Πριν λίγο καιρό έγινε εκείνη η εκδήλωση που ξέρετε, του περιοδικού ΙΑΜΒΟΣ στην Εταιρία Ελλήνων λογοτεχνών. Τα ξέρετε λίγο πολύ τα καθέκαστα., δεν είχε κάποιο ενδιαφέρον. Η πρωτοβουλία όμως αυτή καθαυτή ήταν σημαντική, κατά τη γνώμη μου. Σε τί; Στο ότι ήταν μιά προσπάθεια επαφής του ρεμπέτικου με κύκλους της λογοτεχνίας. Προσωπικά, δε πιστεύω πως υπήρχε κάποια συγκροτημένη σκέψη πίσω απ΄όλο το πράγμα, ήταν οργανωμένο ερασιτεχνικά, προέκυψε και μιά τελείως αχρείαστη σπίθα εκνευρισμού και το όλο πράγμα εξώκειλε σε ρηχά νερά. Ωστόσο, τέτοιες επαφές θα πρέπει να συνεχιστούν. Γιατί; Αυτό θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω.
Υπάρχει, όπως ξέρετε, μιά «δικαιολογημένη» μανία ή αυστηρότητα στο θέμα της εγκυρότητας αυτών που ονομάζονται «στοιχεία» γιά το ρεμπέτικο. «Ποιός το είπε αυτό»Πώς το αποδεικνύεις», «Πες μας τις πηγές σο» κλπ. Εντάξει, δεν είναι παράξενο. Καλό είναι ίσως να θυμόμαστε ότι δεν αποτελούμε μιά επιστημονική κοινότητα όπου κάθε τι καινούριο αντιμετωπίζεται με καχυποψία, ζήλεια, κακία, χώρια που κάθε τι καινούριο που ανατρέπει περασμένα αυτονόητα θίγει και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Όπως, επίσης, ξέρετε ή εικάζετε, τα χρόνια έχουν περάσει και οι κατευθείαν μαρτυρίες ή στοιχεία γιά τους παλιούς-παλιούς ρεμπέτες και ρεμπέτισσες φαίνονται να έχουν τελειώσει. Βρισκόμαστε ήδη στα εγγόνια πολλών απ΄αυτούς/ές που, όπως και να το κάνουμε, δε τους έχουν προλάβει και δε διαθέτουν σημαντικά στοιχεία να προσθέσουν, χώρια που «αν δεν παινέσεις το σπίτι σου…» κλπ. Εκτός αν ξεφυτρώσει κάποια καινούρια κρυμένη βιογραφία ή κάποιο αρχείο, σα κι αυτό του Σταύρου Παντελίδη (ΒΑΣΙΛΗΣ Ν. ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ, «ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ 1891-1956, ΕΝΑΣ ΣΜΥΡΝΙΟΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ», εκδ. «Τρόπος Ζωής», Αθήνα 2005). Καινούρια, βελτιωμένα βιογραφικά στοιχεία θα έρχονται στην επιφάνεια αλλά, ως εκεί. Εκτός, πάλι, αν ο Κώστας Χατζηδουλής αποφασίσει – μιά και δεν αντέχει ο ίδιος – ν΄αφήσει κάποιον/α να μπει μέσα στο χαοτικό του αρχείο. Γι αυτή την περίπτωση, θά΄θελα να προσθέσω πως ένας γνωστός, σοβαρός και λιγομίλητος άνθρωπος του ρεμπέτικου μου είπε πως, καλό είναι να κρατάμε κάποιες επιφυλάξεις γιά αποκαλύψεις γιατί ξέρει συγκεκριμένα κάποια «μαγειρέματα» στοιχείων. Ξέρω πως λέει αλήθεια.
Έτζι λοιπόν, αυτό που είναι το επόμενο ρεαλιστικό και καλοδεχούμενο, κατά τη γνώμη μου, βήμα είναι η συρραφή, η διασταύρωση των υπαρχόντων «στοιχείων» και η περαιτέρω λογοτεχνική διαμόρφωση και εμβάθυνση στο θέμα του ρεμπέτικου.
Μιά δόκιμη, «στα όρθια» και ερασιτεχνική προσπάθεια με ένα μικρό κειμενάκι μου μπορείτε να διαβάσετε στο blog μου elkibra-rebetiko.blogspot.com, στην ανάρτηση με τίτλο « Θ… ο νταβατζής» και ημερομηνία 7/11/08. Προέκυψε από την παρατήρηση δύο φωτογραφιών που εικονίζουν το ίδιο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που τον κάτοχό του ποτέ δε θα τον εμπιστευόμουν…
Δε μου έχει πέσει στα χέρια το βιβλίο του Κου Σκαμπαρδόνη και αισθάνομαι, προσωπικά, υπερπλήρης με την υπερβολική εμμονή στο θέμα του Μάρκου. Όλοι όμως αυτοί οι άνθρωποι είχαν βέβαια και ένα εσωτερικότερο, βαθύτερο εαυτό που δε τον έβγαζαν, ίσως, ούτε γι αυτούς τους ίδιους. Είναι έργο της λογοτεχνίας να τους ερευνήσει και να εμβαθύνει. Θεωρώ το Μάρκο σα την εξαίρεση των εξαιρέσεων στο θέμα της έκθεσης του εαυτού του και των περιπετειών του, ιδιαίτερα μάλιστα που η γυναίκα του μάθαινε έτσι μιά σειρά από πράγματα που, ίσως, να μη τά΄ξερε, να μην ήθελε να τα ξέρει και, κυρίως, να μην ήθελε να βγουν στη δημοσιότητα. Του βγάζω το καπέλο του Μάρκου. Όμως, ο οποιοσδήποτε συγγραφέας που γράφει γι αυτόν, έχει ένα μεγάλο έτοιμο υλικό στα χέρια του, τις προσωπικές εξομολογήσεις αυτού του ανθρώπου. Εκεί που θα φανούν τα κότσια του/της επόμενου/ης είναι ένα βιβλίο γιά κάποιον/α ρεμπέτη/τισσα που πολύ λίγα γνωρίζουμε. Εννοώ ότι ο/η ευφάνταστος συγγραφέας ερευνά το κλίμα της εποχής και στήνει ένα μυθιστόρημα που δε καμώνεται ότι προσθέτει νέα στοιχεία. Απλά, αναπλάθει καταστάσεις, χρησιμοποιώντας σε πρωτεύοντα ή δευτερεύοντα ρόλο, πρόσωπα που διαθέτουν μία αίγλη.Θά΄ταν, ας πούμε, ενδιαφέρον να γραφόταν ένα βιβλίο γιά την περίπτωση Τούντα, ή γιά τη Ρίτα Αμπατζή, δυό πρόσωπα γιά τα οποία διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία.
Γιά να γίνω πιό συγκεκριμένος, σας συστήνω ένα εκπληκτικό βιβλίο που καταπιάνεται με την αντίστοιχη του ρεμπέτικου εποχή στη Γερμανία. Εκεί, μέσα από μιά αριστουργηματική γλώσσα, θα δείτε παρόμοιες καταστάσεις και ατμόσφαιρες με την εποχή των ρεμπετών. Ο συγγραφέας λέγεται Άλφρεντ Ντέμπλιν και ο τίτλος του βιβλίου είναι Μπερλίν Αλεξάντερπλατς. Φαντάζομαι να υπάρχει ακόμα στις εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ. Το βιβλίο έγινε φιλμ από τον Ράϊνερ Βέρνερ Φασμπίντερ και παίχτηκε στην ΕΡΤ πριν πολλά πολλά χρόνια με πολύ χαμηλή, βέβαια, τηλεθέαση. Και η τηλεοπτική σειρά είναι ένα αριστούργημα.
Προς το παρόν πάντως, η μεν ελληνική λογοτεχνία αδιαφορεί και κάποιοι ελάχιστοι έχουν βγάλει κάποια βιβλιαράκια της πλάκας, χρησιμοποιώντας μιά επίπλαστη μαγκίτικη γλώσσα. Και επειδή είναι, κυρίως, οι νέοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται γιά το ρεμπέτικο (οι παλιότεροι βαρέθηκαν και απλώς κάνουν, οι περισσότεροι, business ή αποτραβήχτηκαν στη σιωπή, κινδυνεύουμε να πέσουμε στην περίπτωση να θεωρείται η δεκαετία του ΄70 σα βάθος του παρελθόντος (όπως έγραφε, δικαιολογημένα ο άνθρωπος, ένας νεαρός «φορουμίστας»). Κανένα πρόβλημα μ΄αυτό. Η κάθε ηλικία έχει το δικό της προσωπικό παρελθόν. Οι σημερινοί νέοι μπορούν, θεωρητικά, να γράψουν αριστουργήματα γιά τη δεκαετία του ΄70, αλλά μιλάμε γιά την εποχή του ρεμπέτικου και όχι γιά τον υστερότερο θαμπό απόηχό του.
Αυτό που απομένει λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, και γιά να μπούμε σε μιά νέα διάσταση, είναι η λογοτεχνία. Αν μας λείπουν στοιχεία, η λογοτεχνία γίνεται fictive (= φανταστική). Γιά να πάμε ακόμα πιό πέρα, θυμίζω πως αυτή τη στιγμή υπάρχει και μιά σχολή στη λογοτεχνία που, στην προσπάθειά της να χαράξει καινούριους δρόμους και να απελευθερωθεί ακόμα περισσότερο, δημιουργεί έργα fictive, παραλάσσοντας ακόμα και γενικά παραδεκτά «στοιχεία».
Συγνώμη γιά το μακρουλό κείμενο.
Εύχομαι σε όλες/ους μιά γλυκιά χρονιά, παρόλες τις δυσκολίες που θα μεγιστοποιηθούν.