Στο παραπάνω τραγούδι, ποιος ακριβώς είναι ο τελευταίος στίχος και τι σημαίνει; Ακούω κάτι σαν “βίρα κρόκο, βίρα κάργα” και παρόλο που αντιλαμβάνομαι την έννοια του “βίρα” και του “κάργα”, αυτό το “κρόκο” (αν λέει πράγματι αυτό) δεν μπορώ να το ερμηνεύσω. Στο λεξικό δεν υπάρχει και φίλους ναυτικούς και ψαράδες που ρώτησα, δεν τους έλεγε κάτι. Τι λένε οι ναυτικοί του φόρουμ; Επίσης, η έκφραση “βίρα κάργα” στέκει ή είναι στιχουργική ελευθερία;
η χορωδία μοιάζει να λέει “βίρα φλόκο”, ο στελλάκης όμως ακούγεται κάτι σαν “κρόκο”.
μήπως είναι σαν το “σία τον φόβο και τα πανιά” που λέει το ανεκδιήγητο κιθαραβου;
Δεν το είχα σκεφτεί, είναι η αλήθεια. Μπορεί όμως να πρόκειται για ψυχοακουστικό τερτίπι. Τώρα που το 'πες, όταν περιμένω να ακούσω “φλόκο” ακούω φλόκο, όταν περιμένω “κρόκο” ακούω κρόκο!
Άσ’ τα Νίκο. Δες τι γράφει στο stixoi.info γι’ αυτό το τραγούδι. Τονίζω τα μαργαριτάρια:
Μια τράτα κουλουριώτικη γεμάτη παλληκάρια
Κάθε πρωί με τη δροσιά Καλάρη βγάζει ψάρια
Κούλουριώτική μου τράτα, που γεμάτη είσαι νιάτα
Τα πέθανε η τεμπελιά, εινʼ όλα ένα κι ένα
Στης θάλασσας τα κύματά εινʼ όλα γεννημένα
Μέστο κύμα τα καημένα, είναι πάντα μαθημένα
Κι απʼ τα ταξίδια όταν γυρνούν είναι γεμάτοι ψάρια
Σε όμορφες ακρογιαλιές γλεντούν τα παλληκάρια
Όμορφα, καλά γλεντάνε, κι έπειτα για ψάρια πάνε
Πάρτε κι εμένανε κοντά στη τράτα παλληκάρια
και θα τραβώ τα δίχτυα σας που `ναί γεμάτα ψάρια
Εεεε, πήρα τρόπο, πήρα κάρτα, και τα δίχτυα έχουν σάρκα
σαν δεν ντρέπονται λιγάκι… αν δεν μπορούνε, ας το αφήσουν κενό. τους υποχρεώνει κανείς δηλαδή;
πάντως, η στρατηγού καλλάρη ενώνει τον ησαπ κάτω πατήσια με τις τρεις γέφυρες. αλλά που να ξέρουν από στεριά οι ψαράδες!
Το «κρόκος» πρέπει μάλλον να το αποκλείσουμε, εντελώς άσχετο είναι. Πιθανόν να είναι λάθος του Στελλάκη, όμως ο άνθρωπος νησιώτης είναι, περίεργο μου φαίνεται να λέει κάτι ναυτικό που δεν το καταλαβαίνει. Το «βίρα» σημαίνει πράγματι τράβηγμα σχοινιού (ή αλυσίδας, για την άγκυρα) αλλά «κάργα βιράρισμα» δεν έχω ακούσει ποτέ. Άλλωστε, δεν συνηθιζόταν να σηκώνεται ένα πανί μόνο μέχρι (π.χ.) τα μισά ή τα δύο τρίτα του τελικού ύψους, γιατί τί θα γίνει με το «περίσσευμα»; Θα το μουδάρουν; Όχι βέβαια, ποτέ δεν ξεκινάς ταξίδι με μουδαρισμένα πανιά. Αν φυσάει υπερβολικά, περιμένεις να καλμάρει.
Αυτό που μου λείπεi είναι ότι δεν πρόφτασα τις παλιές, ιστιοφόρες τράτες, παρά μόνο τις μηχανότρατες. Μου κάνει λοιπόν εντύπωση ότι, εδώ που χρειάζεται μεγάλη δύναμη πρόωσης επειδή είναι γεμάτος ο σάκος, βιράρουν μόνο το φλόκο. Βέβαια, πιο πρύμα είναι τα γούμενα του σάκου αλλά δεν φαντάζομαι αυτά να εμποδίζουν το σήκωμα και τον χειρισμό της μαΐστρας, γιατί έτσι θα εμποδιζόταν υπέρμετρα η αποδοτικότητα του δύσκολου αυτού και πανάκριβου, λόγω μεγάλων αναγκών σε πλωτά μέσα, εξοπλισμό και προσωπικό, τρόπου ψαρέματος.
Μήπως τότε λέει «βίρα φλόκο, βίρα [κάποιο άλλο πανί]»; Υπάρχει κανένα που η ονομασία του να ταιριάζει μ’ αυτό που ακούμε;
(Εννοείται ότι δεν κατάλαβα JC από την ανάλυσή σου, Νίκο, και διερωτώμαι κατά πόσον το τραγούδι πρέπει να το πάρουμε τόσο κατά γράμμα. Ένα ελαφρό τραγουδάκι είναι, χωρίς πολύ περιεχόμενο, απλώς επαινετικό για τους ψαράδες.)
Γέλασα πολύ με το «καπεταναίοι και παιδιά» που έγινε «τα πέθανε η τεμπελιά». Αν παρατηρήσετε, ακουστικά οι δύο φράσεις είναι όντως πολύ παραπλήσιες: αν δεν έχεις ήδη το νόημα και πας μόνο με τον ήχο, εύκολα συγχέονται. Αντίθετα, το «τα δίχτυα έχουν σάρκα» είναι εντελώς αδικαιολόγητο, ακόμη κι αν το άκουσαν από ηχογράφηση που κόβεται στο «έχουν» (τι διάβολο έχουν συνήθως τα δίχτυα;).
Κι εμένα μου φάνηκε αστείο. Δηλαδή, είναι μεν παλληκάρια μες στα νιάτα που επιστρέφουν γεμάτοι ψάρια αλλά είναι και τόσο τεμπέληδες που κουράστηκαν (“πέθαναν”) απ’ την τεμπελιά. Σουρεαλισμός τύπου Groucho Marx.
Σχετικά με το “βίρα κάργα”, θα μπορούσε να αναφέρεται στα δίχτυα;
“Βίρα κρόκο” - κατά πάσα πιθανότητα - λέει
και μάλλον ταιριάζει και το “βίρα κάργα”, στη συνέχεια.
“Κρόκος” είναι ένα ζωνάρι, μια θηλιά περίπου, από ύφασμα ή από σχοινί που φορούσαν οι ψαράδες για να βοηθηθούν να τραβήξουν τα δίχτυα στη στεριά.
Χρησιμοποιούσαν αυτό τον τρόπο ψαρέματος που λεγόταν πεζότρατα, όπου τα δίχτυα μαζεύονται από τη στεριά και όχι από τη θάλασσα, όπως είναι πιο συνηθισμένο.
Και [b]εδώ[/b]πληροφοριακά και με εικόνα μάλιστα.
Μάλιστα, μπράβο Ελένη! Ομολογώ πως δεν ήξερα τί ήταν ο κρόκος. Στο Φάληρο, όπου πρόλαβα το «στεριανό» καλάρισμα, ο τρόπος που βιράρανε ήταν διαφορετικός , χωρίς σταυρωτά δεσίματα, πολύ απλούστερα με σχοινάκι που τυλιγόταν πάνω στο χοντρό γούμενο του σάκου. Σίγουρα, βέβαια, υπήρχαν διαφορές από περιοχή σε περιοχή τόσο για τους τρόπους ψαρέματος όσο και για τις ορολογίες.
«Ψάρεψα» πάντως και ένα λαθάκι, στο κείμενο που μας παρέθεσε η Ελένη: Με τη λαγουδέρα χτύπαγε ο καπετάνιος για να φοβίσει τα ψάρια. Το δοιάκι είναι ο (μη αφαιρούμενος από τη θέση του) τροχός με τα χερούλια, απʼ όπου τιμονεύονται τα μεγαλύτερα σκαριά, κυρίως τα «καραβόσκαρα» όπου το τιμόνι οδηγείται με συρματόσχοινα στο δοιάκι. Λαγουδέρα έχουν τα μικρά σκάφη, η οποία φοριέται πάνω στην απόληξη του τιμονιού. Βέβαια, ο σωστός τρόπος να φοβηθούν τα ψάρια (και να μην καταπονηθεί και η κουβέρτα της τράτας) είναι η χρήση ενός άλλου αντικειμένου, που και αυτού δεν γνωρίζω το όνομα: σαν ξεβουλωτήρι τουαλέτας γιγάντων ένα πράμα, δηλαδή ένα βαρύ ξύλινο κοντάρι με ένα ξύλινο ημισφαίριο στην άκρη του. Αν αυτό το εργαλείο κρατηθεί πάνω απʼ το νερό και σπρωχτεί με δύναμη απότομα, ο παφλασμός μεταδίδεται στη θάλασσα και φοβίζει τα ψάρια, που τρέχουν να φύγουν και κολλάνε στο δίχτυ (ή, μπαίνουν στο σάκο).
Μπράβο κι από μένα Ελένη! Όντως, είναι πλέον ξεκάθαρα και λογικά τα πράγματα. Πολύ ωραία η παράθεση, δίνει παραστατικά αυτό που ψάχναμε. Για μένα απόκτησε άλλη διάσταση το τραγούδι τώρα που το τελευταίο τσάκισμα είναι κατανοητό και έχει μάλιστα συγκεκριμένη “εικόνα”.
Νίκο, αυτό το εργαλείο που χρησιμοποιείται για να τρομάξουν τα ψάρια και να οδηγηθούν προς το δίχτυ λέγεται “Λαμπούτα”. Το ξέρω γιατί το έχω δουλέψει πριν απο αρκετά χρόνια, όταν είχαμε ακόμα βάρκα. Πάντως για την λαγουδέρα συμφωνώ και εγώ γιατι κατά την διάρκεια του ψάρέματος χρειάζεται για να οδηγηθεί η βάρκα κατά μήκος του διχτιού. Δεν μπορείς να την βγάλεις για να την χτυπήσεις στην κουβέρτα και να κανεις θόρυβο.
Ναι, αλλά τη στιγμή που, κατά το κείμενο, ο καπετάνιος βαράει τη λαγουδέρα, το σκάφος είναι πλέον «αφημένο», δεν χρειάζεται τιμόνεμα. Άρα, χωρίς πρόβλημα μπορεί να αφαιρεθεί η λαγουδέρα και να χρησιμοποιηθεί ως «κόπανος». Αν βέβαια σηκωθεί κανένα απρόβλεπτο μπουρίνι, σίγουρα ο καπετάνιος θα προτιμήσει να ελέγξει το σκάφος του, παρά να φοβίσει τα ψάρια!
Γεια και χαρά σε όλα τα καλά παιδιά του φόρουμ. Είδα αυτό το θέμα μόλις τώρα, αρκετά αργότερα από την τελευταία απάντηση. Με είχε απασχολήσει και μένα στο παρελθόν και το είχα κουβεντιάσει με κάποιους παλιούς ψαράδες εδώ που ζω στην Κεφαλλονιά. Μου περιέγραψαν κι αυτοί όσα παραθέτει και η Ελένη πιο πάνω περί “κρόκου” για το αλιευτικό εργαλείο “πεζότρατα”, το οποίο τραβούσαν οι ψαράδες από τη στεριά (πεζοί - τράτα). Σημερινός απόγονος του εργαλείου αυτού είναι η “βιντζότρατα” που χρησιμοποιεί το βίντζι το σκάφους για το καλάρισμα του σάκου.
Την εποχή της πεζότρατας, οι ψαράδες που τραβούσαν από τη στεριά φορούσαν το ζωνάρι που στην άκρη του είχε τον “κρόκο” ένα είδος χοντρού κόμπου, με τον οποίο έπιαναν/μάγκωναν το “καλάρι” (σχοινί) που τραβούσαν, μετά το άφηναν, κατεβαίναν πιο κάτω στην παραλία και το ξαναμάγκωναν για να το ξανατραβήξουν. Με τον “κρόκο” φτιαχνόταν ένας ημίδεσμος (κάτι σαν “τσακιστή”) πάνω στο “καλάρι”, ώστε αυτό γρήγορα να πιαστεί, να τραβηχτεί και μετά να απελευθερωθεί.
Στο τραγούδι τώρα, μετά τη συζήτηση με τους ψαράδες, για μένα επικρατέστερο είναι: “Πήρα κρόκο, πήρα τράτα και ο σάκος έχει ψάρια”. Είναι δηλαδή σαν να λέει ο ίδιος ο ψαράς το τραγούδι.
Είναι ένα ωραίο ψαράδικο τραγούδι που μιλάει για ένα εξαφανισμένο είδος αλιευτικού εργαλείου, τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο. Στην εποχή του σίγουρα θα ήταν κατανοητό σε πολύ περισσότερο κόσμο, από ότι σε εμάς σήμερα.
Υπάρχουν και καθεαυτό ρυθμικά τραγούδια για το τράβηγμα της τράτας, όπου ένας λέει τη ρυθμική φράση και μετά όλοι μαζί αντιφωνικά επαναλαμβάνουν, έτσι ώστε να επιτυγχάνουν κοινό ρυθμό. Παράδειγμα είναι το “Γιο - Μαριώ”, από όσο ξέρω. Την εποχή της κασέτας, είχα φτιάξει μια συλλογή μαζί με το τραγούδι αυτό, για ένα φίλο που ταξίδεψε στην Ινδία. Εκεί το εργαλείο “πεζότρατα” το δούλευαν ακόμα και οι ντόπιοι που άκουσαν το κασετόφωνο “μάντεψαν” τη χρήση του τραγουδιού ως ρυθμική συνοδεία εργασίας.
Αυτά, ευχαριστώ για την φιλοξενία.
Μια και ανακινήθηκε το θέμα να πω και κάτι ακόμα γι αυτό που αναφέρει ο Peloponnisios απο το stixoi.info " Κάθε πρωί με τη δροσιά Καλάρη βγάζει ψάρια"
και ο Liga Rossa, “η στρατηγού καλλάρη ενώνει τον ησαπ κάτω πατήσια με τις τρεις γέφυρες”
το “καλάρει” είναι κανονικό ρήμα και σημαίνει ότι η τράτα ρίχνει ή κάνει “καλάδες”. Δηλαδή ρίχνει δίχτια για ψάρεμα, είναι κοινή έκφραση ανάμεσα σε ψαράδες. Απορώ πως δεν το παρατήρησα όταν είδα το θέμα πρώτη φορά.
Όσο για την τελευταία στροφή λέει “βίρα κρόκο, βίρα κάργα”, με την έννοια ότι τραβήξτε τον κρόκο, τραβήξτε δυνατά όσο πάει. Η έκφραση “κάργα” εκτός από γεμάτο σημαίνει επίσης και βάλε όλη σου την δύναμη, δώστα όλα. Και το “βίρα κάργα” δικαιολογείται επειδή μετά λέει “και τα δίχτια έχουν ψάρια” δηλαδή είναι βαριά.
ναι, το “καλάρει” είναι ευρέως γνωστό από τον ζέπο. ειρωνευόμουν το ότι ακόμα κι αυτό λάθος το γράψανε.
Η αρχική έννοια του ρήματος «καλάρω» είναι γεμίζω. Και ο σάκος της τράτας γεμίζει ψάρια, στη διάρκεια του καλαρίσματος.
Α έτσι! Επιτέλους καταλαβαίνω γιατί το ίδιο ρήμα σημαίνει επίσης «μπάζω» (όταν ένα πλεούμενο μπάζει νερά).
Ε, βέβαια! Απ’ το πολύ κανόνι κι από τον ταραγμό, του Λάμπρου ( * ) το καράβι καλάρισε νερό
( * ) του Κατσώνη ντέ!