Εγώ έχω κι άλλη απορία:
Πώς μπορεί να έκαιγε ακόμη ο ναργιλές τη στιγμή που ντουμάνι δεν υπήρχε; Για να μη βρούνε ντουμάνι θα πρέπει να έχει σβήσει ο ναργιλές και να έχουν προλάβει να αερίσουν. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση δε δένει πουθενά το «στάσου πόλισμαν λεβέντη».
Εγώ νομίζω ότι όλο μαζί το τραγούδι είναι πρόχειρα γραμμένο, ή ίσως τραγουδήθηκε με πολλά λάθη υπό το κράτος του τρακ. Μην ξεχνάμε ότι ήταν από τις πρώτες φορές που έμπαινε σε στούντιο ο Βαμβακάρης.
Ας προσέξουμε λίγο:
Εφουμέρναμ’ ένα βράδυ
αργιλέ, σπαχάνι, μαύρη
δίχως να 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα.
Όταν σε μια αφήγηση για κάποια παράνομη πράξη μπαίνει ο άλλος στον κόπο να μας πει ότι δεν είχανε λάβει τα μέτρα τους, τι περιμένουμε ν’ ακούσουμε στη συνέχεια; Ότι τους κάναν τσακωτούς! Ότι έρχονται δυο πολιτσμάνοι και τους βρίσκουνε ντουμάνι. Αν δε γίνει αυτό που περιμένει κανείς, τότε είθισται να τονίζεται αυτή η αντίθεση: Δεν είχαμε τσιλιαδόρους, αλλά έτυχε και δεν ήρθαν πολιτσμάνοι. Ή: δεν είχαμε τσιλιαδόρους, ήρθαν οι πολιτσμάνοι, αλλά ήμασταν τυχεροί και δεν πρόλαβαν, είχαμε ήδη τελειώσει και ούτε ντουμάνι δεν είχε μείνει.
Επομένως, ήδη στο επόμενο δίστιχο φαίνεται να υπάρχει λάθος:
Κι έρχουνται δύο πολιτσμάνοι
δε δε βρίσκουνε ντουμάνι
Δε δε βρίσκουνε; Μα σοβαρά τώρα, θα βασιστούμε στην ακρίβεια μιας τέτοιας αφήγησης; (Καλά, χώρια το «πουλέρναμε» στην αρχή αρχή, που αν δεν υπήρχε ο τίτλος «Εφουμάραμ’ ένα βράδυ» θα σπάγαμε κι άλλο τα κεφάλια μας να το ερμηνεύσουμε.) Τέλος πάντων, αυτός ο στίχος δε λέει αυτό που θέλει να πει. Προσωπικά πιστεύω ότι ήθελε να πει «και μας βρίσκουνε ντουμάνι» (ή κάτι ταυτόσημο), αλλιώς υπάρχει και η πιθανότητα «μα δε βρίσκουνε ντουμάνι» (ή κάτι ταυτόσημο). Το να μη βρούνε ντουμάνι, τη στιγμή που όλοι περιμένουμε να βρούνε, δε θα το έλεγε κανείς χωρίς ένα «μα» ή «αλλά».
Ζούλα όλοι οι αργιλέδες,
φυλαχτείτ’ από τους τζέδες.
Πόσο πιθανό είναι να ήθελε να πει «φυλαχτείτ’» και να έφαγε το τ;
Απάντηση: κάργα πιθανό. Μέχρι στιγμής έχει δύο σαρδάμ σε τρία δίστιχα.
Νοηματικά, ειδικά εδώ δε βλέπω πρόβλημα. Όσο κι αν δεν είχε ντουμάνι, τους ναργιλέδες θα έπρεπε οπωσδήποτε να τους κρύψουν.
Στάσου, πόλιτσμαν, λεβέντη
Κι άσ’ τον αργιλέ να καίει
Εδώ, τα 'παμε: η μεν ομοιοκαταληξία δράμα (τόσο ώστε να υποψιάζεται κανείς ότι ακόμη δεν το είχε τελειοποιήσει), το δε νόημα στέκει μόνο αν είχανε βρει ντουμάνι. Όμως υπάρχει και μια άλλη σκέψη: ας δούμε όμως πρώτα και το επόμενο δίστιχο.
Να φουμάρει το Τουρκάκι
πού 'ναι φίνο δερβισάκι
Αυτό το δίστιχο είναι από τα σκόρπια μουρμούρικα. Να φουμάρει το Μπατάκι που 'ναι χρόνια ντερβισάκι. Άρα, βλέπουμε ότι ακόμη κι όταν άρχισαν να γράφονται τραγούδια με συγκεκριμένα λόγια και υπόθεση, και όχι απλώς με συρραφή διστίχων, οι δημιουργοί εξακολουθούσαν να εφαρμόζουν και τις παλιότερες πρακτικές, ενσωματώνοντας ακόμη και μέσα σε τέτοια τραγούδια δίστιχα που προϋπήρχαν αυτονόμως. Άρα, μήπως το ίδιο ισχύει και για το προηγούμενο δίστιχο (με τον λεβέντη); Αν παραβλέψουμε την ατσούμπαλη ρίμα, το νόημα του στίχου θα μπορούσε κάλλιστα να κολλήσει σε οποιοδήποτε μουρμούρικο χασικλήδικο χωρίς να χρειάζεται να έχει συντεθεί ως οργανικό τμήμα συγκεκριμένου τραγουδιού.
Αν ισχύει αυτή η υπόθεση, τότε το δίστιχο με τον λεβέντη ξεφύτρωσε εκεί απλώς λόγω μιας χαλαρής νοηματικής συνάφειας (χασισοποσία - πέσιμο από μπάτσους - μέχρι εκεί), χωρίς να υπάρχει ολωσδιόλου το κριτήριο του αν κολλάει με τα καθέκαστα της υπόθεσης ή όχι.
Τέλος,
Μαύρο φέρνει από τη Σμύρνη
και καλάμι από τ’ Αϊδίνι
Και καλάμι από τ’ Αϊδίνι
και χαρά στον που την πίνει.
Εδώ, κι αν ακόμη τα δίστιχα δεν είναι και πάλι σκόρπια μουρμούρικα (που εγώ λέω ότι είναι), οπωσδήποτε το πνεύμα είναι μουρμούρικο. Σημασία δηλαδή έχει η ευρύτερη νοηματική συνάφεια και όχι η αφήγηση μιας ιστορίας - που έτσι κι αλιώς έχει ήδη πάει περίπατο. Και πάντως, είναι απολύτως ανάλογα με τη συνέχεια του «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα», μετά από το δίστιχο που είναι πρακτικά κοινό μεταξύ των δύο τραγουδιών:
Μας φέρνει μαύρο από την Πόλη
και μαστούρια γίναμε όλοι
Τουμπεκί απ’ την Περσία
φουμάρει ο μάγκας με ησυχία.
(Να και η απάντηση στην απορία του Νίκου για τα αϊδίκινα καλάμια: πρόκειται για ένα μοτίβο πάνω στο οποίο έφτιαχναν αβέρτα δίστιχα: πρώτος στίχος > [στοιχείο του χασισοποτικού εξοπλισμού]+[περιώνυμη πόλη], δεύτερος στίχος > [οτιδήποτε που να ριμάρει].)
Συμπεράσματα:
α) Το τραγούδι, ως ένα από τα πρώτα βήματα της πειραιώτικης παράδοσης καθώς απομακρυνόταν από την απλή συρραφή και όδευε προς τη σύνθεση συγκεκριμένων τραγουδιών στατικής μορφής, πατάει σε δυο βάρκες. Δεν αποτελεί πλήρως συγκροτημένη και συνεκτική αφήγηση, και δεν είναι δίκαιο να του τη γυρεύουμε. Το τι λέει ένας στίχος δεν είναι ασφαλές μέτρο του τι εννοεί ένας άλλος.
β) Επιπλέον, είναι εκτελεσμένο με τόσα σφάλματα ώστε κάθε επιπλέον σφάλμα είναι πολύ πιθανόν να έχει επίσης γίνει.