Πρόταση για νέο λήμμα ΤΣΑΜΑΣΙΡΙΑ

Τσαμασίρια

Κάθε είδους ρουχισμός και γενικά όλα τα υπάρχοντα

ΕΤΥΜ. <τουρκ. çamaşır: άπλυτα/ρούχα

Ακούγεται στο τραγούδι του Τσιτσάνη «Το ντιβάνι» (1955)

Αφού δεν τα κατάφερες
να πας με τα νερά μου,
μάσε τα τσαμασίρια σου
και στο καλό κυρά μου

Στο δικό μου λεξικό, στο λήμμα çamaşır αποδίδονται οι εξής σημασίες: 1: εσώρουχο 2:μπουγάδα 3:πλύση, - dolabi = σιφονιέρα, iç - = εσώρουχο, - ipi = σχοινί απλώματος, - makinesi = πλυντήριο, - suyu = χλωρίνη και ακολουθούν τα λήμματα çamaşırcı = πλύντης, πλύστρα, çamaşırcılık = πλύση, çamaşırhane = πλυσταριό, çamaşırlık = 1: αποθήκη ιματισμού 2: ύφασμα για εσώρουχα.
dolabi = ντουλάπι
, iç = έσω, μέσα
ip = σχοινί, σπάγγος
makinesi = μηχανή
su = νερό, υγρό
hane = σπίτι, οίκος

(ολίγον μπερδεμένα τα έχει, ομολογώ…)

Εδώ είναι διαφωτιστικά τα πράγματα:

https://tureng.com/en/turkish-english/%20çamaşır

1 «Μου αρέσει»

Μάλιστα, τίποτα δεν λείπει! Πλάκα έχει το στεγνωτήριο ρούχων: kurutukusu (kuru = ξηρός, στεγνός, όπως και η κουρού τυρόπιτα)

1 «Μου αρέσει»

Υπάρχει και το (εμβληματικό για όσους είμαστε 50+) “Βαρέθηκα (τα σουξου μουξου του)”, του Γιαννιώτη Τάκη Μουσαφίρη (στίχοι-μουσική). Πρώτη εκτέλεση με τη Χαρούλα Λαμπράκη (1975). Εκεί ακούγεται “τσαμπασίρια” αλλά δεν τρέχει και τίποτα.

Ε, δεν είναι και για όλους τους μεσήλικες “εμβληματικό” αυτό το άζμα…

Ούτε τα “τσαμασίρια” δεν ήξερε ο μουσαφίρης της αργκό;

Μπα, εγώ αρκετά σαφές το βρίσκω. Περίπου όπως στα ελληνικά έχουμε τη λέξη μπουγάδα που μπορεί να σημαίνει και τη διαδικασία (την πλύση), και το σύνολο των πλυμένων ρούχων, ή ακόμα και των άπλυτων προς πλύση, και από κει βγαίνει το μπουγαδόνερο, το μπουγαδοκόφινο και το μπουγαδόσχοινο. Ή όπως λέμε «έχω δυο πλυντήρια να σιδερώσω» και όλοι καταλαβαίνουν τι εννοούμε. Δεν υπάρχει 100% αντιστοιχία (λ.χ. οι ελληνικές λέξεις για το εσώρουχο ή για το πλυσταριό δε σχετίζονται ετυμολογικά με την μπουγάδα, ούτε το μπουγαδόνερο είναι χλωρίνη), αλλά ωστόσο καταλαβαίνει κανείς τι διαβάζει.

Να πούμε πάντως ότι η σημασία της λέξης δε θα βρεθεί σε κανένα τούρκικο λεξικό.

Το ζητούμενο είναι η σημασία της ως ελληνικής λέξης. Ακόμη κι αν δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο η σημασία από τα τούρκικα στα ελληνικά, αυτό δε θα μας το πει το τούρκικο λεξικό.

Ασφαλώς και θα συμβουλευτούμε ένα λεξικό της γλώσσας προέλευσης, αν έχουμε τη δυνατότητα, αλλά για άλλα ζητούμενα.

Στην ελληνική γλώσσα, η λέξη πήρε ακριβώς την έννοια:
α. κάθε είδους ρουχισμού [όχι τα άπλυτα]

π.χ. «και τα ρούχα [τα λέω] τσαμασίρια»
[“Λεξικό του μάγκα”, Π. Κυριακός]

και β. γενικά, όλα τα υπάρχοντα, τα προσωπικά είδη, τα ψιλολόγια.

Με αυτή την έννοια απαντά η λέξη και στο τραγούδι:
«Η σπηλιά»,
σε στίχους Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, μουσ. Χιώτη και ερμην. Λίντα /Χιώτη.

«…μου τα πετάξανε που λες
τα τσαμασίρια στις αυλές
και γίνηκα ρεζίλι…»

Όπου εδώ με το «τσαμασίρια» εννοούνται- εκτός των άλλων - μικρές και πολλές αποσκευές με προσωπικά είδη.

Καλησπέρα. Την λέξη αυτή την έχω δει γραμμένη κι ως τσαμασφίρια σε βιβλίο. Αυτό που καταλαβαίνω εγώ είναι ότι εννοούσε τα υπάρχοντα (μαζέψτε τα τσαμασφίρια σας και δρόμο). Προσθετικά με τα παραπάνω πάντα. Μπορεί να έχει λοιπόν 2 έννοιες ρούχα ή/και υπάρχοντα.

Περίπου όπως θα λέγαμε «τα μπογαλάκια» δηλαδή. «Μάζευ’ τά μπογαλάκια σου και δρόμο». Στα μπογαλάκια το πιθανότερο είναι να έχει κανείς ρούχα, αλλά κι αν έχει και άλλα αντικείμενα μέσα, κι αυτά περιλαμβάνονται στην έννοια.

1 «Μου αρέσει»

Όπως λέμε “τα συμπράγκαλα”, κάπως έτσι.

1 «Μου αρέσει»

Και υπάρχει και τρίτη, ακριβέστερη και πολύ παραστατική έκφραση:
Πάρε ξένε μ’ τα ρούχα σου, πάρε και τα σκουτιά σου.

όπου εδώ, βεβαίως, με σκουτιά υπονοείται ο υφασμάτινος εξοπλισμός του σπιτιού ενός (μάλλον εργένη) ξενιτεμένου, όχι εκείνα του σαμαριού

Δεν υπονοείται. Σκουτί δεν είναι το σαμαροσκούτι, αλλά κάθε ύφασμα ή και ρούχο (άλλωστε και «ρούχο» καμιά φορά σημαίνει απλώς «ύφασμα», ιδίως στο επίθετο «ρούχινο» = υφασμάτινο).

Σαμαροσκούτι είναι το σκουτί (ύφασμα) για σαμάρια.

Ναι, εργένη και μονήρους. Στο πλήρες τραγούδι δίνει τα ρούχα του να του τα πλύνουν οι ντόπιες, κι εκείνες του κάνουν την εξυπηρέτηση αλλά χωρίς πολλή όρεξη, μέχρι που βαριούνται και του λένε «πήγαινέ τα πια να σ’ τα πλύνει η μάνα σου ή η αδερφή σου!» (που είναι αυτονόητη υποχρέωσή τους, αλλά έλα που δεν είναι εδώ!).

Κάτι τέτοια παραδείγματα διαλέγει ο ποιητής για να δείξει τον καημό της ξενιτιάς: ότι για μικρά αυτονόητα ζητήματα της καθημερινότητας, ο ξένος αναγκάζεται να παρακαλέσει και να υποχρεωθεί. Πολύ οξυδερκής παρατήρηση πραγματικά: άλλα τραγούδια της ξενιτιάς εστιάζουν στους μεγάλους και ολοφάνερους καημούς, αλλά είναι κι αυτοί οι μικροί που σου μαυρίζουν λίγο λίγο τη ζωή.

Καιρός, να συντάξουμε ένα τελικό κείμενο, για να προστεθεί ως λήμμα στο γλωσσάρι.
Άνθιμε;

Προσωπικά καλύπτομαι από την αρχική μου τοποθέτηση. Εάν μπορεί να προστεθεί και κάτι ουσίας από τη συζήτηση, ας προστεθεί.

Ρίχνω μια ιδέα:

τσαμασίρια

  1. κάθε είδους ρουχισμός
    Ακούγεται στο τραγούδι του Τσιτσάνη «Το ντιβάνι» (1955)

«…αφού δεν τα κατάφερες
να πας με τα νερά μου,
μάσε τα τσαμασίρια σου
και στο καλό κυρά μου…»

  1. Γενικά, όλα τα υπάρχοντα, όλα τα προσωπικά είδη, οι μικρές και μεγάλες αποσκευές.

Ακούγεται στο τραγούδι: Η σπηλιά (1961)

Στ.: Ευτ. Παπαγιαννοπούλου.
Μουσ. Χιώτης
Ερμην.: Λίντα, Χιώτης

«…μου τα πετάξανε που λες
τα τσαμασίρια στις αυλές
και γίνηκα ρεζίλι…»

ΕΤΥΜ. <τουρκ. çamaşır: άπλυτα/ρούχα

Υπάρχει η περίπτωση και ο Τσιτσάνης εδώ να υπονοεί όχι μόνο τα ρούχα, αλλά γενικά “τα συμπράγκαλά σου”;
Καμιά γνώμη;

Ε, νομίζω τα “υπάρχοντά σου” εννοεί: πάρε ό,τι έχεις και δεν έχεις και δρόμο!

Νομίζω ότι και στα δύο τραγούδια το ίδιο γίνεται: λέμε ρούχα και εννοούμε και ό,τι τυχόν άλλο. Και υποψιάζομαι ότι έτσι θα γίνεται συνήθως.

Οπότε, μπορούν οι δύο σημασίες 1 και 2 να μπουν η μια μετά την άλλη, και το παράδειγμα ή τα παραδείγματα στο τέλος.

Οι στίχοι από το τραγούδι της Παπαγιαννοπούλου:
"…Μου τα πετάξανε που λες
τα τσαμασίρια στις αυλές
και γίνηκα ρεζίλι.
Με άλλα λόγια δηλαδή
με βγάλανε απ’ το τσαρδί
μέσα στο κρύο δείλι.

Έτρεξα βρήκα μια σπηλιά
και τρύπωσα τη φαμελιά
χωρίς πολλά εμπόδια.
Τώρα ας βρέχει, ας βροντά,
αστροπελέκια ας πετά
κι ας ρίχνει καλαπόδια.

Έχω σπηλιά που κάνει μπαμ
ζεστή ζεστή σαν το χαμάμ
και πλούσιος τη ζηλεύει,
ο νοικοκύρης μου ο παλιός
ας μάθει έτσι ή αλλιώς
η φτώχια τα βολεύει…"

Πέταξε δηλαδή όλα τα υπάρχοντά της [όχι μόνο ρούχα] ο σπιτονοικοκύρης της και βρήκε λύση η παθούσα όπως λέει.

Στο τραγούδι όμως του Τσιτσάνη, που την διώχνει από το σπίτι, λογικότερο μου φαίνεται να πρέπει να μαζέψει μόνο ρούχα , εξάλλου μόνο ρούχα θα είχε πάρει μαζί της και όχι π.χ. και ένα κομοδίνο. :slight_smile:

Άρα, ίσως να το αφήναμε έτσι.

Μη περιλαμβανομένων των επίπλων κλπ; Μου φαίνεται κάπως υπερβολικά γενικευμένο το «όλα τα υπάρχοντα».