Άσπρος αητός καθότανε στου Σμόλικα τη ράχη (Δημοτικό, Στίχοι)

πρωτη φορά ακουω για αυτο το δημοτικό.
το ανέφερε η ιστορικός Ευθυμίου σε εκπομπή της.
το περιεχόμενο ειναι περιπου το ακόλουθο.
Άσπρος αητός σε κορφή του Σμόλικα, κράταγε στα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι (προεστου ) και συνομιλούσε κατηγορώντας το για τις αδικίες με την φορολογία.
απο τους πλούσιους έπαιρνε 100,απ’ τους φτωχούς 200 και απο την χήρα 500.
το εχει εντοπίσει κάποιος κάπου?

Δεν το ξέρω το συγκεκριμένο, αλλά σίγουρα πρόκειται για νεώτερη (ίσως και 21ου) προσαρμογή προγενέστερων στίχων, «νεοδημοτικό» που λέμε…

η Ευθυμίου αναφερόταν στη δομή της αυτοδιοίκησης επι Τουρκοκρατίας και την διαπλοκή της με την Τουρκική διοίκηση.

Α, μάλιστα. Οπότε, τα πράγματα αλλάζουν: Επί Τουρκοκρατίας, ο σουλτάνος έβγαζε απόφαση για το πόσα κάνει να του δίνει κάθε περιοχή και ανέθετε στους κατά τόπους και περιοχές «ενδιαφερόμενους» (τους “προεστούς” που λέμε λίγο πιο πάνω) να παν να τα μαζέψουν, με τους τρόπους που εκείνοι ξέρουν, και να του δώσουν αυτό που ζήτησε. Δεν εξέταζε τίποτε άλλο. Ο νοών, ας νοήσει.

εδω ειναι το “επεισόδιο”.
το εν λόγο τραγουδι περιγράφεται στο 13’20" λεπτό.

Απόκειται σε διάφορες παραλλαγές. Για παράδειγμα:

Δημιτσάνης, Στεμνίτσης, Καρυταίνης τῆς Γορτυνίας.

(Ἐξ ἀνεκδότων συλλογῶν Χαρ. Μελετοπούλου [ Α] καὶ Κ. Κασιμάτη [Β. Γ. ] ) .

Ἕνας ἀιτὸς καθότανε σὲ ῥιζιμιὸ λιθάρι,

καὶ βάσταγε ἐς τὰ νύχια του στρατιωτικὸ κεφάλι.

Ὥραις ὥραις τὸ τσίμπαγε, ὥραις ὥραις τοῦ λέγει.

«Κεφάλι κακοκέφαλο καὶ κακοτυχισμένο,

κεφάλι τί κακό καμες, ποῦ σὲ τραυᾶν τὰ ὄρνια;

Νὰ μὴν ἐξικοζύγιαζες, νὰ μὴν ἀκριβοπούλεις ;

–Μηδὲ ἐξικοζύγιαζα, μηδὲ ἀκριβοπούλα,

παρά ήμουν δημογέροντας κ’ ἐμοίραζα τὰ χρέη.

Σ τοὺς πλούσιους ἔρρηνα κατὸ καὶ ἰς τοὺς φτωχοὺς διακόσια,

μιᾶς χήρας μὲ δυὸ τριὰ ἀρφανὰ τῆς ῥήνω πεντακόσια,

τί εἶχε ἕνα ἀμπέλι κ’ εἶν’ καλὸ κ᾽ ἤθελ’ νὰ τῆς τὸ πάρω.

Κ᾿ ἡ χήρα ὁποῦ τ’ ἄκουσε πολὺ τῆς κακοφάνη·

παίρνει καὶ πάει 'ς τἀμπέλι της, τὸ συχνοχαιρετάει·

–᾿Αμπέλι μου πλατύφυλλο καὶ κοντοκλαδεμένο
τόσον καιρὸ μέ εἶχες κυρά, τώρα θὰ σὲ πουλήσω ·

βαρύ χρεος μοῦ ῥήξανε, γυρεύουν νὰ σὲ πάρουν.

–Μὴ μὲ πουλᾷς, κυροῦλα μου, καὶ μὴ μὲ παζαρίζῃς,

γιὰ βάλε νιοὺς νὰ σκάψουνε καὶ γέρους νὰ κλαδέψουν,

καὶ τριὰ κορίτσια ἀπάρθενα, νὰ μὲ βλαστοκοπήσουν,
φτιάσε βαγένια ξηνταδυὸ καὶ φόραις ξηνταπέντε,

καὶ μὲ τἀπανωτσάμπια μου τὸ χρέος σου νὰ βγάλω» .

………………………………………………………………………….

Καρυῶν τῆς ἐπαρχίας Καβακλῆ τῆς ᾿Αν. Ρούμελης.

(Λουλουδοπούλου, Συλλογὴ ἀνέκδοτος σ. 98, ἀρ. 99).

« Κεφάλι κακοκέφαλο, τὶ σὲ τσιμποῦν οἱ κάργαις;

-Τάν μαν νιὸς τσορμπατζῆς καὶ ὥριζα τὴ χώρα,

ῥήχνα τοὺς πλούσιους πὸ κατό, τὴ φτώχεια πὸ διακόσια,

τὴ χήρα, τὴν κακόχηρα ῥήχνω τρακόσια,

τ’ ἔχει ἡ χήρ᾽ ἀμπέλι καλὸ καὶ θέλ’ νὰ τὸ πουλήσῃ ,

πλούσιος νὰ τὸ πάρῃ » .

  • Τὰ παπουτσάκια τς ἤπαιρνε 'ς τἀμπέλι μόνο πάγει,

τἀμπέλι μόνον ἤλεγε, τἀμπέλι τς μόνο λέγει.

«᾿Αμπέλι μου πλατόφυλλο καὶ νιό - μου φυτεμένο,

θυμᾶσ᾽ ὅταν σὲ φύτευα μὲ γέλοια μὲ τραγούδια ;

καὶ τώρα πῶς θὰ σὲ πουλήσ᾽ ἐγὼ μὲ κλάματα μὲ πόνο,

πλούσιος νὰ σὲ πάρῃ ;

Βαρὺ δόσιο ἔρρηξαν, χαράτσι καὶ βαρίζι » .

Τἀμπέλι τότε ἤλεγε καὶ τὴν καλοσμπουριάζει.

«Μὴ μὲ πουλᾷς, κυροῦλα μου, καὶ μὴ μὲ παζαρεύῃς·

μόν’ πᾶρε νιοὺς καὶ σκάψε με, γερόντους κλάδεψέ με,

πᾶρε καὶ μωρογκόπαιδα, νὰ μὲ καρφολογήσουν,

κι’ ἀράδιασ᾿ τὰ βαρέλια σου σαράντα τὴν ἀράδα,

καὶ νὰ πληρώσῃς τὸ δόσιο σου καὶ τὸ βαρύ χαράτσι» .

…………………………………………………………..

Ηπείρου.

(᾿Αραβαντινοῦ σ. 297 ἀρ. 495).

Χρυσὸς ἀιτὸς ἐκάθονταν ψηλὰ 'ς ἕνα λιθάρι,

κ’ ἐκράταγε 'ς τὰ νύχια του ἀνθρώπινο κεφάλι·

βολαῖς βολαῖς τὸ κύλαγε, βολαῖς βολαῖς τοῦ λέγει·

« Κεφάλι, τί κακό καμες καὶ σὲ κρατῶ ἐς τὰ νύχια;

–Ἐκεῖνον τὸν παλιὸν καιρὸ καὶ τὸ παλιὸ ζαμάνι,

μ’ εἶχεν ἡ χώρα προεστόν, μ’ εἶχεν ἡ χώρα πρῶτον,

κι’ ἁντἄρρηχνα τὸ δόσιμο καὶ τὸ βαρὺ τεφτέρι,

δέκα 'ς τοὺς πλούσιους ἔρρηχνα, ’ ς ταῖς χήραις δεκαπέντε,

'ς τὴ δόλια τὴ φτωχολογιά, ἔρρηχνα τριάντα πέντε·

κ’ ἡ φτώχια κλάψαν ἔκαμε, κλάψαν ἀπὸ τ᾿ ἐμένα,

καὶ ὁ Πασσᾶς ἐπρόσταξε μὤκοψαν τὸ κεφάλι » .

(Περιοδικο ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 1909)

3 «Μου αρέσει»

ευγε Άνθιμε!
πόσο λιγα θα γνωρίζαμε Χωρίς εσένα !

το πιο Αριστερό παραδοσιακό τραγούδι που ευτυχώς έλαβα γνώσην το 2025!

Από την πρώτη παραλλαγή:

Ζύγιζες ξίκικα! Ξίκικο είναι ό,τι έχει λιγότερο βάρος απ’ όσο θα 'πρεπε.

ακριβοπουλούσα, αλλά μου φαίνεται λίγο περίεργη η κατάληξη. Ίσως υπόκειται κάποιο λάθος του καταγραφέα.

Κι εδώ ίσως υπάρχει λάθος. Λογικά έρριχνα, και άλλωστε αυτό λένε οι άλλες παραλλαγές.

Μπα, κι εδώ να έκαναν ακριβώς το ίδιο λάθος; Ίσως τελικά υπάρχει κάποιο ιδιωματικό ρήμα «ρήνω» που ευθέως ή εμμέσως να σημαίνει χρεώνω, φορολογώ.

Από δω και κάτω υπάρχει και ως αυτοτελές τραγούδι, με υπόθεση εντελώς άσχετη από τη μετά θάνατον τιμωρία του άδικου φορατζή.

Από τη δεύτερη:

Με το σημερινό λεξιλόγιο, Ανατολικής Ρωμυλίας, που περίπου συμπίπτει με τη Βόρεια Θράκη της σημερινής Βουλγαρίας.

Περίεργο και άμετρο αυτό το «ταν μαν». Από το συμφραζόμενο καταλαβαίνουνε «όταν ήμουν». Ίσως «όντα 'μαν». Θρακιώτικο είναι και το γνωστό «Αντά 'μαν νιος και νιούτσικος» (άσχετο τραγούδι με συμπτωματικά ίδιο τον πρώτο στίχο), οπότε ίσως και «αντά». Το «ήμαν»=ήμουν, γνωστό βέβαια βορειοελλαδίτικο.

Φαντάζομαι θα έλεγε «τη ρίχνω τετρακόσια»

Αυτό το ξεκάρφωτο ημιστίχιο, που επαναλαμβάνεται και αργότερα, δίνει κάποια αμυδρή ένδειξη και για τη μουσική του τραγουδιού. Προφανώς σε όλους τους υπόλοιπους στίχους θα επαναλαμβανόταν το δεύτερο ημιστίχιο.

Το σμπουριάζω πρέπει να είναι το ίδιο με το σμπουρίζω, «μιλάω» σε κάποια μακεδονικά ιδιώματα.

???

Από την τρίτη:

Να το το «αντά» που λέγαμε πριν. Όταν έριχνα.

Η τρίτη αυτή παραλλαγή φαίνεται η πιο άρτια απ’ όλες. Σίγουρα από τη δεύτερη, που έχει αρκετά μετρικά λάθη, αλλά και σε σχέση με την πρώτη, που τέτοια λάθη δεν έχει, εδώ δε βλέπουμε ούτε υπόνοια λάθος λέξης. Είναι δε και η μόνη από τις τρεις που ολοκληρώνεται μέσα στον ίδιο αφηγηματικό ιστό, χωρίς να συνεχίζει με την ιστορία του αμπελιού. Όθεν υποθέτει κανείς ότι μάλλον στις άλλες δύο έχουμε συμφυρμό δύο αρχικά ανεξάρτητων και πλήρων τραγουδιών, του φορατζή και του αμπελιού, παρά το αντίθετο, ότι ένα είναι το τραγούδι και στην πορεία διασπάστηκε σε δύο.

Μία από τις πάμπολλες παραλλαγές του «Αμπελιού» (μόνου του) που παραμένουν ζωντανές στα σημερινά τοπικά ρεπερτόρια.

Καμία από τις τρεις παραλλαγές δε δίνει γεωγραφικό προσδιορισμό. Ή απλώς σ’ ένα λιθάρι, ή ούτε καν αυτό. Η παραλλαγή με Σμόλικα που έχει υπόψη της η ομιλήτρια θα προέρχεται, λογικά, από κάπου στον Σμόλικα ή εκεί κοντά, Ήπειρο-Γρεβενά.

[quote=“Νίκος Πολίτης, post:10, topic:48336, username:nikos_politis”]
Δεν είναι και τόσο σπάνιο, το λάθος να το έκανε ο ίδιος ο λαός! Προφανώς ο λαϊκός στιχουργός ήθελε να πει "μηδέ ακριβοπούλα(γ)ε, αλλά το τελικό ε το έφαγε το μέτρο… Υπάρχουν, σποραδικά και σπανίως βέβαια, τέτοιες περιπτώσεις.

“έρρηνα, ρήνω”:

Ναι, πιθανότατα να υπήρξε τέτοιο ρήμα, που σήμερα έχει χαθεί.

“Τάν μαν νιός”

Βεβαιότατα “Οντά ΄μαν νιος”!

??? ???

Το χρησιμοποιεί πολύ ο Βασίλης Μιχαηλίδης π.χ. στην 9η Ιουλίου

Αντάν αρκέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι εφυσούσαν

Τον τύπο «ρήνω» βρίσκουμε και στο δημοτικό «Του Κωσταντάρα» -και δεν σημαίνει “χρεώνω/φορολογώ”

Νά ρήνω και ’ς το θυμιατό μπαρούτι αντίς λιβάνι
να μου θυμάη τον πόλεμο, τα περασμένα νιάτα

(Ν. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, 1925: σελ.73)

1 «Μου αρέσει»

Άρα, σωστά σημειώνω παραπάνω

Όντως υπήρξε λοιπόν τέτοιο ρήμα, που σήμερα πια δεν υπάρχει.

φιλόλογος δεν είμαι, αλλα θυμήθηκα
τον γνωστό μας εκλησιαστικό ύμνο.

Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.

ραίνω [réno] [Ρ7](javascript:rIU(‘dl’, ‘Ρ7’, true)).1α : ρίχνω, σκορπίζω πάνω σε κπ. άνθη, σταγόνες νερού κτλ., συνήθ. στη διάρκεια μιας τελετής, μιας επίσημης υποδοχής κτλ.· (πρβ. ραντίζω): Οι καλεσμένοι έραιναν τους νεόνυμφους με ροδοπέταλα. (έκφρ.) το ΄κανε και το ΄ρανε, ειρωνικά, για αποτυχία.

[αρχ. ῥαίνω]

Αν στο ένα ρήνουν μπαρούτι στο θυμιατό (βάζουν, τοποθετούν, χύνουν…) και στο άλλο ρήνουν χρέη, μάλλον θα είναι τοπική εκδοχή για το «ρίχνω» (που άλλωστε έχουν οι άλλες παραλλαγές).

Ή, ακριβώς το αντίθετο. Με βάση την αρχή της lectio difficilior, μπορεί όντως να υπάρχει ένα ρήμα ρήνω, άγνωστο όχι μόνο σ’ εμάς αλλά και σε κάποιον που το άκουσε στο τραγούδι του φορατζή και το πέρασε για το ρίχνω που είναι κοινότερο.

(Lectio difficilior, κατά λέξη «η δυσκολότερη ανάγνωση»: όταν στο ίδιο κείμενο βρίσκεις σε μία παραλλαγή μια περίεργη λέξη, σπάνια ή ιδιωματική κλπ., που σε άλλη παραλλαγή αντικαθίσταται από κοινότερη, η πιο σπάνια έχει πιθανότητες να είναι η αρχική.)

Μα νομίζω και σήμερα κοινολεκτούμενες είναι οι φράσεις
" Ρίχνω πρόστιμο" “μου έριξαν ποινή” με την έννοια του “επιβάλλω”

1 «Μου αρέσει»

Φυσικά. Αλλά αυτό δεν αποκλείει να υπάρχει ανεξάρτητα και ρήμα ρήνω, άγνωστο και κρυμμένο σε κάποια κρυφή γωνιά μιας ντοπιολαλιάς (το σμπουριάζω πόσοι το ήξεραν; εγώ το είχα μάθει συμπτωματικά πρόσφατα), που να μη σημαίνει κατ’ ανάγκην «ρίχνω» στην κυριολεξία, αλλά να συμπίπτει με το ρίχνω σε κάποιες δευτερεύουσες χρήσεις.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Τα δημοτικά τραγούδια είναι έργα προφορικά, και άρα εκ φύσεως ρευστά στη μορφή τους. Πάντα θα τα βρούμε να λέγονται αλλιώς εδώ και αλλιώς εκεί, σε σημείο μάλιστα που αν τα βρούμε δυο φορές ολόιδια είναι ύποπτο!

Ωστόσο, «εκ φύσεως ρευστά» δεν σημαίνει πως οποιαδήποε αλλαγή είναι εξίσου πιθανό να συμβεί, πως όλα είναι χύμα. Υπάρχουν μηχανισμοί. Έναν τέτοιο μηχανισμό εξετάζω εδώ, με αφορμή έναν στίχο που απαντά ως «τ’ Αντρόνικου τ’ ακράνη του» αλλά και ως «τ’ Αντρόνικου τ’ αήττητου»:

Γιατί το λέω αυτό: για να φανεί ότι, αν όντως υπάρχει ρήμα «ρήνω» (όπως υποδεικνύει η lectio difficilior), τότε υπάρχει συγκεκριμένη εξήγηση για την παρουσία του ρήματος «ρίχνω» στην άλλη παραλλαγή. Προς το παρόν δεν είμαστε σε θέση να βεβαιώσουμε ούτε ότι υπάρχει ούτε ότι δεν υπάρχει τέτοιο ρήμα, απλώς ότι δεν το ξέρουμε.

1 «Μου αρέσει»

Ωραία και ενδιαφέροντα όσα παραθέτει ο Πέπε. Και δεδομένης της προφορικής παράδοσης των τραγουδιών της τότε εποχής και ελλείψει ψηφιακής καταγραφής των στίχων - ας είναι καλά το διαδίκτυο με τα lyrics - πολύ εύκολα ο κάθε τραγουδιστής έλεγε κι άλλαζε στίχους κατά το δοκούν ή όπως τα άκουγε σύμφωνα με την ντοπιολαλιά του.
Ας λάβουμε υπόψη μας και τα τόσα ραμόνια που λέγαμε και λέμε ακόμα μέχρι να δούμε γραμμένους κάπου τους στίχους!
Τρανό παράδειγμα το " οδό Γραφημώνος" που έχει ή είχε προβληματίσει πολλούς μέχρι να καταλάβουμε ποιός είναι αυτός ο “Γραφήμων!”
Εγώ δε πρόσφατα αντελήφθην ότι ήταν “τα γυριστά της τα ματοτσίνορα” κι όχι " να γίνει στάση στα ματοτσίνορα!"