Αναζήτηση αδέσποτων μελωδιών με συρραφή στίχων

Καλησπέρα, ψάχνω να βρω τραγουδια ρεμπέτικα που τα στοιχακια μεταξύ τους να είναι άσχετα πχ σαν το σου λάχει του Μπάτη

Να φανταστώ εννοείς αδέσποτες μελωδίες με συρραφή στίχων.

Ο Μπάτης και ο Μάρκος σίγουρα έχουν κάμποσα.

Δες εδώ μια εξαιρετική ανάλυση του Περικλή που εξελίχτηκε σε μια από τις πιο μεστές συζητήσεις του φόρουμ:

2 «Μου αρέσει»

Τα τραγούδια της περιόδου της ανώνυμης δημιουργίας αλλά και πολλά από τα πειραιώτικα σε μικρότερο βαθμό.
Τσέκαρε την Παπαγκίκα, την κα Κούλα, Κατσαρό, Μπάτη, Σπαχάνη και Ιωαννίδη, το Μάρκο κτλ.

Βέβαια, το κριτήριό σου για να τα εντοπίσεις δεν πρέπει να είναι το αν είναι ‘‘άσχετα’’ ή το αν σου θυμίζουν ένα ΄΄κανονικό΄΄ τραγούδι (το κανονικό, πλέον, είναι αυτό που συνηθίσαμε), βγες τελείως από τη λογική των σημερινών κομματιών και ψάξε για διαφορετικά στοιχεία, όπως έτος, αν είναι κάποιος σκοπός που προϋπήρχε, αν υπάρχει σε περισσότερες από 1 (και με διαφορετικούς στίχους) εκτελέσεις κτλ.

Σαν έξτρα μπορείς να τσεκάρεις τα Τραγούδια του Μπαγλαμά του Φαλταϊτς που έχει αδέσποτους στίχους. Υπάρχουν και τα βιβλία: Αδέσποτες Μελωδίες (Ηλίας Καπετανάκης) + Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια (Claude Fauriel), θα βρεις πολύ υλικό ώστε να αναγνωρίζεις περισσότερα δίστιχα τέτοια. Κάποια έρχονται από πολύ παλιά και επειδή τα έχουμε συνηθίσει να υπάρχουν στο τάδε τραγούδι, δεν μας πάει καν το μυαλό ότι είναι αδέσποτα που έχουν διατηρηθεί ως σήμερα.

Το νήμα του pepe τώρα θα το τσεκάρω, αλλά για να λέει ο Νίκος κάτι θα ξέρει

2 «Μου αρέσει»

Ας μπει κι αυτό:

1 «Μου αρέσει»

O Μπάτης πολλά. Ο Μάρκος, ούτε ένα.

1 «Μου αρέσει»

Εννοείς Νίκο κομμάτι εξ ολοκλήρου με τα παλιά πρότυπα;

Γιατί διαφορετικά, ο χαρμανης, τα μάτια σου τ αραπικα, έλα να πάμε στο νησί και αρκετά ακομη έχουν παραδοσιακούς στίχους. Όχι αποκλειστικά, όπως κάποια του Κατσαρού πχ, αλλά συνδυαστικά.

Επίσης το αντιλαλουν οι φυλακές είναι προϋπάρχον και στιχουργικά και μελωδικά…

ΥΓ: Λογικά ομως αυτά που είπα τα γνωρίζεις, άρα η ένσταση σε τι παει;

Γιάννη, εδώ μιλάμε για συρραφή διστίχων. Υπάρχουν εκατοντάδες δίστιχα που από μόνα τους κάτι λένε, το καθένα τους, δεν μπορείς όμως συνδυάζοντάς τα να φτιάξεις αφήγηση με κάποιο κεντρικό θέμα. Π.χ. το δίστιχο
Θάλασσα, βαρείς την άμμο. Δε μου λέτε, τί να κάνω;
δεν δένει με (π.χ.) το δίστιχο
Άναψέ το κι έσβησέ το το κερί, το σπαρματσέτο
με τρόπο που να φτιάχνεται μια ιστορία. Και όμως, ο Σπαχάνης δεν είχε κανένα πρόβλημα να τα απαγγείλει, το ένα μετά το άλλο. Δεν στόχευε να γράψει ιστοριούλα, να γεμίσει το δίσκο στόχευε, με ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του. Αυτά ψάχνουμε, όχι παραδοσιακούς στίχους γενικά.

Την ένσταση, πού τη βλέπεις; Αν εννοείς τη φράση που έγραψα στο #6, δεν πρόκειται για ένσταση, απλά για διαπίστωση.

1 «Μου αρέσει»

Έχει δίκιο ο Νίκος. Η αρχική αναζήτηση ήταν:

Βέβαια είναι λίγο παράξενη αναζήτηση, λίγο σαν να ψάχναμε τραγούδια με φάλτσα ή με σαρδάμ. Γιατί όχι μια γενικότερη αναζήτηση για τραγούδια από συρραφή αυτόνομων διστίχων, είτε είναι ασυναρτητα είτε ταιριασμένα σε μια κάποια λογική σειρά;

Θα πει κανείς: αν βγαίνει νόημα, πώς να ξέρουμε ποιο δίστιχο προϋπήρχε αυτόνομα; Μόνο αν έτυχε να το έχουμε ξανακούσει κι αλλού.

Ε, σε γενικές γραμμές συνήθως βγαίνει η άκρη. Όταν ο Μάρκος λέει π.χ. «κι έτσι μάγκα με δικάζουν / και οι μαύροι ησυχάζουν», είναι προφανές ότι είναι απόσπασμα μιας ιστορίας και αποκλείεται να προϋπήρξε αυτόνομα.

Και βέβαια δεν προϋπήρξε τέτοιος στίχος. Το δίστιχο όμως

Τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου

μάλλον προϋπήρξε (χωρίς βέβαια να είναι και σίγουρο) και ο Μάρκος, παίρνοντάς το για πρώτο στίχο, έφτιαξε τραγουδάκι με νόημα, προσθέτοντας και τα

Τα ματόκλαδά σου γέρνεις, νού και λογισμό μου παίρνεις,

Τα ματάκια σου αδερφούλα, μου ραγίζουν την καρδούλα και

Τα ματάκια σου να βγούνε, σαν κι εμένα δεν θα βρούνε

που, πιθανότατα, είναι δικά του.

Έχεις δίκιο, αν και το ένα θέμα εμπεριέχεται στο άλλο, ισχύει.

“Το δίστιχο όμως Τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου
μάλλον προϋπήρξε (χωρίς βέβαια να είναι και σίγουρο)”

Και βέβαια είναι σίγουρο ότι προϋπήρξε (βλ. Δημώδη Δίστιχα, στο «Νεοελληνικά Ανάλεκτα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού», τόμος Α΄, Οκτώβριος 1871, φυλλάδιον Ε΄, σελ. 289)

1 «Μου αρέσει»

Μάλιστα. Ενδιαφέρον είναι, ότι έχει καταχωρηθεί ως εξής:

Τά ΄ματόκλαδά σου λάμπου (ν)

΄σαν τά λούλουδα του κάμπου.

Κάποιον από την επιτροπή πρέπει να ενόχλησε η παραβίαση των κανόνων της ομοιοκαταληξίας κατά την ποιητική δεοντολογία, γιαυτό και το ν το έβαλε σε παρένθεση.

Ευχαριστώ παιδιά για τις απαντήσεις ! Τώρα που έχω χρόνο θα κάτσω να διαβάσω τα δύο θέματα που μου προτείνατε ευχαριστώ

1 «Μου αρέσει»

Ή το αντίστροφο: το άκουσε χωρίς το τελικό -ν, και το προσέθεσε εντός παρενθέσεως για να καταλάβουμε.

Στην Κρήτη και στα 12νησα (ίσως και αλλού), όλα τα τελικά -ν των ρημάτων μπαινοβγαίνου ελεύθερα, π.χ.:

σ’ μιά Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι
[…]
γιατ’ ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα’,
σ’ έγνοια μεγάλη και βαρά τσ’ ήβανε τέτοιο πράμα

(Ερωτόκριτος: οι απόστροφοι και γενικά όλη η ορθογραφία κόπι-πέιστ από εδώ.)

Λέγου / λέγουν, ελέγα / ελέγαν, να τρέξου / να τρέξουν. Λάμπου, ελάμπα, ελάμψα, θα λάμψου. «Είπα» μπορεί να σημαίνει «εγώ είπα» αλλά και «αυτοί είπα(ν)». Από την καρπάθικη θητεία μου όλα αυτά μού είναι πολύ οικεία. Στην Κρήτη ίσως είναι λίγο πεπαλαιωμένα πια, τουλάχιστον στα μέρη που κυκλοφορώ. Δεν τα 'χω ακούσει να λέγονται, αν και σε μαντινάδες χρησιμοποιούνται, ακόμη και σε καινούργιες.

Τον στίχο με τα ματόκλαδα είναι πιο πιθανό να τον πρωτοείπε κάποιος που μιλούσε ένα από αυτά τα ιδιώματα, οπότε μπορούσε με φυσικότατο τρόπο να βγάλει ομοιοκαταληξία, παρά ο Μάρκος, που μιλούσε κοινά λαϊκά ελληνικά: όχι γιατί η λάθος ρίμα «λάμπουν - κάμπου» είναι κάνα θανάσιμο αμάρτημα, άλλωστε με το «βρε» κανείς δεν την προσέχει, αλλά γιατί απλούστατα, αφού δεν ομοιοκαταληκτούν, δύσκολα η μία λέξη θα του έφερνε στο μυαλό την άλλη.

Και με τέτοιο μέτρο είναι ελάχιστα πιθανό να ήταν κρητικό το δίστιχο. Δωδεκανησιακό όμως θα μπορούσε. Υπάρχει και ένα παρόμοιο, αν και βέβαια πολύ κατώτερο:

Λάμπει το κορμί σου, λάμπει
μα τον Άγιο Χαραλάμπη.

(Κι εσύ λάμπεις, Μπάμπη μου…) :wink:

Δυστυχώς, στην πηγή δεν παρατίθενται και οι περιοχές από τις οποίες συνελέγησαν τα επί μέρους δίστιχα και άλλα. Κάπως δύσκολο βέβαια, αφού στο τεύχος αυτό δημοσιεύτηκαν 739 δίστιχα! Όπως και να ΄χει, λόγιο χέρι πρέπει να έβαλε το ν σε παρενθέσεις. Η επιτροπή πάντως που είχε την ευθύνη, είχε σαφέστατα επιστήσει την προσοχή των αποστελλόντων υλικό, ότι παραμύθια (και κατ’ επέκτασιν όλο το υλικό) πρέπει να είναι γεγραμμένα, ει δυνατόν, εν τη δημώδει γλώσση και απαραλλάκτως ως διηγείται ταύτα ο λαός.

Εξ ορισμού. Προφορικά δεν υπάρχουν παρενθέσεις! Το θέμα είναι: άκουσε «λάμπου» και θεώρησε καλό να προσθέσει το ν μέσα σε παρένθεση, για να είναι πιο αναγνωρίσιμος και κατανοητός ο τύπος; Ή άκουσε «λάμπουν» και θεώρησε καλό να προσθέσει μόνο τις παρενθέσεις, δηλαδή στην ουσία να σβήσει το ν, για να αποκατασταθεί η ρίμα;

Και θεωρώ πολύ πιθανότερη την πρώτη απάντηση: ναι, είναι πιθανό να άκουσε «λάμπου» γιατί είναι υπαρκτός τύπος, και ναι, είναι πιθανό να αισθάνθηκε την ανάγκη να εξηγήσει τι σόι τύπος είναι (βλέπουμε ότι κι οι επιμελητές του σάιτ με τον Ερωτόκριτο προσέθεσαν τις αποστρόφους με το ίδιο πνεύμα - κι εγώ, αυθορμήτως, κάτι παρόμοιο θα έκανα).

Αν όντως ισχύει αυτό, τότε ο λόγιος απαλλάσσεται από κάθε υποψία αλλοίωσης του στίχου χάριν της ρίμας.

(Εκεί ήθελα να καταλήξω, στην αθώωσή του. Γι’ αυτό όλο αυτό το μπλα μπλα.)

2 «Μου αρέσει»

θα βρεις πολλα σε εκτελεσεις αμερικης