Στην προσπάθειά μας να συμπληρώσουμε ένα “γλωσσάρι” με τις λέξεις που συναντώνται στο λαϊκό μας τραγούδι δημιουργείται ένας προβληματισμός: να επεκταθούμε γενικότερα στις σημασίες των λέξεων αυτών, να αναφέρουμε μόνο τη σημασία τους όπως προκύπτει από τη χρήση τους στο λαϊκό τραγούδι ή όλες τις σημασίες γενικά, προτάσσοντας όμως ό,τι σχετίζεται με το λαϊκό τραγούδι;
Θα ήθελα την άποψή σας πάνω σ΄αυτό το θέμα.
(Παράδειγμα, το “κουσουμάρω” πέρα από την ερμηνεία “γουστάρω”, απαντά και με την έννοια “ζυγίζω με το μάτι” στον Τσιφόρο, συγκεκριμένα. Αναφέρουμε όλες τις έννοιες, σ΄αυτή την περίπτωση;).
Και… συνεχίζω να σας ζαλίζω και με άλλες λέξεις…
Τσίφτης, τσίφτισσα : άνθρωπος πανέξυπνος, καπάτσος, μάγκας,
άνθρωπος άψογος: α. στην εξωτερική του εμφάνιση. β. στη συμπεριφορά του· άνθρωπος εντάξει. [αλβ. qift γεράκι]
μπουγιουρντί: επίσημο έγγραφο, διαταγή με δυσάρεστο συνήθως περιεχόμενο.
Αρχική σημασία: έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Μπεγλέρι: κομπολόι.
Ανθίζομαι: υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω.
Σατράπης, σατράπισσα: άνθρωπος αυταρχικός, σκληρός και βίαιος.
Αρχική σημασία: διοικητής σατραπείας.
Τσακίρικος: (μάτια) = ελκυστικός, γοητευτικός.
Ζούλα: στα κρυφά, σε μια στιγμή εφησυχασμού, χαλάρωσης των άλλων.
Μέγκλα (από το Made in England): ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι κομψό, φίνο και πολυτελές, ένα προϊόν αρίστης ποιότητας.
Κουλαντρίζω: προκαλώ με πειράγματα, ερεθίζω, αλλά και κολακεύω, προσπαθώ να εξασφαλίσω την εύνοια κάποιου.
(τουρκ. Kullandi, kullanmak: χρησιμοποιώ, οδηγώ).
Κούφιο: περίστροφο, όπλο.
(Για ανθρώπους: κάποιος χωρίς αξία, άδειος, χωρίς πνευματικές ανησυχίες).
Κορδελάκι(α): φιγούρες, προσποιήσεις.
Κοχλαράκιας: ο τοξικομaνής, που παίρνει ναρκωτικά με το κουτάλι.
(κοχλάρι=κουτάλι).
Μπελαλής: αυτός που γίνεται αφορμή για φασαρίες, καυγάδες, αντεγκλήσεις, ο ζόρικος, ο δύστροπος.
(Από το τούρκ. Belali).
Μπέσα: λόγος τιμής, εμπιστοσύνη.
(αλβαν. Besa)
Μπεσαλής: αυτός που κρατά το λόγο του, ο ντόμπρος, ο έμπιστος, ο τίμιος.
Παρόλες: παχιά λόγια, ανόητα,χωρίς αξία.
(Ιταλ. Parola: λέξη, λόγος)
ντουμάνι: πυκνός καπνός που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα
(τουρκ. Duman: καπνός, γεμάτο καπνό).
Φιγουρατζής: αυτός που του αρέσει να επιδεικνύεται, να εντυπωσιάζει με εμφάνιση ή με φερσίματα, που κάνει το σπουδαίο χωρίς να΄ναι (μερικές φορές).