μπουκάρω (ρ.)
Μπαίνω ξαφνικά ή ορμητικά κάπου, συνήθως προκαλώντας κάποια ανωμαλία.
Ακούγεται στο τραγούδι: “Σούρα και μαστούρα” (1936)
Στίχ., μουσ., ερμην.: Α. Δελιάς
“…όταν μπουκάρω στον τεκέ
το ναργιλέ τσακώνω…”
[ΕΤΥΜ. <ιταλ. boccare < bocca = στόμα, είσοδος λιμανιού]
Νομίζω ότι το ερμήνευμα αυτού του λήμματος πρέπει να επανεξεταστεί. Έχω την αίσθηση ότι πιθανότατα στην αργκό εκείνης της εποχής «μπουκάρω» εσήμαινε απλώς μπαίνω, χωρίς να υπονοείται κανένας σχολιασμός για το πώς ακριβώς μπήκα, ορμητικά ή όχι.
Για τον συγκεκριμένο στίχο του παραδείγματος έχει ήδη σχολιαστεί (δε θυμάμαι πού) ότι κανονικά στον τεκέ μπαίνει κανείς ήσυχα και κρυφά, κι όχι ορμητικά. Ας πούμε ότι αυτό ήταν ποιητική αδεία. Πιστεύω ωστόσο ότι δε χρειάζεται να καταφύγουμε στην ποιητική άδεια για να βγάλουμε νόημα, και ιδού οι σκέψεις μου:
α) Η ετυμολογία: από την μπούκα (=bocca = αρχικά “στόμα”), που χρησιμοποιείται και σήμερα μ’ αυτή την έννοια (π.χ. Μπούκα είναι το όνομα του λιμανιού της Κάσου) δεν προκύπτει κάποιος ιδιαίτερος τρόπος, απότομος ή άλλος, που εισέρχεται κανείς κάπου. Απλώς το πέρασμα από μια είσοδο.
β) Σε ρεμπέτικα έχουμε αρκετές φορές το αντίθετο «ξεμπουκάρω» (=βγαίνω), σε συμφραζόμενα όπου και πάλι δε φαίνεται απαραίτητο να θεωρήσουμε ότι βγήκε κάποιος ορμητικά:
-και ξεμπουκάρω απ’ τον τεκέ (στο ίδιο τραγούδι)
-μάσες, ξάπλες και τσιγάρο / μέχρι να την ξεμπουκάρω [από τη φυλακή]
-τώρα που 'χω ξεμπουκάρει από το Γεντί-Κουλέ
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η έξοδος από τη φυλακή χρωματίζεται για λόγους θριαμβολογίας με την έννοια, μεταφορικά, της ορμητικής εξόδου, αλλά αυτή η υπόθεση δεν είναι απαραίτητη. Κι αν το πάρουμε ως σκέτο αχρωμάτιστο «βγήκα, ώσπου να βγω», μια χαρά νόημα βγαίνει.
γ) Ίσως παρασυρόμαστε από τη σημερινή έννοια του «μπουκάρω», που πράγματι είναι αυτή του ερμηνεύματος. Ωστόσο, να θυμίσω ότι σήμερα λέμε και «μπουκάραν κλέφτες στο σπίτι μου», παρόλο που λογικά δε θα μπήκαν με πολιορκητικό κριό αλλά όσο πιο ήσυχα μπορούσαν. Μπήκαν, ωστόσο, παραβιάζοντας ένα χώρο. Οπότε εδώ έχουμε πιο πολύ να κάνουμε με το «συνήθως προκαλώντας κάποια ανωμαλία» παρά με το «ορμητικά». Και πάλι όμως, η είσοδος ενός θαμώνα του τεκέ στον τεκέ δεν προκαλεί ανωμαλίες, ούτε η έξοδός του, ούτε η έξοδος ενός φυλακισμένου από τη φυλακή όταν ολοκληρώσει την ποινή του.
Ίσως λοιπόν θα 'ταν καλό να μαζέψουμε περισσότερα παραδείγματα από τραγούδια, για να δούμε μήπως τελικά ήταν απλώς μια πιο μάγκικη λέξη για το «μπαίνω», χωρίς εννοιολογική απόχρωση.