Στο λήμμα «μανταρόλια (τα)» αναφέρεται ότι είναι «παραφθορά της λέξης μετζαρόλια που είναι ένα φιαλίδιο με άμμο για τον κανονισμό των ωρών των δυτών, ένα είδος κλεψύδρας».
Ως παράδειγμα στίχων παρατίθενται στίχοι από την «Παλιοτρεχαντήρα» (1940): «μέτρα, κολαουζέρη μου, καλά τα μανταρόλια»
Κατ’ αρχάς, το «μετζαρόλι» (ο καθαρεύων όρος είναι «ημιώριον αμμόμετρον») μετράει μόνο μισάωρα. Κατά δεύτερον, στην περίπτωσή μας (του τραγουδιού δηλ. αλλά και της σπογγαλιείας), τα «μανταρόλια/μετζαρόλια» σημαίνουν «οργιές», τις οποίες τις μέτραγαν με «κουρελάκια δεμένα στον κολαούζο, σε απόσταση μίας οργιάς», καθώς καταδεικνύεται από το παρακάτω παράθεμα: «Στην πλώρη του μηχανοκάικου ο κολαουζιέρης έλεγχε το βάθος που βρισκόταν ο δύτης, μετρώντας τα μετζαρόλια, κουρελάκια δεμένα στον κολαούζο, σε απόσταση μιας οργιάς το ένα από το άλλο, και ενημέρωνε τον καπετάνιο τραγουδιστά: “μετζαρόοοολια τέσσερα μετζαρόοοολια” και σε λίγο “μετζαρόοοολια πέντε μετζαρόοοολια”» (Χρ. Μάντζαρης, «Η Ύδρα των σφουγγαράδων», Λέσχη Αποφοίτων Σχολής Ναυτιλίας Ύδρας 2018)
Κι εδώ παράθεμα από αφήγημα του Α. Τανάγρα, όπου σε υποσημείωση εξηγείται ότι «μαντζαρόλια»= οργιές: «-Πόσα μαντζαρόλια έχει μωρέ; ηρώτησεν αίφνης εις γέρων και ερρυτιδωμένος σπογγαλιεύς […] –Είκοσι μαντζαρόλια καπετάνιο!, απήντησεν ο νεαρός μούτσος […]», (Α. Τανάγρα, «Σπογγαλιείς του Αιγαίου», Εμπρός 8/6/1903), και σε άλλο σημείο του έργου: «Το βάθος ήτο τριάκοντα οργιών-τριάκοντα μαντζαρόλια είχεν αριθμήσει ο ναυτόπαις, και εις το βάθος αυτό ο φοβερός δύτης είχε μείνει άλλοτε επί μακρόν […], (Εμπρός 31/7/1903)
Τέλος, υπό το φως των προαναφερομένων, αποκτά και νόημα ο στίχος «μέτρα, κολαουζέρη μου, καλά τα μανταρόλια», δηλ. μέτρα καλά τις οργιές ή μέτρα καλά τα κουρελάκια τα δεμένα στον κολαούζο, ενώ δεν έχει νόημα να πεις «μέτρα τις κλεψύδρες»…
Οπότε, συμπερασματικά, θα πρότεινα το λήμμα να εμπλουτιστεί και με τις ως άνω αναφερόμενες σημασίες, που είναι αυτές που συνάπτονται νοηματικά με τους παραδειγματικούς στίχους της «Τρεχαντήρας».