Οι πρώτες 8 δημοσιεύσεις μεταφέρθηκαν εδώ από άλλο θέμα, όπου ήταν ουσιαστικά εκτός θέματος.
Έφτασε στο αμήν η υπόθεση! Μπορεί να περιμένει η κοπέλα τα αντιφατικά στιχάκια του Μάρκου που παραθέτει ο Νέαρχος Γεωργιάδης (“Ρεμπέτικο και πολιτική”, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 82), κι ας μη λένε “Μόσχα” ή “Ρωσία”:
Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν το Μουσολίνι,
ωσάν το Χίτλερ ζόρικος, π’ ούτε ψιλή δε δίνει.
Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία
και κάνουν κόζι οι Έλληνες κι έχουνε απορία.
Και συ, βρε Σταλιν αρχηγέ, τού κόσμου το καμάρι,
όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατ’ είσαι παλικάρι.
Ισχύουν τα περί πονηρής (τώρα άνοιξα το βιβλίο). “…Αυτό (Εγώ για σε βρε Πονηρή) το έβγαλα προπολεμικά με κάτι λόγια τα οποία όμως άλλαξα κατόπι γιατί δεν πέρναγαν στην λογοκρισία…”
"…Που να το παρουσιάσω αυτό το πράγμα στο Μεταξά! Μόνος μου το απόριψα το λοιπόν κι έβαλα τα λόγια της Πονηρής…
Πέραν τούτου δεν μιλάει για Μόσχα μέσα το τραγούδι.
Το “εύρημα” πράγματι δεν είναι καινούργιο, και προφανώς δεν είναι δικό μου εύρημα, αλλά και στο βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη (από όπου το παρέθεσα) υπάρχει παραπομπή στο: “Μάρκου Βαμβακάρη, Αυτοβιογραφία, ο.π., σελ. 278” (πρόκειται για τις φράσεις που παραθέτει ο nikos forlan στο #20, αν δεν κάνω λάθος).
Τώρα, για το σατιρικό χαρακτήρα του τραγουδιού, εγώ θα έλεγα ότι εντάσσοντάς το στην περίοδο όπου γράφτηκε και συγκρίνοντάς το και με άλλα ανέκδοτα (–> αφωνογράφητα) στιχάκια του Μάρκου, έχει ταυτόχρονα και σατιρικό και σοβαρό χαρακτήρα. Μιλώντας αποστασιοποιημένα, έχω τη γνώμη ότι στην ιδεολογικά “νιτσεϊκή” ιστορική περίοδο όπου γράφτηκε έχει έναν χαρακτήρα σατιρικό ως προς την έννοια της ισχύος, τους εκπροσώπους της και τους ζηλωτές της, όχι όμως σατιρικό χαρκτήρα ως προς την έννοια της παληκαριάς και των ανθρώπων (του κοινωνικού στρώματος) που την υιοθετούν σαν στάση ζωής. Φυσικά είναι δική μου ερμηνεία, δεν έχω σκοπό να “καπελώσω” το Μάρκο που “μιλά” στα όρια της στιχουργικής του.
Και φυσικά το τραγούδι δε μιλά ειδικά για τη Μόσχα όπως είναι το αρχικό ερώτημα, αλλά το έβαλα ως έμμεσα σχετιζόμενο, όπως λχ έμμεσα σχετίζεται και η μπολσεβίκα.
Ενδεχομένως κάποια πιο εύκαιρη στιγμή, συμπληρώσω τα παραπάνω με δυο λόγια από την εισαγωγή του Ν. Γεωργιάδη στο άλλο του βιβλίο “Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα”, που νομίζω λειτουργούν κάπως ερμηνευτικά και ως προς ορισμένα σημεία του ενδιαφέροντος λινκ όπου παραπέμπει το σχόλιο του άλλου Νίκου, του liga rosa, καθώς και εν γένει διαφωτιστικά ως προς την “αντιφατικότητα” του Μάρκου όπως λχ θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκφράζεται αυτή με αυτούς τους στίχους.
Όλα όσα συζητάμε εδώ, παρατίθενται και στο βιβλίο του Π. Κουνάδη “Μάρκος Βαμβακάρης, 1905 – 1972”, εκδόσεις Κατάρτι & Παναγιώτης Κουνάδης 2005, αποσυρμένο από την κυκλοφορία και δυσεύρετο. Δεν θα σχολιάσω, γιατί ουδέποτε το κάνω, τυχάρπαστες δημοσιεύσεις ανωνύμων και επωνύμων στο διαδίκτυο, οι οποίοι μέσα στην ασχετοσύνη τους τοποθετούν τους συγκεκριμένους στίχους στην περίοδο του πολέμου και της κατοχής, ενώ αποδεδειγμένα ο Μάρκος τους έγραψε πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος Odeon GA 7029 (1937) με το τραγούδι “Μ’ έμπλεξες βρε πονηρή” στη μία του όψη (στην άλλη το “Μπουζούκι μου διπλόχορδο”). Να παρατηρήσουμε εδώ ότι οι στίχοι του είναι αυτολογοκριμένοι, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Μάρκος, αφού ο ήρωάς μας “σουρώνει” (σε ταβέρνα βέβαια), για να αντλήσει θάρρος να αντιπαρατεθεί με το σόι της λεγάμενης, ενώ βέβαια άλλη θα ήταν η κατάλληλη, περίπου ομόηχη αλλά τετρασύλλαβη λέξη. Φυσικό, αφού ήδη είχε εφαρμοστεί πλήρως η λογοκρισία του καθεστώτος.
Ο Κουνάδης εκτός από την αυτοβιογραφία, τον Πετρόπουλο και τον Σχορέλη (τον Γεωργιάδη δεν τον αναφέρει) επικαλείται και προσωπικές συζητήσεις του με το Μάρκο, όπου είχε καταγράψει τους στίχους όπως τους ξανάφερε τότε στη μνήμη του ο Μάρκος:
Ήθελα να ΄μουν (ή, θέλω να γίνω) ισχυρός ωσάν το Μουσολίνι,
και σαν (ή ωσάν) το Χίτλερ ζόρικος, που δένει και που λύνει.
Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία
και κάνουν κόζι οι Έλληνες κι έχουνε απορία.
Και σύ βρε Στάλιν αρχηγέ, του κόσμου το καμάρι,
όλ’ οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί ΄σαι παλληκάρι.
Εγώ δεν βλέπω ίχνος σάτυρας στο τραγούδι. Όπως το θέλει η πασίγνωστη τακτική του Μάρκου, απλά καταγράφει τις επιθυμίες του, όπως ακριβώς κάνει π.χ. και στο “Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί”, όπου και εκεί “ζητάει μερίδιο” από τις δόξες των αστέρων του κινηματογράφου (αλλά και της πάλης), αντί εκείνων της πολιτικής. Όπως κάνει και στους “πρωθυπουργούς”, ονειρευόμενος μεγαλεία στη βουλή και φαγοπότια τύπου καραγκιόζη. Τόσο απλά, χωρίς τη επίκληση οποιουδήποτε Νίτσε. Η αντιφατικότητά του, που επιβεβαιώνεται π.χ. και με το “Ξανάρθες Βασιλιά” του 1935, απλά επιβεβαιώνει την βαθειά απολιτική του τοποθέτηση.
Οι απλοί ολιγογράμματοι άνθρωποι του λαού ,ειδικά οι παλαιότεροι ,είχαν κάποτε την τάση να
συνταιριάζουν πολιτικές θέσεις και απόψεις συχνά αντιφατικές και να δημιουργουν προσωπικές
“ιδεολογίες.“Θυμάμαι ένα μακαρίτη γνωστό μου ,τον κυρ Γιώργη που υπεστήριζε πως είναι με
τον Ζούκωφ και το ΚΚΡ(!) αλλά όχι με το ΚΚΕ.
Εξετάζοντας λοιπόν τους στίχους του “ξανάρθες Βασιλιά” και την παραλλαγή της “πονηρής”
παρατηρώ ότι πίσω απο την αφέλεια και την αντιφατικότητά τους έχουν κάτι κοινό:
Αφ΄ενός στο πρώτο υπάρχει ο στίχος"πάντα σε περιμένουμε να δούμε τη στολή σου” και
αφ΄ετέρου τα πρόσωπα που αναφέρονται στο δεύτερο ,κάποια περίοδο της ζωής κυκλοφορούσαν
καί φωτογραφίζονταν με κάποια μορφής στολή.
Μπαίνω λοιπόν στον πειρασμό να κάνω την έστω τραβηγμένη υπόθεση-υπόθεση εργασίας που λέει
κι ο Πέπε-ότι κάποια οπωσδήποτε προπολεμική περίοδο της ζωής του ο Μάρκος ενδεχομένως να είχε
ως” ιδεολογία" την στολή ανεξάρτητα απο πολιτικό χρώμα,συνειδητά ή υποσυνείδητα.
Βέβαια αυτά είναι πλέον ψύλλοι στ΄άχυρα…
Εγω καταλαβαινω πως ο Μαρκος επειδη ηταν ανθρωπος ανησυχος και τριγυριζε, ερχοταν σε επαφη με διαφορες αποψεις και ιδεολογιες απο τις οποιες εμπνεοταν, και εγραφε τραγουδια περιγραφοντας τις ιδεολογιες οπως περιεγραφε στα τραγουδια του διαφορα πραγματα της καθημερινοτητας που ερχοταν σε επαφη (ερωτες, ναρκωτικα, μυθολογια, επαγγελματα). Δε νομιζω οτι εχει γραψει τραγουδι ως ‘‘οπαδος’’ συγκεκριμενης ιδεολογιας και δεν προκυπτει απο κανενα ντοκουμεντο αυτο. Ετσι εξηγουνται και οι αντιφατικοι στιχοι του.
Για “εισαγωγή” έγραψα, όμως δεν πρόκειται για την εισαγωγή αλλά για το 1ο κεφάλαιο “Η ανακάλυψη του Μάρκου Βαμβακάρη” και το υποκεφάλαιο “Ο Μάρκος και η πολιτική” (σελ. 27-36), από όπου παραθέτω μικρό μόνο απόσπασμα. Βρισκόμαστε λοιπόν στον Αύγουστο του 1965, ενμέσω “αποστασίας”, διαδηλώσεων κλπ, κι ο συγγραφέας έχει τη δεύτερή του συνάντηση με το Μάρκο:
“…Φτάσαμε στον Μάρκο Βαμβακάρη (μαζί μας είχαμε και τον φοιτητή της νομικής Δημήτρη Ριζιώτη) κι ο Παναγιώτης [Κουνάδης] τράβηξε τις γνωστές φωτογραφίες του Μάρκου που κρατάει το μπουζούκι έξω απ’ το σπίτι του, φορώντας κοντομάνικη φανέλα και σάνδαλα. Φωτογράφισε ακόμα κι εμένα, που κρατάω ένα χαρτοφύλακα, και τον Ριζιώτη, την ώρα που έχουμε ανάμεσά μας το συνθέτη της Φραγκοσυριανής.
Στο υπόγειο που κάτσαμε και πήραμε τη συνέντευξη, ο Παναγιώτης εντυπωσιάστηκε από την αυθεντικότητα, το πάθος και τα τραγούδια που ο Μάρκος πότε ψευτοτραγουδούσε με το μπουζούκι του, πότε απάγγελε με τη ραγισμένη και παθιασμένη φωνή του.Κάποια στιγμή ρώτησε ο Κουνάδης:
-Μάρκο ποιον θεωρείς μεγαλύτερο συνθέτη;
-Τον Αττικ, είπε με απέραντη αφέλεια ο Μάρκος, χωρίς ούτε κατά διάνοια να υποπτεύεται ότι ο ίδιος ήταν πολύ σημαντικότερος από τον Αττίκ.
-Εννοώ από τους λαϊκούς συνθέτες…
-Τον Σκαρβέλη, απάντησε ο Μάρκος. Μου αρέσανε πολύ τα τραγούδια του Σκαρβέλη, που τα τραγουδούσε ο Κάβουρας.
-Και για τον Τούντα, τι γνώμη έχεις; ρώτησα εγώ.
-Ο Τούντας κατάκλεψε όλη την Τουρκιά! απάντησε δογματικά και απαξιωτικά.
Αργότερα βέβαια ο Μάρκος εκδήλωσε τον απεριόριστο θαυμασμό του για τα τραγούδια και τις μουσικές γνώσεις του Τούντα, αλλά είναι φανερό πως επηρεάστηκε πολύ περισσότερο από τα χορευτικά τραγούδιοα του Σκαρβέλη, κυρίως από τα χασάπικά του (αρκετά απ’ τα οποία μιμήθηκε), παρά από τα τραγούδια του Τούντα, που πολλά δεν ήταν χορευτικά.
Κάποια στιγμή τον ρώτησα για το θέμα που μας έκαιγε εκείνες τις μέρες: Ποια ήταν η γνώμη του για το βασιλιά Κωνσταντίνο;
-Ο Κωνσταντίνος είναι ένας κοπρίτης… εγώ θαύμαζα τον παππού του, που ήταν βασιλιάς με αρχίδια σαν κουβάδες!
-Και ποιο είναι το καλύτερο κοινωνικό σύστημα κατά τη γνώμη σου;
-Ο σοσιαλισμός, παιδί μου! Ο σοσιαλισμός!
(…)
…Μια μέρα άρχισε να μου λέει:
Τον καιρό της Κατοχής ήρθανε κάποιοι να σκοτώσουν έναν εδώ στη γειτονιά μας. Μπήκα στη μέση εγώ και τους είπα: “είναι φουκαράς, έχει γυναίκα και παιδιά, αφήστε τον να ζήσει!” Με ακούσανε και δεν τον σκοτώσανε!
-Τι ήταν αυτός; ρώτησα. Δεξιός ή αριστερός;
-Δεν ξέρω τι ήτανε, είπε ο Μάρκος και συνέχισε. Λίγο καιρό αργότερα ήρθανε καποιοι άλλοι να σκοτώσουνε κάποιονε στην παρακάτω γειτονιά. Μπήκα πάλι στη μέση και τους λέω: “Βρε παιδιά, αυτός είναι ένας φτωχός, βασανισμένος,με οικογένεια. Μην τον σκοτώσετε!” Πάλι με ακούσανε και φύγανε χωρίς να τον πειράξουνε.
-Τι ήτανε; ρώτησα πιο επίμονα. Δεξιός ή αριστερός;
-Δεν ξέρω τι ήτανε… Και μια τρίτη φορά πάλι τα κατάφερα να γλιτώσω κάποιον που θα τον σκοτώνανε.
-Δεξιός ή αριστερός; ξαναρώτησα.
-Δεν έχει σημασία, παιδί μου, αν είσαι δεξιός ή αριστερός, ξέσπασε ο Μάρκος αγανακτισμένος. Αρκεί να είσαι καλός άνθρωπος!
Σαν για να συμπληρώσει τις εντυπώσεις που μου δημιούργησε, μου είπε ότι εκείνα τα χρόνια ειχε γράψει και το τραγούδι, Στην Κοκκινιά την κόκκινη. Αμέσως κινητοποιήθηκε το ενδιαφέρον μου και του είπα να μου απαγγείλει τους στίχους.
-Δεν το θυμάμαι, μου είπε, αλλά νομίζω πως το έχω φυλαγμένο σ’ εκείνη την κασέλα. Και μου δείχνει ένα μπαούλο σε μια άκρη του υπογείου του. Θα ψάξω κι αν το βρω, θα σου το δείξω.
Δυστυχώς, οι στίχοι αυτού του τραγουδιού δε βρέθηκαν ποτέ. Αντίθετα, εγώ, ψάχνοντας στην Εθνική Βιβλιοθήκη, βρήκα μέσα σε κάποιο περιοδικό τους στίχους του τραγουδιού Το Χαϊδάρι, σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρη. Το αποστήθισα, κι όταν ο Μάρκος μου είπε ότι δεν το θυμόταν και με παρακάλεσε να του το αντιγράψω, του το αντέγραψα από μνήμης…”
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:53 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:52 —
Δεν παραθέτω βέβαια τα παραπάνω, για να υποστηρίξω ότι ο Μάρκος ήταν “σοσιαλιστής”. Αλλά από την άλλη θεωρώ πολύ απλουστευμένα τα σχόλια για την πολιτική τοποθέτησή του και την “αντιφατικότητά” της.
Στο τραγούδι με τους ισχυρούς, πράγματι τα 3 πρόσωπα φοράνε στολή. Όταν όμως αλλού λέει (μόλις λίγους μήνες νωρίτερα) “βάζω υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνω”, τότε με τι είναι “ερωτευμένος”; με το ημίψηλο καπέλο και το φράκο; Και πού, αλήθεια, έχω βρει να αναφέρεται ο “παραπανίσιος” στίχος των “πρωθυπουργών”, όπου τους καλεί να “προσέξουνε …μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβενας και τους μασήσει ούλοι” (Σκλάβενας, ο τότε γραμματέας του ΚΚΕ); Στίχος ευθέως ανάλογος με του τραγουδιού των “ϊσχυρών”, όπου (και στα δυο τραγούδια) πρώτα απαριθμούνται οι εκπρόσωποι της μιας πλευράς και στο τέλος εμφανίζεται το “αντίπαλο δέος” το ταυτισμένο με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα…
Δεν μπορούμε την “βασιλοφροσύνη” του Μάρκου να την αποσυνδέουμε από την εποχή της, στο μεσοπόλεμο, όπου “Κωνσταντινικοί” και “Βενιζελικοί” ήταν ο δικομματισμός της εποχής, ο οποίος για πολλά χρόνια επικράτησε σε βαθμό τέτοιο ώστε έμεινε στην ιστορία με το όνομα “εθνικός διχασμός”… Κι αν τα “ανώτερα” κοινωνικά στρώματα έβαλαν τέλος στον δικό τους πολιτικό διχασμό τον Αύγουστο του '36 μέσω της δικατορίας των Μεταξά - βασιλιά (όχι όμως πια του Κωνσταντίνου που θαύμαζε ο Μάρκος, αλλά του διαδόχου του, του Γεώργιου), τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα είχαν βάλει με έναν τρόπο τέλος στον δικό τους πολιτικό διχασμό (διχασμό για λογαριασμό όμως όχι των δικών τους κοινωνικών συμφερόντων και αναγκών) μόλις 3 μήνες νωρίτερα, το Μάη του '36 στην εργατική εξέγερση της Θεσσαλονίκης…
Αυτοί οι καθορισμοί, που είναι και καθορισμοί του Μάρκου, ο οποίος είχε βαθιά συναίσθηση της κοινωνικής τάξης όπου ανήκε, δεν είναι βαθιά απολίτικοι. Προσωπικά τους θεωρώ βαθιά πολιτικούς όσο βαθιά δεν μπορεί να είναι ποτέ της η “υψηλή” πολιτική. Κι αν υπάρχει ένα σατιρικό στοιχείο, είτε στους στίχους με την “πρωθυπουργία” είτε στους στίχους με τους “ισχυρούς”, είναι το στοιχείο όπου μέσα σε μια κοινωνική και πολιτική κρίση όχι πολύ διαφορετική από τη σημερινή, οδηγεί έναν λαϊκό διανοούμενο (καλλιτέχνη, μουσικό και στιχουργό) στον αυτοσαρκασμό, το νόημα του οποίου θα μπορούσε να αποδωθεί με το στιχάκι ενός μεταγενέστερου (ελαφρο)λαϊκού τραγουδιού: “Να 'χα τη δύναμη τα βράχια να κινήσω”…
Εξαιρετική τοποθέτηση Άγη. Μπράβο και για τα παραθέματα.
Με το συμπέρασμα όμως δεν μπορώ να συμφωνήσω. Βαθιά πολιτικοποιημένος; Εμένα στίχοι σαν το «Βάζω υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνω / να κάθομαι τεμπέλικα να τρώω και να πίνω» ή «Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν τον Μουσολίνη κλπ.» μου φαίνονται λες και ο Μάρκος θεωρεί τον κάθε ισχυρό ως κάτι εντελώς έξω από τη σφαίρα της δικής του πραγματικότητας (σχεδόν σαν μυθική οντότητα), που τίποτε από αυτόν, θέσεις, ιδεολογίες, πολιτικός προσανατολισμός, δεν μπορεί ποτέ να διασταυρωθεί με τίποτε από τον ίδιο τον Μάρκο. Ακόμη και όταν υφίστατο τις συνέπειες κάποιας πολιτικής στο πετσί του (δεν έχω πρόχειρο παράδειγμα, πιθανολογώ) μάλλον θα τις απέδιδε σε κάποια αόριστη, απρόσιτη οντότητα: ακόμα και σήμερα άλλωστε, αόριστα καφενειολογήματα του τύπου «φταίνε εκείνοι» (πολύ κλασικό επί των ημερών μας το «φταίνε οι 300») ή «βάλε με μια μέρα πρωθυπουργό να δεις», προδίδουν ουσιαστικά μυθική σκέψη. Για τον Βαμβακάρη λοιπόν λέξεις όπως «πρωθυπουργός», «Χίτλερ / Μουσολίνι / Κεμάλ / Στάλιν», «σοσιαλισμός», νομίζω ότι είναι απλώς εντυπωσιακές, δηλώνουν κάτι το τεράστιο αλλά χωρίς ειδικότερες λεπτομέρειες…
Επίσης διαφωνώ και με το «λαϊκός διανοούμενος». Ντάξει, ασφαλώς δεν το εννοείς όπως με τον κλασικό (μη λαϊκό) διανοούμενο, αλλά ακόμα κι έτσι δεν το θεωρώ προσφυές για τον Μάρκο. Σε ό,τι κι αν έχει πει που να το ξέρω, είτε σε τραγούδι είτε στα Απομνημονεύματα και σε συνεντεύξεις, εκφράζεται βγάζοντας πάντα την ατομικότητά του από τη μέση. Νομίζω ότι στον διανοούμενο η συναίσθηση της ατομικότητας είναι βασικό στοιχείο.
Κατά την γνώμη μου το τραγούδι"βάζω υποψήφιος πρωθυπουργός να γίνω"είναι ειρωνικό
για πρωθυπουργούς και για βουλευτές.Ξαναλέω,ότι αναφέρθηκα στην προπολεμική περίοδο.
Επίσης θυμίζω το στίχο του"εκεί που ανακατεύεσαι μπέσα ποτέ μη δώνεις" αλλά και το “ζούλα με
τον ένα ,ζούλα με τον άλλο” για την συμπεριφορά του απέναντι στους αντιμαχόμενους της
κατοχής και μετέπειτα,συμπεριφορά που μπορεί να συνέχισε να έχει και αργότερα.Πιθανόν
με αυτή τη λογική να αντιμετώπισε και το Γεωργιάδη στην δεύτερη συνάντησή τους
όταν προφανώς τον είχε καταλάβει ότι είναι αριστερός.
Τα περί Σκλάβαινα,άτεχνος στίχος,πράγμα παράξενο για το Μάρκο,έχω ακούσει να τα λέει ο Στέλιος.
Υπάρχει αναφορά του Μάρκου γιά αυτόν το στίχο κι ακόμη κάποια προπολεμική μαρτυρία γι΄αυτόν;
Τελικά ας μην προσπαθούμε να κρινουμε το τρόπο θεώρησης των πραγμάτων -“ιδεολογία”- του Μάρκου με όρους αμφιθεάτρου Πανεπιστημίου.Η συμπεριφορά του, κυρίως εξ αιτίας των βασάνων
που είχε περάσει,είναι λογικό πρωτίστως να βασίζεται στο κριτήριο της πράξης,αυτό που οι απλοί
άνθρωποι ονομάζουν πανεπιστήμιο του πεζοδρομίου.
Σε αυτό συμφωνώ. Αλλά κι αυτό δεν μπορεί να απολυτοποιηθεί. Λ.χ. αν θυμάμαι καλά είναι ο γιός του ο Στέλιος που έλεγε ότι ο πατέρας του καθημερινά ξεκοκάλιζε την εφημερίδα, πράγμα που σημαινει επίσης ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτά που γίνονται στον κόσμο κι αυτό είναι ανάμεσα σε όλα τα άλλα και ενδιαφέρον πολιτικό.
Τώρα σχετικά με το στίχο για το Σκλάβαινα, ψάχνοντας λίγο βρήκα πως η πρώτη μάλλον πηγή είναι συνέντευξη του Μάρκου στον Κουνάδη το 1971, η οποία βρίσκεται στον 1ο τόμο του “Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών” (σελ. 25-37). Εκτός αυτού του διστίχου, υπήρχε μάλιστα ακόμα ένα δίστιχο που δεν υπάρχει στη φωνογράφηση, σχετικό με τους αλλεπάλληλους θανάτους που σημειώθηκαν το 1936 στις πρωθυπουργικές επετηρίδες:
Επέθανε ο Κονδύλης μας, πάει κι ο Βενιζέλος
Την πούλεψε κι ο Δερμετζής, που θα 'φερνε το τέλος.
Το “άτεχνο” του στίχου (και σας μασήσει ούλοι, αντί όλους ή ούλους) οφείλεται μάλλον στην ανάγκη της ριμας με τον προηγούμενο στίχο:
Τώρα κοιτάξετε καλά Γιαννάκη και Σοφούλη
Μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας και σας μασήσει ούλοι.
Τέλος, η ίδια συνέντευξη μάλλον ερμηνεύει και τη σύγχυση ορισμένων που τοποθετούν αυτό το τραγούδι και τους “ισχυρούς” στα χρόνια της κατοχής, καθώς ο διάλογος έχει ως εξής:
“-Τοτε γράφτηκαν ρεμπέτικα τραγούδια που να μιλούν εναντίον του κατακτητή; Εσύ έγραψες;
-Εγώ είχα γράψει. Είχα γράψει και φοβόμουν που τα 'λεγα. Είχα γράψει ένα που έλεγα:
Θέλω να γίνω ισχυρός ωσαν τον Μουσολίνι […]
Και που να το βάλω αυτό το πράμα, σαν μου ήρθε να το πω. Πω! πω! Ύστερα έγραψα ένα άλλο εναντίον του κατακτητή. Αυτό που έλεγα:
Επέθανε ο Κονδύλης μας […]
Όσοι γινούν πρωθυπουργοί […]”
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 14:00 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 13:38 —
Επειδή ήμουν προσεκτικός και κράτησα πισινή δεν έγραψα “βαθιά πολιτικοποιημένος” αλλά “βαθιά πολιτικοί οι καθορισμοί”, αυτοί δηλαδή που καθορίζουν την προσωπική στάση απέναντι στα πράγματα. Αλλά και αυτή την ίδια την προσωπική στάση δεν μπορώ να την θεωρήσω απολίτικη, νομίζω είναι διάσπαρτο σε πολλά τραγούδια το κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον του Μάρκου -και σε αυτά που αναφέραμε ήδη, αλλά και σε άλλα που αν και δε μιλάει για την “καθαυτό” πολιτική, αυτοπροσδιορίζεται με την πλευρά της φτώχιας, κι αυτό αποτελεί επίσης θέση (και μάλιστα αφετηριακή) με πολιτικό περιεχόμενο. Ούτε και πιστεύω ότι του ήταν τόσο απρόσιτη΄έννοια τα διάφορα πολιτικά πρόσωπα μεγάλα και μικρά, ίσα-ίσα πιστεύω ότι θα τα έκρινε με τα άμεσα μέτρα κρίσης που θα είχε απέναντι στον καθένα κι αυτό είναι μέρος του “πανεπιστημίου του πεζοδρομίου” που έγινε λόγος πιο πάνω. Όμως δεν επιμένω άλλο, με την έννοια ότι τα συμπεράσματα επαφίενται από ένα σημείο κι έπειτα στις προσωπικές θεωρήσεις του κάθε συμπεραίνοντος.
Τη λέξη διανοούμενος τη χρησιμοποιώ με τη γενική σημασία αυτού που εργάζεται σε έναν ξεχωριστό τομέα, εν προκειμένω στη στιχουργία και τη μουσική. Και τη λέξη λαϊκός λόγω της κοινωνικής του προέλευσης και θέσης. Ίσως είναι ο λαϊκός χαρακτήρας που κάνει πέρα αυτή την αίσθηση της ατομικότητας στην οποία είμαστε συνηθισμένοι από ό,τι νωρίζουμε ως διανοούμενους. Άλλωστε την ίδια αίσθηση ατομικότητας επιδεικνύουν και οι καλλιτέχνες, αλλά τουλάχιστον αυτή η ιδιότητα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για το Μάρκο. Κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί γενικά για τους καλλιτέχνες της προφορικής παράδοσης, που όμως το όνομά τους (η ατομικότητά τους) σβήνει και χάνεται μέσα της. Νομίζω ότι έναν αντίστοιχο παραλληλισμό θα μπορούσαμε να κάνουμε και για την έννοια της διανόησης - η οποία φυσικά κατά τα άλλα αφορά κάθε άνθρωπο κι όχι μόνο αυτούς που την ασκούν σαν εξειδικευμένη λειτουργία στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας.
Α, όχι. Είσαι Μωραΐτης, Άγη, και ίσως δεν ξέρεις αυτές τις ιδιαιτερότητες. Τέτοια σύνταξη είναι πάρα πολύ γνωστή σε όλο το Αιγαίο, ουσιαστικά από Κων/λη μέχρι Τσιρίγο. Α, τση πούστηδι, έλεγε η μακαρίτισσα η πεθερά μου, από το Ναζλί. “Τσι ξηροί καρποί” περίμενε η Σιφνιά μαγείρισσα, στην ταβέρνα, μιλώντας στο τηλέφωνο. Χιλιάδες άλλα.
Ο Μάρκος, έχοντας ήδη τοποθετήσει στο στίχο τον Σοφούλη, έψαχνε και βρήκε τη σωστότατη ομοιοκαταληξία.
Ο Μάρκος ήταν καταβάθος απολίτικος, ούτε οικονομικά δεδομένα ανέλυε ο άνθρωπος, ούτε τον απασχολούσαν οι κολλεκτίβες ή η ελεύθερη αγορά…Γιαυτό τους βάζει όλους σε ένα σακί (τραγούδι δηλαδή) απλά σαν ισχυρούς εξουσιαστές. Τότε άλλωστε η ναζιστική προπαγάνδα καθώς και η σιοβετικά ήταν στα ντουζένια. Σκεφτείτε ότι ο Μάρκος είδε κατά πάσα πιθανότητα πλάνα από τους ολυμπιακούς του 36’ και είδε το Χίτλερ ως μεγαλείο. Μικρός ήταν όταν έγινε η Ρώσικη επανάσταση…Εν ολίγοις μιλάει για τους δυνατούς της εποχής χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό χρώμα-πέρα του ότι τους θεωρεί σπουδαίοι.
Και τότε τι είναι το τραγούδι για “όσους έχουνε πολλά λεφτά”, που “τα 'χουν και τα θυμιάζουνε” κλπ κλπ;
Θα μου πεις “ψύλλοι στ’ άχυρα”. Για βρες μου όμως πόσοι από τους σύγχρονους τραγουδοποιούς με την αναπτυγμένη πολιτική βαθύνοια αποτολμάνε έστω κι αυτή τη στοιχειώδη “ανάλυση οικονομικών δεδομένων”;
Από μιο άποψη τείνω τελικά να πιστέψω ότι όχι μόνο δεν ήταν “μυθική” η εικόνα που είχε ο Μάρκος για τα πολιτικά πρόσωπα και τους ισχυρούς, αλλά ότι είναι “μυθική” η εικόνα που έχουμε εμείς για το Μάρκο και την σε βαθμό αφασίας απλοϊκότητα που αποδίδουμε σε αυτόν και -κατά προέκταση- σε κάθε λαίκό άνθρωπο της εποχής του.
Έλα ρε Άγη τώρα! Το «τι αξία έχουν τα λεφτά άμα δεν ξέρεις να χαρείς τη ζωή σου» είναι ανάλυση οικονομικών δεδομένων;
Τη δεύτερη παράγραφό σου θα πρέπει να τη σκεφτώ… :089: Σε πρώτη φάση δε νομίζω ότι υποπίπτουμε σε τέτοια πλάνη. Για λογαριασμό μου έχω να πω ότι εκφράζω συμπεράσματα συλλογισμών και όχι αβασάνιστες διαπιστώσεις. Αλλά φυσικά και ο συλλογισμός δεν είναι αλάνθαστος, οπότε μπορεί και να 'χεις δίκιο, ξέρω γω…
Μήπως αυτή η ανάγνωση (τι να τα κάνεις άμα δεν ξέρεις να τα χαρείς) είναι προσκολλημένη σ’ ένα εντελώς πρώτο επίπεδο σχεδόν γραμματικό; Γιατί εγώ “διαβάζω” στον ίδιο στίχο, όχι ότι δεν ξέρουν να τα χαρούν (δεν πιστεύω ότι θα είχε αμφιβολία ο Μάρκος ότι αυτοί που τα ‘χουν καλοπερνάνε), αλλά ότι είναι τόοοσα που όσο και να καλοπερνάνε πάλι περισσεύουν και αναγκαστικά σωρεύονται σε ντάνες: Τόσα πώς να τα φας; Και να θες δε θα ξέρεις τον τρόπο.
Αλλά είναι και που παρακάτω βάζει τον εαυτό του στην αντίθετη πλευρά (και κάτα κάποιο τρόπο συμφωνήσαμε -όχι δεσμευτικά βέβαια :089:- ότι δεν πρόκειται για τον στενά ατομικό “εαυτό”) λέγοντας “εγώ ψιλή στην τσέπη μου ποτέ δεν αποτάσσω”, και συμπληρωματικά από άλλο τραγούδι ότι “γεννήθηκα φτωχός” και (γι’ αυτό) “έχω μαρτυρήσει μες απ’ τα φυλλα της καρδιάς”, κι είναι επόμενο από εκεί και πέρα να βλέπει ισχυρούς και πρωθυπουργούς μέσα από αυτό το πρίσμα “οικονομικής ανάλυσης”, από ποιό άλλο δηλαδή; Από το πρίσμα δηλαδή ότι κάποιοι έχουν τόσα που δεν ξέρουν τι να τα κάνουν κι άλλοι μαρτυράνε μες από τα φυλλοκάρδια τους λόγω της φτώχιας.
Και τώρα ξαναρωτάω κι εγώ με τη σειρά μου: πόσοι σύγχρονοι και “προβληματισμένοι” την αποτολμούν αυτή την “ανάλυση” έστω και με τα δικά τους περισσοτερο ψαγμένα και λιγότερο “απλοϊκά” λόγια;