Σαν πεθάνω τι θα πούνε (Ελληνική Απόλαυσις)

Συνέχιση της συζήτησης από το "Ο Σακαφλιάς":

Πράγματι, βρήκα τις δύο οργανικές ηχογραφήσεις που αναφέρει ο Σταύρος:

«Το χανούμικο», Γιώργος Γκρέτσης: rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων
«Χανούμικο - Ζεϊμπέκικο», ορχ. Αντ. Σακελλαρίου: rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων

Και τα δύο είναι εντελώς αδιαμφισβήτητα η μελωδία του «Σαν πεθάνω τι θα πούνε», δηλαδή της «Ελληνικής απολαύσεως», όπως τιτλοφορείται στη γνωστή εκτέλεση του Κατσαρού. Παρόλο που και οι δύο εκτελέσεις είναι οργανικές, η μελωδία μοιάζει πολύ περισσότερο για σκοπός τραγουδιού, παρά για οργανικό που εκ των υστέρων του προσέθεσαν στίχους όπως έχει συμβεί λ.χ. με το Μυστήριο/Μανταλένα.

Ως προς τα στιχάκια τώρα του Κατσαρού:

Σίγουρα δε χωράει αμφιβολία ότι κι αυτά είναι παραδοσιακά, σκόρπια, από αυτά που πηγαίνουν από σκοπό σε σκοπό. Ιδιαίτερα βέβαια εκείνο με της τριανταφυλλιάς τα φύλλα, που είναι από τα πιο πολυτραγουδισμένα σε όλο γενικώς το ελληνικό παραδοσιακό ρεπερτόριο.

Κάτι πιο αξιοσημείωτο που θέλω να αναφέρω όμως αφορά το δίστιχο «σαν πεθάνω στο καράβι…»: Το έχω ακούσει να τραγουδιέται σε παραδοσιακό σκοπό των Ελλήνων της Αζοφικής, μιας μειονότητας όχι πολύ γνωστής μέχρι πρόσφατα (που ήρθε στην επικαιρότητα λόγω του πολέμου). Δεν μπορώ να καταγράψω από μνήμης πώς ακριβώς είναι τα στιχάκια, αλλά θυμάμαι σαφώς ότι είναι προσαρμοσμένα στην τοπική διάλεκτο, που συγγενεύει κάπως με την ποντιακή.

Τέτοια διάδοση, σε μακρινές και όχι συνεχόμενες περιοχές, θεωρείται γενικά τεκμήριο μεγάλης παλαιότητας. Το ίδιο φυσικά και η προσαρμογή στη διάλεκτο.

Η ηχογράφηση είναι στο σιντί που συνοδεύει αυτό το βιβλίο:
https://biblionet.gr/titleinfo/?titleid=23877&return_url

Κατά πάσαν πιθανότητα όμως, αυτό που τεκμηριώνει την παλαιότητα του στίχου είναι απλά και μόνο το δίστιχο σαν πεθάνω στο καράβι, ρίχτε με μεσ’ στο γιαλό (ή έχει και άλλους ακόμα κοινούς στίχους το αζοφικό; ). Και εν πάσει περιπτώσει, δεν είναι η μοναδική φορά που ένας αρκετά παλιός στίχος επιβιώνει μέχρι λίγο πριν απ’ τη δική μας εποχή και ενσωματώνεται σε ρεμπέτικα. Ο Ν. Γεωργιάδης, π.χ, τονίζει την ομοιότητα του στίχου Η θάλασσα μου τα ΄κανε τα σωθικά μου μαύρα με στίχο του χειρόγραφου της Βιέννης (περ. 1.500), που λέει περίπου τα ίδια, μόνο με την αγάπη, όχι τη θάλασσα για αίτιο.

1 «Μου αρέσει»

Έχει ολόκληρο το δίστιχο. Τα υπόλοπα λόγια είναι άλλα (δεν τα θυμάμαι).


Μισό λεφτό. Πώς μετράς στίχους και δίστιχα Νίκο; Εγώ ως εξής:

α’ στίχος: σαν πεθάνω στο καράβι ρίχτε με μες στον γιαλό (15συλλ. τροχαϊκό)
β’ στίχος: να με φαν τα μαύρα ψάρια και το αρμυρό νερό.

Οπότε, όλο αυτό υπάρχει (ελαφρώς παραφρασμένο) στο αζοφικό.

Ε, ακριβώς έτσι μετράω κι εγώ, πώς αλλιώς; Η τακτική πάντως, του ριξίματος ενός πτώματος στη θάλασσα αν το ταξίδι πρόκειται να διαρκέσει μέρες, πρέπει να εφαρμόζεται έτσι απαράλλαχτα από την αρχαιότητα και την προϊστορία ακόμα, για λόγους φυσικά προφανέστατους.

Το γεγονός ότι ο στίχος περιγράφει ρεαλιστικά κάτι συνηθισμένο δεν του στερεί, κατά τη γνώμη μου, τη δραματικότητά του. Προφανώς όποιος πεθάνει στο καράβι θα τον ρίξουν στον γιαλό και θα τον φαν τα ψάρια και η θάλασσα, αλλά άλλο να το ξέρεις έτσι γενικά κι άλλο να σου λέει κάποιος για τον εαυτό του, εν είδει διαθήκης, «αυτό θέλω να κάνετε».

Θυμήθηκα και την παραλογή της Κόρης ταξιδεύτρας: μια κόρη ταξίδευε ασυνόδευτη, της την πέφτει ένας από το πλήρωμα, αυτή από την εντροπή ήπεσε λιγωμένη (λιποθύμησε), την πέρασαν για πεθαμένη, την καταπόντισαν ως είθισται, αυτή φυσικά πνίγηκε, και όταν την ξέβρασαν τα κύματα σε μιαν ακτή τη βρήκαν κάτι άγνωστες γυναίκες και τη μοιρολόγησαν, αφού κανείς δικός της δεν είχε μπορέσει να την κλάψει όπως άρμοζε.

Μα εγώ δεν μίλησα για στέρηση καμμιάς δραματικότητας. Το μόνο που ήθελα να πώ με το #4 ήταν, ότι πράγματι ένας στίχος όπου κάποιος θαλασσινός, σίγουρος για το ότι στο καράβι πάνω θα πεθάνει, λέει να τον ρίξουν στη θάλασσα να τον φάνε τα μαύρα ψάρια, και όχι να χαλάσουν το ταξίδι τους να τον φέρουν στη στεριά (μάλλον, ο καψερός, δεν έχει οικογένεια), και μόνο λόγω αντικειμενικότητας πρέπει να είναι αρκετά παλιός. Αυτό μόνο.

Και ένα σχόλιο, μιας και κάτι ξέρω από θάλασσα και μαύρα ψάρια: Πείτε χαιρετίσματα του στιχοπλόκου, (άσπρος ή ασημί) καρχαρίας θα φάει το επιπλέον στην επιφάνεια, όχι φουνταρισμένο στο βυθό σώμα και όχι τα μαυρόψαρα (στείρες, σφυρίδες, ροφοί, βλάχοι), που για κανέναν μεζέ δεν απομακρύνονται τόσο πολύ από το θαλάμι τους στο βυθό.

Άμα σε τρώνε γιατί θάφτηκες στη θάλασσα αδιάβαστος, άκλαφτος και μόνος, εγώ τον πιστεύω ότι είναι μαύρα. Μαρτυρίες ανθρώπων που γύρισαν σώοι και αβλαβείς για να μας τα πουν, δε λαμβάνονται υπόψιν!

Μαύρες είναι κι οι καλογρίτσες πάντως (αφρόψαρα, ουσιαστικά), αλλά να φάνε ανθρώπινο σώμα δεν μπορούν.

Υ.γ. Πολύ καλή η ηχογράφηση του Γράψα, δεν την είχα προσέξει τόσο, όταν την πρωτοάκουσα. Κι ας μη βρήκε τσαμπούνα…

Όλο το ψωμί στην ηχογράφηση του Γράψα είναι ο Γιάννης Μαράβας, που τραγουδάει και παίζει λύρα. Λέει και μερικά ακόμη τραγούδια στον ίδιο δίσκο του Γράψα και σ’ άλλον ένα, και δε νομίζω ότι ξανακούστηκε ποτέ έκτοτε. Κρίμα.

Η κύρια τέχνη του είναι ζωγράφος. Τη λύρα την παίζει σπίτι του.

Υπάρχει στο ΥΤ ένα βίντεο όπου ο Μαράβας ξαναπαίζει την Κόρη από την Αμοργό, καμιά 15ριά χρόνια μετά, σε συναυλία που (μάλλον κατ’ εξαίρεση) έκανε πρόσφατα στη Σητεία. Η ερμηνεία του παραμένει συγκλονιστική, αλλά τη λύρα μάλλον είχε καιρό να την πιάσει.

1 «Μου αρέσει»

Στη σιφνέικη εκδοχή έχει μπει και άλλη μια στροφή:

Σαν πεθάνω, θάψετέ με μες τη Φλεβαριάτισσα
να 'ρχεται να με θυμιαίνει μια Αρτεμωνιάτισσα.

Εδώ ένα δείγμα από γλέντι, το 1989. Στο βιολί ο Αντώνης Κόμης-Μουγάδης, και στο λαούτο ο Λευτέρης Λουκατάρης. (Το “Σαν πεθάνω” είναι από το 2:40 και μετά. Προηγείται το “Βουνό”). Εδώ, υπάρχουν κάποιες μικροδιαφορές στα λόγια σε σχέση με αυτά που λέει ο Κατσαρός αλλά αυτό εξαρτάται από τον εκάστοτε τραγουδιστή.

Νίκο, τα αισθήματα είναι αμοιβαία: ούτε οι άνθρωποι τρώνε τις καλογριές. Πάντως, το ψάρεμά τους (από στεριά, με καλαμίδι ή καθετή) χρησίμευε για να μάθουμε να ψαρεύουμε όταν ήμασταν νήπια. Εγώ πάντως δεν προχώρησα παραπέρα, ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά.

Εγώ πάντως έμαθα (δεν ήμουν νήπιο, αλλά με μονοψήφιο νούμερο ηλικίας) με σπάρους και γύλους. Το καλάμι το έκοβα μόνος μου.

Α, δεν τρώγεται ο σπάρος; Όταν εγώ περνούσα την αντίστοιχη εκπαίδευση, που δεν προχώρησε βήμα (βασικά έκανα παρέα σ’ ένα φίλο μου που μάθαινε, και δήθεν με μάθαινε κι εμένα), τους σπάρους τούς τρώγαμε στο σπίτι. Ή τουλάχιστον, έτσι μας έλεγαν οι δύο μανάδες, ότι τους έβαλαν στη σούπα.

Αυτά τα χορεύετε; Ζεϊμπέκικα; Ή είναι μόνο για το τραπέζι;

Αν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με τε στο γιαλό

να με φαν τα μαύρα ψάρια, για τσ’ αγάπης τον καϋμό

(Π. Αραβαντινού, «Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου», 1880)

Η “παραγγελιά” είναι σαφής: στον πιο μαύρο βυθό θέλει να τον ποντίσουν, να τον φαν τα μαύρα ψάρια… δεν είναι “επιφανειακός” τύπος να τον φαν τα ασημόλευκα…

Βεβαίως και τρώγεται μια χαρά ο σπάρος, και όσο μεγαλύτερος τόσο καλύτερα, όπως με όλα τα ψάρια. Αλλά οι δικοί μου ήταν περίπου μεγέθους καλογρίτσας…

Ο γιαλός δεν έχει μαύρο βυθό, άμμο έχει ασημογκρίζα ή κιτρινωπή και καθόλου μαυρόψαρα, που ξέρουν μόνο τα βράχια. Και όσο και να τον ποντίσουν, αυτός θα ανέβει στον αφρό, αφού τα σώματα των θηλαστικών επιπλέουν. Εκτός κι αν, όπως έκαναν κατά κόρον στην Κων/λη, τον βάλουν σε σακκί μαζί με πέτρες, που μάλλον δεν θα τους βρίσκονται στο καράβι.

Από παλιούς ψαράδες πάντως που έχω ακούσει προσωπικά, λέγανε ότι πάντα στην κακαβιά που κάνανε επάνω στο καΐκι, βάζανε και καλογριές μέσα για την γεύση.

1 «Μου αρέσει»

“γιαλός” κατ΄επέκταση είναι η “θάλασσα, το πέλαγος”.
Αυτό έχει κατά νου ο δημοτικός ποιητής και όχι την ακρογιαλιά/παραλία

Κατά βάση οι σκοποί αυτοί (όπως και τα καθεαυτού ρεμπέτικα) είναι για το τραπέζι. Δεν το έχουμε το ζεϊμπέκικο στο χορευτικό DNA μας όπως έχουμε π.χ. την πόλκα και το βαλς. Βέβαια οι νεότερες γενιές (από το 40 και μετά), λόγω της διάδοσης που είχε το ζεϊμπέκικο, θα το χορέψουν. Οπότε και το συγκεκριμένο δεν αποκλείω να χορευτεί ως ζεϊμπέκικο.

Και ένα άλλο δίστιχο που αναφέρεται σε ανθρωποφαγία ψαριών:

Παρακαλώ σας κύματα και σεις μικρά ψαράκια
μη βγάλετε τ’ Αγγελετ(θ)ή τα δυο γλυκά ματάκια

Είναι ένα Κιμουλιάτικο τραγούδι (ουσιαστικά ρίμα) που εξιστορεί τον πνιγμό δυο νέων που πηγαινοερχόταν Σίφνο-Κίμωλο με τη βάρκα.

Λουκά! Μου έρχεται αναγούλα και μόνο με την ιδέα.

1 «Μου αρέσει»

Εδώ, πράγματι. Γενικά είναι περίεργη λέξη ο γιαλός. Μπορεί να σημαίνει και τη μέση του πελάγου, μπορεί και την άκρη προς τη στεριά (γιαλό γιαλό γιαλό / ψαράκια κυνηγώ), μπορεί και την άκρη της στεριάς προς τη θάλασσα (κάτω στον γιαλό, κάτω στο περιγιάλι).

Άνθιμε, θα μου επιτρέψεις να ισχυριστώ ότι

είναι η δική σου προσωπική άποψη, όχι κατ’ ανάγκην και του δημοτικού ποιητή. Οι λέξεις θάλασσα, πέλαγος, γιαλός, ακρογιαλιά / παραλία, δεν είναι ταυτόσημες / συνώνυμα. Έχουν η καθεμιά τη δική της, ειδική ερμηνεία.