Κορνέτα και φλικόρνο είναι σίγουρα διαφορετικά. Για τα υπόλοιπα, που αφορούν την κλαπαδόρα (ή ακριβέστερα τη λέξη «κλαπαδόρα»), εγώ επιμένω ότι δε χάνουμε τίποτα να κρατήσουμε την επιφύλαξη μήπως σε διαφορετικά μέρη ίσχυαν διαφορετικές ταυτίσεις.
Τι κοιτάμε εδώ; Δε βρίσκω κιτρινισμένη λέξη, και ολόκληρη η σελίδα της εφημερίδας είναι τεράστια.
Το αποκλείω να βρεθεί κάτι. Η έκθεση σίγουρα δεν έχει χάλκινα, και δε θα 'μπαινα στον κόπο να ζητήσω άδεια να επισκεφθώ τα υπόγεια αναζητώντας κάτι που ξέρω ότι τον Ανωγειανάκη δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Και μόνο κοιτάζοντας την έκταση που αφιερώνει, στο βιβλίο του, στο βιολί και το κλαρίνο συγκριτικά με άλλα όργανα (με απείρως ταπεινότερη παρουσία στη μουσική πράξη), δε θέλει άλλο. Τον Ανωγειανάκη τον ενδιέφερε το ιδιοκατασκευασμένο όργανο, το σμιλεμένο μέσα στην ιστορία του ελληνικού λαού, το λαϊκό σε όλες του τις διαστάσεις κι όχι απλώς λαϊκής χρήσης.
Εφόσον δεν ανοίγει η Musipedia, που πιθανόν να είχε και περαιτέρω παραπομπές, κρατάμε μια επιφύλαξη βέβαια. Αλλά από το να υποθέσουμε ότι κάποιος μπήκε στον κόπο να αλλοιώσει ένα κείμενο που κατά δήλωσή του απλώς το παραθέτει κοπιπαστηδόν (σ’ έναν κόσμο όπου το κόπι-πέιστ κυριαρχεί συντριπτικά έναντι της πρωτότυπης …πληκτρολόγησης), θα προτιμούσα να συνεχίσουμε να το λαμβάνουμε υπόψη, απλώς επιφυλασσόμενοι να τσεκάρουμε τη Musipedia όποτε αποκατασταθεί η λειτουργία της.
Nαι, σίγουρα. Αλλά, προσοχή: Η «κανονική» κλαπαδόρα, αυτή με τις βαλβίδες σε δύο «τυλιγμάτων» σωλήνα, η και “φλικόρνο”, όχι αυτή με τις κλάπες, σε όχι κλειστή σωλήνωση, η σπανιότατη, που λεγόταν Κλάππενχορν ή, καλύτερα, oficleide ( = oφιόκλειδα;) και που υποτίθεται ότι ήξερε ο γελοιογράφος του Άστεως!
Ωραίο κειμενάκι, αλλα΄δεν μπορώ να πω ότι περιγράφει και πολύ την εμφάνιση του οργάνου. Είναι χάλκινο (δηλαδή μπρούντζινο), και έχει κλειδιά τρομερώτερα κλειδίων αχυρώνος - δε θα ισχυριζόμουν ότι αυτή η φράση με βοηθάει να το visualise… (Διερωτώμαι μήπως με το τρομερώτερα εννοεί ότι έτρεμαν από το ξεχαρβάλωμα - γιατί τι τρόμο να σου εμπνεύσει το κλειδί του αχυρώνα ή της κλαπαδόρας;)
Μαθαίνουμε πάντως ότι χρησιμοποιόταν σε πολύ ειδικές περιστάσεις, δυο-τρεις φορές τον χρόνο, και μεταξύ αυτών στα κάλαντα.
Λοιπόν, λέει ότι στον Καραγκιόζη οι σκηνές ξύλου συνοδεύονταν από μουσική κλαπαδόρας (και ότι μάλιστα από κει βγαίνει η έκφραση «ξύλο μετά μουσικής»). Εδώ θα τολμούσα να υποψιαστώ ένα μικρό ενδεχόμενο παρανόησης: οι καραγκιοζοπαίχτες χρησιμοποιούν διάφορα ηχητικά αντικείμενα, ένα εκ των οποίων κάνει τον ήχο της σφαλιάρας. Δε θα με εξέπληττε να το ονομάζουν κλαπαδόρα, κι εκεί να είναι όντως ηχομιμητική η λέξη (ή τέλος πάντων η επιλογή της λέξης). Κατά τα άλλα, μέχρι τον καιρό μου (δεκ. '80) δε θυμάμαι κυριολεκτικό ξύλο μετά μουσικής στον Καραγκιόζη.
Τέλος πάντων, εντελώς αυθαίρετα το πιθανολογώ όλο αυτό. Ότι όμως γενικότερα η κλαπαδόρα (η κανονική) χρησιμοποιόταν στις παραστάσεις Καραγκιόζη, το θυμάμαι από κάτι φυλλάδια με παραστάσεις, όπου εμφανιζόταν η σκηνική οδηγία «μουσική από κλαπαδόρες» (sic, στον πληθυντικό). Πολλές κλαπαδόρες μαζί όμως; Για ποιο λόγο; Μήπως εννοούσε γενικώς «από πνευστά / από μπάντα»;
(Και για του λόγου το αληθές, …
…ή μάλλον για να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν τη γέννησα μόνος μου αυτή την τόσο παλιά ανάμνηση!)
Επί της ουσίας, πάντως, τζίφος και οι δύο παραπομπές, τίποτα δεν μάθαμε. Δράττομαι όμως της ευκαρίας να σχολιάσω τα «μετά μουσικής»: Η έκφραση αποδίδεται στο πολύ ξύλο που συνήθως τρώει ο Καραγκιόζης, και που συνοδεύτεται από μουσική, όπου το ή τα όργανα που την παράγουν, δεν υπεισέρχεται βεβαίως στο θέμα. Εγώ θεωρώ ότι η έκφραση «μετά μουσικής», που σημαίνει υπερβολικά μεγαλύτερη του συνήθους ποσότητα, μουσικής ή άλλου τινός (π.χ. ξύλο), προέρχεται από τους τιμοκαταλόγους καφφενείων και άλλων κέντρων, όπως ζαχαροπλαστεία κλπ. αρκετά παλαιοτέρων εποχών (19ος και αρχές 20ού). Οι κατάλογοι αυτοί, στη στήλη όπου σημειωνόταν η τιμή του προϊόντος (καφές, βανίλια, λουκούμι, γκαζόζα κλπ. κλπ.) είχαν δύο στήλες: Στην πρώτη, αναγραφόταν η κανονική τιμή διάθεσης του προϊόντος. Στη δεύτερη, υπήρχε η σημείωση: «Μετά μουσικής» και ήταν πολύ μεγαλύτερη. Γιατί; Γιατί όταν κοντά στο καφενείο έπαιζε μουσική (συνήθως από στρογγυλή εξέδρα, σε κατάλληλο σημείο της πλατείας) έπρεπε, από τα εισπραττόμενα χρήματα να πληρωθεί και η ορχήστρα, που επαιάνιζε επί αρκετές ώρες τις Κυριακές, κάποια βραδάκια κλπ. και δεν ήταν πάντα προσφορά του δήμου της πόλης στους πολίτες.
Προφανώς όσοι βρήκαν παραδείγματα χρήσης της λέξης, έχουν προ πολλού κάνει το πρώτο και στοιχειωδέστατο βήμα, να γκουγκλάρουν τη λέξη «κλαπαδόρα».
Εγώ τώρα προηγουμένως γκούγκλαρα τη φράση «μουσική από κλαπαδόρες». Από τα δάφορα που μου βγάζει, συνολικά δεν μπορώ να πω ότι φωτίζομαι ιδιαίτερα, πάντως δύο παρατηρήσεις είναι ότι:
α) Ο Σεφέρης γνώριζε και χρησιμοποιούσε τη λέξη, π.χ. «(Μουσική όλα τα τάσια, τα τούμπανα και οι κλαπαδόρες μαζί: προυτς, προυτς!)» εδώ, και τουλάχιστον άλλο ένα που βρίσκεται εύκολα.
β) Σε αρκετά παραδείγματα χρήσης μοιάζει πιθανότερο να εννοείται σύνολο από ηχηρά πνευστά, μπάντα ή κάτι παρόμοιο, παρά συγκεκριμένο όργανο.
Δηλαδή Νίκο εσύ θυμάσαι όντως τέτοιο πράγμα; Γιατί εγώ (πιο πρόσφατα βέβαια) όχι.
Γιατί να ψάξουμε τέλος 19ου; Από τον Υμνούμενο ξεκίνησε η όλη αναζήτηση.
Εν πάση περιπτώσει δεν ξέρω πότε χρονολογείται το κάθε παράδειγμα, είδα απλώς τη σελίδα με τα αποτελέσματα του Γκουγκλ χωρίς να ανοίξω το κάθε αποτέλεσμα. Άνοιξα μόνο τον Σεφέρη και 1-2 ακόμα, κι αυτά από απλή περιέργεια, αφού :
Δε ξέρω εάν βοηθάει κάπου αυτό το απόσπασμα. Είναι από το Ελλάδος περιήγηση και αναφέρεται στη Δυτική Μακεδονία και τη Καστοριά (Φεβρουάριος 2002):
Πρόκειται για ένα πανάρχαιο έθιμο που μεταφέρθηκε στις μέρες μας όπως αναφέρει ο αρχαιολόγος Γιάννης Ίσκιου μέσω Ρώμης και Βυζαντίου. Γιορτάζεται τις μέρες του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων 6 έως 8 Ιανουαρίου, εποχή που συμπίπτει με το χειμερινό ηλιοστάσιο, και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι οι μεταμφιέσεις ομάδων που επισκέπτονται τα σπίτια και ζητούν διάφορα δώρα σε ανταπόδοση της συνεισφοράς τους στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων, που φοβούνται αυτά που εικονίζουν οι μεταμφιέσεις και οι μάσκες. Οι παρευρισκόμενοι στο ξεφάντωμα έχουν την σπάνια πλέον ευκαιρία εκτός τα κλασικά για γλέντια, νταούλια, κλαρίνα, λαούτα, να ακούσουν τα περίφημα χάλκινα όργανα τρομπέτες, κορνέτα, μπάσο, κλαπαδούρα και τρομπόνια, πού έχουν - λόγω των ημερών - οι κομπανίες, μπάντες που συμμετέχουν.
Ούτε και εγώ βεβαίως, εντελώς τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά είναι η απόπειρα εξήγησης του “ξύλου μετά μουσικής” που επιχειρείται μέσω Καραγκιόζη. Ξύλο πολύ έτρωγε ο Καραγκιόζης, ναι, από τον Βεληγκέκα, αλλά ποτέ το ξύλο δεν συνοδευόταν από μουσική, μας άφηναν να το φχαριστηθούμε ακούγοντας τη λαμαρίνα του γκαζοντενεκέ που βάραγε ο γιός του καραγκιοζοπαίκτη πάνω σε κάθε κατραπακιά. Και βέβαια, πουθενά δεν άκουσα κλαπαδόρες στον Καραγκιόζη. Αν τις άκουγα, θα τις άκουγε και ολόκληρη η ευρύτερη γειτονιά και θα διαμαρτυρόταν.
Και από τον Μπαρμπαγιώργο Νίκο, και θυμάμαι τουλάχιστον μία περίπτωση που έχω δει να είναι μετά μουσικής, αλλά δεν μπορώ να το βρω πουθενά. Μιλάω για αρχές δεκαετίας 80 που έτυχε να δω ζωντανά στην Ηλιούπολη.
Κρίμα. Κι ακόμα πιο κρίμα που δεν τις είδες κιόλας. Θα μας τα εξηγούσες από την αρχή και δε θα τρέχαμε τώρα!
Το ότι κατά κανόνα το ξύλο είναι έτσι όπως το περιγράφει ο Νίκος δεν είναι τυχαίο. Φυσικά προτιμάς ν’ ακούσεις τις σφαλιάρες μία μία και χορταστικά, αλλά πέρα απ’ αυτό η δομή των παραστάσεων έχει τη «γεωμετρία» της. Όπως η αρχή όλων των έργων είναι πάντα η ίδια (χορός με τον Καραγκιόζη και τα Κολλητήρια), και συνήθως ακολουθεί ένας πρόλογος που κι αυτός είναι πάνω σ’ ένα ψιλοστάνταρ μοτίβο όποιο κι αν είναι το έργο, όπως το φινάλε και πάλι είναι πάντα ένας χορός, έτσι και για άλλα σημεία υπάρχουν κάποιες σταθερές.
Μία από αυτές είναι ότι ανά πάσα στιγμή υπάρχει είτε εξέλιξη της υπόθεσης είτε μουσική. Όχι και τα δύο ταυτόχρονα. Οι ενδιάμεσες μουσικές είναι για παράδειγμα οι σορτίτες των διάφορων προσώπων (τραγούδια με τα οποία πρωτοεμφανίζονται στη σκηνή: καντάδα για τον Σιορ Διονύσιο, ρεμπέτικο για τον Σταύρακα κ.ο.κ.). Όση ώρα κρατάει το τραγούδι δε γίνεται τίποτε άλλο. Και όση ώρα γίνεται κάτι άλλο δεν έχει μουσική!
Μπορούν βέβαια να υπάρχουν εξαιρέσεις για κάποιον συγκεκριμένο λόγο κάποια φορά, όπως -υποθέτω- αυτό που είδε ο Λουκάς, αλλά εξαιρέσεις άνευ συγκεκριμένου λόγου δε γίνονται.
Άρα το ξύλο μετά μουσικής δεν είναι κάτι στάνταρ στον Καραγκιόζη. Χώρια απ’ αυτό, η ετυμολογική πρόταση του Νίκου (από τους τιμοκαταλόγους των καφενείων) μου φαίνεται πολύ πειστικότερη.
Η φράση “ξύλο μετά μουσικής” αποδίδεται σε παλαιότερες εποχές, επί Τουρκοκρατίας, όταν σκέπαζε η μουσική τα βασανιστήρια ανθρώπων - υπάρχει και μια μελέτη επ’ αυτού. Μάλλον, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι προέκυψε από τη μουσική που συνόδευε τα παθήματα του Καραγκιόζη.
Άλλες δυο αναφορές στην κλαπαδόρα, από το Σεφέρη:
Η πρώτη, αφορά απόσπασμα από το προσωπικό του Ημερολόγιο «Μέρες Β’, 1931-1934», όπου αναφέρεται σε Επιτάφιο που συνοδευόταν από κλαπαδόρες:
«…Ο ωραιότερος και ο πιο αληθινός που είδα ήταν εκείνος που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα, τ’ Αϊ-Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη. Συλλογίστηκα και τη Στέρνα και μου φάνηκε καλή και σωστή στον τόνο της. Λέω να τη δημοσιέψω το Σεπτέμβρη, μόνη. Τι λες; Μου μένει ακόμη ένας Επιτάφιος εδώ, κι έπειτα θα μπορέσω να αντικρίσω το Αιγαίο…»
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η δεύτερη αναφορά:
αφορά χαρακτηρισμό ανθρώπου, τον οποίο ο ποιητής μας αποκαλεί «κλαπαδόρα» !
Από το έντυπο Ο Μέντωρ [Χρονογραφικό και Ιστοριοδιφικό Δελτίο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας], δίνεται μάλιστα και η σημασία του χαρακτηρισμού αυτού:
μα και στην χούντα ακολουθούσαν αυτή τη μέθοδο, και εφόσον συνεχίζονται κανονικά τα βασανιστήρια από το ελληνικό κράτος πιθανότατα θα συνεχίζεται και σήμερα.
Σωστά, Νίκο!
Εννοώ ότι φαίνεται να μην ξεκίνησε με τον Καραγκιόζη η φράση, “ξύλο μετά μουσικής”, αλλά οι ρίζες της να πηγαίνουν πολύ πιο πίσω, χρονολογικά.
Γιατί να τα σκεπάζει; Δεν υπήρχε κάτι το αξιόμεμπτο στα βασανιστήρια τα ωραία εκείνα χρόνια. Πιο πιστευτό θα θεωρούσα να παίζουν μουσική επίτηδες ως ένα επιπλέον στοιχείο βασανισμού (π.χ. να έχουν τον άλλο στην πλατεία, να του σπάνε τα κό
καλα ένα ένα, να βαράνε τα όργανα, και να 'χουν μαζέψει και όλο το χωριό να χορεύει με το ζόρι).
Πόσο μάλλον που δεν τα συνόδευε!
Αυτό είναι ένα από τα παραδείγματα που έλεγα ότι πιθανόν να εννοούν όλη μαζί την μπάντα, ή συλλήβδην τα πνευστά, και όχι συγκεκριμένο είδος πνευστού.
Άλλο πάλι και τούτο! Απ’ ό,τι καταλαβαίνω δεν είναι του ίδιου το Σεφέρη η φράση, σωστά;
Μήπως εννοεί ότι και το «κλαπαδόρας» και το «τελάλης» χρησιμοποιούνται μεταφορικά εννοώντας τον βρωντόφωνο / φωνακλά;
Το ξύλο του Μπαρμπαγιώργου δεν είναι κλάσεως Βεληγκέκα, δηλαδή τιμωρία από επαγγελματία, επιβεβλημένη απ’ τον πασά, παρά αυθόρμητη αντίδραση σε χοντράδες τύπου Καραγκιόζη. Πχ.:
Ήρθε η ώρα εμφάνισης του μπαρμπα Γιώργου. Τοποθετείται η φιγούρα στην άκρη της σκηνής, ο Μελίδης αρχίζει το τραγούδι (Τζάνεμ’ ποταμέ μου, τώρα που ακούω τη Ρίτα, νότα δεν του ξέφευγε!) και ο μπαρμπα Γιώργος σέρνει μόνος του τον συρτό. Τελειώνει το τραγούδι, απόλυτος ησυχία, ο μπαρμπαΓιώργος ακίνητος στη μέση της σκηνής. Εμφανίζεται ο Καραγκιόζης, μισή μερίδα στο ύψος. Φωνάζει πίσω απ’ την πλάτη του:
(Κ.): Μπαρμπα Γιώργοοο!
(Μπ. Γ. σηκώνει το κεφάλι χωρίς να γυρίσει): Άαααααα! (να θυμίζει μουγκανητό βοδιού)