Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Αυτό με την αγκράφα που έγραψε ο Νίκος για τα Τυρολέζικα παπούτσια δεν μου έκατσε και πολύ. Έτσι από περιέργεια έκανα κι εγώ το σχετικό γκουγκλάρισμα. Τα αποτελέσματα αφορούν περισσότερο σε χοντρά μποτάκια δερμάτινα με χρωματιστά κορδόνια.

https://www.google.gr/search?q=tyrolo+shoes&client=firefox-b&sa=N&tbm=isch&tbo=u&source=univ&ved=0ahUKEwiCwMflh6_UAhXDJ8AKHZOSBms4ChCwBAgf&biw=1680&bih=906#imgrc=zzi2rI-onrpphM:

Υπάρχει όμως κι ένα site που δίνει φωτογραφία από γυναικεία παπούτσια του (Νότιου) Τυρόλο.

traditional shoes-of-a-woman-in-a-shop-merano-south-tyrol-CFF88D.jpg

Λέτε να φορούσε τέτοια η λεγάμενη του τραγουδιού;

Το λινκ μπήκε για το τραγούδι.
Όχι για τους στίχους που συχνά υπάρχουν μικρά λάθη.
Σε αυτήν την δεύτερη κόπια ακούγονται καθαρά οι λέξεις.

για το “γιούφ”, να προσθέσω ότι έτσι λέγεται (*) και μια μικρή τρύπα στο πλάϊ ακάφους (σκαφτού) μπαγλαμά ή/και τζουρά. Πιστεύω ότι αρχικός σκοπός της ήταν να “διορθώσει” τη σχέση όγκου ηχείου / εμβαδού ηχητικής οπής.
Εδώ σε έναν μπαγλαμά του Ν. Φρονιμόπουλου:

(*) δεν ξέρω από πότε, ούτε έχω άλλα στοιχεία εκτός από την εφαρμογή και σε σύγχρονες κατασκευές. Υποθέτω ότι υπάρχει σχέση μ΄αυτό που περιγράφεται παραπάνω στο 3.ε του #2228 «…εις τα πλάγια του δοχείου (αργιλέ) τοποθετείται έτερος κάλαμος διʼ οπής, καλουμένης «γιουφ»

Λέγανε πως με “γιουφ” στη μύτη του (στον ύπνο) έκανε ηρωϊνομανή η Σκουλαρικού τον Ανέστο.

Η Δήμητρα Σ., η επονομαζόμενη “Σκουλαρικού”, ήταν μόλις 15 χρονών, τέλη του 1934 και αρχές του 1935, όταν γνωρίστηκαν.
Ο Αρτέμης ήταν 23 χρονών τότε και ήδη εθισμένος.
Οπότε, δύσκολο να το πιστέψει κανείς.

Το περιοδικό “Λαϊκό Τραγούδι” είχε εκτενέστατο αφιέρωμα στο θέμα αυτό.

Το #2228 θέλει λίγο συγύρισμα, γιατί τα νοήματα μπερδεύονται μεταξύ τους και δε βγαίνει άκρη.

Πρώτον:

Εδώ τελειώνουν όσα αφορούν το γιαφ-γιουφ. Ακολουθεί μια άλλη λέξη (το γιουφ), με τελείως άλλες σημασίες. Καλύτερα να μην τα μπερδεύουμε.

Δεύτερον:

Στα ελληνικά υπάρχει τέτοια σημασία; Αν ναι, πρέπει να τεκμηριωθεί, γιατί τα παραδείγματα που ακολουθούν δεν τη δείχνουν. Αν όχι, τότε το τι σημαίνει στην οθωμανική αργκό είναι πληροφορία ετυμολογικού ενδιαφέροντος, και πρέπει να ξεχωριστεί από τα ερμηνεύματα.

Τρίτον:

Εδώ τα πράγματα παρουσιάζονται μπερδεμένα. Με βάση τις πηγές που παρατίθενται υπάρχουν μεν αυτές οι δύο σημασίες, δηλαδή αφενός το σνιφάρισμα και αφετέρου το οποιουδήποτε είδους σωληνάκι για το σνιφάρισμα, αλλά και άλλες δύο πολύ διαφορετικές.

Πάμε να τα δούμε ένα ένα:

Σημασία πρώτη: σνιφάρισμα.

Σημασία τρίτη: η ντουμανόπορτα (ντουμανότρυπα) του ναργιλέ

Εδώ αναφέρονται δύο διαφορετικές σημασίες. Σημασία δεύτερη: σωληνάκι σνιφαρίσματος. Σημασία τρίτη: η ντουμανότρυπα (όπως και στο β)

Ξανά σημασία δεύτερη: σωληνάκι σνιφαρίσματος.

Σημασία τέταρτη: μια άλλη τρύπα στον ναργιλέ, όχι η ντουμανότρυπα (ντουμανόπορτα) αλλά η τρύπα απ’ όπου εφαρμόζει το τραβηχτό. Το τραβηχτό είναι στα μικρά ιδιοκατασκευασμένα ναργιλεδάκια της χασισοποσίας το αντίστοιχο του μαρκουτσιού που έχουν οι τεράστιοι πολυτελείς ανατολίτικοι ναργιλέδες: μικρός καλαμένιος (ή άλλως σκληρός) σωλήνας το τραβηχτό, μακρύς εύκαμπτος σωλήνας το μαρκούτσι, αλλά κάνουν την ίδια δουλειά, είναι αυτό που βάζεις στο στόμα σου και ρουφάς.

Άρα, στο ιδίωμα των κοκαϊνο/ηρωινομανών, γιουφ είναι το σνιφάρισμα σκόνης, και επίσης το εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σνιφάρισμα. Στο ιδίωμα των χασισοποτών/τεκετζήδων κλπ., γιουφ είναι κάποια τρύπα στον ναργιλέ, χωρίς όμως να συμφωνούν όλες οι πηγές στο ποια ακριβώς τρύπα (η ίδια που ονομάζεται και ντουμανότρυπα, ή η άλλη για το τραβηχτό;).

Τι ακριβώς γίνεται με την ντουμανότρυπα;

Καταρχήν, η λέξη «ντουμανόπορτα» του Παναγιωτάκου (πηγή β) μου μυρίζει λάθος. Δεν είναι πόρτα, είναι μια μικρή τρύπα. Ντουμανότρυπα πρέπει να είχε γράψει ο άνθρωπος, και να το μπέρδεψε ο τυπογράφος. Αλλά ακόμη κι αν ίσχυαν και οι δύο ονομασίες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μιλάμε για το ίδιο πράγμα.

Η ντουμανότρυπα λοιπόν είναι μια τρύπα στο δοχείο του ναργιλέ (γυάλα στους μεγάλους ανατολίτικους ναργιλέδες, καρύδα ή κάτι παρόμοιο στους τεκετζήδικους), πιο ψηλά από τη στάθμη του νερού. Αν την ανοίξουμε, είναι ένα παραθυράκι απ’ όπου το εσωτερικό του δοχείου συγκοινωνεί με τον …έξω κόσμο. Και η τρύπα του τραβηχτού, κι αυτή πάλι είναι στο τοίχωμα του δοχείου και πιο ψηλά από τη στάθμη του νερού. Επομένως, με ανοιχτή ντουμανότρυπα, αν τραβήξεις μια ρουφηξιά, ουσιαστικά εισπνέεις κοινό καθαρό αέρα. Γι’ αυτό την κλείνουν (στους γυάλινους έχει τάπα, στους τεκετζήδικους που είναι φορητοί απλώς την ταπώνουν με το δάχτυλο). Με κλειστή ντουμανότρυπα, άμα ρουφήξεις, η μόνη δίοδος που έχει ο αέρας για να μπει είναι να περάσει από τον λουλά, όπου καίει ο καπνός (τουμπεκί) και το χασίσι, να κατέβει από το άλλο σωληνάκι που είναι στο κάτω μέρος του λουλά και καταλήγει μέσα στο νερό, και να βγει από το νερό σε μορφή μπουρμπουληθρών, φορτωμένος με καπνούς από το τουμπεκί και το χασίσι και φιλτραρισμένος από το νερό.

Το νόημα της ντουμανότρυπας είναι ότι όταν το έχεις καπνίσει όλο, μπορείς να την ανοίξεις και να τραβήξεις άλλη μια γερή τζούρα, οπότε παίρνεις και τους τελευταίους καπνούς που είχαν μείνει να αιωρούνται μέσα στη γυάλα, για να μην πάνε χαμένοι! Μπορείς ακόμη να την ανοίξεις και να φυσήξεις από το τραβηχτό, οπότε τα τελευταία υπολείμματα καπνού φεύγουν έξω. Αυτό το κάνεις είτε επειδή έχει μαζευτεί μπαγιάτικος καπνός και θες να καθαρίσεις λίγο το τοπίο, είτε για να είναι πιο εύκολο μετά το καθάρισμα, είτε για να διώξεις κανένα σκουπιδάκι που έχει μπει στο τραβηχτό.

Αυτή λοιπόν την τρύπα, την ντουμανότρυπα ή (ίσως και) ντουμανόπορτα, ορισμένες πηγές (β, γ) την ονομάζουν επίσης γιουφ. Μια άλλη πηγή (ε) τη διαχωρίζει ρητά από το γιουφ, και ονομάζει γιουφ την τρύπα του τραβηχτού.

Για το «γιούφ» σε συνάρτηση με αργιλέ, νομίζω ότι αμέσως αμέσως στις τελευταίες δέκα δημοσιεύσεις εδώ, έχουμε αρκετά στοιχεία. Εγώ τουλάχιστον πείσθηκα ότι είναι ο τρόπος με τον οποίον ο χρήστης του αργιλέ, του αυτοκατασκευασμένου βέβαια, όχι εκείνου του εμπορίου που δεν έχει τέτοιες τρύπες αλλά εμφανές μαρκούτσι, μπορεί να «τραβήξει» ουσία ρουφώντας καπνό, συνήθως με τη βοήθεια κάποιου μικρού σωληνοειδούς αντικειμένου που πρόχειρα μπορεί να γίνει και από καλάμι δημητριακού κλπ. και ονομάζονται έτσι και η μικρή τρύπα στο σώμα του αργιλέ αλλά και το σωληνάκι. Κατʼ επέκταση το ρούφηγμα μπορεί να βοηθηθεί και όταν η ουσία είναι σε μορφή σκόνης, όχι καπνός. Κατʼ επέκταση επίσης, μπορεί να ονομαστεί γιούφ η μικρή τρύπα στα πλάγια των σαζοειδών οργάνων μικρού μεγέθους, που χρησιμεύει (όχι βεβαίως για ρούφηγμα αλλά) για εξισορρόπηση πιέσεων, θυμίζοντας την τρύπα αυτοσχέδιου αργιλέ. Τώρα, γιατί λέγεται γιούφ; Η δική μου υπόθεση εργασίας είναι ότι η λέξη είναι «πεποιημένη» που έλεγε και ο φιλόλογός μας, από τον ήχο του ρουφήγματος.

Γιατί όμως και γιάφ; Η δική μου, και πάλι, υπόθεση είναι ότι ο συνδυασμός των δύο λέξεων υπονοεί τη χρήση (ή τον χρήστη) ουσιών, είτε (αρχικά) από ναργιλέ είτε κατʼ επέκταση, με σνιφάρισμα σκόνης. Ακριβώς όπως λέμε «παφ, πουφ» υπονοώντας το κάπνισμα απλού τσιγάρου, όταν ο καπνιστής το παρακάνει. Αν, λοιπόν, οι υποθέσεις μου είναι σωστές, δεν θα συμφωνήσω, Ελένη μου, με τη σημασία της «έκφρασης πόνου και απελπισίας» που δίνεις στην έκφραση*. Όταν η έκφραση «γιαφ γιούφ» λέγεται από κοπέλα (π.χ. γιαφ, γιούφ, δεν σε θέλω πιά, στο διάβολο να πάς, άντε σύρε στη δουλειά σου κι από μένα δεν μασάς) νομίζω ότι το μήνυμα είναι σαφές: Δεν σε θέλω γιατί είσαι χρήστης ουσιών. Ή, σε άλλο στίχο, η μάνα μου δε σε θέλει γι αυτόν ακριβώς το λόγο.

*πού αλλού, αλήθεια, εκτός από τα γνωστά και αναφερόμενα τραγούδια, έχει χρησιμοποιηθεί η έκφραση αυτή με αυτό το νόημα;

Ακούγοντας τραγούδια όπως:

“Μη μου χαλάς τα γούστα μου”,
στην εκτέλεση με τον Καρίπη, στην άλλη με το Βιδάλη, σε 3η με το Μελεμενλή,
δεν βλέπω σύνδεση με ουσίες, εμφανή τουλάχιστον.

Το “γιαφ - γουφ” επαναλαμβάνεται ως τσάκισμα, εν πάση περιπτώσει δεν μου δίνει την εντύπωση σύνδεσης με ουσίες.
Γι’ αυτό το λόγο πρόσθεσα την ερμηνεία “ουφ” ή “ωφ”.

Όσο για το 2ο, Περικλή, πληροφοριακά έδωσα το στοιχείο για αναφορά του “γιουφ” με την έννοια “χασίσι”, όπως φαίνεται δεν την συμπεριλαμβάνω στο τελικό συμπέρασμα.

Το οποίο συμπέρασμα, ως κατακλείδα:

“…γιουφ» είναι η κίνηση εισπνοής της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης κ.λπ.) και, κατʼ επέκταση, το καλαμάκι ή οτιδήποτε σχετικό (χαρτί, χρτονόμισμα κ.λπ.) βοηθά στην εισπνοή αυτή…”

πώς προτείνετε να συμπληρωθεί, συγκεκριμένα;

Εγώ γνωρίζω ότι γνωρίζει όλο το ρεμπέτικο ταράφι εδώ και χρόνια.

Ο Κηρομύτης τα λέει για την Κούλα την “Σκουλαρικού”:

[i]…[SIZE=1]Eίχε μια γκόμενα πουτάνα, στα Bούρλα. Aυτή ήτανε πρεζού…Όπως κοιμότανε λοιπόν ο Ανέστης μαζί της, να πούμε, τώρα τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Του έκανε ένα γιουφΜου το είχε πει ο ίδιος εμένα, μετά. Της λέει, ρε συ Κούλα, της λέει…

Τα λέει και ο, συνεξόριστος του στην Ίο, Γενίτσαρης, για την μαύρη την “Σκουλαρίκου” [με τον τσαμπουκά στο μέτωπο].

Τα λέει “κομψά” και η Νταίζη [που είχαν και σχέση].

Αυτά για το Ανεστάκι και το “γιούφ” …
[/SIZE][/i]

Αντώνη, το περιοδικό “Λαϊκό Τραγούδι” [τεύχος 20-21] είχε δημοσιοποιήσει τη βαθιά έρευνα που είχε γίνει με επίσημα στοιχεία από το “Δρομοκαΐτειο”, όπου φαίνονται:
το όνομα της κοπέλας που είναι Δήμητρα Σ. (παραπέμπει στο “Σκουλαρικού”, αλλά για ευνόητους λόγους δεν δημοσιοποιείται ολόκληρο),
η ηλικία της, η δ/νση της κ.λπ.

Όπως και τα αντίστοιχα του Δελιά. Η κοπέλα όντως ήταν μικρότερη από τον Αρτέμη.
Ακόμα και η μετέπειτα πορεία των δυο τους: η κοπέλα απεξαρτητοποιήθηκε, ενώ ο Δελιάς δεν τα κατάφερε.

Σχετική συζήτηση έχουμε κάνει και παλιότερα, [b]εδώ.[/b]

Προφανώς είναι κάπως δυσνόητο με λόγια. Μια εικόνα θα μας βοηθούσε.

Όχι. Δεν είναι τρόπος να κάνεις κάτι, είναι μια τρύπα.

Το γιουφ των πρεζάκηδων είναι και τρόπος να σνιφάρεις - ή μάλλον όχι τρόπος, είναι το σνιφάρισμα. Μια λέξη που δηλώνει πράξη. Το γιουφ του ναργιλέ δεν έχει τέτοια αφηρημένη έννοια, είναι μια λέξη που δηλώνει αντικείμενο (αν είναι αντικείμενα οι τρύπες).

Και πάλι όχι. Τόσο ο γυάλινος του εμπορίου όσο και ο ιδιοκατασκευασμένος έχουν και τρύπες και μαρκούτσι. Μία τρύπα είναι προφανώς απαραίτητη για να μπει το μαρκούτσι, και η άλλη είναι η ντουμανότρυπα που περιέγραψα παραπάνω.

Το μαρκούτσι έχει διαφορές στην εμφάνιση και στο όνομα ανάμεσα στα δύο είδη ναργιλέ, αλλά όχι στη λειτουργία.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συζήτηση που γίνεται και οι διευκρινίσεις, αλλά στο παρακάτω:

“…«γιουφ» είναι η κίνηση εισπνοής της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης κ.λπ.) και, κατʼ επέκταση, το καλαμάκι ή οτιδήποτε σχετικό ( χαρτί, χρτονόμισμα κ.λπ.) βοηθά στην εισπνοή αυτή…”

τι άλλο θα μπορούσε να προστεθεί, μια που για το ρεμπέτικο γλωσσάρι απαιτείται μια σύντομη και γενική μνεία στο αντίστοιχο λήμμα
και όχι πραγματεία ολόκληρη επί του θέματος;
(αν και εμένα δεν θα με χάλαγε καθόλου. :))

Συμφωνώ ότι η πραγματεία περιττεύει. Παρασύρθηκα από τη γοητεία του θέματος και φλυάρησα, αλλά εδώ είναι γλωσσάρι, όχι εγκυκλοπαιδικό λεξικό. Γιουφ είναι η ντουμανότρυπα, ντουμανότρυπα είναι μια τρύπα στο τοίχωμα του ναργιλέ, και αυτά αρκούν. Το πώς ακριβώς λειτουργεί η συσκευή μπορεί φαντάζομαι να το διαβάσει κανείς σε κανένα Άγιο Χασισάκι ή αλλού.

Οπότε μένουμε με τέσσερις σημασίες:

α) Οποιοδήποτε αντικείμενο (ευτελές ή πολυτελές, αυτοσχέδιο ή κατασκευασμένο κλπ.) χρησιμοποιείται ως σωληνάκι για το σνιφάρισμα (ρούφηγμα/εισπνοή) ηρωίνης ή κοκαΐνης από τη μύτη. (Πηγή τάδε)

β) Το ίδιο το σνιφάρισμα. (Πηγή δείνα)

γ) Η ντουμανότρυπα του ναργιλέ. (Πηγή παραδείνα)

δ) Η τρύπα στον ναργιλέ όπου προσαρμόζεται το τραβηχτό (ο σωλήνας απ’ όπου ρουφάμε). Πηγή παρατάδε.

Και μία πέμπτη, η τρύπα στο σκάφος του μπαγλαμά. (Για την οποία έχω να πω ότι την έχω δει κυρίως σε πολύ μικρά μπαγλαμαδάκια, απ’ αυτά που κρύβονται στη χούφτα, όπου ίσως δεν είναι εφικτό να έχει η κανονική τρύπα του καπακιού το μέγεθος που θα έπρεπε.) Αυτή η σημασία προφανώς προκύπτει συνεκδοχικά από το γιουφ-ντουμανότρυπα.

Για την ετυμολογία, έχουμε τον πιθανό συσχετισμό με το γιουφ της οθωμανικής αργκό που σημαίνει χασίσι (πηγή = …)

Και υπάρχει και το επιφώνημα γιαφ-γιουφ, με ό,τι σημαίνει…


Παράλληλα, η …πραγματεία μου 'φερε στον νου και κάτι άλλο:

Όταν καπνίζουμε ρουφάμε, δε φυσάμε. Αυτό ισχύει εξίσου στον ναργιλέ όσο και στο τσιγάρο, την πίπα και κάθε άλλο τρόπο καπνίσματος. Η περίπτωση όπου φυσάμε από το μαρκούτσι του ναργιλέ για να τον καθαρίσουμε είναι κάτι παράπλευρο, άσχετο από την καθαυτού διαδικασία.

Τι σημαίνει λοιπόν ο στίχος φύσα ρούφα τράβα τόνε;

Νομίζω ότι το «φύσα» πρέπει να αναφέρεται στο φύσηγμα του λουλά, μέχρι το κάρβουνο που είναι πάνω στο μίγμα καπνού και χασισιού να δημιουργήσει μια καλή κάφτρα. Το τουμπεκί του ναργιλέ δεν είναι επ’ ουδενί τόσο εύφλεκτο όσο ο καπνός του τσιγάρου ή ακόμ και της πίπας. Είναι πολύ πιο χοντροκομμένο (ακόμη και το τουμπεκί ψιλοκομμένο, αφού η κλίμακα ψιλού και χοντρού είναι διαφορετική απ’ ό,τι στα άλλα καπνικά είδη) και με ψηλότερη υγρασία, αλλιώς θα δημιουργούνταν μια πελωρίων διαστάσεων κάφτρα που θα ‘κανε απαγορευτικά βαρύ κάπνισμα. Έτσι το τουμπεκί αργεί ν’ ανάψει, όπως αντίστοιχα αργεί και να σωθεί. Γι’ αυτό το φυσάνε ή του κάνουν αέρα με μια βεντάλια (εφημερίδα - κομμάτι χαρτόνι κλπ., όπως στην ψησταριά).

Συναφής είναι και η λέξη σέρι, που δε βλέπω να την έχουμε στο Γλωσσάρι.

Από μνήμης θα έλεγα, με μια βεβαιότητα γύρω στο 90%, ότι το σέρι είναι το άλλο σωληνάκι του ναργιλέ, εσωτερικό και κατακόρυφο, που ξεκινάει από τον λουλά και καταλήγει μέσα στο νερό.

Όμως, δε θυμάμαι από πού ξέρω αυτή την πληροφορία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι τη διάβασα σε κάποιο βιβλίο που δεν το 'χω μαζί μου στο Ηράκλειο. Λογικά κάποιο του Πετρόπουλου.

Υπάρχει και ο στίχος «τώρα τα παίρνω και τα δυο / το σέρι και το τραβηχτό», αλλά ούτε αυτόν θυμάμαι αν τον έχω ακούσει ηχογραφημένο ή τον έχω διαβάσει στον Πετρόπουλο. Δεν γκουγκλάρεται.

Όποιος μπορεί ας βοηθήσει.

Η φράση φύσα στον αργιλέ δεν βγαίνει βγαίνει από το φύσημα για το άναμα του καπνού.Αυτό ανάβει με το ρούφα.Το φύσα τον σβήνει γιατί έχει ανάποδη φορά του αέρα.Η ντουμανότρυπα (η οποία έχει αντικατασταθεί με βαλβίδα σήμερα στους αργιλέδες, όπου τον έλεγχο τον κάνει μια μπίλια μεταλλική με το βάρος της),χρησιμεύει στον έλεγχο της βαρύτητας του καπνού.Κάποια στιγμή,(όταν ο αργιλές έχει φουντώσει),ο καπνός γίνεται βαρύς και πυκνός.Τότε ο θεριακλής,με ένα ελαφρύ,ή και πιο έντονο φύσημα απελευθερώνει καπνό από την βαλβίδα οπότε ελαφρύνεται ο καπνός κατά τα γούστα του καπνιστή.

Φύσα ρούφα τράβατόνε- πάτατονε κι αναφτόνε…

Απλά μάλλον ήθελε να κάνει ρίμα με τις ενέργειες που είναι συναφείς με τον αργιλέ, γιά κάποιο λόγο δεν τηρεί τη λογική σειρά που μάλλον πάει…
πάτα τον–>άναφ’τον—>ρούφα---->τράβα (κατέβασε)---->(ξε)φύσα

Καλησπέρα, δεν ξέρω εάν υπάρχει ήδη συζήτηση, δεν κατάφερα να εντοπίσω κάτι.

Ερώτηση λοιπόν:
“Ήρθαν τα μαντάτα σου,
πάτησες τη γάτα σου…”

στους “Παπατζήδες” με τον Τάκη Μπίνη…

είναι ειδική έκφραση; ή απλά είναι το καθημερινό “την πάτησες” [και το “την γάτα σου” έχει καταργηθεί για συντομία];
καμία ειδική ετυμολογική ιστορία (ή ισχύει το αυτονόητο “πάτησες την ουρά της γάτας και καρφώθηκες επειδή έσκουξε”);

Ευχαριστώ και συγγνώμη αν σας κουράζω

Την εποχή που βγήκε αυτό το τραγούδι ήμουν πιά δεκάχρονο παιδάκι και θυμάμαι αρκετά καλά την εποχή. Μία θεία μου μάλιστα, μίλαγε με νόημα για την Αθηνάς και τους παπατζήδες, γνωρίζοντας και ότι βοηθούνταν από τσιλιαδόρους και αβανταδόρους, αν και δεν νομίζω να είχε ακούσει το τραγούδι. Αν η έκφραση «την πάτησα / -ες κλπ. αρχικά υπονοούσε γάτα (ή ειδικά την ουρά της) θα είχα ως δεκάχρονος ακούσει την έκφραση, πριν «εκλείψει» η γάτα, δεν ήταν από τις λαϊκές εκφράσεις που οι «μεγάλοι» του περιβάλλοντός μου φρόντιζαν να μην φτάνουν στα αφτιά των παιδιών. Άρα, μάλλον επινόηση του στιχουργού είναι για να ταιριάξει ο στίχος. Ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη φορά….

Νομίζω ότι στο κλασικό «την πάτησα» υπονοείται η πεπονόφλουδα.

Το σκεπτικό «πάτησα την ουρά της γάτας, αυτή φώναξε, και καρφώθηκα» δεν το βρίσκω και τόσο αυτονόητο, αντιθέτως, μάλλον προχωρημένη σκέψη είναι. Για να το πετάνε έτσι μέσα σ’ ένα τραγούδι περιμένοντας ότι ο άλλος θα καταλάβει, μπορεί και να υπήρχε ως έκφραση. Πάντως δεν την έχω ξανακούσει.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 01:13 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:41 —

Τώρα που το ξανασκέφτομαι:

Μέσα στο τραγούδι δε γίνεται λόγος για “κάρφωμα”. Ο άλλος απλώς έπεσε θύμα των παπατζήδων, δηλαδή την πάτησε, έπεσε στην παγίδα. Μήπως το νόημα της έκφρασης είναι όπως με την πεπονόφλουδα;

Η γάτα σου, η σπιτικιά, είναι συνηθισμένη να αράζει ανενόχλητη όπου να 'ναι. Αν καμιά φορά την πλησιάσεις χωρίς να τη δεις, εκείνη δε θα φύγει γιατί είναι ήμερη, και όταν τελικά την πατήσεις τινάζεται, σε ξαφνιάζει και χάνεις την ισορροπία σου.

Αν και ρεαλιστικό, και πάλι απέχει από το να είναι αυτονόητο.

Συμφωνώ κι εγώ ότι το «πάτημα» πιθανότατα προϋπέθετε πεπονόφλουδα κάποιαν εποχή, μπανάνες ακόμα δεν εισάγονταν (για Κρήτη ούτε λόγος…), αλλά φοβάμαι ότι δεν υπάρχει σχετική έρευνα και τεκμηρίωση. Θα ʽπρεπε κάποια στιγμή, μιλάω γενικά για όλους μας εδώ μέσα, να δεχτούμε ότι κάποια πράγματα απλά συμβαίνουν, they just so happen που λένε και στο χωριό μου, και εκείνοι που τα έκαναν να συμβούν δεν είχαν καμμίαν απολύτως υποχρέωση να τεκμηριώσουν το γιατί έπραξαν έτσι και όχι αλλιώς. Με την έννοια αυτή λοιπόν, ο στιχουργός των «Παπατζήδων» έβαλε κάτω τα «μαντάτα» να ξεκινήσει τραγούδι, του ήρθε αμέσως η γάτα να ριμάρει, δεν θέλει και πολύ, και σκάρωσε αυτό που σκάρωσε, χωρίς να σκεφτεί τίποτα και χωρίς να νοιώσει ότι χρωστάει κάποιαν εξήγηση σε κάποιον. Εντάξει, αναρωτηθήκαμε 60κάτι χρόνια μετά, μπας και υπήρξε κάποιο προηγούμενο παρόμοιας έκφρασης, δεν το βρήκαμε, τελειώσαμε και ούτε κάν χρειάστηκε να ψεκάσουμε (για ψήφο, ούτε λόγος!..)*. Πάμε γι άλλα!

*πολύ θα ήθελα ένας ερευνητής στο μέλλον, με ενδιαφέρον για τη θεατρολογία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, να βρεί και να παραθέσει το μήνυμά μου αυτό ως απόδειξη ότι η επιθεώρηση «Ψεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε» του 1984, παράφραση της πολυπαιγμένης στην τηλεόραση διαφήμησης «Ψεκάστε (τα τζάμια με Άζαχ), σκουπίστε (τα τζάμια με χαρτί κουζίνας), τελειώσατε (το καθάρισμα)!, επιβίωσε μέχρι το 2017…. (διευκρινίζω ότι δεν είχα παρακολουθήσει την επιθεώρηση, απλά είχα βομβαρδιστεί με τις διαφημήσεις της επιθεώρησης και, προτύτερα, και του Άζαχ, δεν είχα κόψει ακόμα την Τηλεόραση).