Να βάλουμε και το ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου:
ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟΝ ΤΟΥ ΜΕΝΔΡΕΣΕ
Ὦ Πλάτανε! τοῦ Μενδρεσέ στοιχειο καταραμένο,
Τῆς τυραννίας τρόπαιο στη φυλακὴ ὑψωμένο
Συμμάζωξε τὰ φύλλα σου τὰ δακρυρραντισμένα,
Νὰ ἰδῶ κομμάτι οὐρανὸ καὶ τ ̓ ἄστρα τὰ καϋμμένα…
Αν ἦσαι δένδρο σπλαχνικό, ἀνθρώπους μὴν μιμῆσαι,
Μὴ δεσμοφύλακας κ ̓ ἐσὺ ὡσὰν ἐκείνους ἦσαι!
Ναί• ἄφησε καμμιὰ φορὰ νὰ βλέπ’ ἀπ’ ἐδῶ πέρα
Τὸν ἀσημένιο οὐρανό, τὴν ἄσπρη τὴν ἡμέρα
Κανένα σύννεφο μικρό που φεύγει ν’ ἀντικρύσω,
Κανένα ταξιδιάρικο πουλάκι νὰ ῥωτήσω.
Νὰ στείλω χαιρετίσματα στὴ μάνα ποῦ μὲ κλαίγει,
Κ’ ἐκείνης ὁποῦ μ’ ἀγαπᾷ χωρὶς νὰ μοῦ τὸ λέγῃ!
Ὦ Πλάτανε πόσαις φοραίς στοὺς κλώνους σ ̓ ἀποκάτω
Τῆς ἀρετῆς τὸ φόρεμα ἐσύρθη τὸ χιονάτο !
Πόσαις ἀθώαις κεφαλαὶς ἐγύρανε σ ̓ ἐσένα,
Καὶ πόσα μάτια ἀγγελικὰ ἐκλεῖσαν δακρυσμένα…
Πόσαις φοραίς σὰν ἀδελφαὶς στὴ ῥίζα σου τὴν κρύα
Ἐκάθησαν ἡ ἀρετὴ κ’ ἡ σκοτεινὴ κακία!
Ὅλο τὸ ἔθνος σκέπασαν τὰ ἔρημα κλαδιά σου,
Καὶ στὸν ἀγῶνα σάβανο ἐξάπλωσ ̓ ἡ σκιά σου!
Ἐδῶ ὁ Γρίβας ἔτρωγε τὰ σίδερα δεμένος,
Κ’ ἐδῶ γλυκομαραίνουνταν ὁ Σοῦτσος ὁ καϋμμένος.
Ἐδῶ κι’ ὁ Τουρκοφάγος μας ἀνταμοιβή εὑρῆκε,
Κι’ ὁ Μακρυγιάννης, ἄρρωστος, μὲ κοντακιαὶς ἐμπῆκε!
Πόσα, ἄχ, πόσα μάντρωσες λειοντάρια πληγωμένα,
Ακόμη ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ τὴ φωτιὰ βγαλμένα
Πόσους ἀϊτοὺς τῆς ̓Αμπλιανής, πόσα παιδιὰ τοῦ Φλέσσα,
Ὡσὰν μανούλα τἄβαλες στὴν ἀγκαλιά σου μέσα !
Μὴ σοῦ τοὺς φάγῃ ἐννοιάζουσαν τὸ κρύο καὶ ἡ πεῖνα,
Γιὰ νὰ τοὺς στείλης ζωντανούς στη μαύρη γκιλοτίνα.
Πάρε, δεντρί, τὰ νειάτα μας καὶ τἄνθη μας στολίσου,
Νὰ γείν ̓ ἡ ῥίζα σου βουνὸ καὶ σύννεφο ἡ κορφή σου
Πάρε, δεντρί, τὰ νειάτα μας καὶ τὴν παλληκαριά μας,
Καὶ βύζαξε τὸ αἷμά μας καὶ πιὲ τὰ δάκρυά μας,
Νὰ γείνῃς δράκος, γίγαντας, τὸν κόσμο νὰ σκεπάσῃς.
Φάγε, δεντρί, τὰ νειάτα μας, φάγε τα νὰ χορτάσῃς!
Ὄχι, δὲν εἶναι, Πλάτανε, ἑλληνικὴ ἡ σπορά σου
̓Απὸ λαγκάδι σκοτεινό κατάγετ ̓ ἡ γενιά σου.
̓Απὸ τὴ γῆ τοῦ Μπαυαροῦ ἐδῶ φυτεύθης πάλι
Κόρακας μαῦρος σ ̓ ἔφερε, καιροῦ ἀνεμοζάλη,
Κ’ ἐφούντωσες στὰ χώματα τὰ μοσχομυρισμένα,
Κ’ ἔχεις ἀπὸ τὸν ἥλιο μας τὰ φύλλα χρυσωμένα!
Ἕνα καιρὸν ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ἔχομε καὶ τώρα
Εφύτευσ ̓ ὁ ̓Αλή-πασσᾶς στὴν ἔρημή του χώρα
Τὸν Πλάτανο, που θέριεψε κ ̓ ἐσκέπαζε τ’ ἀστέρια,
Γιατὶ τὸν πότιζ’ ὁ ̓Αλῆς μὲ τὰ δικά του χέρια,
Καὶ μ’ αἷμα τὸν ἐρράντιζε τοῦ Ζίδρου καὶ τοῦ Γιώτη.
— Αχ, ἀνατρέφεσαι κ’ ἐσὺ μὲ τὴ δική μας νειότη!
Θὰ ἔλθῃ ὥρα, Πλάτανε, ἀλλόθρησκη Βαστίλλη,
Που ξυλοκόπους ἡ ὀργὴ τοῦ ἔθνους θὰ σοῦ στείλῃ,
Καὶ πέλεκυς στὴ ῥίζα σου ἐλεύθερος θ ̓ ἀστράψῃ.
Δὲν θὰ σὲ φᾶν γεράματα φωτιὰ θενὰ σὲ κάψῃ,
Καὶ γύρω θὰ χορέψωμε στη σκόνη σου την κρύα,
Ὅταν ἀνοίξῃ τὸ χορὸ Πατρίς κ’ Ελευθερία…
(Ἔγραφον ἐκ τῶν φυλακῶν τοῦ Μενδρεσέ, 1861)