Συζήτηση για το λήμμα Μανταρόλια

Στο λήμμα «μανταρόλια (τα)» αναφέρεται ότι είναι «παραφθορά της λέξης μετζαρόλια που είναι ένα φιαλίδιο με άμμο για τον κανονισμό των ωρών των δυτών, ένα είδος κλεψύδρας».
Ως παράδειγμα στίχων παρατίθενται στίχοι από την «Παλιοτρεχαντήρα» (1940): «μέτρα, κολαουζέρη μου, καλά τα μανταρόλια»

Κατ’ αρχάς, το «μετζαρόλι» (ο καθαρεύων όρος είναι «ημιώριον αμμόμετρον») μετράει μόνο μισάωρα. Κατά δεύτερον, στην περίπτωσή μας (του τραγουδιού δηλ. αλλά και της σπογγαλιείας), τα «μανταρόλια/μετζαρόλια» σημαίνουν «οργιές», τις οποίες τις μέτραγαν με «κουρελάκια δεμένα στον κολαούζο, σε απόσταση μίας οργιάς», καθώς καταδεικνύεται από το παρακάτω παράθεμα: «Στην πλώρη του μηχανοκάικου ο κολαουζιέρης έλεγχε το βάθος που βρισκόταν ο δύτης, μετρώντας τα μετζαρόλια, κουρελάκια δεμένα στον κολαούζο, σε απόσταση μιας οργιάς το ένα από το άλλο, και ενημέρωνε τον καπετάνιο τραγουδιστά: “μετζαρόοοολια τέσσερα μετζαρόοοολια” και σε λίγο “μετζαρόοοολια πέντε μετζαρόοοολια”» (Χρ. Μάντζαρης, «Η Ύδρα των σφουγγαράδων», Λέσχη Αποφοίτων Σχολής Ναυτιλίας Ύδρας 2018)

Κι εδώ παράθεμα από αφήγημα του Α. Τανάγρα, όπου σε υποσημείωση εξηγείται ότι «μαντζαρόλια»= οργιές: «-Πόσα μαντζαρόλια έχει μωρέ; ηρώτησεν αίφνης εις γέρων και ερρυτιδωμένος σπογγαλιεύς […] –Είκοσι μαντζαρόλια καπετάνιο!, απήντησεν ο νεαρός μούτσος […]», (Α. Τανάγρα, «Σπογγαλιείς του Αιγαίου», Εμπρός 8/6/1903), και σε άλλο σημείο του έργου: «Το βάθος ήτο τριάκοντα οργιών-τριάκοντα μαντζαρόλια είχεν αριθμήσει ο ναυτόπαις, και εις το βάθος αυτό ο φοβερός δύτης είχε μείνει άλλοτε επί μακρόν […], (Εμπρός 31/7/1903)

Τέλος, υπό το φως των προαναφερομένων, αποκτά και νόημα ο στίχος «μέτρα, κολαουζέρη μου, καλά τα μανταρόλια», δηλ. μέτρα καλά τις οργιές ή μέτρα καλά τα κουρελάκια τα δεμένα στον κολαούζο, ενώ δεν έχει νόημα να πεις «μέτρα τις κλεψύδρες»…

Οπότε, συμπερασματικά, θα πρότεινα το λήμμα να εμπλουτιστεί και με τις ως άνω αναφερόμενες σημασίες, που είναι αυτές που συνάπτονται νοηματικά με τους παραδειγματικούς στίχους της «Τρεχαντήρας».

2 «Μου αρέσει»

Όχι, έχει. Ως κλεψύδρα νοείται κάποια συγκεκριμένη χρονική μονάδα. Ο κολαουζέρης ήταν επιφορτισμένος μεταξύ άλλων και με το να ελέγχει αν ο κάθε δύτης βρίσκεται κάτω τόσην ώρα ώστε να προλάβει μετά να αναδυθεί αργά και με ασφάλεια, γιατί αν εξαντλήσει τον χρόνο του και μετά τιναχτεί στην επιφάνεια κινδυνεύει από «πιάσιμο» (=τη νόσο των δυτών) λόγω απότομης αλλαγής πίεσης.

Αλλά οι κολαουζέρηδες δεν εφήρμοζαν πάντοτε τα μέτρα ασφαλείας, γιατί όσο πιο πολύ κάτσει ο δύτης κάτω, τόσο πιο πολλά σφουγγάρια θα φέρει. Χώρια που ούτε κι οι ίδιοι οι δύτες δεν τα εφήρμοζαν, από αυτοκτονικό αντριλήκι. Πάρα πολλές ιστορίες για το πόσο σκανδαλωδώς περιφρονούσαν οι Έλληνες δύτες, και ιδίως οι Καλύμνιοι, τους στοιχειώδεις κανόνες αυτής της δουλειάς.

Αλλά αν υποθέσουμε ότι ο δύτης προτιμούσε να βγει ζωντανός και γερός παρά να ρισκάρει να πιαστεί για το ονόρε, έπρεπε κι ο κολαουζέρης να είναι συνεργάσιμος. Και δεν ήταν πάντα.

Μετζαρόλια λοιπόν στην Ύδρα. Στην Κάλυμνο ματζαρόλια, όπως και παρακάτω στο παράθεμα του Τανάγρα.

Βέβαια τα σφουγγαράδικα δεν ήταν αμιγώς από ένα νησί, μπορεί να υπήρχαν καλύμνικα και υδραίικα και συμιακά κλπ. αλλά όλοι δούλευαν όπου έβρισκαν, οπότε εγώ θα περίμενα να έχουν κοινό λεξιλόγιο, χωρίς τις διαλεκτικές παραλλαγές της στεριάς.

Οπωσδήποτε συμφωνούμε ότι τα μανταρόλια είναι λάθος.

Το θέμα όμως που προκύπτει είναι το εξής. Άλλο ο χρόνος κατάδυσης και άλλο το βάθος κατάδυσης.
Άρα η ερώτηση πόσα μετζαρόλια είναι κάτω, κάλλιστα μπορεί να σημαίνει πόσα μισάωρα είναι στο βυθό.

Στα παραθέματα που έβαλα, πάντως, όχι.
Και στο τραγούδι δεν μου φαίνεται εύλογο να λέει του κολαουζιέρη “μέτρα καλά τα μισάωρα”…

Τα μισάωρα σίγουρα όχι. Μιλάμε για μικρότερες διάρκειες. Άλλωστε δεν είναι mezza ora, μισή ώρα, είναι mangia l’ ora, κυριολ. «τρώει την ώρα» > η κλεψύδρα. Άρα μαντζαρόλια (με ν, παρόλο που δεν κάνει αισθητή διαφορά στην προφορά.)

Κώστας Καλατζής, «Το νησί με τους δράκους», διήγημα από τη συλλογή Το ταμπάκικο, Πιτσιλός 1992 (α’ έκδ. 1990):

Ο μαρκουτσέρης, το νου του στο μαρκούτσο, μην και κάνει κοιλιά, κοιτάει πα’ στη μηχανή και το γράδο, και, μόλις πατώσει ο δύτης, φανάζει δυνατά την ώρα και τις οργιές: «ματζαρόλι [τζ sic] πρώτο, γράδο 21… -ας υποθέσουμε- 21… 21… 21…»
Το ματζαρόλι, που ‘ναι καρφωμένο πα’ στο κατάρτι, το φυλάει ο μηχανικός που ‘χει αράδα, μην τυχόν και κάνει καμιά ματσαράγκα ο καπετάνιος ή ο κολαουζέρης. Η άμμο τρέχει. Μόλις σωθεί, ο μηχανικός φωνάζει «τόρνα», και την τουμπάρει.
Ο μαρκουτσέρης ματαφωνάζει κι εκείνος: «ματζαρόλι δεύτερο, γράδο 21… 21… 22… -πες πως βαθαίνει ο δύτης- 22… 23…»
[…]
Ο κολαουζέρης τώρα, λογαριάζει πόσα ‘ναι τα γράδα, πόσα τα ματζαρόλια, ‘πολογίζει και τα ρέματα -ξέρει κείνος- κι άμα και γίν’ η ώρα χτυπάει «έλα». Τ’ ακούει ο αποκάτω, κι ανεβαίνει.
Ο μαρκουτσέρης το ίσο του, σαν ψάλτης: «γράδο 21… 20… 19… 18…» ίσαμ’ απάνου.

Και στο γλωσσάρι στο τέλος:

Γράδο: το μανόμετρο. Δείχνει σε οργιές το βάθος όπου βρίσκεται ο δύτης.
Ματζαρόλι: Μικρή γυάλινη κλεψύδρα που μετράει σε μισά λεφτά το χρόνο της κατάδυσης. Το μέτρημα, φωνάζοντας «τόρνα» σε κάθε γύρισμα της κλεψύδρας, το κάνει προσωπικά ο δύτης που θα βουτήξει αμέσως μετά από κείνον που βρίσκεται στο βυθό. Τούτο γίνεται για προστασία από τυχόν δόλια μετρήματα του καπετάνιου ή του κολαουζέρη.

Άρα, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά αυτή την πηγή, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: το μαντζαρόλι είναι κλεψύδρα, μετρά τη διάρκεια της κατάδυσης, και κρατάει μισό λεπτό. Το βάθος που βρίσκεται ο δύτης μετριέται με τα γράδα.

Άρα «μέτρα τα μαντζαρόλια» = «μέτρα πόσες φορές γύρισε η κλεψύδρα» = «μέτρα την ώρα», όχι το βάθος.

Ο «μηχανικός που 'χει αράδα», στο πρώτο παράθεμα (από το κείμενο), είναι «ο δύτης που θα βουτήξει αμέσως μετά από κείνον που βρίσκεται στο βυθό» στο δεύτερο παράθεμα (από το γλωσσάρι), καθώς μηχανικός = δύτης με σκάφανδρο.


Edit: Οι δύο πηγές του Άνθιμου έρχονται σε κατάφωρη αντίφαση προς τη μία δικιά μου. Είναι ασυμβίβαστο το πράγμα, σίγουρα κάποιοι απ’ όλους γράφουν ό,τι να 'ναι.

Έχω επίσης το «Ή σφουγγάρι ή τομάρι: Η ζωή των σφουγγαράδων της Καλύμνου μέσα από αληθινές μαρτυρίες» της (Καλυμνιάς) Φανερωμένης Χαλκιδιού-Σκυλλά, Κάλυμνος 2009, αλλά είναι 300+ σελίδες μόνο γι’ αυτό το θέμα, οπότε η πληροφορία μας μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε και δε θα κάτσω να το ξεκοκκαλίσω. (Αν και κάποια φορά θα 'πρεπε, και μόνο για να αποκατασταθεί αυτό το τραγούδι.)

Πάω λοιπόν κατευθείαν στο γλωσσάρι, όπου το μόνο σχετικό που βρίσκω είναι:

Μαζαρολάς: αυτός που αντέχει περισσότερη ώρα στο βυθό (ενετικό mazauola = μονάδα χρόνου παραμονής, ίση με 30 δευτερόλεπτα).

(Το γράφει με σκέτο ζ, που στα καλύμνικα προφέρεται ίδιο με το τζ και με το ντζ. Η ετυμολογία, ασχέτως αν μου φαίνεται κάπως πρόχειρα διατυπωμένη, είναι διαφορετική από αυτήν που νόμιζα.)

Με τα όσα λέει ο Καλατζής (#7) η μαντινάδα του τραγουδιού ερμηνεύεται ικανοποιητικά. Μόνο σ’ ένα σημείο διαφωνούν: στη μαντινάδα τα μαντζαρόλια τα μετράει ο ίδιος ο κολαουζέρης, ενώ στον Καλατζή ο επόμενος που θα βουτήξει. Αυτό δεν το θεωρώ τόσο ασυμβίβαστο, μπορεί την τελική ευθύνη να την είχε ο κολαουζέρης (και στον κολαουζέρη μου κρέμεται η ζωή μου) αλλά ο δύτης να ασκούσε έναν συμπληρωματικό έλεγχο για τους λόγους που εξηγεί ο Καλατζής. Ή μπορεί αυτό να ήταν ειδική καλύμνικη συνήθεια, και σε άλλα καΐκια καπεταναίοι και κολαουζέρηδες να θεωρούνταν αρκετά αξιόπιστοι ώστε να μην τους φοβάται ο δύτης. (Ομολογουμένως, ειδικά για τους Καλύμνιους είναι που 'χω ακούσει ότι, λίγο από την απληστία των καπεταναίων, λίγο από το νταηλίκι των δυτών, τίποτε δε δούλευε έτσι όπως απαιτεί η ασφάλεια. Υδραίοι και λοιποί μπορεί να ήταν πιο πολιτισμένοι. Και σήμερα το παράτολμο μέχρις αυτοκτονίας είναι χαρακτηριστικό της καλύμνικης ζωής, βλ. δυναμίτες που σκάνε σε κάθε γάμο και σε κάθε γκολ της Εθνικής και κάθε τόσο σκοτώντεαι κι από ένας.)

Πρέπει να πω ότι με μια πρόχειρη αναζήτηση, στην ιταλική γλώσσα δε βρίσκω άλλη λέξη για την κλεψύδρα εκτός από το ελληνογενές clessidra. Το φερόμενο ως ενετικό, και όχι ιταλικό (αλλά δεν είναι και βαθιές οι διαφορές) mazauola ο Γούγλης το αγνοεί. Όσο για το mangia l’ ora, παραπέμπει μόνο σ’ εμένα (παλιότερες συζητήσεις εδώ για το ίδιο θέμα), οπότε, καθώς δε θυμάμαι πού το είχα βρει (λες στην κοιλιά μου;;), το απορρίπτουμε κι αυτό μέχρι νεωτέρας.


Υπάρχει και κάποια άλλη καλύμνικη ιστορία με δύτες όπου, αν θυμάμαι καλά, δίνονται και εγκυκλοπαιδικά στοιχεία για τα της τέχνης τους. Του Γιάννη Μαγκλή ίσως; Ελπίζω να μην περιλαμβάνεται στους Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου, το μόνο που έχω εδώ, γιατί είναι μυθιστόρημα και πάλι θα θέλει ξεκοκκάλισμα.

Αν σε κάποιον θυμίζει τίποτε, δύο μηχανικοί (δύτες με σκάφανδρο) από διαφορετικά καΐκια βρίσκονται στην ίδια περιοχή, τσακώνονται κάτω από τη θάλασσα για ένα σφουγγάρι, ο ένας σφάζει τον άλλον, και όταν τους τραβάνε απάνω αποκαλύπτεται ότι κάτω από τα σκάφανδρα κρύβονταν δυο αδέρφια. Θα πρέπει μάλλον να είναι διήγημα, οπότε βρίσκεται σχετικώς πιο εύκολα, αλλά δεν αποκλείεται να είναι και επεισόδιο εγκιβωτισμένο σε μυθιστόρημα με άλλο γενικό θέμα, οπότε καληνύχτα…

Κι ο Μαγκλής Καλύμνιος (αν βέβαια είναι του Μαγκλή), όπως και οι ήρωές του.

Δε ξέρω εάν βοηθάει αλλά ας παραθέσω κι εγώ μερικά πράγματα:

MEZZARUOLA -- 3 L mezarola, L mezarula; 4 meçarola, meçarolla; 4-9 mezzaruola: 5 me-
zaruola (Edler l), mezeruola (Edler l); 8-9 mezzarola; 9 mezzaralo, mezzarolo [MedL
mediarius fr L medius, half, mid, middle; cf F meserole, liquid measure, L metreta; see
MEZZANELLA, MEZZENGO, MEZZETTA, MEZZINO, MEZZO, MEZZOLINO]. A
m-c for wine and other liquids in Italy, Sicily, and Sardinia with standards at the following
sites (Clarke 67, 99, Kelly 2. I. 159, Kruse 149, Lemale 152, Martini 152, 154, 175, 223,
724, and Tavole 1. 322, 326, 331, 335, 424): (0.086 hl) at Floresta, 10 QUARTUCCI;
(0.323 hl) at Cosenza (2 QUARTE) and Catanzaro (14 MISURE); (1.000 hl) at Murialdo;
(1.293 hl) throughout Sardinia; (1.590 hl) at Genoa, Albenga, and La Spezia, 2 BARILI
or 3 TERZARUOLE or 4 QUARTAROLI or 100 PINTE or 180 AMOLE; (1.59. hl) at
Chiàvari, 3 terzaruole; and (1.600 hl) at Savona, 4 barili. -- c1200 Byrne 71: Et mezaru-
lam mellis solidis II. 1248 Ibid 82: Pro mezaroliis centum pro aqua et vino. c1380
Zibaldone 45: Anchora debis savir ch’elio vuol per far una meçarolla ... de vin.... Lo
vin se vende ... a meçarola.... Meçarolle 6 e 2/3 de meçarolla. 1784 Ency. méth. 133: La
mezzarola ... mesure de vin, a 2 barrili, ou 100 pintes, & 100 pintes de Génes sont égales a
147 mingles d’Amsterdam. 1791 Gerhardt I. 155: vom Weinmaass hat nach Krusen die
Mezzarola 2 Barili oder 100 Pinte. 1805 Dubost I. 232: A mezzarola of wine. 1840
Doursther 277: MEZZARUOLA, MEZZAROLA. 1848 Thionville 57: Mezzarola di
vino. 1850 Alexander 152; 1 mezzaruola = 2 barile = 100 pinta = 180 amola. 1869
Cavalli 52; Mezzarolo. 1930 Byrne 42: Wine above the free allowance 2 sol. per mez-
zarola. 1934 Edler 1. 319: 1 mezzaruola = 2 Fiorentine barrels. 1 mezzaruo1a = 100
pints. 1957 Alberti 485: Mezzaralo ... Flüssigkeitsmass. 1970 Salvati 50: Mezzarola =
14 misure

πηγή “https://digilander.libero.it/foto_ras/ITALIAN_WEIGHTS_AND_MEASURES.pdf


μετζαρόλι, τὸ : βεν. mezzaruola : φιαλίδιο μὲ ἄμμο γιὰ τὸν κανονισμὸ τῶν ὡρῶν τῶν δυτῶν, εἶδος κλεψύδρας

πηγή: “Γιώργος Τράπαλης - Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία


Τα μισάωρα σίγουρα ναι :slightly_smiling_face:

ΗΜΙΩΡΙΟΝ (Himiório-n), gr. litt. mod. s. n. (De Ώρα, heure, et “Ήμισυς” demi.) Sablier de demi-heure, Horloge. — V. Μεντζαρόλι. (A. Jal, Glossaire Nautique, 1848)

Μετζαρόλι : το ημιώριον (αμμωτόν) (Ονοματολόγιον Ναυτικόν, 1884, Βασιλικόν Διάταγμα περί παραδοχής του Ναυτικού Ονοματολογίου 1858)

ἡμιώριον (τὸ κυρίως μετζαρόλι, παραφθορά τοῦ ἰταλικού mezza ora), καὶ ἀγγλ. half-hower - glass καὶ γενικώς watch - glass, ἡμίλεπτον, τεταρτόλεπτον [μινοῦτο] (Λ. Παλάσκα, Γαλλοελληνικόν λεξικόν των ναυτικών όρων, 1898, λήμμα Sablier, σελ. 611)

μετζαρόλι (δημ. ναυτ.): κοινή ονομασία του ημιωρίου, sablier des demi-heures, ήτοι αμμωτού διαρκείας ημισείας ώρας (Α. Ηπίτη, Λεξικόν ελληνογαλλικόν της λαλουμένης ελληνικής γλώσσης, 1909,σελ. 554)

Μα τι δουλειά έχουν τα μισάωρα με τους δύτες; (Ξέρω, θα μου πεις ότι καμία χρονική μονάδα δεν έχει δουλειά γιατί μιλάμε για οργιές βάθους και όχι για χρόνο. Αλλά όχι, το ότι κάποια χρήση αυτής της λέξης σε κάποιο πλαίσιο σημαίνει κλεψύδρα του μισαώρου δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ αυτής της θέσης.)

Τελικά αυτή φαίνεται να είναι η ετυμολογία. Μέτζα όρα σημαίνει βέβαια μισή ώρα. Αλλά αυτό δε συνεπάγεται ότι καθετί που κάποιοι Έλληνες κάπου ονόμασαν μετζαρόλι ή ματζαρόλι μετράει μισή ώρα, ακριβώς όπως η κάθε κλεψύδρα δεν κλέβει ύδωρ, όπως δηλώνει το όνομά της, αλλά πιο συχνά άμμο.

Από τον Παλάσκα καταλαβαίνω ότι όχι μόνο το μετζαρόλι αλλά ακόμη και το ίδιο το ημιώριον, με την πλήρη ετυμολογική διαφάνεια (άμα λέμε μισή ώρα, εννοούμε μισή ώρα), δηλώνει και χρονόμετρα άλλων διαρκειών, του μισού λεπτού και του τεταρτολέπτου (υποθέτω = 1/4 του λεπτού).

Οι άλλοι τρεις προφανώς αναφέρουν μία μόνο από τις έννοιες, ίσως την πιο προφανή ή ίσως αυτήν που έτυχε επίσημης χρήσης. Εδώ μιλάμε για μια προφορική γλώσσα.

Το πρώτο διαβάζεται πολύ δύσκολα, αλλά απ’ ό,τι καταλαβαίνω (κάθε βοήθεια ευπρόσδεκτη) αναφέρεται όλο σε διαφορετικές σημασίες, για δοχεία κρασιού. Πάντως βλέπουμε τις διάφορες σωστές μορφές της λέξης σε διάφορες γλώσσες και διαλέκτους της Ιταλίας, και για άλλη μια φορά αναρωτιέμαι αν αυτό που μόλις έγραψα, ότι μάλλον τη βρήκαμε την ετυμολογία (mezza ora), τελικά ισχύει…

Το δεύτερο είναι σαφέστερο, μιλάει για την έννοια που μας απασχολεί, αλλά διάρκεια δεν αναφέρει!

Όχι. Αυτά είναι “μινούτο”

Και το μινούτο ερμήνευμα του ημιωρίου, όχι;

Χώρια που όταν το μινούτο κρατάει μισό μινούτο δε βλέπω γιατί απαιτούμε από το ημιώριον να κρατάει μισή ώρα.


Όπως και να ‘χει, οι τελευταίες πηγές που φέρατε κι οι δύο, οι λεξικογραφικές, μας απομακρύνουν από την έννοια του βάθους που μετριέται σε οργιές. Ακόμη κι αν δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη για τι χρονικές διάρκειες μιλάμε, πάντως μιλάμε για χρονικές διάρκειες και για κλεψύδρες / χρονόμετρα. Ένας Καλατζής (#7) και μια Χαλκιδιού-Σκυλλά (#8) θα μπορούσαν να κάνουν λάθος επ’ αυτού, και να 'χουν δίκιο ένας Μάντζαρης και ένας Τανάγρας (#1), αλλά όταν με τους δύο πρώτους συμφωνούν τέσσερις παλιοί λεξικογράφοι (#12) και το έγκυρο Γλωσσάρι στο έργο του Καββαδία (#11), νομίζω ότι τις οργιές πρέπει να τις απορρίψουμε.

1 «Μου αρέσει»

Περικλη μάλλον αναφέρεσαι σε διήγημα του Καρκαβίτσα από τα ‘‘Λόγια της πλώρης’’ με τους δυο σφουγγαράδες.

https://el.wikisource.org/wiki/Οι_σφουγγαράδες

2 «Μου αρέσει»

Η λ. «μετζαρόλι» ορίζεται ως: «αμμωτό διάρκειας μισής ώρας» - «αμμόμετρον ημιώριον».

Η λ. αναφέρεται και από τον Καββαδία στο πολύ γνωστό ποίημα «Γυναίκα» όπου το «μετζαρόλι ραγίζει», με την έννοια ότι ο χρόνος (ασφάλειας ; υπομονής ; ) τελειώνει.

Επιβίωσε και σε φράσεις όπως «κόβεται το μετζαρόλι» με τις έννοιες:
α. τελειώνει ο χρόνος ποτίσματος ,
β. τελειώνει ο χρόνος μισθοδοσίας κ.λπ.,
ανάλογα με τη χρήση - σε κάθε περίπτωση όμως αφορά μέτρημα χρόνου, στην κυριολεξία δε μέσω μέτρησης με ένα είδος κλεψύδρας, όχι με κάτι διαφορετικό.

Στο στιχούργημα που μάς ενδιαφέρει τώρα:
Πόσο πιθανόν είναι εν έτει 1940 - που χρονολογείται το στιχούργημα αυτό - να μετρούσε το χρόνο ο κολαουζέρης με οργιές ή κουρελάκια [όπως εντοπίζουμε σε παλαιότερες αναφορές, του 1903]
και όχι απευθείας με μια κλεψύδρα και να μετρούσε το χρόνο με βάση αυτήν και μόνο;

Αλλά, ακόμα και αν το στιχούργημα είναι παλαιότερο της εποχής αυτής (1940) και ανασύρεται από τη συλλογική μνήμη, θεωρώ προτιμότερο να αρκεστούμε στην ήδη υπάρχουσα διευκρίνιση:
«ένα φιαλίδιο με άμμο για τον κανονισμό των ωρών των δυτών, ένα είδος κλεψύδρας».

Επειδή ακόμα και με την αλληγορική σημασία εννοείται απλούστατα το όργανο που καθορίζει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι ασφαλές για έναν άνθρωπο να παραμείνει στο νερό.

Λέω δηλ. να μην επεκταθούμε περαιτέρω σε άλλες λεπτομέρειες.

1 «Μου αρέσει»

Προσοχή, όχι τον χρόνο: το βάθος.

Είναι σαφές ότι μετρούσαν και τον χρόνο και το βάθος, ξεχωριστά. Διαφωνία μεταξύ των πηγών υπάρχει ως προς το ποιο από τα δύο μετριόταν με μαντζαρόλια.

Τώρα βέβαια, για το βάθος έχω κάποιες απορίες: Το βάθος στην περιοχή όπου βρίσκεται ανά πάσα δεδομένη στιγμή το καΐκι είναι σταθερό. Ας πούμε 21 γράδα, όσες οργιές ή μέτρα κι αν είναι αυτό. Στον χώρο που μπορεί να καλύψει περπατώντας ο δύτης, δεν πιστεύω να υπάρχουν αξιοσημείωτες λακούβες ή λοφάκια στον βυθό. Και όσο περπατάει ο δύτης, δε σέρνει και το καΐκι μαζί του. Άρα το βάθος αυξάνεται από 0 μέχρι 21 την ώρα που καταδύεται, μετά μένει σταθερό, και μετά μειώνεται πάλι μέχρι το 0 στην ανάδυση.

Αλλά στον Καλατζή το βάθος το μετράνε συνέχεια, και τα γράδα αλλάζουν. Άρα μήπως αυτό που αλλάζει είναι η απόσταση του δύτη όχι από την επιφάνεια, αλλά από το συγκεκριμένο σημείο του καϊκιού; 21 γράδα όταν είναι ακριβώς από κάτω, οπότε το σχοινί είναι κατακόρυφο, περισσότερα όταν απομακρύνεται και το σχοινί λοξεύει. (Έχει κι αυτή η απόσταση τη σημασία της, προκειμένου η ανάδυση να γίνει στον σωστό χρόνο και ρυθμό.)

Κατά τα άλλα, εφόσον συμφωνούμε ότι το μαντζαρόλι μετράει χρόνο, το να μιλάμε για μισάωρα δεν έχει λογική. Δηλαδή τι θα μέτραγε, αν ο δύτης έκατσε μισή ή μία ή μιάμιση ή δύο ώρες; Μερικά λεπτά καθόταν. Προφανώς τα τρία τουλάχιστον από τα τέσσερα λεξικά του #12 δεν έχουν υπόψη τους το σφουγγαράδικο όργανο αλλά κάποιαν άλλη παραλλαγή του.

Ακριβώς εδώ είναι ο κόμπος.

Ωστόσο, ψάχνοντας κι άλλο, βλέπω πως οι δύο πηγές που ανέφερα (παρά τη χρονική απόσταση μεταξύ τους!) φαίνεται πως είναι σε κάποια σύγχυση τελικά, καθώς τα γραφόμενά τους αφορούν κατά πάσα πιθανότητα το βάθος, όπως συνηγορεί και ένας παλαίμαχος σφουγγαράς: «Τον είχα δεμένο και με τον κολαούζο (λεπτό σχοινί) πού ’χε πετσιά κάθε πέντε οργιές και μετρώντας τα ήξερα το βάθος» («Καταδύσεις στους βυθούς της Καλύμνου με τους σφουγγαράδες», ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τχ. 57, 2007)

Ένας άλλος πάλι παλιός καπετάνιος μαρτυρά (και η ΦΩΤΕΙΝΗ Ι. ΧΑΛΚΙΤΗ καταγράφει στο Η παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων της Καλύμνου στο πλαίσιο της κοινωνικής λαογραφίας, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ 2013):
“Ο αμμωτός (κλεψύδρα) ή μαζαρόλλι, ήταν όργανο μετρήσεως του χρόνου, με άμμο, που το χρησιμοποιούσαν στα σκάφανδρα. Αποτελείτο από δύο γυάλινες φούσκες ενωμένες μ’ ένα στενό σωλήνα. Στη μια φούσκα βρισκόταν τόση κόκκινη άμμος που χρειάζεται ένα λεπτό ακριβώς για να κυλήσει στην άλλη, όταν κρατούσαν το μαζαρόλλι εντελώς κάθετα. Υπήρχε και αμμωτός του μισού λεπτού”.

Αυτό το τελευταίο παράθεμα, ενδεχομένως αναδιαμορφωμένο/αναδιατυπωμένο, ίσως θα μπορούσε να μπει ως ερμήνευμα στο Γλωσσάρι, αντικαθιστώντας το υπάρχον (του Τράπαλη, θαρρώ), καθώς είναι πολύ διαφωτιστικότερο.

Ωραία, λοιπόν ξεκαθαρίζει. Στα σφουγγαράδικα ήταν κλεψύδρα για μικρές χρονικές διάρκειες, ένα ή μισό λεπτό, και για να πούνε πόσες φορές τη γύριζαν έλεγαν «τόσα μαντζαρόλια», επομένως συνεκδοχικά η λέξη δηλώνει και το ίδιο το χρονικό διάστημα.

Η λέξη απαντά και με -ε- και με -α-, και με -ντζ- και με -τζ-. (Το σκέτο ζήτα το έχουν οι καλύμνικες πηγές λόγω της ιδιαιτερότητας που λέγαμε στην προφορά, οπότε ας μη μας επηρεάσει αυτό.) Μεταξύ -α- και -ε- και τα δύο είναι εξίσου σωστά, ως τοπικές παραλλαγές. Μεταξύ -ντζ- και -τζ- , το σωστό είναι ό,τι υποδεικνύει η ετυμολογία, οπότε αν τη βρούμε κι αυτήν, με σιγουριά, είμαστε έτοιμοι.

(Τα μανταρόλια είναι απλό λάθος του τραγουδιού, δε νομίζω να υπάρχει αμφιβολία επ’ αυτού.)