Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Σε εκατομμύρια ιστότοπους διακινούνται διάφορα ανυπόστατα. Κάνοντας κατάχρηση της ελευθερίας στη διακίνηση των ιδεών, τα ανυπόστατα αυτά στέκονται ισοδύναμα και πλάι-πλάι με τα σοβαρά και “αφήνουμε τον πολίτη να διαλέξει”. Δεν χρειάζεται να αναφέρω παραδείγματα για προβλήματα που δημιουργούνται από την υιοθέτηση τέτοιων ανυπόστατων από καλόπιστους και ανυποψίαστους. Εδώ, ευτυχώς, δεν διαπραγματευόμαστε κρίσιμα ζητήματα όπως π.χ., η υγεία ή η ασφάλεια όπου υπάρχει και νομικό ενδιαφέρον. Από την άλλη, φανταστείτε ένα μαθητή ο οποίος θέλει να κάνει μια εργασία και μέσω ψαξίματος πέφτει πάνω στις πρόσφατες αναρτήσεις. Στις αναρτήσεις αυτές υπήρξε άμεση και στοιχειοθετημένη ανταπάντηση αλλά στους σημερινούς ρυθμούς είναι αμφίβολη η εν συνόλω αξιολόγηση της συζήτησης από βιαστικούς και ανυποψίαστους αναγνώστες. Έτσι τα ανυπόστατα αυτά εδραιώνονται σιγά-σιγά στον κόσμο. Nikosn (#2429), το πρόβλημα δεν είναι (μόνο) ότι οι ισχυρισμοί είναι σωβινιστικοί. Το πρόβλημα είναι ότι είναι ανυπόστατοι. Φιλότιμοι και υπομονετικοί σχολιαστές (με τους οποίους διαφωνώ με κατά καιρούς τοποθετήσεις τους) μπήκαν στον κόπο να αποδείξουν τα προφανή και τα άκουσαν και από πάνω.
Δια τούτο, εξαπέλυσα προχθέ, εν τω μέσω της νυκτός, συμβολικό χωροφυλακίστικο διάταγμα διαγραφής…

τρελή:

Μου κάνει εντύπωση που δεν υπάρχει τέτοιο λήμμα στο Γλωσσάρι. Σε πάρα πολλά ρεμπέτικα η λέξη χρησιμοποιείται με μια ειδική σημασία, που δεν την έχω ακούσει ποτέ εκτός ρεμπέτικων τραγουδιών = (περίπου) σκληρή, άπονη, που αγαπιέται χωρίς να ανταποκρίνεται.

Μεταξύ των λέξεων που (α) είναι κοινές γενικά στη γλώσσα αλλά στα ρεμπέτικα τραγούδια έχουν ειδική σημασία και (β) ΔΕΝ είναι αργκοτικές (συνθηματικές), ίσως είναι η πιο χαρακτηριστική.

Δεν ξέρω καθόλου αν, τον καιρό που γράφονταν όσα τραγούδια την περιέχουν, η λέξη λεγόταν με την ίδια σημασία και στον πεζό (προφορικό ή γραπτό) λόγο. Αν όχι, πρόκειται για μια στιχουργική μανιέρα που θα είχε ενδιαφέρον να βρούμε από ποιον ξεκίνησε και πώς καθιερώθηκε.

πολύ ενδιαφέρον, μάλιστα επιβίωσε και δεκαετίες μετά (“τρελλή κι αδέσποτη” του νίκου παπάζογλου"), ακόμα και σήμερα ως προσφώνηση μεταξύ φίλων (“έλα ρε τρελλέ!”).

Περικλή, ποιο/ποια τραγούδι /α έχεις υπόψη σου;

Σ’ αυτό που μου έρχεται στο νου,
π.χ. “Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις”
η λέξη “τρελός” διατηρεί την κυριολεκτική σημασία της: " πέρα από τη λογική",
"παράλογος/η " [- ειδικά όταν αναφέρεται στον έρωτα, στο πάθος, γενικά],
εξωφρενικός.

Σε άλλες περιπτώσεις π.χ., “Τρελέ τσιγγάνε”, “Νόστιμο τρελό μικρό μου”
το “τρελός” αν δεν υπονοείται ήδη κυριολεκτικά, το πολύ πολύ να σημαίνει “άμυαλος”, με την έννοια και πάλι ότι είναι πέρα από τη λογική το ότι δεν ανταποκρίνεται στο αίσθημα.
Σε πρώτη ανάγνωση, όμως, δεν σημαίνει η λέξη “άσπλαχνος” και “άπονος”, οι λέξεις αυτές υπάρχει προτίμηση να καταγράφονται αυτούσιες, όταν μιλά για τέτοιες περιπτώσεις ο στίχος.

Αλλά και στη σημερινή, χιλιοακουσμένη έκφραση “έλα ρε τρελέ”, το “τρελέ” δεν σημαίνει με τίποτε “άσπλαχνε” ή “άπονε”.

Όπως και να έχει, όμως, νομίζω ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επεξήγηση στο γλωσσάρι.
Η λέξη (με τα συμφραζόμενά της και την έστω παρεμφερή σημασία της) είναι πολυχρησιμοποιημένη, ήδη, και δεν δημιουργείται σύγχυση στο άκουσμά της.

==============
Εγώ προβληματίζομαι αν θα μπορούσαν να μπουν στο γλωσσάρι λέξεις για τις οποίες υπάρχει πραγματική σύγχυση ως προς την ερμηνεία τους, π.χ. “ξόβεργα”,
λέξη που τη συναντάμε σε πληθώρα δημοτικών αλλά και σε λαϊκά τραγούδια.

Και εδώ περιμένω την άποψή σας. :slight_smile:

Όχι το «Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις»: εδώ συμφωνώ ότι πρόκειται για τη γνωστή κυριολεξία.

Ούτε άλλα τραγούδια με «τρελό», αρσενικό ή ουδέτερο. Ειδικά για το θηλυκλό το λέω, όπως:

Δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα
πώς πέρασα, τρελή, στην ξενιτιά
σʼ αγάπησα, δυστύχησα για σένα
και σέρνομαι, κακούργα, μακριά

(Εδώ φαίνεται να είναι περίπου συνώνυμο του «κακούργα», που και πάλι δεν είναι κυριολεκτικό.)

Ή:

Θα πάω εκεί στην Αραπιά που μʼ έχουνε μιλήσει
για μια μεγάλη μάγισσα τα μάγια να μου λύσει.

Και θα της πω τα βάσανα αυτά που `χω τραβήξει
και τα σημάδια της τρελής σε μια φωτιά να ρίξει

Προχείρως δε μου 'ρχονται άλλα, και συμβαίνει αυτά τα παραπάνω να είναι και τα δύο του Τσιτσάνη. Ωστόσο είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν πολλά ακόμη παραδείγματα, από διάφορους στιχουργούς. Βοηθήστε και κάνας άλλος.

Είναι νομίζω σαφές ότι δεν εννοούν «όχι στα λογικά της», ούτε με την κυριολεκτική ψυχιατρική έννοια ούτε με την τρέχουσα μεταφορική.

Από την άλλη, όχι μόνο σε ρεμπέτικα, αλλά και σε λαϊκά το συναντάμε, π.χ.:

“Τρελή κι αδέσποτη”(Παπάζογλου)
“Στη σκέψη της τρελής” (Κορακάκης)

και έχω την εντύπωση πως και στα παλαιότερα και στα πιο σύγχρονα λαϊκά, το “τρελή” (έστω στο θηλυκό γένος, συγκεκριμένα)
έχει τη σημασία “άμυαλη”, “παλαβή”, πάλι δηλαδή κοντά στη σημασιολογία του “τρελός/ή”.

περικλή, μήπως είχες στο νου σου το “τρελλό κορίτσι άπονο” του χιώτη, και γι’αυτό έδωσες αυτήν την ερμηνεία;

Δεν ξέρω για το πρώτο παράδειγμα, αλλά στο δεύτερο σίγουρα είναι η ίδια έννοια που συζητάμε. Και σ’ άλλα λαϊκά επίσης. Άλλο ένα παράδειγμα που βρήκα (πάλι του Τσιτσάνη όμως!) είναι:

Της μπαμπέσας το γλυκό φιλί (αυτός είναι και ο τίτλος)
θα σε δικάσει να γυρνάς ως το πρωί
μην την πιστεύεις την πλανεύτρα την τρελή

Σε κανένα από αυτά (3Χ Τσιτσ. + Κορακ.) δε μου φαίνεται να εννοεί άμυαλη, παλαβή. Μερικές από αυτές τις γυναίκες φαίνονται να ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν (όπως τα παρουσιάζει ο άντρας αφηγητής), απλώς είναι σκληρόκαδες, άπιστες κλπ…

Μισό τώρα, γιατί με πιάνεις αδιάβαστο. Δεν το ξέρω το τραγούδι, αναζητώντας όμως βρίσκω:

α) [Τρελό] Κορίτσι άπονο, όχι του Χιώτη. Ναι, η ίδια έννοια είναι κατά τη γνώμη μου.

β) Τρελό κορίτσι (σκέτο), του Χιώτη. Μπα, εδώ λίγο πολύ εννοεί «τρελό», τρελοκόριτσο.


Γενικά, για τη γυναίκα που δε μας φέρεται όπως θα θέλαμε (γιατί περί αυτού πρόκειται στην ουσία: θιγμένος αντρικός εγωισμός) το ρεμπέτικο έχει αναπτύξει μπόλικο λεξιλόγιο. Ούτε η «κακούργα», που την προανέφερα, ούτε η «μπαμπέσα», ούτε και η «τρελή», σε τέτοιου είδους συμφραζόμενα, σημαίνουν αυτό που κανονικά σημαίνουν ως λέξεις του γενικού λεξιλογίου.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται απλά για στιχουργικές υπερβολές ή μεταφορές, όπως το «μου 'χεις κάνει την καρδιά κομμάτια» και τόσα άλλα κοινότατα, και όχι για λεξιλογικές ιδιαιτερότητες. Όταν όμως το ίδιο ακριβώς είδος στιχουργικής υπερβολής (ή μεταφοράς) επαναλαμβάνεται συστηματικά με τις ίδιες λέξεις, νομίζω ότι πλέον αρχίζει να διαμορφώνεται μια διακριτή απόχρωση της λέξης.

έχεις δίκιο, είχα στο νου μου το τρελλό του χιώτη αλλα υποσυνείδητα τρύπωσε και το άπονο.

Ένα ακόμη σχόλιο για τα βιδάνια που μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο εδώ.

http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=47342&seg=0 (Φύλλο 13)

“έρχονται βρε Θανασάκη, για να σπάσουν νταλκαδάκι” λέει ο Ζαμπέτας.

Νομίζω πως και αλλού συναντάμε το “Θανάση” ή “θανασάκη” σε τραγούδια.

Υπάρχει περίπτωση - όπως λέγεται - να μην εννοεί πρόσωπο αλλά το “μαύρο”;

Με το όνομα «Θανάσης» συχνά υπονοείται ο αργιλές. Συμφραζόμενα;

Τώρα που το ξαναβλέπω, δεν είμαι σίγουρη ότι στο συγκεκριμένο τραγούδι τουλάχιστον υπάρχει υπαινιγμός για αργιλέ και όχι για πρόσωπο.
Από όσο ξέρω, ο Ζαμπέτας αναφέρεται σε τραγούδι του σε κάποιο Θανάση, υπαρκτό πρόσωπο, γνωστό του.

Από την άλλη, σε πολλά γλωσσάρια [και όχι μόνο, υπάρχει και ως συνθηματική λέξη σε αφηγήσεις] ταυτίζεται ο αργιλές με το “Θανάση”.

8 αναρτήσεις διαχωρίσθηκαν σε ένα νέο νήμα: Συζήτηση για το λήμμα: Μπουκάρω

βαΐζω

  • λυγίζω, γέρνω μπρος τα εμπρός λόγω ηλικίας ή λόγω ασθένειας
  • γέρνω σκόπιμα και συχνά με χάρη όπως οι λυγερόκορμες κοπέλες, “αι λυγίζουσαι, αι θλώσσαι την μέσην των εν τω περιπατείν ή ορχείσθαι” (Γ.Χ.Μαρ.)
  • στα δέντρα: “Οι ελιές αβάισαν από το βάρος του καρπού” – “Εβάισαν οι πορτοκαλιές, και τους έβαλα διχάλες για να μη σπάσουν”
    Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
    Βαΐζω (βάϊον)= λυγίζω, κάμπτομαι, κλίνω, γέρνω.
    Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
    Βαΐζω (βαΐς). Καμπυλόνω ὡς ὁ κλάδος τοῦ βαΐου, (οὕτω ἐκ τῆς λύγου τὸ λυγίζω καὶ ἡ λυγερή, ἡ ἐν ἄλλοις τόποις τζακίστρα (λακίστρα), ἡ θλῶσα, λυγίζουσα τὴν μέσην της ἐν τῷ περιπατεῖν ἢ ὀρχεῖσθαι).
    Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Γειά σου Πελαγία!:slight_smile:

Μάλλον θα σε απογοητεύσω, φοβάμαι… Ούτε εγώ συμφωνώ με το «μπάνισε», που πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι το έχουν «υιοθετήσει» όλοι οι ερμηνευτές της αναβίωσης. Όμως και το «βαΐζω» δεν μου κολλάει με τίποτα: αν θεωρήσουμε ότι εκτός από την κυρίως ερμηνεία του λυγίσματος, μπορεί να υπάρξει και εκείνη του συναδέλφου σου, αφού εκτός από το «πάω να κοιμηθώ» λέμε και «πάω να γύρω», «να πλαγιάσω» με περίπου το ίδιο νόημα, τότε με τίποτα δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι ένας μανιακός των τυχερών παιχνιδιών και μάλιστα, με αξιοσημείωτο μέχρι τώρα ιστορικό επιτυχιών, κουράζεται από το παιχνίδι και μισοκοιμάται, επιτρέποντας στον αντίπαλο να του πάρει τον έλεγχο. Δεν έγινε κάτι τέτοιο ούτε την πρώτη, ούτε την δεύτερη ούτε την τρίτη μέρα, γιατί να γίνει ειδικά στα ζάρια; Ποτέ δεν χάνει τον έλεγχο ένας σοβαρός παίκτης.

Και κάτι πολύ πιο απλό:

Από το βαΐζω πώς είναι δυνατόν να ξεφυτρώσει ένα ν και να γίνει βάνισε; Ιδίως που τα παραθέματα εξηγούν ότι το βαΐζω είναι από το βάι (βάγια, Κυριακή των Βαΐων, βαγιοκλαδίζω κλπ.), όπου σαφώς δεν υπάρχει ν.

Άλλωστε, με το «μπάνισε» δε βλέπω να υπάρχει νοηματικό πρόβλημα:

Αυτό ακριβώς καταλάβαινα κι εγώ ανέκαθεν. Αν ο στιχουργός δε δεσμευόταν από τις συλλαβές του στίχου, θα μπορούσε να έχει πει, αναλυτικότερα:

«Μα το κορόιδο το μπάνισε [ότι τον έκλεβα στα χαρτιά], γι’ αυτό τελικά τον τύλιξα στα ζάρια»

(Βέβαια, Πελαγία, είδα ότι έχεις διαβάσει αυτή την ερμηνεία και δε σου καλοκάθεται, οπότε επαναλαμβάνοντάς την μάλλον δεν προσθέτω τίποτε…)

Κοιτάχτε εδώ τι βρήκα:

Στη Χίο λέμε: πάτησε τη γάτα. Δηλαδή όπως όταν πατήσεις τη γάτα θα πάθεις κακό, αν νη τι άλλο θα σου ξεσκίσει το πόδι πέραν του ότι θα τρομάξεις από την κραυγή της το ίδιο θα σου συμβεί από μια άστοχή σου ενέργεια.
Πιθανόν το «την πάτησα» να έχει σχέση με αυτό.

Πηγή

2 «Μου αρέσει»