικος Φ. Βαμβακάρης, ανηψιός του Μάρκου)

Τέλος, σίγουρα κάπου στο φόρουμ θα έχει ξαναανέβει και το περίφημο βίντεο με τη φωνή του Μάρκου που δίνει συνέντευξη στην Κάιλ: ακούμε από τον ίδιο, μεταξύ πολλών άλλων, τη γνωστή αφήγηση του τελευταίου παραπάνω παραθέματος, κι ακόμη μερικές πληροφορίες για το ρεπερτόριο και τις αμοιβές της ζαμπούνας, ότι εκτός από τον πατέρα του Δομίνικο έπαιζαν και τα δύο αδέρφια του Δομίνικου, ότι ο Μάρκος δεν ήξερε ότι έπαιζε και ο παππούς του (!), και το πώς ξεκίνησε κι ο ίδιος να μάθει:

Σημειωνω ότι οι λέξεις «γκάιντα», αντί ζαμπούνα/τσαμπούνα, και «ταμπούρλο/τούμπανο», αντί τουμπί, δε διασταυρώνονται από καμία άλλη πηγή για τη Σύρα. Θεωρώ ότι τη μεν «γκάιντα» την είπε ο Μάρκος στην Κάιλ για να γίνει πιο κατανοητός, το δε «ταμπούρλο» ή «τούμπανο» το λένε κάποιοι είτε για τον ίδιο λόγο είτε από άγνοια. Στο παράθεμα #8, που ο Συριανός του 1915 λέει κι αυτός «γκάιντα», απαντά σε ερώτηση του συγγραφέα ο οποίος του αναφέρει το χωρίο από την Αυτοβιογραφία του Μάρκου, όπου λέει «γκάιντα», αλλά βλέπουμε ότι αμέσως μετά γυρίζει στο μητρικό του λεξιλόγιο και λέει «ζαμπούνα». Για τη λ. «γκάιντα» στο παράθεμα #7 απλώς απορώ…

4 «Μου αρέσει»

Και τι μαθαίνουμε από αυτά;

Ένα: ότι ο κόσμος της ζαμπούνας, με ρίζες στον παλιό ντόπιο κυκλαδίτικο πολιτισμό (που στην περίπτωση της Σύρας ήταν ο πολιτισμός των Καθολικών) ήταν, τουλάχιστον αρκετές φορές, ο ίδιος που εκφραζόταν και με το ρεμπέτικο, το νεότερο και κυρίως ερμουπολίτικο στοιχείο (πατέρας Μάρκου: ζαμπούνα και τζιβούρι, παράθ. 7 - Στεφανάκι και Γονιός: ζαμπουνιέρηδες αλλά και καλοί χορευτές του χασάπικου και του ζεϊμπέκικου, παράθ. 3+4). Ο ίδιος ο Μάρκος είναι η περίπτωση που γεννήθηκε μες στον ένα και ανδρώθηκε εξ ολοκλήρου στον άλλον. Δυο γενιές μετά μετά έχουμε τον Αντώνη Ρούσσο να μεγαλώνει παίζοντας ζαμπούνα και μπουζούκι μαζί (παράθ. 6).

Δύο: ότι ο Μάρκος, τουλάχιστον όπως τον θυμάται ο Γ. Παλαιολόγος στα παραθέματα 2α-2β, ήταν από στόφα γλεντιστή: ήξερε πολλά τραγούδια, τραγουδούσε χωρίς να ντρέπεται, μαγνήτιζε τους ακροατές, το γλεντούσε.

Τρία: ότι ο Μάρκος ήταν από μουσική οικογένεια. Ζαμπούνα ο παππούς του (παράθ. 9), ο πατέρας του (πολλά παραθέματα, άλλωστε το ξέραμε κι από την Αυτοβιογραφία), τα αδέρφια του πατέρα του (συνέντευξη Μάρκου στο βίντεο).

Τέσσερα: ότι η ζαμπούνα και το τουμπί σχετίζονταν ιδιαίτερα με την Πρωτοχρονιά (κάλαντα Άη Βασίλη - παράθ. 2α) και τις Απόκριες (2β, Αυτοβιογραφία, συνέντευξη Μάρκου). Το ίδιο ίσχυε τουλάχιστον μέχρι και εποχές που τις έχουν προλάβει οι δικοί μου πληροφορητές, και άλλωστε αφορά εξίσου σχεδόν όλα τα νησιά - δηλαδή είναι κάτι ανεξάρτητο από τη διαφορά δόγματος.

Πέντε: μαθαίνουμε μερικά ονόματα παλιών ζαμπουνιέρηδων. Τουλάχιστον ένας, το Κοντογιωσηφάκι (παράθ. 8), πρέπει να ήταν θρυλική μορφή γιατί μου τον έχουν αναφέρει και νεαρά Συριανόπουλα που όταν γεννήθηκαν το Κοντογιωσηφάκι πρέπει να ήταν μακαρίτης από δεκαετίες.

2 «Μου αρέσει»

Πράγμα που ίσως ερμηνεύει και την παρουσία, μέσα στο σημερινό ρεπερτόριο της συριανής ζαμπούνας, κομματιών όπως το συρτό «Ήσουνα ξυπόλητη» και το «Γιαρούμπι». Οι τσαμπουνιέρηδες κατά γενικό κανόνα είναι συντηρητικοί άνθρωποι και δε συνηθίζουν να περνάνε καινούργια κομμάτια, μόνο όσα έχουν ακούσει από τους παλιότερους τσαμπουνιέρηδες, αλλά στη Σύρα δεν είναι έτσι. Ή, δεν ήταν έτσι κάποτε: όταν οι σημερινοί γέροι τσαμπουνιέρηδες ήταν νέοι, έμαθαν όσα παρέλαβαν από τους παλιότερους, αλλά σ’ αυτά περιλαμβάνονταν και αυτά τα δύο που ανέφερα, και μια πόλκα μάλλον επιθεωρησιακής προέλευσης, κ.ά. (βλ. συνημμένο πδφ στο #1).

Συγνώμη για το άσχετο της ερώτησης, το επώνυμο υπάρχει και αλλού εκτός από τη Σύρα; π.χ. ο χαράκτης παρτιτούρων Βαρθαλίτης είναι της ίδιας οικογένειας;

Δεν ξέρω. Στη Σύρα πάντως είναι συχνό.

Πού υπάρχει τοπωνύμιο Βαρθάλι ή κάτι παρόμοιο;