"Έπρεπε να 'ρχόσουνα, ρε μάγκα, στον τεκέ μας"

Μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη για τον Μάρκο.
Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας
Εκδ. Ελληνικά Γράμματα (2008)
Σελ. 434-Τιμή 20 Ευρώ.

&

Υ.Γ. Αξίζει τον κόπο να διαβασθεί η (αρκούντως εύστοχη) κριτική του Ευριπίδη Γαραντούδη.
Παραθέτω μικρό απόσπασμα της:

Πιστή ατμόσφαιρα, αλλά όχι αυθεντική.

Τόσο στην αρχή του μυθιστορήματος (σ. 18) όσο και στο «Σημείωμα του συγγραφέα» δηλώνεται ότι το βιβλίο υποκινήθηκε από τη βαθιά αγάπη του Σκαμπαρδώνη για τον Βαμβακάρη και το ρεμπέτικο. Δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε. Ο Μάρκος του Σκαμπαρδώνη θυμίζει την επιβλητική λαϊκή φιγούρα του Μάρλον Μπράντο στο [i]Λιμάνι της αγωνίας /i του Ελία Καζάν, με τη διαφορά ότι ο Μάρκος είναι λιγότερο αποφασιστικός ή περισσότερο ευπροσάρμοστος από τον ήρωα του Καζάν. Πέρα όμως από τον Μάρκο, που βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας, ο Σκαμπαρδώνης εμμένει στην περιγραφή, την προβολή και εντέλει τη μυθοποίηση του κοινωνικού περιθωρίου του Μεσοπολέμου: χασισοπότες ή και χρήστες ηρωίνης-ρεμπέτες ανάμεσα σε μάγκες, πόρνες και μπασκίνες περνούν την άστατη ζωή τους με κινδύνους και πάθη. Η πραγματολογική πιστότητα στην περιγραφή των χώρων και του λόγου των προσώπων, η ισχυρή δόση καλού χιούμορ και οι έντονες νατουραλιστικές σκηνές, πάγια χαρακτηριστικά του ύφους του Σκαμπαρδώνη, πιθανόν να κάνουν την ανάγνωση αυτού του «μυθιστορήματος»- (βιαστικά) διασκευασμένου σεναρίου- ευχάριστη για μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Επιμένω, ωστόσο, στη μυθοποίηση του Μάρκου και του μεσοπολεμικού κοινωνικού περιθωρίου.

Όπως γράφει στο «Σημείωμά» του ο Σκαμπαρδώνης, «μ΄ έτρωγε να ανταποκριθώ αναδρομικά στο τραγούδι του-πρόκληση (του Μάρκου)
Έπρεπε να ΄ρχόσουνα, ρε μάγκα, στον τεκέ μας”». Αλλά στον τεκέ ο Σκαμπαρδώνης δεν βρέθηκε ποτέ. Γι΄ αυτό υποθέτω ότι όσα αφηγείται, όχι ως «μάγκας» αλλά ως λόγιος συγγραφέας, άνθρωποι σαν τον Μάρκο και την παρέα του μάλλον θα τα χαρακτήριζαν με κάπως απρεπείς εκφράσεις.

Περισσότερο ψαγμένοι σημερινοί αναγνώστες, αν θέλουν να ανακαλύψουν την αυθεντική ατμόσφαιρα του μεσοπολεμικού κοινωνικού περιθωρίου, ας ανατρέξουν σε παλιούς συγγραφείς όπως ο Πέτρος Πικρός, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και αρκετοί άλλοι. Ή ας διαβάσουν την αυτοβιογραφία του ίδιου του Βαμβακάρη.

Eφημ. ΤΑ ΝΕΑ 15.11.2008.

Με αφήνουν παγερώς αδιάφορο όλες οι προσπάθειες “ταγών” της “πνευματικής μας ελίτ” να τυμβωρυχήσουν σε αξίες παραδεδεγμένες, που δεν τους ανήκουν, με στόχο το προσωπικό και μόνο όφελός τους. Και δεν είναι ο Σκαμπαρδώνης ο πρώτος, δυστυχώς…

Αυτή είναι η μόνη σωστή κουβέντα.
Από κει και πέρα, ο κάθε Σκαμπαδωνης μπορεί να γράφει ό,τι εύπεπτο και χαβαλεδιάρικο του καπνίσει. Ούτε ο πρώτος θα είναι, ούτε ο τελευταίος, που λέει κι ο Νίκος.

Ενημερώθηκα από τηλεφώνημα φίλων και είδα στην τηλεόραση αυτές τις μέρες
(σε μια εκπομπή που δεν ξέρω πώς είναι ο τίτλος και ούτε συγκράτησα το όνομα της δημοσιογράφου, για να πω συγκεκριμένα…)
ένα αφιέρωμα στο Μάρκο, όπου ανάμεσα στα άλλα παρουσίαζε ο Σκαρμπαδώνης το βιβλίο αυτό.
Παρεμπιπτόντως, από την εκπομπή άξιζε η συμμετοχή του Δημητριανάκη που έπαιξε τραγούδια του Μάρκου, αλλά και μια συνέντευξη με την κυρία Βαγγελιώ, τη γυναίκα του Μάρκου, και το γιο του, το Δομένικο.

Δεν θέλω να αδικήσω το συγγραφέα Σκαρμπαδώνη, μια και δεν έχω ιδέα τι γράφει στο βιβλίο του και έτσι κι αλλιώς δεν πολυσυμπαθώ τις βιογραφίες, για να σπεύσω να το αγοράσω, αλλά θα συμφωνήσω απόλυτα με την παρακάτω προτροπή του δημοσιογράφου:

Φίλοι μου,
για τους ίδιους λόγους έβαλα και το συγκεκριμένο απόσπασμα της βιβλιοκριτικής που τονίζετε και εσείς. Δεν είναι ώρες για λάθη από ανυποψίαστους αγοραστές.
:089:

Ελένη,
η εκπομπή ήταν στη ΝΕΤ της Μπήλιως Τσουκαλά (“Έχει γούστο”) η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αρκετά χρόνια παρουσιάζει σχήματα του χώρου (μας).

Μα, Ελένη μου, αν κατάλαβα καλά για μυθιστόρημα πρόκειται, όχι για βιογραφία. Ίσως να περιλαμβάνει και τις σκηνές που διαβάσαμε αλλού, για courrier delivery ενός σιντί στον Παράδεισο και για το πόσο χάρηκε ο Μάρκος που ο Νταλάρας φροντίζει να μην ξεχαστεί το όνομά του! (του Μάρκου το όνομα, εννοείται…)

“Ο ρεμπέτης και η Ζιγκουάλα”
Με αυτό τον τίτλο υπήρχε αναφορά στο βιβλίο αυτό του Σκαμπαρδώνη από τον Τύπο.
Άλλο ένα βιβλίο δηλαδή που επικεντρώνεται στην προσωπική ζωή του Βαμβακάρη, προφανώς, χωρίς επεκτάσεις γενικότερες στο κλίμα της εποχής, στις συνθήκες εκείνες που επηρέασαν και τον ίδιο αλλά και το λαϊκό τραγούδι.
Γιατί άραγε όμως μετά από τόσα χρόνια δεν μπορούμε να βρούμε μια γενικότερη αναφορά, παρά μόνο μικρές ιστορίες επικεντρωμένες γύρω από τα προσωπικά των δημιουργών;
Και δεν είναι μόνο ο Σκαμπαρδώνης.
Πολλοί ακόμα κινούνται στο ίδιο πλαίσιο !

Το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη το διάβασε κανείς?

Είναι γεγονός πως δεν έχουμε ακόμα επικεντρωθεί στο ζήτημα της μεθόδου και της ενότητας της σκέψης για την ερμηνεία και τη μελέτη ενός φαινομένου - στη συγκεκριμένη περίπτωση, του λαϊκού τραγουδιού.

Όπως αναφέρθηκε στο παρακάτω μήνυμα από άλλη συζήτηση, σχετική,

χωρίς ένα ενιαίο αντίκρυσμα της οποιασδήποτε εποχής εξετάζουμε, δεν μπορεί να υπάρξει και παραγωγική σκέψη, επομένως κατανόηση.
Αντίθετα, η σκέψη τεμαχίζεται στα επιμέρους, φωτίζεται μια μόνο πλευρά - ασήμαντη τις περισσότερες φορές - και χάνεται η ουσία.

Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι αντίστοιχο που συμβαίνει με τα Βατοπέδια της επικαιρότητας…
Επικεντρωνόμαστε στον κακό Εφραίμ ή το μεγαλοπαράγοντα του τάδε υπουργείου ή το δείνα παρατρεχάμενο, στηλιτεύουμε και ηθικολογούμε με την ησυχία μας και κλείνουμε τα μάτια στις συνθήκες και στο πλαίσιο εκείνο (οικονομικό-κοινωνικό-πολιτικό) που επιτρέπει ή εξωθεί στην αποκτήνωση…

Το ερώτημα εδώ βέβαια είναι αν θα τύχαινε της ίδιας προβολής από σύσσωμο τον Τύπο και τα ΜΜΕ ένα βιβλίο που δεν θα επικεντρωνόταν στη Ζιγκουάλα και γενικά σε συναφή “πιασάρικα” θέματα.
Και επίσης, αν πουλούσε και πόσα αντίτυπα…

1 «Μου αρέσει»

Εμ, εκεί ακριβώς είναι το ζουμί! Με ποιό κίνητρο θα καθήσει να ασχοληθεί ο κάθε κ. Σκαμπαρδώνης, Παπαδόπουλος, Τσιλιμίδης κ.ά. με το λαϊκό τραγούδι; Τον ενδιαφέρει μήπως κάτι άλλο από την προβολή του ονόματός του, και ότι άλλο (θετικό για τον ίδιον) συνεπάγεται αυτό;

Χωρίς να νομιστεί ότι πάω να βάλω φιτίλια, μερικά φιλικά σχολιάκια γιά το θέμα. Πρώτα, μιά υποβοηθητική αναφορά.

Στις αρχές του 1973 βρίσκομαι στη Σουηδία και στήνω, μαζί με τον αδελφό μου, μιά παράσταση Καραγκιόζη στη σχολή εικαστικών που φοιτούσα. Ήταν το γνωστό «Ο καταραμένος όφις» αλλά, εκτός παράστασης, κάναμε κάποιες «αμαρτίες» ενάντια στη στερεότυπη παράδοση του θεάτρου σκιών. Παρουσιάσαμε μιά βάρκα με ρεμπέτες πάνω σε κύματα που έπαιζαν το «Μινόρε της αυγής», μιά μετωπική (όχι προφίλ) φιγούρα από ένα χανουμάκι που χόρευε τσιφτετέλι (την παίζαμε και οι δυό μας γιατί είχε πολλές κλειδώσεις) και πέντε βλάχους με φουστανέλλες που χόρευαν ένα σκάρο.

Είχα ένα πολύ αγαπημένο Έλληνα φίλο ζωγράφο που πολύ τον θαύμαζα. Λεγόταν Σάββας Τζανετάκης και δεν υπάρχει πιά στη ζωή. Με συμπαθούσε κι αυτός πολύ αλλά, μόλις έμαθε γιά την παράσταση, που δε την είδε ποτέ, μού΄κοψε την καλημέρα!

Ο ίδιος ήταν ένα φίνο λαϊκό παιδί, μεγαλωμένος στην Καισαριανή, με πατέρα Μικρασιάτη πρόσφυγα. Θεώρησε πως εγώ, γόνος μικροαστών (της πλάκας…) δεν είχα το δικαίωμα να παίξω Καραγκιόζη, γιατί ήταν μιά παράδοση που δε μου ανήκε και, πως τό΄κανα γιά να προβάλλω τον εαυτό μου.
Ξανασμίξαμε αργότερα αλλά δε μιλήσαμε ποτέ γιά το θέμα.

Στα δικά μας.
Δεν έχω ιδέα γιά το βιβλίο του Κου Σκαμπαρδώνη, υποφέρω κι εγώ από έντονες, γενικές καχυποψίες και βρίσκω τα προγράμματα της Κας Τσουκαλά αδιάφορα και επιφανειακά. Όμως, τηρούν πολύ καλά την άνωθεν δοσμένη τηλεοπτική συνταγή του εύκολοκατάπιωτου φαγητού και, ίσως βρεθώ κι εγώ κάποια στιγμή να συνομιλώ μαζί της…

Ας πετάξω όμως δυό-τρία ερωτήματα στον αέρα, σα νά΄ταν νομίσματα. Ομολογώ ότι δεν έχω ούτε εγώ έτοιμες απαντήσεις.

[ul]
[li]Γιατί είμαστε, από χέρι, τόσο επιφυλακτικοί κάθε φορά που γίνεται κάτι γιά το ρεμπέτικο από «άλλους»; Ποιοί είναι τελικά οι «άλλοι» και ποιοί είναι «εμείς»;[/li][/ul]
2. Ανήκει το ρεμπέτικο σε ορισμένους και όχι σε κάποιους «άλλους»; Αν,
(το παράδειγμα είναι τραβηγμένο από τ΄αυτιά) ο Κος Βουλγαράκης ή
ο Κος Καραμανλής τους τη βάραγε ξαφνικά και, μέσα από κάποιες
διαδικασίες, έγραφαν ένα βιβλίο ή ένα σενάριο ταινίας γιά τ
ρεμπέτικο και, αν υποθέσουμε, ότι ήταν καλό, θα τους ορμούσαμε από
κεκτημένη ταχύτητα, όχι γι αυτό που έγραψαν αλλά γι αυτό που είναι;

  1.     Τι σημαίνει πιά σήμερα ότι κάποιος εκμεταλλεύεται ή κάνει κάτι γιά τη 
    

    δική του προβολή; Δε ζούμε στην κοινωνία του θεάματος, άσχετα αν
    μας αρέσει ή όχι; Είναι κακό, από χέρι, να θέλει κανείς να προβάλ-
    λει τον εαυτό του και να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα μέσα γιά να
    κάνει γνωστό το προϊόν του και να κριθεί γιά το έργο του;

  2.     Διαφωνούμε γιά το ότι οι  «εντός των τειχών» του ρεμπέτικου είναι
    

    ιδιαίτερα αιχμηροί, φανατικοί και συντηρητικοί; Ομολογώ και
    συμφωνώ ότι οι λόγοι συντρέχουν…

5 Διαφωνούμε γιά το ότι, μετά από τη σειρά «Το μινόρε της αυγής» και
το «Ρεμπέτικο» του Φέρρη χρειάζεται το επόμενο βήμα στο χώρο της
τηλεόρασης ή του κινηματογράφου, με θέμα το ρεμπέτικο; Συμφωνού-
με ότι πρέπει να κυκλοφορήσουν πολλές ιδέες, διηγήματα και σενάρια
γιά να μπορέσει να υπάρχει η δυνατότητα της σωστής επιλογής;
Ποιοί/ές θα τα γράψουν αυτά; Οι άνθρωποι «εντός των τειχών» ή οι
«άλλοι/ες»; Από τους πρώτους δε φαίνεται να υπάρχουν δυνατότητες
ή διαθέσεις γιά κάτι τέτοιο.

  Πώς θα μπορέσει αυτός ή αυτή που θα κάνει μιά τέτοια προσπάθεια, να
  γεφυρώσει τις οικονομικές απαιτήσεις των παραγωγών και χρματοδο-
  τών με τη δυνατή γνησιότητα και ποιότητα; Δύσκολα πράγματα...

  Θα υποστηρίζαμε μιά τέτοια προσπάθεια, δείχνοντας κατανόηση και
  κρίνοντάς την αυστηρά ή θα την κανονιοβολούσαμε εν τη γεννέσει 
  της;

  Συμφωνούμε ότι μιά σεναριοποίηση, γιά παράδειγμα, του βιβλίου 
  «Τουμπεκί» του Χ. Πικρού, ακριβώς επειδή είναι πολύ ενδιαφέρον, 
  θα ήταν μιά οικονομική αποτυχία;

  Μήπως πάσχει το ρεμπέτικο από ένα φανατικό και ναρκισσιστικό
  αυτο-εγκλεισμό και επανακυκλούμενο remake;

  Αυτά τα ολίγα και πολύ φιλικά! 

Κώστας Λαδόπουλος

1 «Μου αρέσει»

Υπάρχει μία βασική διαφορά, Κώστα, μεταξύ της δικής σας παράστασης και του τρόπου με τον οποίο την προσέλαβε ο μακαρίτης φίλος σας και, από την άλλη, των αναφορών του κυρίου Σκαμπαρδώνη (για να περιοριστώ σε ένα μόνο «παράδειγμα εργασίας») στο ρεμπέτικο. Και βέβαια η δική σας προσπάθεια, καθώς και εκείνες του κ. Σκαμπαρδώνη εμπεριέχουν μια διάσταση αυτοπροβολής. Δεν σχολιάζω αυτό, εδώ θα με βρείς σύμφωνο με την άποψή σου ότι η αυτοπροβολή, αφʼ εαυτής, είναι κάτι αποδεκτό από την κοινωνία και αναγκαίο για τον αυτοπροβαλλόμενο, αρκεί να τηρούνται κάποια όρια. Ούτε και με την άλλη σου άποψη διαφωνώ, δεν είναι υποχρεωτικό να είσαι δεδηλωμένα «από μέσα», για να «δικαιούσαι δια να ομιλείς».

Μία από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσες είναι, το βιβλίο του όποιου κ. Βουλγαράκη να είναι «καλό». Υπάρχει όμως ακόμα μία προϋπόθεση: να συμβάλλει το βιβλίο στον εμπλουτισμό των γνώσεων μιας κοινωνίας για το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Και αναφέρομαι ειδικότερα σε εκείνους από εμάς εδώ μέσα, που ήδη ξέρουμε πέντε πράγματα και δεν είμαστε και λίγοι. Είμαι σίγουρος ότι οι Σουηδοί που, το 1973 είδαν την προσπάθειά σας, έφυγαν πλουσιότεροι σε παραστάσεις σχετικές με τον Καραγκιόζη και την ελληνική λαϊκή παράδοση γενικότερα, έστω και αν είδαν και τα δύο μάτια της χορεύτριας. Το γενικότερο έργο του κ. Σκαμπαρδώνη από την άλλη, το ξέρουμε, άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι, κατά τεκμήριον, ένα μυθιστόρημά του πάνω σε μία ερωτική ιστορία του Μάρκου μάλλον δεν θα προσθέσει κάτι περισσότερο στις γνώσεις μας για το ρεμπέτικο. Σε διαβεβαιώ, πως αν ακούσω ή διαβάσω δυό – τρεις κριτικές που θα παρουσιάζουν το αντίθετο, θα αγοράσω και θα διαβάσω το βιβλίο. Ήδη όμως, από την εισαγωγική δημοσίευση του θέματός μας, έχω μία αρνητική κριτική για αυτό.

Τώρα, αν το μυθιστόρημα περί Ζιγκοάλας είναι πραγματικά καλό ως μυθιστόρημα έ, έχω αρκετά μυθιστορήματα διαβάσει στη ζωή μου ως τώρα, καλά όλα. Αυτή τη στιγμή έχω άλλες προτεραιότητες.

Ναί. Το διάβασα κι είναι ένα εύπεπτο βιβλιαράκι να περάσεις μερικές ώρες και να γελάσεις λιγάκι με τις τραγελαφικές και οργιώδεις ατάκες του Μπάτη.

…και δεν είναι το προσωπικό και μόνο όφελος, μιάς και “τρώνε” κι άλλοι:089:

Ενας καλός φίλος έκρινε ότι το βιβλίο θα με ενδιέφερε και μου το δώρισε για τις γιορτές. Εριξα λοιπόν μια διαγώνια ματιά και σκόνταψα κι εγώ σ’ αυτούς τους αληθοφανείς διαλόγους. Θεωρώ ότι είναι προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα, εκτός αν έχει κάνει έρευνα λ.χ. σε επιζώντες συγγενείς του Μπάτη (ή φίλων του Μπάτη). Για πλάγιους λόγους που δεν είναι της παρούσης, τείνω να αποκλείσω αυτή την εκδοχή.

Αν έχει κάνει έρευνα, δεν θα ανέφερε κάποια στοιχεία στο βιβλίο;

Πριν λίγο καιρό έγινε εκείνη η εκδήλωση που ξέρετε, του περιοδικού ΙΑΜΒΟΣ στην Εταιρία Ελλήνων λογοτεχνών. Τα ξέρετε λίγο πολύ τα καθέκαστα., δεν είχε κάποιο ενδιαφέρον. Η πρωτοβουλία όμως αυτή καθαυτή ήταν σημαντική, κατά τη γνώμη μου. Σε τί; Στο ότι ήταν μιά προσπάθεια επαφής του ρεμπέτικου με κύκλους της λογοτεχνίας. Προσωπικά, δε πιστεύω πως υπήρχε κάποια συγκροτημένη σκέψη πίσω απ΄όλο το πράγμα, ήταν οργανωμένο ερασιτεχνικά, προέκυψε και μιά τελείως αχρείαστη σπίθα εκνευρισμού και το όλο πράγμα εξώκειλε σε ρηχά νερά. Ωστόσο, τέτοιες επαφές θα πρέπει να συνεχιστούν. Γιατί; Αυτό θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω.

Υπάρχει, όπως ξέρετε, μιά «δικαιολογημένη» μανία ή αυστηρότητα στο θέμα της εγκυρότητας αυτών που ονομάζονται «στοιχεία» γιά το ρεμπέτικο. «Ποιός το είπε αυτό»Πώς το αποδεικνύεις», «Πες μας τις πηγές σο» κλπ. Εντάξει, δεν είναι παράξενο. Καλό είναι ίσως να θυμόμαστε ότι δεν αποτελούμε μιά επιστημονική κοινότητα όπου κάθε τι καινούριο αντιμετωπίζεται με καχυποψία, ζήλεια, κακία, χώρια που κάθε τι καινούριο που ανατρέπει περασμένα αυτονόητα θίγει και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.

Όπως, επίσης, ξέρετε ή εικάζετε, τα χρόνια έχουν περάσει και οι κατευθείαν μαρτυρίες ή στοιχεία γιά τους παλιούς-παλιούς ρεμπέτες και ρεμπέτισσες φαίνονται να έχουν τελειώσει. Βρισκόμαστε ήδη στα εγγόνια πολλών απ΄αυτούς/ές που, όπως και να το κάνουμε, δε τους έχουν προλάβει και δε διαθέτουν σημαντικά στοιχεία να προσθέσουν, χώρια που «αν δεν παινέσεις το σπίτι σου…» κλπ. Εκτός αν ξεφυτρώσει κάποια καινούρια κρυμένη βιογραφία ή κάποιο αρχείο, σα κι αυτό του Σταύρου Παντελίδη (ΒΑΣΙΛΗΣ Ν. ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ, «ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ 1891-1956, ΕΝΑΣ ΣΜΥΡΝΙΟΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ», εκδ. «Τρόπος Ζωής», Αθήνα 2005). Καινούρια, βελτιωμένα βιογραφικά στοιχεία θα έρχονται στην επιφάνεια αλλά, ως εκεί. Εκτός, πάλι, αν ο Κώστας Χατζηδουλής αποφασίσει – μιά και δεν αντέχει ο ίδιος – ν΄αφήσει κάποιον/α να μπει μέσα στο χαοτικό του αρχείο. Γι αυτή την περίπτωση, θά΄θελα να προσθέσω πως ένας γνωστός, σοβαρός και λιγομίλητος άνθρωπος του ρεμπέτικου μου είπε πως, καλό είναι να κρατάμε κάποιες επιφυλάξεις γιά αποκαλύψεις γιατί ξέρει συγκεκριμένα κάποια «μαγειρέματα» στοιχείων. Ξέρω πως λέει αλήθεια.

Έτζι λοιπόν, αυτό που είναι το επόμενο ρεαλιστικό και καλοδεχούμενο, κατά τη γνώμη μου, βήμα είναι η συρραφή, η διασταύρωση των υπαρχόντων «στοιχείων» και η περαιτέρω λογοτεχνική διαμόρφωση και εμβάθυνση στο θέμα του ρεμπέτικου.

Μιά δόκιμη, «στα όρθια» και ερασιτεχνική προσπάθεια με ένα μικρό κειμενάκι μου μπορείτε να διαβάσετε στο blog μου elkibra-rebetiko.blogspot.com, στην ανάρτηση με τίτλο « Θ… ο νταβατζής» και ημερομηνία 7/11/08. Προέκυψε από την παρατήρηση δύο φωτογραφιών που εικονίζουν το ίδιο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που τον κάτοχό του ποτέ δε θα τον εμπιστευόμουν…

Δε μου έχει πέσει στα χέρια το βιβλίο του Κου Σκαμπαρδόνη και αισθάνομαι, προσωπικά, υπερπλήρης με την υπερβολική εμμονή στο θέμα του Μάρκου. Όλοι όμως αυτοί οι άνθρωποι είχαν βέβαια και ένα εσωτερικότερο, βαθύτερο εαυτό που δε τον έβγαζαν, ίσως, ούτε γι αυτούς τους ίδιους. Είναι έργο της λογοτεχνίας να τους ερευνήσει και να εμβαθύνει. Θεωρώ το Μάρκο σα την εξαίρεση των εξαιρέσεων στο θέμα της έκθεσης του εαυτού του και των περιπετειών του, ιδιαίτερα μάλιστα που η γυναίκα του μάθαινε έτσι μιά σειρά από πράγματα που, ίσως, να μη τά΄ξερε, να μην ήθελε να τα ξέρει και, κυρίως, να μην ήθελε να βγουν στη δημοσιότητα. Του βγάζω το καπέλο του Μάρκου. Όμως, ο οποιοσδήποτε συγγραφέας που γράφει γι αυτόν, έχει ένα μεγάλο έτοιμο υλικό στα χέρια του, τις προσωπικές εξομολογήσεις αυτού του ανθρώπου. Εκεί που θα φανούν τα κότσια του/της επόμενου/ης είναι ένα βιβλίο γιά κάποιον/α ρεμπέτη/τισσα που πολύ λίγα γνωρίζουμε. Εννοώ ότι ο/η ευφάνταστος συγγραφέας ερευνά το κλίμα της εποχής και στήνει ένα μυθιστόρημα που δε καμώνεται ότι προσθέτει νέα στοιχεία. Απλά, αναπλάθει καταστάσεις, χρησιμοποιώντας σε πρωτεύοντα ή δευτερεύοντα ρόλο, πρόσωπα που διαθέτουν μία αίγλη.Θά΄ταν, ας πούμε, ενδιαφέρον να γραφόταν ένα βιβλίο γιά την περίπτωση Τούντα, ή γιά τη Ρίτα Αμπατζή, δυό πρόσωπα γιά τα οποία διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία.

Γιά να γίνω πιό συγκεκριμένος, σας συστήνω ένα εκπληκτικό βιβλίο που καταπιάνεται με την αντίστοιχη του ρεμπέτικου εποχή στη Γερμανία. Εκεί, μέσα από μιά αριστουργηματική γλώσσα, θα δείτε παρόμοιες καταστάσεις και ατμόσφαιρες με την εποχή των ρεμπετών. Ο συγγραφέας λέγεται Άλφρεντ Ντέμπλιν και ο τίτλος του βιβλίου είναι Μπερλίν Αλεξάντερπλατς. Φαντάζομαι να υπάρχει ακόμα στις εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ. Το βιβλίο έγινε φιλμ από τον Ράϊνερ Βέρνερ Φασμπίντερ και παίχτηκε στην ΕΡΤ πριν πολλά πολλά χρόνια με πολύ χαμηλή, βέβαια, τηλεθέαση. Και η τηλεοπτική σειρά είναι ένα αριστούργημα.

Προς το παρόν πάντως, η μεν ελληνική λογοτεχνία αδιαφορεί και κάποιοι ελάχιστοι έχουν βγάλει κάποια βιβλιαράκια της πλάκας, χρησιμοποιώντας μιά επίπλαστη μαγκίτικη γλώσσα. Και επειδή είναι, κυρίως, οι νέοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται γιά το ρεμπέτικο (οι παλιότεροι βαρέθηκαν και απλώς κάνουν, οι περισσότεροι, business ή αποτραβήχτηκαν στη σιωπή, κινδυνεύουμε να πέσουμε στην περίπτωση να θεωρείται η δεκαετία του ΄70 σα βάθος του παρελθόντος (όπως έγραφε, δικαιολογημένα ο άνθρωπος, ένας νεαρός «φορουμίστας»). Κανένα πρόβλημα μ΄αυτό. Η κάθε ηλικία έχει το δικό της προσωπικό παρελθόν. Οι σημερινοί νέοι μπορούν, θεωρητικά, να γράψουν αριστουργήματα γιά τη δεκαετία του ΄70, αλλά μιλάμε γιά την εποχή του ρεμπέτικου και όχι γιά τον υστερότερο θαμπό απόηχό του.

Αυτό που απομένει λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, και γιά να μπούμε σε μιά νέα διάσταση, είναι η λογοτεχνία. Αν μας λείπουν στοιχεία, η λογοτεχνία γίνεται fictive (= φανταστική). Γιά να πάμε ακόμα πιό πέρα, θυμίζω πως αυτή τη στιγμή υπάρχει και μιά σχολή στη λογοτεχνία που, στην προσπάθειά της να χαράξει καινούριους δρόμους και να απελευθερωθεί ακόμα περισσότερο, δημιουργεί έργα fictive, παραλάσσοντας ακόμα και γενικά παραδεκτά «στοιχεία».

Συγνώμη γιά το μακρουλό κείμενο.
Εύχομαι σε όλες/ους μιά γλυκιά χρονιά, παρόλες τις δυσκολίες που θα μεγιστοποιηθούν.

Ωραία η τοποθέτησή σου, Κώστα. Δεν υπάρχει βέβαια καμμιά αμφιβολία ότι, ό τι μπόρεσε να συλλεχθεί από μαρτυρίες, συλλέχθηκε και αν κάποιος προσπαθήσει σήμερα πιά να βρει στοιχεία πρέπει να τα τεκμηριώσει, όσο και αν αυτό δεν σου πολυαρέσει. Και μάλιστα, αυτό δεν ισχύει σήμερα μόνο. Θα θυμίσω ένα απόσπασμα από ένα κείμενο γραμμένο το 1972:

"Είναι δύσκολο να πούμε πότε ακριβώς πέθανε το ρεμπέτικο τραγούδι. Μερικοί μάλιστα υποστηρίζουν πως δεν πέθανε, μιά που και πολλοί από τους δημιουργούς του ζούν σήμερα και άλλοι πέθαναν πολύ τελευταία, μα και γιατί ακόμα το ρεμπέτικο τραγουδιέται και αγαπιέται.

Ομως το ρεμπέτικο τραγούδι έπαψε να ζή απ’ τον καιρό που αποξενώθηκε από το φυσικό φορέα του, τους ρεμπέτες. Και οι σημερινές συνθήκες στην κοινωνία δεν επιτρέπουν πιά να δημιουργηθεί ίσως ένα καινούργιο είδος τραγουδιού, που θα αντικαθιστούσε το ρεμπέτικο. Ο κόσμος έχει σήμερα σταματήσει να σκέφτεται και να δημιουργεί. Η βιομηχανία τραγουδιών που μας προσφέρει τα τραγούδια έτοιμα για κατανάλωση και το χειρότερο, μασημένα και χωνεμένα κιόλας, δεν αφήνει πιά δυνατότητες για λαϊκές δημιουργίες. Και οι παληοί συνθέτες, όσοι τουλάχιστον συνεχίζουν και σήμερα τη δουλειά τους, δεν προσφέρουν πλέον εδώ και πολλά χρόνια τίποτα καινούργιο, παρά στην καλύτερη περίπτωση αναμασήματα της παληάς τους δουλειάς. Εκλεισε ο κύκλος του ρεμπέτικου τραγουδιού γιατί σταμάτησε η ανάγκη για ρεμπέτικο τραγούδι. Το μόνο που απομένει πιά, είναι η άχαρη δουλειά του μελετητή και του συλλέκτη. Και η δουλειά εκείνων που γνώρισαν το ρεμπέτικο και προσπάθησαν, όσο μπορούσαν, να το καταλάβουν και να νοιώσουν την αξία του."

Εκεί που δεν πολυσυμφωνώ μαζί σου είναι ότι, ό τι απομένει είναι πιά η λογοτεχνία. Γιατί επειδή σίγουρα θα μας λείπουν στοιχεία, αυτή θα είναι αναγκαστικά φανταστική. Τίποτα δεν έχει, κατά γη γνώμη μου, να προσθέσει (πέρα από ένα ακόμα αφήγημα λογοτεχνικής μόνο αξίας, αν και εφόσον…) και από πάνω, υπάρχει και ο κίνδυνος για μυθοποίηση μη αληθινών στοιχείων στο μέλλον.

Φαντάζομαι ότι ο συνονόματος λίγο πιο πάνω, ελπίζει σε έναν νέο ας πούμε Παπαδιαμάντη που θα πλέξει αληθινούς μύθους με κλωστές απ’ την ιστορία. Για λόγους που ξεπερνούν ένα σημείωμα σαν αυτό, δεν πολυπιστεύω ότι έχουμε λύσει το θέμα της “ιστορίας” για να περάσουμε άφοβα στο μύθο. Οι περισσότεροι - όπως θα έχετε παρατηρήσει - γράφουν μυθ/ιστορήματα έτσι που να είναι politically correct από πλευράς ιστορικών γεγονότων, κάνοντας τελικά μια τρύπα στο νερό για να μην πω κάτι πιο χυδαίο.
Οποιος έχει κάνει τον κόπο να διερευνήσει κοινωνικά και ιστορικά τα “αυταπόδεικτα”, τα “αυτονόητα” και άλλες αρλούμπες, θα θυμάται ότι έπεφτε απ’ τη μια έκπληξη στην άλλη. Κάτι τέτοιο υπονοεί και ο Νίκος αν δεν κάνω λάθος. Νομίζω ότι μια χρήσιμη (αλλά και εμπορική) δουλειά που μπορεί να κάνει ένας μερακλής γραφιάς σήμερα, είναι να καδράρει με ιστορικά γεγονότα τα περιστατικά με το Μπάτη, το Μάρκο κ.α. 'Ετσι ίσως να βγει χρήσιμο υλικό που να αντέχει και στην κριτική, το δε βιβλίο του δεν θα πολυκινδυνέψει να καταχωνιαστεί στα ράφια με τα απούλητα. Δεν ελπίζω βεβαίως σε κάποια ουσιωδέστερη έρευνα αφού εδώ δεν έχουμε καταπιαστεί με κοινωνικά θέματα ύψιστης και global προτεραιότητας.

  1. Δεν έγινα κατανοητός όπως θα ήθελα και είναι, μάλλον, δικό μου το σφάλμα.
    Απλά, υπερασπίζομαι μιά καλύτερη, πιό περιεκτική και ανανεωμένη γλώσσα. Δεν εννοώ εγκατάλειψη του ψαξίματος και πέρασμα στη μυθοποίηση μέσω της λογοτεχνίας, ούτε οραματίζομαι καινούριους Παπαδιαμάντηδες. Ο Παπαδιαμάντης περίγραψε πράγματα που τα είχε δει και βιώσει, τα θυμόταν, πράγματα που εξακολουθούσαν να συμβαίνουν γύρω του. Η τέχνη του λόγου δεν υπάρχει γιά να μεταφέρει, σώνει και καλά, έγκυρα ιστορικά στοιχεία. Όταν μπαίνει σε τέτοιες περιοχές πραγμάτων, πρέπει να σέβεται τα ιστορικά στοιχεία και να τα προεκτείνει.

Όσες/οι από σας έχει τύχει να διαβάσετε το βιβλίο του Mark Mazower, «Θεσσαλονίκη η πόλη των φαντασμάτων», είδατε ένα καλό παράδειγμα συνδυασμού ιστορικής έρευνας με λογοτεχνία.

Η Αγγέλα Παπάζογλου, εξιστορώντας τις μνήμες της, δεν έκανε το ίδιο με τον Σχορέλη που αναφέρει διάσπαρτα, μεμονωμένα, συνήθως «αδιάφορα» και αγιοποιημένα καθημερινά επεισόδια. Επειδή η γυναίκα είχε ψυχή και ξεκάθαρη σκέψη, ο ίδιος της ο λόγος έχει λογοτεχνική αξία, χωρίς η ίδια να το επιδιώξει. Διαβάζοντάς την μαθαίνουμε και ταυτόχρονα μαλακώνει η δική μας ψυχή. Αυτό εννοώ αναφέροντας τη λογοτεχνία.

Διάβασα στο sealabs γιά την εκδήλωση Παπάζογλου που έκανε στον ΙΑΝΟ ο Πάνος Σαββόπουλος. Ο Πάνος είναι έξυπνος, ψάχνει, βρίσκει και παρουσιάζει. Κάνει τη δουλιά (με ιώτα) του και την κάνει καλά, άσχετα ποιές αντιγνωμίες μπορούν να υπάρχουν. Αναφέρεται στο sealabs γιά κάτι που είπε ότι «Η ιστορία του τραγουδιού “Βάλε με στην αγκαλιά σου” δημιουργήθηκε όταν έμπαζε το σπίτι τους νερό από παντού και η τυφλή Αγγέλα κοιμήθηκε στην αγκαλιά του Βαγγέλη, στην άγρη του κρεβατιού κάτω από μια ομπρέλα».

Τέτοιες πληροφορίες χαρακτηρίζονται, ως επί το πλείστον, σα «στοιχεία». Δε μπαίνω στη διαδικασία να σκέφτομαι, από πού ξετρύπωσε αυτό το «λαγό». Θα μπορούσε ο καθένας σήμερα να φτιάξει δεκάδες τέτοιων ιστοριών με συγκινησιακό περιεχόμενο που να κάνει νοικοκυρούλες να δακρύζουν. Δεν ειρωνεύομαι βέβαια το ίδιο το γεγονός, μου μυρίζει όμως «μαγείρεμα». Θα μπορούσε κάλλιστα εκείνο το βράδυ να ήταν η μετέπειτα αφετηρία και διεργασία στο μυαλό του Παπάζογλου που τον βοήθησε γιά να γεννηθεί το υπέροχο τραγούδι. Δεν έχει όμως σημασία. Ελπίζω να δέχεστε πως, ένα συνθέτης που θα ήθελε να ντύσει μιά μελωδία με στίχους που να τσιμπάν την καρδιά, θα μπορούσε να περιγράψει την ίδια τη δραματική σκηνή ενός φτωχού ζευγαριού που βρέχεται από ένα τρύπιο ταβάνι. Ο Παπάζογλου όμως ήταν αξιοπρεπής και δεν έκανε τέτοια. Είχε, επιπλέον, γνώση και ένστικτο. Έκανε επιτυχίες.Έφτιαξε λοιπόν, ίσως εκ του γεγονότος, ένα τραγούδι με πλατύ ερωτικό, ως και αισθησιακό περιεχόμενο, ίσως και γιά να αποτρέψει την ενθύμηση της δύσκολης βραδυάς και να κάνει την Αγγέλα του να χαμογελάσει.
Όταν το παρουσιάσουμε όπως περιγράφηκε στον ΙΑΝΟ, το μαγειρεύουμε με τρυφερά κληματόφυλλα και φτιάχνουμε ένα ντολμαδάκι που εκπέμπει συναισθηματικές φορτίσεις. Έτσι όμως είναι.Όταν απευθύνεται κανείς σε κοινό, είθισται να χρησιμοποιούνται τέτοιες μέθοδοι γιά ν΄αγγίξουν. Το θέμα είναι αν θέλουμε να γινόμαστε αποδέκτες των διδαγμάτων ψυχολογικών παιχνιδιών που μαθαίνουν οι μελλοντικοί δημοσιογράφοι όταν εκπαιδεύονται…

Αν, Κώστα μου, ο λόγος που δεν έγινες κατανοητός ήταν ότι σου αρέσει να διαβάζεις κείμενα γραμμένα σε ωραία, στρωτή κλπ. γλώσσα, δικό σου είναι πράγματι το σφάλμα, εγώ άλλα σκεφτόμουνα όταν σε σχολίαζα. Με τα παραδείγματα όμως που φέρνεις, θα σου αντιτάξω ότι ούτε ο Μαζάουερ ούτε η Αγγέλα Παπάζογλου έγραψαν μυθιστόρημα, έστω βασισμένο σε αληθινή ιστορική ραχοκοκαλιά. Ούτε και ο Μάρκος, που όπου έμεινε «αφτιασίδωτος» από τους επιμελητές έχει ωραιότατη και παραστατικότατη γλώσσα. Ούτε και ο Μουφλουζέλης. Ούτε και τόσοι άλλοι. Αλλού είναι το θέμα: Και τα τέσσερα παραπάνω παραδείγματα αναφέρονται σε πονήματα που απλά και μόνο παραθέτουν πραγματικά στοιχεία, χωρίς ούτε ένα φανταστικό επεισόδιο. Εκεί είναι η ένσταση. Ναι στη λογοτεχνία, με την έννοια της καλλιεργημένης γλώσσας, όχι όμως στη μυθοπλασία, τουλάχιστον σε αυτά τα θέματα. Και σήμερα πιά ούτε Αγγέλα, ούτε Μάρκος, ούτε κανείς από τους συντελεστές της ιστορίας του ρεμπέτικου δεν υπάρχει ώστε να γράψει κάτι. Και ο Σκαμπαρδώνης (λόξυγγας θα τον έχει πιάσει τον άνθρωπο) δεν είχε κάποια πραγματικά περιστατικά να παραθέσει, απʼ ο τι φαίνεται.

Όσο για την ιστορία με το νερό από τη στέγη, πραγματικά θα ήθελα κάποια τεκμηρίωση για να μπορέσω να την απολαύσω. Όσο υπάρχει η υποψία της μυθοπλασίας εγώ, τουλάχιστον, δεν συγκινούμαι. Εκτός και αν διαβάζω μυθιστόρημα. Αλλά στον Ιανό αν πάω, και καταθέσω και το εικοσάρικο, δεν θα πάω για να ακούσω μυθιστόρημα.