Το #2228 θέλει λίγο συγύρισμα, γιατί τα νοήματα μπερδεύονται μεταξύ τους και δε βγαίνει άκρη.
Πρώτον:
Εδώ τελειώνουν όσα αφορούν το γιαφ-γιουφ. Ακολουθεί μια άλλη λέξη (το γιουφ), με τελείως άλλες σημασίες. Καλύτερα να μην τα μπερδεύουμε.
Δεύτερον:
Στα ελληνικά υπάρχει τέτοια σημασία; Αν ναι, πρέπει να τεκμηριωθεί, γιατί τα παραδείγματα που ακολουθούν δεν τη δείχνουν. Αν όχι, τότε το τι σημαίνει στην οθωμανική αργκό είναι πληροφορία ετυμολογικού ενδιαφέροντος, και πρέπει να ξεχωριστεί από τα ερμηνεύματα.
Τρίτον:
Εδώ τα πράγματα παρουσιάζονται μπερδεμένα. Με βάση τις πηγές που παρατίθενται υπάρχουν μεν αυτές οι δύο σημασίες, δηλαδή αφενός το σνιφάρισμα και αφετέρου το οποιουδήποτε είδους σωληνάκι για το σνιφάρισμα, αλλά και άλλες δύο πολύ διαφορετικές.
Πάμε να τα δούμε ένα ένα:
Σημασία πρώτη: σνιφάρισμα.
Σημασία τρίτη: η ντουμανόπορτα (ντουμανότρυπα) του ναργιλέ
Εδώ αναφέρονται δύο διαφορετικές σημασίες. Σημασία δεύτερη: σωληνάκι σνιφαρίσματος. Σημασία τρίτη: η ντουμανότρυπα (όπως και στο β)
Ξανά σημασία δεύτερη: σωληνάκι σνιφαρίσματος.
Σημασία τέταρτη: μια άλλη τρύπα στον ναργιλέ, όχι η ντουμανότρυπα (ντουμανόπορτα) αλλά η τρύπα απ’ όπου εφαρμόζει το τραβηχτό. Το τραβηχτό είναι στα μικρά ιδιοκατασκευασμένα ναργιλεδάκια της χασισοποσίας το αντίστοιχο του μαρκουτσιού που έχουν οι τεράστιοι πολυτελείς ανατολίτικοι ναργιλέδες: μικρός καλαμένιος (ή άλλως σκληρός) σωλήνας το τραβηχτό, μακρύς εύκαμπτος σωλήνας το μαρκούτσι, αλλά κάνουν την ίδια δουλειά, είναι αυτό που βάζεις στο στόμα σου και ρουφάς.
Άρα, στο ιδίωμα των κοκαϊνο/ηρωινομανών, γιουφ είναι το σνιφάρισμα σκόνης, και επίσης το εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σνιφάρισμα. Στο ιδίωμα των χασισοποτών/τεκετζήδων κλπ., γιουφ είναι κάποια τρύπα στον ναργιλέ, χωρίς όμως να συμφωνούν όλες οι πηγές στο ποια ακριβώς τρύπα (η ίδια που ονομάζεται και ντουμανότρυπα, ή η άλλη για το τραβηχτό;).
Τι ακριβώς γίνεται με την ντουμανότρυπα;
Καταρχήν, η λέξη «ντουμανόπορτα» του Παναγιωτάκου (πηγή β) μου μυρίζει λάθος. Δεν είναι πόρτα, είναι μια μικρή τρύπα. Ντουμανότρυπα πρέπει να είχε γράψει ο άνθρωπος, και να το μπέρδεψε ο τυπογράφος. Αλλά ακόμη κι αν ίσχυαν και οι δύο ονομασίες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μιλάμε για το ίδιο πράγμα.
Η ντουμανότρυπα λοιπόν είναι μια τρύπα στο δοχείο του ναργιλέ (γυάλα στους μεγάλους ανατολίτικους ναργιλέδες, καρύδα ή κάτι παρόμοιο στους τεκετζήδικους), πιο ψηλά από τη στάθμη του νερού. Αν την ανοίξουμε, είναι ένα παραθυράκι απ’ όπου το εσωτερικό του δοχείου συγκοινωνεί με τον …έξω κόσμο. Και η τρύπα του τραβηχτού, κι αυτή πάλι είναι στο τοίχωμα του δοχείου και πιο ψηλά από τη στάθμη του νερού. Επομένως, με ανοιχτή ντουμανότρυπα, αν τραβήξεις μια ρουφηξιά, ουσιαστικά εισπνέεις κοινό καθαρό αέρα. Γι’ αυτό την κλείνουν (στους γυάλινους έχει τάπα, στους τεκετζήδικους που είναι φορητοί απλώς την ταπώνουν με το δάχτυλο). Με κλειστή ντουμανότρυπα, άμα ρουφήξεις, η μόνη δίοδος που έχει ο αέρας για να μπει είναι να περάσει από τον λουλά, όπου καίει ο καπνός (τουμπεκί) και το χασίσι, να κατέβει από το άλλο σωληνάκι που είναι στο κάτω μέρος του λουλά και καταλήγει μέσα στο νερό, και να βγει από το νερό σε μορφή μπουρμπουληθρών, φορτωμένος με καπνούς από το τουμπεκί και το χασίσι και φιλτραρισμένος από το νερό.
Το νόημα της ντουμανότρυπας είναι ότι όταν το έχεις καπνίσει όλο, μπορείς να την ανοίξεις και να τραβήξεις άλλη μια γερή τζούρα, οπότε παίρνεις και τους τελευταίους καπνούς που είχαν μείνει να αιωρούνται μέσα στη γυάλα, για να μην πάνε χαμένοι! Μπορείς ακόμη να την ανοίξεις και να φυσήξεις από το τραβηχτό, οπότε τα τελευταία υπολείμματα καπνού φεύγουν έξω. Αυτό το κάνεις είτε επειδή έχει μαζευτεί μπαγιάτικος καπνός και θες να καθαρίσεις λίγο το τοπίο, είτε για να είναι πιο εύκολο μετά το καθάρισμα, είτε για να διώξεις κανένα σκουπιδάκι που έχει μπει στο τραβηχτό.
Αυτή λοιπόν την τρύπα, την ντουμανότρυπα ή (ίσως και) ντουμανόπορτα, ορισμένες πηγές (β, γ) την ονομάζουν επίσης γιουφ. Μια άλλη πηγή (ε) τη διαχωρίζει ρητά από το γιουφ, και ονομάζει γιουφ την τρύπα του τραβηχτού.