Το έτος είναι 1959, ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ήδη μύθος του λαϊκού τραγουδιού, έχοντας βγει στην δισκογραφία του 1951. Όπου εμφανίζεται ο κόσμος συρρέει για να τον ακούσει και να τον λατρέψει. Τα τραγούδια της δεκαετίας του 50, είναι από τα πιο μαύρα που είπε ο μεγάλος βάρδος στην καριέρα του. Περιγράφουν τον πόνο, την πείνα την ορφανιά και την ξενιτειά που θέριζαν την μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Όπως και άλλα κομμάτια εκείνης της εποχής οι στίχοι τους είναι σκληροί και ωμοί. Τι θα λέγατε όμως εάν σας αποκαλύπταμε ότι ο Καζαντζίδης τραγούδησε έναν φόνο; Δύσκολο να το πιστέψετε, λογικό ούτε εμείς μπορούσαμε. Κυρίως, γιατί το κομμάτι που θα ακούσετε παρακάτω είχε την φήμη του απαγορευμένου (πιθανόν δεν ισχύει) μέχρι και το 2002.
Μπήκα στο σπίτι μου κρυφά σα νυχτερίδα
κι είχα υποψία στη γυναίκα μου βαριά
σαν άνοιξα την πόρτα μου τη βρήκα
πεσμένη σε μια ξένη αγκαλιά.
Κατατρεγμένος τώρα πια
μες στη ζωή θα ζήσω
κι άνθρωπο πια στα μάτια μου
δε θέλω ν’αντικρύσω.
Στην παραζάλη μου,δεν μπόρεσα ν’αντέξω
τα σπάω όλα και τα κάνω ρημαδιό
τραβώ απελπισμένα το μαχαίρι
στην τρέλλα μου σκοτώνω και τους δυο.
Κατατρεγμένος τώρα πια
μες στη ζωή θα ζήσω
κι άνθρωπο πια στα μάτια μου
δε θέλω ν’αντικρύσω.
Καθώς στο αίμα βουτηγμένη ξεψυχούσε
άκουσα πού’λεγε στερνή της πια φορά
πως ήταν ο χαμένος αδερφός της
που γύρισε απ’τη μαύρη ξενιτιά
Τι κρίμα ρε παιδί μου, να σκοτώσει έτσι δυο αδέρφια από μια παρανόηση! Ήθελα να μουνα θεός, να άλλαζα το παρελθόν, να τους έκανα εραστές, να μην είναι τουλάχιστον άδικος ο φόνος!
Προφανής η ειρωνία, αν ήταν έγκλημα τιμής δεν θα υπήρχε ηθικό πρόβλημα… Όμως στο άρθρο βλέπω μόνο έκπληξη σχετικά με την αναφορά ενός φόνου και όχι με αυτό το μήνυμα του τραγουδιού.
Έκπληξη, πράγματι, αλλά δεν κατάλαβα γιατί. Μήπως λόγω του πρώτου προσώπου; Αν το δούμε μέσα σ’ ένα πλαίσιο αποδοχής του φόνου για λόγους τιμής, πρόκειται για μια τραγική ιστορία όπου το πρώτο πρόσωπο απλώς προσδίδει ζωντάνια. Σε τρίτο πρόσωπο δε θα προξενούσε έκπληξη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το πρώτο είναι ξερωγώ εξομολογητικό ή κάτι τέτοιο.
Έκπληξη για κάποιον άλλο λόγο; Δε φαντάζομαι κάποιον… Πάντως, όποιος κι αν είναι, θα είναι ο ίδιος που δημιούργησε και τη φήμη του απαγορευμένου τραγουδιού.
Κατά τα άλλα, το άρθρο λέει για…
το δράμα ενός άνδρα, που είχε υποψία ότι η γυναίκα του τον απατούσε. Γύρισε σπίτι του και την βρήκε να αγκαλιάζει κάποιον άλλον. Πριν προλάβει να του εξηγήσει, εκείνος τράβηξε μαχαίρι και τους σκότωσε. Ενώ η γυναίκα του ξεψυχούσε βουτηγμένη στο αίμα, όπως τραγουδά ο Καζαντζίδης, είπε τα τελευταία της λόγια, που ήχησαν σαν μαχαιριά στην καρδιά του φονιά.
Θύμα ο κακομοίρης ο φονιάς.
Άλλωστε και το ίδιο το τραγούδι κάτι τέτοιο δε λέει;
(Εντωμεταξύ, μόνο κατατρεγμένος; Καμιά φυλακή, τίποτε τέτοιο, μπα, ε; Εδώ θα έλεγα ότι και στιχουργικά διακρίνουμε μια κοιλιά…)
Τυπικό δείγμα αντιστροφής θύματος και θύτη. Εν τω μεταξύ οι στίχοι δεν είναι παρά ένα μελό κατασκεύασμα, δεν έχουν αξία ούτε καν σαν καταγραφή κάποιας κοινωνικής πραγματικότητας.
O στιχουργός είχε σίγουρα ακούσει το Ντροπιασμένος στη ζωή του Τσιτσάνη, αλλά το προχώρησε παραπέρα. Θα συμφωνήσω βέβαια ότι το κατασκεύασμα, μουσική και στίχοι, δεν αξίζει την προσοχή που ως τώρα του δόσαμε…
Εγώ θα πω ότι παρόλο που προσωπικά δεν μου πολυαρεσει το συγκεκριμένο τραγούδι, σέβομαι το ότι προσπαθεί να πει μια ιστορία. Πάντως σίγουρα υπάρχουν και καλύτερα τραγούδια σε αυτόν τον τομέα όπως το “Πάρτε κύριε λαχεία” του Σπύρου Ζαγοραίου.
Όταν ακούς σ’ ένα τραγούδι ότι οι άλλοι αγκαλιάζονταν, συνήθως πάει ο νους σου ότι είναι ευφημισμός για το «έκαναν έρωτα». Εδώ δεν είναι ευφημισμός, είναι όντως μια κυριολεκτική αγκαλιά, αδερφική.
Όταν κάνουν έρωτα, τη στιγμή που θα μπουκάρεις και θα τους κάνεις τσακωτούς λογικά κάπως θα διακόψουν, άρα δε θα είναι πια αγκαλιασμένοι, αλλά ωστόσο δε χωράει αμφιβολία για το τι κάνει μια κυρία μ’ έναν κύριο γυμνοί και αναμαλλιασμένοι στο κρεβάτι, οπότε ως ευφημισμός το «αγκαλιά» εξακολουθεί να στέκει.
Εδώ που έχουμε απλή κυριολεκτική αγκαλιά, και ο άλλος άνοιξε με το κλειδί και μπήκε, τόσο πολύ δεν άκουσαν τίποτα ώστε να παραμείνουν ακούνητοι σαν φωτογραφία; Δε στέκει το σενάριο. Και δεν το εννοώ ως απλή εμμονή στις λέξεις. Ακούς την πόρτα, ξεαγκαλιάζεσαι, και υποδέχεσαι τον άντρα σου λέγοντας «αγάπη μου, μάντεψε ποιος ήρθε»!
(Οπότε ο άντρας λέει χαίρω πολύ καλωσήρθατε, δε σφάζει κανέναν, οπότε δε γράφεται και το τραγούδι, και ζουν όλοι καλά και κυρίως εμείς καλύτερα.)