Συζήτηση για το "γιαφ - γιουφ"

Σε 14 τραγούδια [ίσως και περισσότερα] υπάρχει είτε ως τίτλος, είτε στους στίχους των τραγουδιών η φράση “γιαφ-γιουφ”
Συναντάμε και το «γιουφ αμάν».

  • Ο συνδυασμός των λέξεων γιαφ – γιουφ υπονοεί την εισπνοή της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης κ.λπ.), το σνιφάρισμα, και κατ’ επέκταση το καλαμάκι ή οτιδήποτε σχετικό (χαρτί, χαρτονόμισμα κ.λπ.) βοηθά στην εισπνοή.

  • Επίσης, ο συνδυασμός υπονοεί και τη χρήση ουσιών από ναργιλέ,
    ενώ «γιουφ» είναι είτε η ντουμανόπορτα του ναργιλέ
    [πηγή: «λεξικό των κακοποιών», 1936, Παναγιωτάκου (υπαστυνόμου που υπηρετούσε στην Ασφάλεια Πειραιώς): «….στο πάνω μέρος του αργιλέ υπάρχει το γιουφ ή αλλιώς η ντουμανόπορτα , είναι μια μικρή τρύπα που στο φουμάρισμα την κλείνουν με το δάχτυλο για να εξισορροπούν οι πιέσεις…»
    είτε η ντουμανότρυπα
    [πηγή: Σπύρος Παξινός (ανώτατος αξιωματικό της Αστυνομίας Πόλεων, διευθυντής της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών την περίοδο 1936-1941) «…εις τα πλάγια του δοχείου (αργιλέ) τοποθετείται έτερος κάλαμος διʼ οπής, καλουμένης «γιουφ», μη εισερχομένης εντός του ύδατος, όστις χρησιμοποιείται δια το κάπνισμα και καλείται «τραβηχτό», εις έτερον δε σημείον και άνωθεν της επιφανείας του ύδατος ανοίγεται μικρά οπή, καλουμένη «ντουμανότρυπα»…» «Έγκλημα, Κοινωνία, Αστυνομία»]

  • Γιουφ ονομάζεται και η μικρή τρύπα που ανοίγεται στο πλάι του ηχείου των πολύ μικρών μπαγλαμάδων, για καλύτερο ηχητικό αποτέλεσμα.

  • Να προσθέσουμε εδώ ότι ο Κουνάδης αναφέρει το γιαφ – γιουφ ως μέθοδο αποτοξίνωσης διά της κωπηλασίας, με το επαναλαμβανόμενο γιαφ-γιουφ να δίνει το ρυθμό.

2 «Μου αρέσει»

Είναι σωστό το παράθεμα και σωστή η πηγή όπου μας παραπέμπεις;
Γιατί το “ντουμανόπορτα” βγάζει μάτι, φοβάμαι…

Εγώ για το “γιουφ”, στον τζε τον Παναγιωτάκο, αυτά διαβάζω:

Γιουφ: χάρτης σωληνοειδής δι’ ού γίνεται η διά του ρώθωνος απορρόφησης των ναρκωτικών.

https://srv-web1.parliament.gr/main.asp?current=6965408

Έχουμε την εικόνα ενός ναργιλέ και του τρόπου λειτουργίας του;

Από κάπου πρέπει να συνδεθεί το μαρκούτσι με το δοχείο για να ρουφάς. Αυτή την τρύπα, σε ύψος πιο ψηλό από τη στάθμη του νερού (αλλιώς θα 'πινες νερό!) την ονομάζει γιουφ ο Παξινός της δεύτερης πηγής.

Επιπλέον μπορεί να υπάρχει και μία μικρή τρύπα σε παρόμοιο ύψος που, όταν την κλείνεις είναι σαν να μην υπάρχει και όταν την ανοίγεις χαλάει όλη τη λειτουργία του ναργιλέ, γιατί απλούστατα τραβάει αέρα απ’ έξω και τον οδηγεί στο μαρκούτσι απ’ όπου τραβάς, οπότε απλά αναπνέεις, δεν καπνίζεις. Καμία πίεση δεν εξισορροπεί. Το νόημα της ύπαρξής της είναι:
α) όταν ο ναργιλές έχει τελειώσει και σβήσει, μπορείς να τραβήξεις μια δυνατή εισπνοή από το μαρκούτσι και απότομα να ανοίξεις αυτή την τρύπα. Το αποτέλεσμα θα είναι να ρουφήξεις όλα τα ντουμάνια που είχαν απομείνει στη γυάλα, πράγμα που αλλιώς θα γινόταν μόνο λίγο λίγο σε μικρές εκνευριστικές δόσεις, σνοδευόμενες από τη δυσάρεστη οσμή της σβησμένης κάφτρας.
β) Επίσης μπορείς να φυσήξεις από το μαρκούτσι ανοίγοντας την τρυπίτσα, για να καθαρίσει η εσωτερική ατμόσφαιρα του ναργιλέ.

Μπορεί όμως και να μην υπάρχει.

Αυτή λοιπόν την τρυπίτσα η πρώτη πηγή, ο Παναγιωτάκος, την ονομάζει γιουφ ή ντουμανόπορτα, και η δεύτερη, ο Παξινός, ντουμανότρυπα.

Κατά τη γνώμη μου το μεν «ντουμανόπορτα» είναι απλό λάθος (ίσως και του στοιχειοθέτη), η δε λέξη γιουφ πρέπει να σημαίνει το ίδιο με την ντουμανότρυπα, και όχι την άλλη τρύπα, για το τραβηχτό (το καλαμένιο μαρκούτσι), γιατί αυτό υποδεικνύει η άλλη σημασία, η τρύπα στο σκάφος του μπαγλαμά, που έχει το ίδιο μέγεθος, ενώ η τρύπα για το τραβηχτό είναι περίπου ίσαμε την κανονική τρύπα στο καπάκι του μπαγλαμά.

Γενικά ο Παξινός φαίνεται να ξέρει τι του γίνεται ενώ ο Παναγιωτάκος όχι.

Πιο συγκεκριμένα:

Bowl = λουλάς
Saucer = δεν υπάρχει αντίστοιχο στον χασικλήδικο ναργιλέ από καρύδα, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι απλώς ένα τασάκι για να μην πέφτουν κάτω οι στάχτες.
Hose = μαρκούτσι, στον καρυδένιο = τραβηχτό
Air valve = η ντουμανότρυπα, στη φτγρ κλεισμένη με βιδωτή τάπα
Pipe = το σέρι
Μοuthpiece = ιμαμές, αλλά δεν υπάρχει στον καρυδένιο
Γαλάζιο χρώμα = νερό.

Γεμίζω τον λουλά με οτιδήποτε θέλω να καπνίσω. Βάζω από πάνω κάρβουνα, γιατί το τουμπεκί δεν είναι εύφλεκτο σαν τον καπνό της πίπας ή του τσιγάρου, δεν κρατάει φωτιά. Ο λουλάς έχει τρύπα στον πάτο που συγκοινωνεί με το σέρι. Η άλλη άκρη του σεριού είναι μέσα στο νερό.

Τραβάω από το μαρκούτσι. Ο αέρας στο πάνω μέρος της γυάλας μειώνεται, δημιουργείται αρνητική πίεση, και το σέρι αρχίζει να τραβάει αέρα απ’ έξω, ο οποίος περνάει μέσα από τον λουλά και συμπαρασύρει το ντουμάνι από το τουμπεκί και το τυχόν χασίσι, συνεχίζει τη διαδρομή του προς τα κάτω μέσα από το σέρι, βγαίνει από την κάτω άκρη του σε μορφή μπουρμπουληθρών, γεμίζει το πάνω μέρος της γυάλας αντικαθοστώντας τον αέρα που είχα τραβήξει, βγαίνει διά μέσου του μαρκουτσιού, και καταλήγει στα πλεμόνια μου.

Είναι προφανές ότι αν ανοίξω την ντουμανότρυπα δε θα γίνει τίποτε απ’ όλα αυτά.

Τώρα λοιπόν φανταστείτε το όλο αυτό σε αυτοσχέδια μινιατούρα: Αντί γυάλα, καρύδα. Το σέρι και το τραβηχτό (που αντικαθιστά το μαρκούτσι) είναι απλά καλάμια. Το όλον είναι φορητό, το κρατάω στο χέρι, όχι έπιπλο σαν αυτό τον τρεντοαληπασαλήτικο ναργιλέ της φωτογραφίας. Η ντουμανότρυπα δεν έχει τάπα, την ταπώνω με το δάχτυλο. Η όλη λειτουργία παραμένει ολόιδια.

4 «Μου αρέσει»

Μόνο που ο Παναγιωτάκος, για να ξέρει ή να μην ξέρει τι του γίνεται, πρέπει να γράφει όσα του αποδίδονται.

Ωστόσο τίποτε τέτοιο δεν γράφει. Το τι γράφει το παρέθεσα (μαζί με την πηγή)

Κι ένα άλλο «γιουφ» εδώ. Εάν εδώ σημαίνει κάτι σαν «δικαίωμα επανάληψης», μήπως δεν είναι παρακινδυνευμένο να πιθανολογήσει κανείς ότι ο συνδυασμός «γιαφ-γιουφ» μπορεί να μας δίνει την εικόνα της επαναληπτικής εισρόφησης χασίς (κάτι σαν παφ-πουφ δηλαδή):

γιούφ (επιφ.) Εις το παιχνίδι «τσαλούκι», λέγεται από κείνον που κάμνει, ώστε αν δεν επιτύχη να κτυπήση, να έχη το δικαίωμα να ξανακάμη: Δεν είπες « γιουφ » κι έχασες (ΘΡΑΚΙΚΑ 1940: σελ. 191)

Άνθιμε, η παραπομπή της Ελένης και η δική σου οδηγούν στον ίδιο τζε, την ίδια χρονιά, αλλά όχι στον ίδιο τίτλο. Μήπως, εκτός από το αρθράκι με τίτλο «Το πρωτότυπον λεξικόν που χρησιμοποιούν οι κακοποιοί / Η γλωσσοπλασική δεινότης των / Εκμάθησις άνευ διδασκάλου» στην εφημ. Εθνική (που παραπέμπεις εσύ), έχει γράψει και αυτοτελές «Λεξικό των κακοποιών» (που παραπέμπει η Ελένη);

Εν πάση περιπτώσει αυτή την περίεργη «ντουμανόπορτα» θυμάμαι να την έχω ξαναδιαβάσει, και ενδεχομένως μάλιστα να έχω ξαναγράψει και την ίδια θεωρία όπως παραπάνω (αν και σίγουρα χωρίς φωτογραφία). Κάποιος το έχει γράψει, ακόμη κι αν δεν ήταν ο Παναγιωτάκος αλλά άλλος τζες.

Εάν διαβάσεις την πρώτη παράγραφο του άρθρου όπου παρέπεμψα θα δεις ότι μιλάει για “Λεξικόν των κακοποιών”…, για αυτό που συζητάμε δηλαδή. Δεν έχουμε άλλο δείγμα αστυνομικής λεξικογραφίας από αυτόν τον Πειραιώτη τζε

Σωστά. Βιάστηκα και πήγα κατευθείαν στο λήμμα.

[Αφαιρέθηκε περιττό τμήμα κειμένου από τον συντονιστή, μιας και το είχε γράψει ο ίδιος]

Η αλήθεια είναι ότι τα δύο ερμηνεύματα, «στο πάνω μέρος του αργιλέ…» και «χάρτης σωληνοειδής δι’ ού…» δε μοιάζουν να είναι γραμμένα από την ίδια πένα,. Ωστόσο κάποιος έχει γράψει και το πρώτο.

Διασταυρώνεται κι από μια πιο πρόσφατη πηγή, γύρω στη δεκ. '80 τέλος ή '90:

Κάνε ένα γιουφ.

Η αυθεντικότητα βέβαια της πηγής ελέγχεται, υποτίθεται ότι είναι συνέντευξη πρεζέμπορα (είτε το πιστεύουμε, είτε το αμφισβητούμε). Αλλά και στημένο να είναι το κείμενο, κάποιος ήξερε τη λέξη μ’ αυτή την έννοια. Δε νομίζω να διάβαζε Παναγιωτάκο, ιδίως από το φύλλο της 27/4/1936 της Εθνικής.


Συμπλήρωσις:

Ο δίσκος βγήκε το 1986, και προέρχεται από τη σειρά «Ναρκωτικά» της ΕΡΤ 1 της ίδιας χρονιάς. Βρήκα κάπου το παρακάτω σχετικό:

Το 1986 προβλήθηκε από την ΕΡΤ μία συγκλονιστική σειρά με τίτλο ‘‘Ναρκωτικά’’ σε σκηνοθεσία Νίκου Παπαθανασίου. Συγκλονιστική, διότι για πρώτη φορά μιλούσαν στο φακό ηρωινομανείς χρήστες για το διάολο με τον οποίο πάλευαν.

Εφόσον δεν είναι πρεζέμπορας αλλά χρήστης, τότε δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω ότι είναι αυθεντικό το ντοκουμέντο.

that’s great, I immediately looked around on youtube. Many Thanks!

Μια ενδιαφέρουσα περιγραφή:

«Νέα Εφημερίδα», 1889
«Το χασίς και η καρύδες»

«…Εις τον Πειραιά λειτουργούσι πολλά μικροκαφενεία, εν οις συνερχόμενα παντοειδή άτομα, εκ του εξωτερικού ιδίως, περιτρίμματα της κακοτρόπου τύχης, και εν μακαρία απολαύσει ροφώσι δια της καρύδας τον καπνόν του ηδυγεύστου χασίς.
Η καρύδα επέχει τόπον ναργιλέ
Άλλοτε, όταν τα ινδικά κάρυα δεν ήσαν σπάνια, τα εχρησιμοποίουν τρυπώντες εις δυο μέρη, εις το εν όπως χύνωσι το ύδωρ και τοποθετώσι τον μικρόν πήλινον λουλά μετά του χασίς, και εις το άλλο όπως προσαρμόζεται η εκ καλάμου σύριγξ…»

"γιουφ» δεν είναι η ντουμανότρυπα, είναι η οπή στην οποία προσαρμόζεται το καλάμι

Η “ντουμανότρυπα” λέγεται “ντουμανότρυπα” και είναι η απέναντι “μικρά οπή εξόδου του πλεονάζοντος καπνου”

Προς μια τελική πρόταση για το γλωσσάρι:
[και εννοείται πως εδώ μπορούμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση]

  • Ο συνδυασμός των λέξεων γιαφ – γιουφ υπονοεί την εισπνοή της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης κ.λπ.), το σνιφάρισμα, και κατ’ επέκταση το καλαμάκι ή οτιδήποτε σχετικό (χαρτί, χαρτονόμισμα κ.λπ.) βοηθά στην εισπνοή.

  • Επίσης, ο συνδυασμός υπονοεί και τη χρήση ουσιών από ναργιλέ.

  • Γιουφ είναι το καλάμι / σωλήνας εισπνοής ναρκωτικών ουσιών.

Διορθώστε όπου νομίζετε ότι χρειάζεται.

Θα μπορούσαμε άραγε να προσθέσουμε ότι είναι και ο ήχος του φυσήματος και του ρουφήγματος του ναργιλέ;

Αυτό λέει ο Παξινός. Ο Παξινός φαίνεται, από αυτό το σύντομο παράθεμα (#1), να ξέρει τι λέει.

Παρά ταύτα επιμένω να θεωρώ πιθανότερο ότι το μεν γιουφ είναι η ντουμανότρυπα, η δε άλλη τρύπα, για το τραβηχτό, δεν έχει ολωσδιόλου όνομα. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και στην κορυφή της καρύδας άλλο άνοιγμα, και ούτε αυτό έχει όνομα.

Τις δύο κύριες τρύπες της καρύδας, μία για το σέρι και τον λουλά και μία για το τραβηχτό, ούτε τις βλέπει ο χρήστης ούτε κάνει τίποτε μ’ αυτές. Είναι απλώς υποδοχές για καλάμια, τα οποία είναι σφηνωμένα εκεί μέσα σχεδόν μόνιμα. Μόνο όταν αποσυναρμολογείται ο ναργιλές (για καθάρισμα μετά τη χρήση) εμφανίζονται. Γι’ αυτό δε θα με εξέπληττε να μην έχουν όνομα: πόσο συχνά θα χρειαστεί να αναφερθεί κανείς σ’ αυτές; Ούτε στη σύγχρονη ορολογία του ναργιλέ φαίνονται να έχουν όνομα, σύμφωνα με τη φτγρ πιο πάνω. (Και σε άλλες περιπτώσεις, η υποδοχή όπου στερεώνεται ένα εξάρτημα συναρμολογούμενης κατασκευής δεν έχει κατ’ ανάγκην ειδικό όνομα.)

Αντίθετα η ντουμανότρυπα είναι γυμνή, ορατή, και έτσι ακριβώς χρησιμοποιείται. Πάντα θα τύχει κάποιος πρωτάρης να μην ξέρει ότι πρέπει να την κλείνει και να του το εξηγήσουν: το όνομα της είναι απαραίτητο.

Αυτά εναντίον της άποψης ότι γιουφ=η υποδοχή του τραβηχτού.

Τώρα, υπέρ της άποψης ότι γιουφ=ντουμανότρυπα συνηγορούν οι άλλες σημασίες της λ. «γιουφ»: αφενός το γιουφ του μπαγλαμά, που είπαμε ήδη ότι μοιάζει με την ντουμανότρυπα και όχι με την άλλη τρύπα. Αφετέρου το «γιουφ» - μυτιά (ηρωίνης ή άλλου ναρκωτικού που ρουφιέται με τον ίδιο τρόπο), πιο κοντά μού φαίνεται να είναι στη χρήση της ντουμανότρυπας, που όταν την ανοίξεις χρησιμεύει στο απότομ ρούφηγμα των ντουμανιών μέσα στην καρύδα, παρά στη χρήση της τρύπας για το τραβηχτό, η οποία δε χρησιμοποιείται η ίδια, άμεσα και ορατά, για ρουφηξιές, παρά μόνο ως υποδοχή για το τραβηχτό.

Από τον Βαμβακάρη μέχρι τον Στριγγάρη, με ενδιάμεσους σταθμούς άλλα αστυνομικά και λοιπά συγγράμματα και πηγές, η ντουμανότρυπα λέγεται “ντουμανότρυπα”, χωρίς πρόβλημα κατανόησης από τον αρχάριο (ενώ αν του έλεγες “γιουφ” την ντουμανότρυπα μάλλον θα σε κοίταζε ενεός…)

Κατά τη γνώμη μου όσον αφορά το σκέτο «γιούφ», το λήμμα καλό είναι να διαμορφωθεί ως εξής:

Γιουφ:

1)χαρτί ή άλλο υλικό, που τυλίγεται σαν σωλήνας, μέσω του οποίου γίνεται η λήψη ναρκωτικής ουσίας

2)τρύπα σε μία πλευρά του ναργιλέ, από όπου περνάει το καλάμι

Εννοείς Άνθιμε ότι έχεις βρει πολλά κείμενα που να λένε την ντουμανότρυπα «ντουμανότρυπα» και κανένα που να τη λέει «γιουφ»;

Εντάξει, αυτό είναι σίγουρα ένα επιχείρημα. Έχεις βρει όμως και κείμενα που να λένε την τρύπα υποδοχής του καλαμιού «γιουφ»;

Η δική μου εντύπωση είναι ότι κάπου το έχω διαβάσει, παλιά, ότι «ντουμανότρυπα»=«γιουφ». Δεν μπορώ να θυμηθώ πού, πιθανότατα σε κανέναν Πετρόπουλο (Άγιο χασισάκι;) ή Τσιφόρο ή σε κάποιο παλιό λεξικάκι της αργκό - πάντως όχι σε πρωτογενή πηγή.

Αυτό το λεξιλόγιο δεν προορίζεται να γίνεται άμεσα κατανοητό. Στον αρχάριο, αν του πεις γιουφ εννοώντας οτιδήποτε, εξίσου ενεός θα σε κοιτάξει. Όπως και αν του πεις λουλάς, τραβηχτό, θανάσης, μη δίνεις το γραμματόσημο της κυρά-Μαρίας κλπ.

Ε, πού αλλού θα το είχες διαβάσει; (“Ρεμπέτικα τραγούδια” σελ. 14 και επανάληψη ΄προς εμπέδωσιν στο “Άγιο χασισάκι”)…

Έχει στραβώσει κόσμο και ντουνιά ο τζες ο Ηλίας -και όχι μόνο: όσο ήταν εν ζωή και του υποδείκνυαν πανταχόθεν τα μύρια όσα λάθη και ανακρίβειες στα “Ρεμπέτικα τραγούδια”, εκείνος πετροπούλειο αγρό αγόραζε και δεν σεβόταν καν τους τόσους αγοραστές του
πανάκριβου “Ευαγγελίου” του.

Δεν διόρθωσε ποτέ τίποτα!

Από εδώ και για καμιά 10ριά μηνύματα έχει ξαναγίνει η συζήτηση, και είναι εν πολλοίς η ίδια. Μεταξύ άλλων έχει κι εκεί το παράθεμα του Ψευδοπαναγιωτάκου για την ντουμανόπορτα, φωτογραφία από το γιουφ του μπαγλαμά, και παραδείγματα χρήσης της λ. γιουφ με την πρεζάκικη έννοια.

Οκέι λοιπόν, άμα είναι του Πετρόπουλου ν’ αφήσω το καλάθι μου να πιάσω μικρότερο. Άλλες πηγές, που να λένε ότι γιιουφ είναι η άλλη τρύπα, έχουμε; (Εκτός από αυτή τη μία, εντάξει, την είδαμε αυτήν.)