Μπουργάνα, μουργκάνα, βουργάρα

Ως γνωστόν οι χορδές με περιέλιξη ονομάζονται με διάφορες παραλλαγές της λέξης Μπουργάνα (αυτήν συνήθως χρησιμοποιώ εγώ).

Κάποτε ζούσα στην Κάρπαθο και έπαιζα καρπάθικα. Λαούτο. Μια φορά μου ζήτησε κάποιος ηλικιωμένος ντόπιος λαουτιέρης να παίξει με το λαούτο μου. Του έκανε μεγάλη εντύπωση η μπουργάνα που είχα στη Ρε: είναι η πιο μπάσα νότα του οργάνου, αλλά συνήθως οι Καρπάθιοι δε βάζουν μπουργάνα σ’ αυτό το ζευγάρι, βάζουν δύο τέλια. Εγώ το είχα αρματωμένο κρητικά, και η μπασαδούρα τού άρεσε πολύ. Με ρώτησε πού τις βρήκα. Του υποσχέθηκα να του φέρω μερικές.
Κάποια στιγμή πέρασα από Αθήνα, θυμήθηκα τον μπάρμπα και του πήρα μερικές χορδές. Όταν γύρισα στο νησί δεν τον βρήκα, και τις άφησα σε κάποιον να του τις δώσει.
Μετά από μερικές μέρες μου λέει η κοπέλα μου: «Μπορείς να μου εξηγήσεις κάτι; Συνάντησα τον μπάρμπα τάδε τον λαουτιέρη στο δρόμο, και σ’ ευχαριστεί πολύ για τις Βουλγάρες που του έστειλες, ήταν λέει καταπληκτικές!»

4 «Μου αρέσει»

Η (φωτισμένη;; ) επιγραφή “ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΒΟΥΛΓΑΡΕΣ” σε επαρχιακό σκυλάδικο εκτός κωμοπόλεως, έχει αφήσει εποχή.

1 «Μου αρέσει»

κάνεις καλό, θα βρεις και τον μπελά σου.

Χαχαχα! Βουλγάρες τις λένε και στη Λέρο.

2 «Μου αρέσει»

Κάπως έτσι (ή ανάποδα) πρέπει να βγήκε και η λέξη αρχικά. Κάποιος Γάλλος ή Ιταλός πρέπει να έλεγε «μπορντόνε» ή κάτι τέτοιο («μουργκάνα», μπάσα χορδή ζεύγους, φαντάζομαι παραφθορά του «βαρύτονος»), και κάποιος Έλληνας ή οι παρακάτω άκουγαν «Μουργκάνα» ή «Μπουργκάνα», δηλαδή ιδιωματικής προφοράς «Βουλγάρα». Ο Πένανεν δεν βρίσκει κάτι καλύτερο για ετυμολογία από το bordone αλλά δεν έκανε τον συσχετισμό με την λέξη που ήδη υπήρχε στα ελληνικά, μάλλον γιατί την αγνοούσε.

1 «Μου αρέσει»

Σπουδαγμένος γλωσσολόγος δεν είμαι, αλλά με τις όποιες γνώσεις μου σχετικά με τη γλώσσα, δεν βρίσκω τον παραμικρό γλωσσολογικό συσχετισμό μεταξύ των λέξεων μπορντόνε και μπουργκάνα (πέρα απ’ το ότι και οι δύο αρχίζουν με “μπ”).

Furthermore, που λένε και στο χωριό μου, ούτε μεταξύ των λέξεων μουργκάνα και βαρύτονος βλέπω λόγο “παραφθοράς” από την μία λέξη στην άλλη, πόσο μάλλον που οι σημασίες τους διαφέρουν.

(άσε που, ούτε το συσχετισμό μεταξύ Μπουργκάνας και Βουλγάρας σε ιδιωματική προφορά καταλαβαίνω…)

Ακριβώς! Οι λ. είναι πολύ δύσκολο να συσχετιστούν σαν ήχοι (αν και έχουν περισσότερα κοινά από το ότι αρχίζουν με μπ, και υπάρχουν σε διάφορες γλώσσες οι τύποι bourdon, bardone, bordun), όμως ο Π. το προτείνει διότι δεν βρίσκει κάποια καλύτερη ετυμολογία. Και ενώ είναι δύσκολο να φτάσουμε από κάποια τέτοια λέξη στο «μουργκάνα» όπως και αν την ελληνοποιήσουμε, η προϋπαρξη όμως του Μουργκάνα/Μπουργκάνα στα ελλ. διευκολύνει κάτι τέτοιο.

Έχουμε ένα ορονύμιο στα ελλ.αλβ. σύνορα και μια υπερδιόρθωση στην Κάρπαθο.

Εμένα οι φθογγικές αλλοιώσεις δε μου φαίνονται απίθανες. Η επιφύλαξή μου θα ήταν μάλλον ότι bourdon κλπ. σημαίνει ισοκράτης, και τη λέξη μπουργάνα δεν την έχω ακούσει ποτέ με τέτοια χρήση. Η μπουργάνα είναι μπάσα, ο βαρύτονος τραγουδάει μπάσα (αν και πιο ψηλά από τον μπάσο! :wink: ), αλλά το να μεσολάβησε φωνολογικά μια λέξη που άλλαξε σημασία (bourdon) και μετά να επιστρέψαμε στην αρχική σημασία μού φαίνεται αδύνατον.

ΟΚ λάθος ο συσχετισμός του γαλλικού «bourdone» με το «βαρύτονος», η λ. έχει άσχετη ετυμολογία. Όμως για την πιθανή προέλευση της μουργκάνας από το «bourdone» (ή απογόνους του) με παρετυμολογική επίδραση του Μουργκάνα/Μπουργκάνα/Βουργάρα, έχουμε και λέμε:

Σε εμάς η λέξη θα πρέπει αρχικά να ήθελε όντως να σημάνει μια χορδή ειδικά για ίσα, όχι μια χορδή ειδικά μπάσα (παρότι συνέβαινε η χορδή αυτή να είναι και ειδικά μπάσα, τα τέλια για ίσο είναι τα γενικά), διότι μπάσες/«μπάσες» χορδές θα υπήρχαν και σαν όνομα και σαν πράγμα στη γειτονιά του αστικού μπουζουκιού από τα γεννοφάσκια του, αφού υπήρχαν κιθάρες, και θα πρέπει και να πουλιόντουσαν από τα ίδια μαγαζιά και από το ίδιο καρούλι, ωστόσο δεν συστήθηκαν απλά ως «μπάσες» στους μπουζουξήδες (ή μήπως στους λαουτιέρηδες;). Βέβαια όταν οι (Κρητικοί, φαντάζομαι) λυράρηδες πήραν αργότερα την λέξη από τους μπουζουξήδες (ή μήπως τους λαουτιέρηδες;) θα την κατανόησαν εξ αρχής ως «μπάσα» ή «τυλιχτή».

Ο Pennanen λέει («The organological development and performance practice of the Greek bouzouki»)

The lowest wound string of the three-string bouzouki and lyra has been called bourgana, mourgana or vourgara-this phonological variation is typical of Modem Greek dialects. Anoyianakis (1976:258) presumes that the word vourgara may be of onomatopoeic origin, but does not give further evidence to support this hypothesis. Vrellis (1992a: s.v. vourgara) implies that the lowest string has been named after the double internal-duct flute vourgara also known as boulboul (< Turk. bülbül ‘nightingale’) that has a melody pipe and a low-pitched drone pipe without fingerholes. However, it seems unlikely that lyra and bouzouki terminology can be traced back to a wind instrument that was formerly used in Epirus and Macedonia.

It is tempting to trace the word bourgana back to bordone, the logical pair of cantino in string instruments. Originally the French bourdone (‘bumble-bee’) refers to the lowest drone of the hurdy-gurdy. The Italian form bordone is also used for free vibrating strings of larger lutes and bowed instruments. This would fit the late 19th-century bouzouki style consisting of melody on the kandini and drone on the two lower courses. The origin of the form bourgana may be found in South Italian dialects, in which bordone > burdon (Dr. Martti Leiwo: pers. comm. 1998). It is possible that ‘bur-’ was treated as a stem in Greek, which is common in linguistic borrowing processes (see Thomason & Kaufman 1988:37 8).

Τώρα εάν όντως το «μουργκάνα/μπουργκάνα» σχετίζεται με το Ν.ιταλικό «burdon» θα πρέπει κάποια αρχική *μπουρντόνα να έγινε *μπουρντάνα (ή θα μπορούσε και κατευθείαν «μπουρντάνα» χωρίς ενδιάμεση «μπουρντόνα»;), και μετά η «μπουρντάνα» να παρακούστηκε/παρετυμολογήθηκε ως «Μπουργκάνα/Μουργκάνα» (ή θα μπορούσε απευθείας και η «μπουρντόνα» να παρακουστεί/παρετυμολογηθεί έτσι;), σε συνθήκες όπου η μία λέξη ήταν κοινή και η άλλη ένας όχι ιδιαίτερα διαδεδομένος και όχι εδραιωμένος νεολογισμός. Η παρετυμολόγηση θα μπορούσε καλλιστότατα να είναι και συνειδητό χαριτολόγημα χωρίς παράκουσμα, και θα μπορούσε να ενισχύεται και από συσχετισμό με το «μπουλγκαρί». Έχουμε παραδείγματα «κανονικής» εξέλιξης από -ντόνα ή -ντάνα σε -γκάνα;

Δεν είμαι σε θέση να τα αξιολογήσω όλα αυτά, απλώς θυμίζω και τη λέξη μπουλγαρί, που δεν υπάρχει μόνο στα ελληνικά.

1 «Μου αρέσει»

Η λέξη δε θα ήταν εντελώς άγνωστη. Στο ΄«μουσικό παράρτημα» του βιβλίου «Το μουσικό πορτρέτο του νεοελληνικού Διαφωτισμού» του Γιάννη Πλεμμένου, το τελευταίο παράδειγμα νο 7 (Πηγή: Χρύσανθος 1832), είναι μια τετράφωνη παρτιτούρα ευρωπαϊκή με τίτλο Faux-bourdons, και τετράφωνη μεταγραφή σε εκκλησιαστική σημειογραφία με το κείμενο στο ελληνικό αλφάβητο: φωξ πουρδόν

1 «Μου αρέσει»

Την μπουργάνα, ή τέλος πάντων κάποια από τις παραλλαγές της, τη λέγανε συνεκδοχικά και για το κλαρίνο: «Ιτιά στην μπουργάνα» (=στα μπάσα) παρήγγελναν στα όργανα, έχω διαβάσει κάπου - στην Μαζαράκη ίσως; δε θυμάμαι…

Αν το έλεγν συνεκδοχικά για το κλαρίνο, λογικά θα το έλεγαν κυριολεκτικά και για το βιολί και για το λαούτο. Δε φαίνεται πιθανό να το πήραν κατευθείαν από το μπουζούκι. Πιθανώς λοιπόν να το έλεγαν γενικώς για κάθε έγχορδο.

2 «Μου αρέσει»

απο το slang. gr

“μουργκάνα”

… Η προέλευση της είναι, κατά πάσα πιθανότητα ηχομιμητική, λόγω ομοιότητας με μούγκρισμα (μουγκάνισμα) ζώου…

https://www.slang.gr/definition/24253-mourgkana

2 «Μου αρέσει»

Ε καλά τώρα… Αυτό θα το έλεγε μόνο κάποιος που δεν ξέρει τις άλλες παραλλαγές της λέξης, ούτε το τοπωνύμιο Μουργκάνα, ούτε το μπουλγαρί - λέξεις που πιθανόν να σχετίζονται ή να παρασυσχετίζονται. Που ακόμα κι έτσι δηλαδή, δύσκολα θα έβρισκε κανείς ότι ο ήχος της είναι «μουργκ», ώστε να στέκει το περί ηχομιμητικής προέλευσης!

Αυθαίρετες ετυμολογικές υποθέσεις μπορεί να κάνει ο καθένας (κι εμείς εδώ αυτό κάνουμε), όχι όμως να τις γράφει εκεί που ο άλλος θα πάει να ενημερωθεί για μια ετυμολογία.

1 «Μου αρέσει»

εφιμερις Ο Νουμάς 1909.
υπαρχει παλαιότερη αναφορά στη λεξη?

«Τά λελούδια μαραμένα, τά φιλιά φαρμακωμένα», ταίριασε τή σκληρή καί ξεγοφιάρικη φωνή
του μέ τό μινόρε τής φυσαρμό ικ*ς b μωραιτης
έπιλ.οχία; 'Ανάστις Παδελοπουλος.
Μια δεύτερη φωνή καί τρίτη τόν άκολούθησαν
καί τό τραγούδι απλώθηκε.
Τ« Μπουζούκια θέλησαν νά τό συνοδέψουν, μά
ή μπουργανα τοϋ Φωτούλα Τυλιγάδα κάτι ίπαθε
καί χάλαγε τήν άρμονία.

3 «Μου αρέσει»

Μωρέ μπράβο!

Το κείμενο έχει κι άλλα ενδιαφέροντα. Σ’ ένα γλέντι μαζεύονται δυο μπουζούκια, ένας ταμπουράς και μια φυσαρμόνικα. Ο ταμπουράς καθαρά για δημοτικά, την εποχή που τα δημοτικά τραγούδια δεν ήταν «επιστροφή στις ρίζες» αλλά ό,τι πιο hot - σ’ ένα τραγούδι θρηνείται ο θάνατος κάποιου, στον οποίο εμπλεκόταν κι ένας από τους παρευρισκόμενους στο γλέντι! Η φυσαρμόνικα για κάτι σαλονίσια ρομαντικά τραγούδια σε καθαρεύουσα, και τα μπουζούκια με μεγαλύτερη ευελιξία στο ρεπερτόριο.

Δυσκολεύομαι να το διαβάσω όλο, λίγο επειδή τα γράμματα είναι φθαρμένα, λίγο λόγω της περίεργης σελιδοποίησης της εφημερίδας (που θα ήταν πιο λειτουργική στο πραγματικό χάρτινο αντίτυπο απ’ ό,τι στην οθόνη), λίγο επειδή δεν κατλαβαίνω την υπόθεση που έχει ξεκινήσει σε προηγούμενο φύλλο. Αλλά έστω και για το οργανολογικό και μουσικολογικό σκέλος, που δεν είναι παρά στολίδι σε σχέση με την κυρίως πλοκή, ρίξτε μια ματιά όσοι ενδιαφέρεστε για τέτοια. Ο συγγραφέας φαίνεται να ξέρει πολύ καλά για τι πράγμα μιλάει.

Πέτρος Βασιλικός ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κώστα Χατζόπουλου (1868-1920), Αγρινιώτη λογίου και συγγραφέα, δημοτικιστή, μαρξιστή, φεμινιστή κ.ά. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος - Βικιπαίδεια)

2 «Μου αρέσει»

Στα χοντρά. Ιτιά στα χοντρά, καραγκούνα στα χοντρά κτλ

2 «Μου αρέσει»

Εγώ, αντίθετα, νομίζω ότι είναι από τα ευκολότερα διαβαζόμενα τυπωμένα στοιχεία παλιών εφημερίδων. Πού τα είδες τα φθαρμένα γράμματα, Περικλή; Πώς είναι ο τίτλος του προβληματικού κειμένου;

Και άλλη συνώνυμη έκφραση που πέτυχα κάπου είναι «γκαπά». Το αντιλαμβάνομαι ως παραφθορά του kaba, μπάσος.