Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Χωρίς τα “ελάχιστα απαιτούμενα” δεν υπάρχει σερμαγιά. Αλλά η σερμαγιά δεν περιορίζεται στα ελάχιστα απαιτούμενα. Είναι το απόθεμα που διαθέτει κάποιος και μπορεί να υπερβαίνει αυτά τα ελάχιστα.

Πχ εδώ…

…εννοεί πλουτίσανε με ξένες “περιουσίες”, με το “απόθεμα” άλλων, το ρεπερτόριο των άλλων. Δεν έχει την έννοια του ελάχιστου, αλλά του συγκεντρωμένου, συσσωρευμένου αποθέματος.

Ή εδώ:

Δεν μιλά για ελάχιστο απαιτούμενο, αλλά συγκρίνει μεγέθη.

Οπότε για να “φτιάξεις σερμαγιά” χρειάζεται το “ελάχιστο απαιτούμενο”. Αλλά μπορεί να είναι και περισσότερη από από αυτό.

Να κάνω μια παρατήρηση γιατί νομίζω ότι λίγο ξεφύγαμε από την κεντρική ιδέα αυτού που λέει η Αγγέλα. Ίσως φταίει που έβαλα μικρά αποσπάσματα μόνο από το σημείο που αναφέρεται η λέξη.Δηλαδή με τον τρόπο που εξελίσσεται η κουβέντα θα μπορούσαμε να πούμε ως σιρμαγιά το τάμπλετ με αποθηκευμένα 50000 τραγούδια. Η ερμηνεία που δίνω είναι η εξής: Σιρμαγιά δεν είναι το ρεπερτόριο ούτε τα εργαλεία για μια δουλειά. Ειναι κάτι παραπάνω, κάτι άυλο και νομίζω σ’ αυτό αναφέρεται και η Αγγέλα. Όταν λέει για τον εαυτό της ότι έχει σιρμαγιά εννοεί την αποκρυσταλλωμένη γνώση που έχει αποκομίσει έχοντας για πατέρα της το μεγαλύτερο σαντουριέρη της Σμύρνης, το ότι όλοι οι συγγενείς της ήταν μουσικοί. Βγήκε στο πάλκο από μικρό κορίτσι και μαθήτευσε δίπλα σε παλιούς δασκάλους που της μάθανε όλα τα κόλπα της δουλειάς. Απέκτησε δηλαδή ένα εφόδιο που τη διαχώριζε από τους άλλους.

σελ 106
“μες τα μούτρα μας και τ’ αυτιά μας τα κάνανε αυτά. Εκείνοι πλουτίσανε μ’ αλλωνώνε σιρμαγιές, και μας που είτανε δικές μας, τους τα χαρίζαμε να τα βγάζουνε πλάκες να τ’ ακούει ο κόσμος… να παίρνει δόξα η Σμύρνη”

σελ 112
“ότι παραγγέλνανε οι πελάτες δεν το ξέρανε να το παίξουνε. Και τοπαιζε μόνος του ο Βαγγέλης. Είχε απ’ όλους την πιο μεγάλη σιρμαγιά. Συνέχεια τους έβγαζε ασπροπρόσωπους. Τεχνίτης ήτανε …”

σελ 113
" ξέρεις τι τους ζητήσανε και δεν ξέρανε να το παίξουνε και περιμένανε το Βαγγέλη; Αυτό που το ξέρανε και οι κότες… το γιαρούμπι. Αυτό το γιαρούμπι δεν το χανε μες στη σιρμαγιά τως… Δεν πηγαίνανε τα δάχτυλά τως… Ήτανε τεχνίτες καλοί αλλά μόνο ευρωπαϊκά παίζανε. Γι αυτό σου λέω… είχε πιο πολλή σιρμαγιά απ’ όλοι τσ’ άλλοι…"]

σ’ αυτά τα αποσπάσματα που μιλάει για το Βαγγέλη τα υπονοούμενα που αφήνει είναι για τον Τούντα και Περιστέρη. Γιγάντιους μουσικούς με τεράστια γνώση αλλά χωρίς σιρμαγιά. Γιατί η Αγγέλα να λέει γι’ αυτούς ότι δεν είχαν σιρμαγιά και αλλού να λέει ότι αυτοί μάθανε νότες και σημειογραφία στο Βαγγέλη; Γιατί ήταν της δυτικής κουλτούρας, του ωδείου και για να παίξουν θέλανε και την παρτιτούρα μπροστά τους. Ενώ ο Βαγγέλης γύριζε στο λιμάνι και τις φτωχογειτονιές κι έβρισκε τους πλανόδιους μουσικούς, τα αλάνια και τους μάγκες και μάθαινε τα λιμανίσια, τα δημοτικά και τα αδέσποτα. Μάθαινε τους σκοπούς τις παραλλαγές και τα μπερδέματα τους, τα έπλεκε, τα διασκεύαζε και τα έπαιζε στα πάλκα. Δηλαδή μάζευε τη σιρμαγιά του, που μετά τρέχαν οι άλλοι να του την κλέψουνε.
Αν τώρα ερχόμενοι στην Ελλάδα με την καταστροφή αντί για ρεμπέτικα επικρατούσε ο μπετόβεν, τότε οι Τούντας και Περιστέρης θα είχαν μεγάλη σιρμαγιά και ο Βαγγέλης τίποτα μιας και όταν αυτοί μελετούσαν, αυτός χασομερούσε με τους μόρτες και τα αλάνια.

Να φέρω ένα σύγχρονο παράδειγμα.
Ο Στέλιος Βαμβακάρης είναι αυτός που είναι. Όλοι τον ξέρουμε καθώς και το έργο του. Η σιρμαγιά του ερμηνεύοντας και την Αγγέλα είναι ότι έμαθε μπουζούκι από το Μάρκο που ο Μάρκος έμαθε από τους παλιότερους μπουζουκτσήδες και αυτοί από πιο παλιούς και πάει όσο πίσω τραβάει η όρεξη του καθενός. Δηλαδή του μεταφέρθηκε γνώση αιώνων που δεν εξαντλείται ποτέ μιας και μπήκε μέσα του σαν μαγιά, σαν προζύμι. Εκεί νομίζω μπορεί να κολλήσει και η μαγιά ή το προζύμι. Όποτε θέλει το αναπιάνει και μας βγάζει νέα ψωμάκια γιατί έχει τη σιρμαγιά του που είναι ανεξάντλητη. Θα έχει πάντα κάτι που θα τον διαχωρίζει από τους υπόλοιπους.

Εννοείται ότι μπορείς να ξεκινήσεις και με περισσότερα από το ελάχιστο. Με λιγότερα όμως δεν έχεις σερμαγιά.
Να πω επίσης ότι κατά τη γνώμη μου η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά ή ποιητική αδεία, για το ρεπερτόριο, όπως και πολλές άλλες λέξεις, αφού υποδηλώνει το αρχικό κεφάλαιο που χρειάζεται για την έναρξη κάποιας επιχείρησης ή εγχειρήματος και αναφέρεται κυριολεκτικά σε χρήμα.
Παραθέτω και κάποιες εξηγήσεις που βρήκα γκουγκλάροντας τη λέξη.

σερμαγιά — και σιρμαγιά και συρμαγιά, η, Ν 1. το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο που είναι αναγκαίο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας 2. (γενικά) χρηματικό κεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sermaye] … Dictionary of Greek

Φίλος, πάνω στην κουβέντα για την κρίση αλλά και την ανεμελιά της νεολαίας, θυμήθηκε μια συμβουλή του πατέρα του (ορεινού γεωργοποιμένα του περασμένου αιώνα, όπου η τουρκιά ήταν ακόμη πολύ κοντά μας ιδίως στη γλώσσα), ο οποίος συμβούλευε, να μη χαλάνε όλες τους τις οικονομίες αλλά να κρατάνε και μια συρμαγιά. Ο όρος με παραξένεψε τόσο, ώστε το συζήτησα σε άλλη περίπτωση, να μάθω περισσότερα. Οι πιο πολλοί, γλωσσολόγοι εμπειρικοί, έμπλεκαν τη μαγιά και οι αφελέστεροι τα …μάγια. Ανατρέξαμε σε μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας (15 μεγάλοι τόμοι) αλλά μη γνωρίζοντας τη γραφή της λέξης δεν τη βρίσκαμε λεξικογραφημένη, έστω και στους ξενόγλωσσους όρους που…ελληνοποιήθηκαν, σε βαθμό να μιλάμε τούρκικα και να εννοούμε ελληνικά. Συμπωματικά, διαβάζοντας ένα λαογραφικό βιβλίο για την πείνα κατά την κατοχική περίοδο, νάτηνε η λέξη που κυνηγούσαμε και δε βρίσκαμε. Η φράση είναι: «Πάει, λοιπόν και το εμπόρευμα και το κέρδος και η…συρμαγιά.» Οικονομικός όρος της καθομιλουμένης που προφέρεται και ως σερμαγιά ή σιρμαγιά που σήμαινε, το κεφάλαιο που διατέθηκε για μια επιχείρηση και όταν τα πράγματα πήγαινε στραβά, καταναλώθηκε και αυτό (η συρμαγιά). Έχασε τα λεφτά του – λέγαμε – και τη συρμαγιά μαζί. Να, λοιπόν, κουμπάρε που βρέθηκε η άκρη του κουβαριού και μάθαμε και οι δύο τι σημαίνουν μερικά πράγματα, που έρχονται από άλλες εποχές και με τη γλώσσα εκείνων των ανθρώπων. Επομένως η συμβουλή του παππού «μην τα χαλάτε όλα, κρατάτε και μια συρμαγιά» είναι πάντα επίκαιρη επί της ουσίας. Όσο για την έκφραση, δεν είναι η πρώτη που δεν έφυγε, μαζί με τον κατακτητή. Έδωσε όμως την αφορμή να γράψουμε ένα ενδιαφέρον σχόλιο. Μας έμεινε όμως η βιταλιά, ένα είδος λαγάνας, σταχτοκουλούρας, που με τα υπολείμματα του σκαφιδιού μετά το ζύμωμα του ψωμιού, μας έφτιαχναν, για μας τα παιδιά σε περιόδους που δεν υπήρχε κανένα γλύκισμα να μας πλανέψουν και ήταν ένα είδος διαφορετικού ψωμιού. Από πού «κατάγεται»και αυτή η λέξη είναι η καινούργια, γλωσσικά, απορία.

σερμαγιά < τουρκική sermaye < περσική sarmāya سرمايه Ουσιαστικό[επεξεργασία]σερμαγιά και σιρμαγιά θηλυκό

[ol]
[li]κεφάλαιο, αρχικό χρηματικό κεφάλαιο επιχείρησης.[/li][li](ναυτικός όρος): το αρχικό κεφάλαιο εξόδων ταξιδιού ελληνικού εμπορικού πλοίου, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία[/li][/ol]
[το χρηματικό ποσό που είναι επενδυμένο ή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επένδυση]
κεφάλαιο: θέλω να ανοίξω μια εμπορική επιχείρηση, αλλά χρειάζομαι κεφάλαιο
καπιτάλι
[το αρχικό μικρό κεφάλαιο]
μαγιά: με την προίκα της γυναίκας του για μαγιά άνοιξε ένα συνοικιακό μαγαζάκι
σερμαγιά
σιρμαγιά
κομπόδεμα
[κεφάλαιο που έχει διατεθεί σε επιχειρήσεις ή επενδύσεις]
ενεργό κεφάλαιο (φράση / έκφραση ν.ε.)
[κεφάλαιο που δεν δίνει τόκους ή άλλο εισόδημα]
νεκρό κεφάλαιο (φράση / έκφραση ν.ε.)
[κεφάλαιο που φυλάγεται ως απόθεμα για την αντιμετώπιση πιθανής ζημιάς ή έκτακτων αναγκών]
αποθεματικό
αποθεματικό κεφάλαιο (φράση / έκφραση ν.ε.)
[κεφάλαιο εταιρείας]
εταιρικό κεφάλαιο (φράση / έκφραση ν.ε.)
[κεφάλαιο εταιρείας χωρισμένο σε μετοχές]
μετοχικό κεφάλαιο (φράση / έκφραση ν.ε.)
[το κοινό κεφάλαιο που δημιουργείται από τη συνεισφορά περισσότερων του ενός επενδυτών και το διαχειρίζεται εταιρεία ή σύμβουλος επενδύσεων]

Τι σημαίνει «σερμαγιά»;

σερμαγιά η = (λαϊκότρ.)χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου [τουρκ.sermay(e) (από τα περσ.)

http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/culture/tsakonia/oikdrast.html (ακολουθεί απόσπασμα από το σύνδεσμο)
… Σερμαγιά ήταν το εμπορικό κεφάλαιο που προοριζόταν να καλύψει τα έξοδα του φορτίου ενός πλοίου. Η μέθοδος αυτή αποτελεί σημαντική ιδιομορφία στην οικονομική λειτουργία της προεπαναστατικής περιόδου και εντάσσεται, από την εξωτερική της μορφή, στο γενικό πλαίσιο της συντροφιάς. Η μέθοδος ήταν απλή: Κάθε ιδιοκτήτης είχε την υποχρέωση, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του καπετάνιου, να ανοίξει κατάστιχο σερμαγιάς, στο οποίο εγγράφονταν, με διάφορα ποσά, οι μέτοχοι του φορτίου. Παραθέτουμε μια σελίδα από ένα “δεφτέρι” του Χατζηπαναγιώτη, στο οποίο ο ίδιος γράφει:

Πραστός 1796 Δηκεμβρηου 11
γραφο ότι σερμαγιέ έχη δοσμένη ο κάθε ενας στο κηνουργιο καραβη οπου εχομε μαζη με αξαδελφον μου Χατζηγιάννη Μεξη …

Εύκολο.

μαγιά η [majα] Ο24 : 1. κάθε υλικό που χρησιμοποιείται ως ένζυμο, που προκαλεί δηλαδή ζύμωση: ~ για ψωμί, προζύμι. Πιάνω ~, την προετοιμάζω. ~ της μπίρας, υλικό που χρησιμοποιείται στη ζύμωση της μπίρας. || ~ για τυρί / για γιαούρτι, υλικό που βάζουν στο γάλα για να πήξει· πυτιά. 2. (μτφ.) το πρώτο και βασικό στοιχείο σε μία διαδικασία: Οι κλέφτες και οι αρματολοί έγιναν η ~ της επανάστασης του 1821. ΦΡ έχω ~ ή πιάνω ~,ιδίως για το αρχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης.[b][i][i][i][i][i][b][i][i][i][i][i]

[/i][/i][/i][/i][/i][/b][/i][/i][/i][/i][/i][/b][τουρκ. maya]

(Προσέξτε λίγο και την τελευταία έννοια, στη φρ. έχω/πιάνω μαγιά. Πιστεύω ότι πρέπει να έχει υπάρξει ένα μπέρδεμα μ’ αυτές τις δύο λέξεις λόγω της ομοιότητάς τους, ανεξάρτητα από το ότι η ομοιότητα ίσως δεν είναι συμπτωματική.)[b][i][b][i][i][i][i][b][i][i][i][i][b]


[/b][/i][/i][/i][/i][/b][/i][/i][/i][/i][/b][/i][/b]

Εφόσον πούμε σιρμαγιά (και όχι σερμαγιά, που επίσης λέγεται), με γιώτα γράφεται. Το ύψιλον είναι λάθος κατ’ επίδραση της λέξης σύρμα. Επειδή όμως τέτοια λάθη συχνά γνωρίζουν διάδοση, αρκετοί που δεν το 'χουν ψάξει γράφουν και «συρμαγιά».

Τώρα που το σκέφτομαι, πάντως, εφόσον μιλάμε για την “αυστηρή” οικονομική έννοια της λέξης: κεφάλαιο, τότε το σωστό νόημα είναι ούτως ή άλλως “το ελάχιστο”. Διότι και περισσότερα να διαθέτεις από το υποτιθέμενο ελάχιστο, αν τα χρησιμοποιήσεις σαν κεφάλαιο, θα τα επενδύσεις έτσι ώστε να δαπανηθούν τα ελάχιστα δυνατά για την έκταση της επένδυσης ανάλογα με το πόσα διαθέτεις. Από κει και πέρα το υπερβάλλον ή το τρως σαν εισόδημα πολυτελείας ή αποτελεί πλεόνασμα κεφαλαίου και αναζητάς γη θάλασσα αέρα κι εργατική δύναμη ικανά να μετατραπούν σε εμπόρευμα για επένδυση τόσο αποδοτική ώστε να εκπληρωθεί το κεφάλαιο σαν κεφάλαιο και να μην παραμένει “λιμνάζον” (θυμιασμένο) απλώς σαν “λεφτά”.

Αλλά δεν θα συμφωνήσω με τη λέξη “καταχρηστικά” εδώ:

Διότι μπορεί τα λεξικά να περιέχουν μόνο την τυπική οικονομική έννοια, αλλά δε φταίει η λαϊκή γλώσσα που χρησιμοποιεί τη λέξη και διαφορετικά (σε γενικές γραμμές με την έννοια των απαραίτητων για το βιοπορισμό κι ακόμα ευρύτερα των επαρκών κατά τον προορισμό τους “πραγμάτων” - υλικών ή “άυλων”). Φταίνε τα λεξικά που δεν περιέχουν και τις έννοιες που προσδίδει στη λέξη η λαϊκή γλώσσα.

Κατά τ’ άλλα, πράγματι, το παράδειγμα με το “δισκογραφικό ρεπερτόριο” είναι ένα παράδειγμα σχηματικό, χωρίς αυτό κατά τη γνώμη μου να αναιρεί τη χρησιμότητά του ως προς το τι ήθελε να εντοπίσει.

Εν πάση περιπτώσει μπορούμε να συνεχίσουμε για χρόνια έτσι την ευχάριστή συζήτηση… Ο Μαρξ γι’ αυτή τη λέξη έγραψε μερικές χιλιάδες σελίδες, είναι δυνατόν εμείς να τη “συμπυκνώσουμε” σε 10-20 σχόλια;;;

Δεν είναι και η ιδανική λέξη, αλλά δεν μου ερχόταν άλλη πρόχειρη. Για να εξηγήσω τι εννοώ με το καταχρηστικά παραθέτω από wiki το παρακάτω για τη λέξη μπουγιουρντί, πως ξεκίνησε και πως κατέληξε να χρησιμοποιείται. Φαντάζομαι ότι σε καμιά πενηνταριά χρόνια από τώρα, το μπουγιουρντί θα είναι γνωστό μόνο ως πιάτο της ελληνικής κουζίνας με ελληνικότατο όνομα.

Η λέξη μπουγιουρντί σήμαινε αρχικά την έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (τουρκ. buyurdι γ’ εν. του ρ. buyur `διατάζω΄). Σήμερα σημαίνει το επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθως με δυσάρεστο οικονομικό περιεχόμενο: Γνωστή η φράση: σού 'ρθε το μπουγιουρντί από την εφορία;.
Από κει και πέρα το μπουγιουρντί είναι μεζές της Ελληνικής κουζίνας. Η ονομασία μπουγιουρντί του δόθηκε ακριβώς γιατί το αποτέλεσμα είναι αρκετά καυτερό. Φτιάχνεται με φέτα, ψιλοκομμένες ντομάτες, πιπεριές, ελαιόλαδο και προαιρετικά κρεμμύδι τα οποία ανακατεύονται και συνδυάζονται κυρίως με πάπρικα, πιπέρι και ρίγανη, αλλά και διάφορα παραδοσιακά ελληνικά τυριά,[σημ. 1] λαχανικά, μυρωδικά χόρτα και μπαχαρικά. Ψήνεται μέχρι να λιώσει η φέτα σε παραδοσιακό μικρό πήλινο σκεύος στο φούρνο, αν και τελευταία χρησιμοποιείται συχνά αλουμινόχαρτο, ανοιχτό ή κλειστό.

Όχι δεν υπάρχει μπέρδεμα. Είναι άλλο το έχω, άλλο το πιάνω και άλλο το αναπιάνω τη μαγιά. Όσον αφορά το ψωμί, παραδοσιακά όταν λέγανε μαγιά εννοούσαν το προζύμι (την άγρια μαγιά). Όταν λέμε ότι έχουμε προζύμι εννοούμε ότι κρατάμε ζωντανή την καλλιέργεια μυκύτων την οποία χρησιμοποιούμε όποτε θέλουμε να ζυμώσουμε. Όταν λέμε πιάνω ή αναπιάνω προζύμι εννοούμε ότι ξεκινάμε την ενεργοποίησή του προκειμένου να ζυμώσουμε. Κάποιοι χρησιμοποιούν τη λέξη πιάνω με την έννοια του φτιάχνω. Δηλαδή δεν έχω καθόλου μαγιά και ξεκινώ από το μηδέν για να δημιουργήσω.

Και μια και με βάλατε στην πρίζα κάθομαι και ξαναδιαβάζω την Αγγέλα. Έχουμε:

σελ 276
“Απ’ όλοι τσι Σμυρνιοί παχνιδιατόροι, ο μπαμπάς μου είχε την πιο παλιά σιρμαγιά. Το μπαμπά μου δεν τον είχε μάθει ο μπαμπάς του μουσική. Τον είχε μάθει ο παππούς του, του μπαμπά του ο μπαμπάς. Ήπαιζε βιολί και τον είχε το μπαμπά μου παιδάκι, και του παιζε σαντούρι και γυρίζανε τον κόσμο γύρω-γύρω όλα τα νησιά. Ηρχούντουστε κι εδώ και παίζανε κι ύστερα ηανεβαίνανε απάνω. Φτάνανε μέχρι την Πόλη…”

σελ 363

“Και κάθε τελευταία απόκρια κάνανε χορό. Παίρνανε λέει άδεια. Και πήγαινε ο Βαγγέλης κι έπαιζε. Κονόμαγε ο Βαγγέλης μέσα κει (στα μπουρδέλα εννοεί) γιατί είχε μεγάλη σιρμαγιά στο μυαλό του. Την πιο μεγάλη σιρμαγιά είχε απ’ όλους τως στσι βαριοί τσι μάγκικοι τσι σκοποί…”

Προσέξτε στη μία περίπτωση λέει την πιο παλιά σιρμαγιά και στην άλλη μεγάλη σιρμαγιά στο μυαλό του. Επομένως δεν εννοεί το ρεπερτόριο με τη στενή έννοια αλλά τα βιώματα, τη μουσική γνώση που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά.

Εντάξει, αυτά αφορούν την κυριολεξία της λέξης «μαγιά». Το λεξικό όμως αναφέρει και την έκφραση:

ΦΡ έχω ~ ή πιάνω ~,ιδίως για το αρχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης.

Εδώ δεν έχουμε κυριολεξία, έχουμε μια μεταφορά που αν θέλαμε να εκφράσουμε το νόημά της με κυριολεκτικές λέξεις μια καλή επιλογή θα ήταν «σιρμαγιά». Γι’ αυτό και το σχόλιό μου.

Εντάξει αλλά η “σερμαγιά” δεν έχει περάσει από τη φάση “μπουγιουρντί από την εφορία” στη φάση “συνταγή της ελληνικής κουζίνας”. Οι λαϊκές χρήσεις της λέξης παραμένουν μες στη γενική της έννοια. Αν όχι με την ειδική έννοια του κεφαλαίου ως χρήματος που μέσω του μηχανισμού της αξιοποίησής αποδίδει στον κάτοχό του περισσότερο χρημα, αλλά πάντως με την έννοια του εφόδιου που μπορεί να αξιοποιηθεί χρήσιμα ανάλογα με τον προορισμο του.

Προσθήκες στο γλωσσάρι.

  1. Στο τραγούδι “Η ΠΑΞΙΜΑΔΟΚΛΕΦΤΡΑ”, 1927,
    σε στ. Γ. Λαμπρινίδη, σύνθ. Γ. Καρρά που ερμηνεύει ο Αντ. Νταλγκάς

μια " …αφράτη παξιμάδα…"
«…με σταματά και με ρωτά πού πέφτουν τα [u]Κυβέλεια…[/u]»

Πρόκειται για το γαλακτοπωλείο «Κυβέλεια», όπου
“…σύχναζαν ηθοποιοί και δημοσιογράφοι, συνήθως κατά τα ξημερώματα…”
[Πηγή:“Εν Αθήναις κάποτε”, Διον. Ηλιόπουλος]

Το γαλακτοπωλείο/ ζαχαροπλαστείο λοιπόν “Κυβέλεια” βρισκόταν στα Χαυτεία, Πανεπιστημίου 83, μεταξύ Αιόλου και Πλατείας Ομονοίας

(Η φωτό από το λεύκωμα “ΑΘΗΝΑΙ” που εκδόθηκε το 1925)

  1. “ΕΑΝ ΕΙΧΑ ΕΚΑΤΟ”, 1929, με το Γ. Κατσαρό

«…θα σου είχα ένα [u]λιτζερίνο [/u]
να σου τραβάει, πουλί μου, τα κουπιά…»

Λιτζερίνος (και Αλιτζερίνος) [από το ιταλικό Algerino] εκτός από την πρωταρχική του σημασία (Αλγερινός) σήμαινε και τον πειρατή, τον κουρσάρο, φαινόμενο συνηθέστατο ανάμεσα σε ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα στη Μάνη.
Ο Αλγερίνος πειρατής ήταν συνώνυμο της σκληρότητας,
έτσι η λέξη «Λιτζερίνος / Αλιτζερίνος» είχε και την έννοια του αρπακτικού και κακόπιστου ανθρώπου, του σκληρού και βάναυσου.

Εδώ όμως η λέξη έχει την έννοια του κωπηλάτη.
Σύμφωνα με τον Π. Κουνάδη τη λέξη “λιτζερίνος” ο Κατσαρός τη χρησιμοποιεί εννοώντας το γονδολιέρη της Βενετίας και

  • απʼό,τι φαίνεται και από τους στίχους και από την εκτέλεση του τραγουδιού – έχει δίκιο.
  1. ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ, 1946,
    Σύνθεση του Κώστα Ρούκουνα, το ερμηνεύει ο ίδιος.

“…μια μικρή στο Περιστέρι μες στου [u]Λαναρά[/u] δουλεύει…”

Η οικογένεια Λαναρά ξεκινώντας τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες το 1909, διέθετε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας.
Μεσουράνησαν στο Μεσοπόλεμο, αλλά κατέρρευσαν με πολλά χρέη, το 2009.

Το 'χω σχολιάσει και άλλοτε αλλά, με την ευκαιρία, να παραπέμψω και σε [b]video[/b]

Στη Σίφνο, που το “Εάν είχα εκατό” παραμένει πάντα δημοφιλές, το “λιτζερίνος” είναι άγνωστο και η λέξη δεν ενσωματώθηκε. Αντικαταστάθηκε από το “πιτσιρίκος”.

Νομίζω ότι ο στίχος από το «Εάν είχα 100» ερμηνεύεται πολύ πιο απλά:

α) Τη λέξη πάντα την άκουγα «Αλιτζερίνο» (ένα Αλιτζερίνο: τελικά ακούγεται ένα μόνο άλφα), που είναι πολύ πιο άμεσα κατανοητό χωρίς να ανατρέξουμε σε αλλοιώσεις που κάνουν τη λέξη αγνώριστη. Πάντως να πούμε ότι ο τύπος «Λιτζερίνος» όντως μαρτυρείται, υπάρχει και ως επώνυμο.

β) Ούτε γονδολιέρης ούτε κωπηλάτης. Πολύ απλά, Αλγερίνος. Λίγο παραπάνω λέει ότι στο αυτοκίνητο θα είχε σοφέρ Γερμανό. Γερμανός δε σημαίνει «οδηγός αυτοκινήτου», όσο κι αν εδώ ο οδηγός είναι Γερμανός, άρα γιατί (Α)λιτζερίνος να σημαίνει «κωπηλάτης» κι όχι αυτό που σημαίνει από μόνη της η λέξη; Και δεν καταλαβαίνω γιατί στη «βάρκα», και μάλιστα με κουπιά στον πληθυντικό, πρέπει να εννοήσουμε βενετσιάνικη γόνδολα. Η κοινή βάρκα για ρομαντικές βαρκάδες είναι κλισέ στα ρεμπέτικα και μάλλον θα ήταν συνήθεια της εποχής.

Από τότε που πρωτοάκουσα το τραγούδι, χωρίς να έχω διαβάσει τίποτε σχετικά, ούτε από Κουνάδη ούτε από άλλον, αυτό καταλάβαινα.

Απ’ ό,τι διαβάζω στην περιγραφή, ο χορός είναι φοξ αγκλέ.

Και οι δυο εκδοχές (Αλιτζερίνο / Λιτζερίνο) παίζουν στο στίχο, γι’ αυτό και οι δυο θα ενταχτούν στο γλωσσάρι.

Επίσης, και οι δυο αυτοί τύποι συναντώνται εξίσου σε επώνυμα, ανά την Ελλάδα.

Ίσως εγώ δεν το έθεσα σωστά, πιο πάνω.

Φυσικά και δεν εννοούσα: (Α)λιτζερίνος = κωπηλάτης.

Απλά, τον Αλγερινό θα τον χρησιμοποιούσε [u]ως[/u] κωπηλάτη, λόγω της μακρόχρονης εμπειρίας που - προφανώς - είχε ως πειρατής.

Τώρα, εδώ που τα λέμε, ο {(α)λιτζερίνος ή όχι} ναύτης της εποχής της πειρατείας, δεν νομιζω να είχε ικανοποιητική κωπηλατική προϋπηρεσία, τα πειρατικά καράβια αιώνων μεταγενέστερων από τις ρωμαϊκές / βυζαντινές γαλέρες δεν νομίζω να είχαν πλέον και κουπιά, πανιά μόνο είχαν….

χαζοτράγουδο, όμως….

όχι και τόσο χαζοτράγουδο ακριβώς, πρέπει να ήτανε επιθεωρησιακό της εποχής. οι υπηρέτες ήταν οι πολιτικοί και βασιλιάδες του μεσοπολέμου, που ο κατσαρός τους έκανε γερμανούς και αλιτζερίνους.

η μάνα μου και η θεία μου το θυμούνται όπως τους το τραγουδούσε η γιαγιά μου (κλασικά ο κατσαρός άλλαξε λίγο την μελωδία):

"αν είχα πεντακόσιες χιλιάδες λιρίτσες
αυτήν την ώρα αυτήν την στιγμή
θα σου έκανα μεγάλη θυσία
θα σου έκανα μεγάλη τιμή

θα σου είχα τον ??? καροτσέρη
τον δεληγιάννη λακέ στο κουπέ
θα σου είχα τον ράλλη πορτιέρη
τον σκουζέ να σου ψήνει καφέ

θα σου είχα τον τρικούπη περιβολάρη
τον συγγρό διευθυντή των σπιτιών
κι αν τα πράγματα αλλάζαν λιγάκι
και την όλγα νταντά των παιδιών"

Αυτό είναι εντυπωσιακό, γιατί στην εκδοχή του Κατσαρού -τη μόνη που ήξερα- είναι όντως χαζοτράγουδο. Γιατί άραγε το άλλαξε;

Η ηχογράφηση του Κατσαρού, διαβάζω από την Ελένη, είναι του 1929. Η Όλγα βασίλευε μέχρι το 1913, μαθαίνω, και πέθανε το 1926, άρα το επιθεωρησιακό είναι παλιότερο και του Κατσαρού διασκευή.

μάλλον το άλλαξε ώστε να ταιριάζει στο κοινό του, έτσι κι αλλιώς ο κατσαρός διασκευές έκανε. όπως τα άκουγε και όπως τα θυμότανε και όπως μπορούσε να τα παίξει… τον αγαπάμε όμως!
η γιαγιά μου ήταν συνομήλικη του μάρκου (εδώ όμως σταματούν οι ομοιότητες). το τραγουδάκι θα το τραγουδούσε στις κόρες της (που γεννήθηκαν στην κατοχή) πρίν το '50 ως παιδικό.

#2373. Μπράβο Νίκο. Από τους πολιτικούς που αναφέρονται πρέπει να είναι από πριν το 1900 (αρκετά δηλαδή πριν το μεσοπόλεμο). Ενδεχομένως, η γιαγιά σου να το είχε ακούσει και εκείνη παιδί.

Κι εγώ, μόνο την εκδοχή Κατσαρού ξέρω και είναι γνωστό ότι ο Κατσαρός δεν μου αρέσει, κυρίως για μουσικολογικούς λόγους. Η χαζότητα (φυσικά κατʼ εμέ) κολλάει περισσότερο στη μελωδία: ακούγοντας τις πρώτες νότες της κιθάρας στην εισαγωγή, άλλο χαζοτράγουδο, δίσημο και αυτό φυσικά, μου έρχεται στο νού, το γιούπι γιάγια. Μουσική και στίχοι είναι ούτως ή άλλως δανεικοί και έχει πολύ ενδιαφέρον, πράγματι, η μάλλον επιθεωρησιακή προέλευση του κομματιού. Άλλωστε, και το γιούπι γιάγια “έπαιζε” στις επιθεωρήσεις του μεσοπολέμου. Ο πατέρας μου (συνομήλικος του Μάρκου) τραγουδούσε, ένα τραγουδάκι πάνω σ’ αυτό τον (αγγλικό) σκοπό, όπου ένας δήθεν Εγγλέζος με την κάσκα και το κοντό παντελονάκι με τις ψηλές κάλτσες σχολίαζε το καινούργιο μεταφορικό μέσο της Αθήνας:

Το Αθήνα έχει τραμβαγιέ (δις)
Το Αθηναίο ταξιδεύει τρέλα, σαν παστή σαρδέλα, γιούπι γιούπι γιέ.

τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να υπήρχε το τραγουδάκι, πιθανόν με γερμανούς και λιτζερίνους, και ο καθένας να παράλλαζε τους στίχους αναλόγως την συγκυρία (όπως το γιούπι-γιάγια).