Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Λοιπόν έχουμε από “τα χαΐρια μας εδώ”

σελ 106
“μες τα μούτρα μας και τ’ αυτιά μας τα κάνανε αυτά. Εκείνοι πλουτίσανε μ’ αλλωνώνε σιρμαγιές, και μας που είτανε δικές μας, τους τα χαρίζαμε να τα βγάζουνε πλάκες να τ’ ακούει ο κόσμος… να παίρνει δόξα η Σμύρνη”

σελ 112
“ότι παραγγέλνανε οι πελάτες δεν το ξέρανε να το παίξουνε. Και τοπαιζε μόνος του ο Βαγγέλης. Είχε απ’ όλους την πιο μεγάλη σιρμαγιά. Συνέχεια τους έβγαζε ασπροπρόσωπους. Τεχνίτης ήτανε …”

σελ 113
" ξέρεις τι τους ζητήσανε και δεν ξέρανε να το παίξουνε και περιμένανε το Βαγγέλη; Αυτό που το ξέρανε και οι κότες… το γιαρούμπι. Αυτό το γιαρούμπι δεν το χανε μες στη σιρμαγιά τως… Δεν πηγαίνανε τα δάχτυλά τως… Ήτανε τεχνίτες καλοί αλλά μόνο ευρωπαϊκά παίζανε. Γι αυτό σου λέω… είχε πιο πολλή σιρμαγιά απ’ όλοι τσ’ άλλοι…"

σελ 125
" Καλέ κύριε Βάγγελε -λέω- να πάρω ένα μαντολινάκι, θα μου δείξετε κι εμένα;Που θα μάθω να παίζω τη σιρμαγιά πουχω στο μυαλό μου να παίζω, να μην έχω ανάγκη όργανα να τραγουδώ;"

Να διαβάσω κι άλλο; Είναι 650 σελίδες

Γειά σου ρε Άγη, συγχαρητήρια! Καλή συρμαγιά έπιασες…

Από αυτά τα παραθέματα φαίνεται στο λόγο της Αγγέλας Παπάζογλου η λέξη να έχει εντελώς συγκεκριμένο νόημα. Έλεγα πριν ότι δεν βγαίνει συμπέρασμα “σιρμαγιά = ρεπερτόριο”, αλλά πάντως για την Αγγέλα αυτή η εξίσωση φαίνεται να ισχύει (χωρίς βέβαια φαντάζομαι να αποκλείονται και οι λοιπές σημασίες). Με τον ίδιο τρόπο πχ ένας ράφτης μπορεί να έλεγε “σιρμαγιά” και να εννούσε χ μέτρα, χρώματα και είδη υφάσματος.

Πείθομαι κι εγώ. Δε μου φαίνεται καν να το λέει μεταφορικά, όπως είχα πει πιο πριν. Δείχνει ξεκάθαρα ότι θεωρεί το ρεπερτόριο ως μία από τις έννοιες της λέξης σιρμαγιά. (Το ρεπερτόριο που κατέχει ένας μουσικός, τα τραγούδια του προσωπικού του οπλοστασίου.)

Το αν ήταν γενικότερα όρος της μουσικής αργκό ή προσωπικός της Αγγέλας δεν το ξέρω, αλλά δεν πειράζει. Αρκεί που υπάρχουν τόσα κι ίσως άλλα τόσα παραδείγματα από την ίδια - νομιμοποιείται ο καθένας να γράψει «σημαίνει κι αυτό, βλ. κείμενο Αγγέλας».

Ίσως είμαι σχολαστικός, αλλά εγώ, από την άλλη, δεν πείθομαι έως αυτό το σημείο. Ή μάλλον θέλω να το “αναλύσω” λίγο ακόμα. “Πείθομαι” λοιπόν ως το σημείο, ή με την έννοια, όπου για κάθε επαγγελματία σιρμαγιά μπορεί να σημαίνει το υλικό της δικής του δουλειάς, δηλ. για τον μουσικό το ρεπερτόριο, για τον ράφτη (κατά το υποθετικό βέβαια παράδειγμα) ύφασμα, για τον ψαρά δόλωμα κλπ. Όχι δηλαδή ότι δεν “νομιμοποιείται” κανείς να γράψει “= ρεπερτόριο (βλ. κείμενο Αγγέλας)”, αλλά υποθέτω ότι αυτό το “=ρεπερτόριο” είναι μια από τις πολλές πιθανές εξειδικεύσεις της λέξης ανάλογα με το επάγγελμα.
Πάντως σίγουρα στα παραπάνω λόγια της Αγγέλας δεν μιλάμε υποθετικά και η λέξη χάνει κάθε ίχνος αοριστίας και σημαίνει το ρεπερτόριο του μουσικού, δίνοντας την εντύπωση λέξης με αυτή την καθορισμένη κοινή σημασία στο μουσικό σινάφι αυτής της εποχής και αυτής της προέλευσης (μικρασία).
Δηλ. ότι όταν μιλάμε για τη σιρμαγιά του μουσικού, αυτό εννοούμε (το ρεπερτόριο).

Θα συμφωνήσω με τον Άγη. Αυτό που ξέρω είναι ότι σερμαγιά η σιρμαγιά σημαίνει περιουσία - κεφάλαιο. Αυτή η περιουσία τώρα είναι αυτή που όπως λέει ο Άγης ¨κουβαλά" ο κάθε επαγγελματίας. Είτε είναι ρεπερτόριο ή οτιδήποτε άλλο. Πολύ απλά θεωρώ ότι προσαρμόζεται (η έννοια της λέξης), σε κάθε περίπτωση.

α) Αυτό το ξέρουμε τεκμηριωμένα ή το υποθέτουμε;
β) Αν δεν το ξέρουμε τεκμηριωμένα, μας ενδιαφέρει να το τεκμηριώσουμε; (Εγώ λέω όχι, εκτός αν εντοπιστεί σχετικό παράδειγμα σε ρεμπέτικο τραγούδι ή άλλως σε ρεμπέτικο συμφραζόμενο.)

Εννοώ ότι αυτό γενικά ισχύει στην έννοια της λέξης, αλλά με μια κάποια αοριστία, ενώ στην αφήγηση της Αγγέλας αυτό που ισχύει “γενικά και αόριστα”, παίρνει μια εντελώς καθορισμένη σημασια, τόσο που να φάινεται σαν ορολογία.

Κατά τ’ άλλα δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω τεκμηρίωση, απλά ένα ξερό λήμμα “σιρμαγιά = μουσικό ρεπερτόριο” είναι νομίζω ανακριβές, φτωχό νοηματικά, είναι πολλή μεγάλη η νοηματική αφαίρεση αν δεν φαίνεται ότι σε ένα μουσικο ιδίωμα η γενική έννοια της λέξης παίρνει αυτή την καθορισμένη σημασία. Με την ίδια δηλαδή έννοια που θα ήταν λάθος να πει κανείς: “κεφάλαιο = η μηχανή, το εργαλείο, τα εφόδια, το υλικό της εργασίας”. Όλα αυτά γίνονται κεφάλαιο κάτω από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, υπό συγκεριμένες σχέσεις, δεν μπορεί να ισχύει τέτοιο λήμμα χωρίς αναφορά σ’ αυτή την οπτική γωνία ή τις σχέσεις. Ακόμα πχ και το χρήμα μπορεί να είναι κεφάλαιο, μπορει και να είναι απλώς εισόδημα ανάλογα με το ποια σχέση πραγμάτων εκφράζει κλπ.

Παρεμπιπτόντως, έχει ενδιαφέρον και το ότι ενώ σιρμαγιά=κεφάλαιο, η λέξη χρησιμοποιείται στη λαϊκή γλώσσα με σημασίες για τις οποίες δεν θα χρησιμοποιούνταν η λέξη “κεφάλαιο”, πχ δεν θα έλεγε κανείς “κεφάλαιο” για το ρεπερτόριο ή για το δόλωμα στο ψάρεμα. Κι αυτό μου προκαλεί παραπέρα ένα ενδιαφέρον για την ιστορία της λέξης: στην πραγματικότητα ήταν άραγε “κεφάλαιο” η αρχική σημασία που γνώρισε διεύρυνση κι εξειδικεύσεις ή μήπως η σημασία ήταν εξαρχής γενικότερη και εξειδικεύτηκε ως “κεφάλαιο”; Αλλά βέβαια, αν και σχετιζόμενη με το θέμα μας, πάει μακρυά η υπόθεση από αυτή την άποψη.

Ε ναι, φυσικά. Εν προκειμένω σημαίνει ρεπερτόριο επειδή γενικότερα σημαίνει αυτό που σημαίνει, το οποίο δεν μπορεί να παραλειφθεί από το ερμήνευμα του γλωσσαριού. Ακόμη κι αν η γενικότερη και πιο στάνταρ έννοια δεν απαντά σε τραγούδια, πρέπει να αναφερθεί. (Εγώ απλώς εννοούσα ότι αν άλλες τυχόν ειδικότερες έννοιες, π.χ. για το ψάρεμα ή τη ραφτική, δεν απαντούν σε τραγούδια, τότε δε μας ενδιαφέρουν. Δεν ισχύει το ίδιο για την κύρια σημασία της λέξης, εφόσον δεν είναι άσχετη από την έννοια «ρεπερτόριο».)

Ακριβέστατος:063:

Νομίζω ότι η σιρμαγιά δεν αναφέρεται σε κάτι συγκεκριμένο. Έχει την έννοια του ελάχιστου που χρειάζεται κατά περίπτωση για να ξεκινήσει κάποιος. Τα ελάχιστα τραγούδια για ρεπερτόριο μουσικού, τα ελάχιστα χρήματα για να ξεκινήσει κάποιος μια συγκεκριμένη δουλειά κλπ. Κάτι αντίστοιχο με τη φύρα. Δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο είδος ή υλικό, αλλά σε απώλεια του είδους ή υλικού που δεν μπορείς να αποφύγεις. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορείς να δοκιμάσεις τρόπους για να την ελαχιστοποιήσεις.

Ναι, απ’ ό,τι φαίνεται.
“Σιρμαγιά” είναι κατ’ επέκταση το έχειν, ο βιοπορισμός, η περιουσία, κάτι πολύτιμο που διαθέτει κάποιος (σύμφωνα με τις πηγές).

Έτσι σαν “σιρμαγιά” εκλαμβάνονται τα εργαλεία εργασίας, τα ζώα, η γη, οι φίλοι, τα βιβλία, οι γνώσεις κ.λπ

Νίκο (Πολίτη), υπάρχει περίπτωση από το λεξικό σου να βγάλουμε πρόχειρα κάποιο (έστω υποθετικό) συμπέρασμα για το πρόθεμα “σιρ”(+μαγιά), άραγε, αν υπάρχει πλάι σε άλλες λέξεις και αν έχει πλάι τους κάποια νοηματική λειτουργία; (καθαρή περιέργεια)

Δε θα έλεγα κάτι που έχει, αλλά το ελάχιστο που απαιτείται να αποκτήσει, για να κάνει κάποια δουλειά, κομπίνα, ρεμούλα κλπ
Εξοικονόμηση αρχικού κεφαλαίου, είτε σε χρήμα είτε σε είδος που θα καταναλωθεί προκειμένου να γίνει το όποιο εγχείρημα έχει σχεδιασθεί, για να αποφέρει κάποιο αναμενόμενο κέρδος, μεγαλύτερο (πολλαπλάσιο αρκετές φορές) της σιρμαγιάς.
Αυτή την έννοια έχει και στα ευθυμογραφήματα του Τσιφόρου (αν θυμάμαι καλά) στα παιδιά της πιάτσας, Τα παλιόπαιδα τ΄ατίθασα και άλλα σχετικά στα οποία ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη διάλεκτο της “μαγκιάς”.

Κι εγώ δε νομίζω απλώς “κάτι που έχει”, αλλά αυτό το “κάτι” που είναι επαρκές ώστε να χρησιμοποιηθεί για κάποια υπόθεση.
Μέσα σε όλες τις πιθανές τέτοιες υποθέσεις ο βιοπορισμός είναι η επικρατέστερη. Και “πάνω” κι από το βιοπορισμό είναι και το κεφάλαιο με την γνωστή οικονομική του έννοια. Έτσι μπορεί να σημαίνει μια χρηματική ποσότητα για “επένδυση” ή απλώς χρειαζούμενη για τα έξοδα της δουλειάς, μπορεί και να σημαίνει “τα δυο μου χέρια” καθώς και οτιδήποτε άλλο ταιριάζει στη γενική αυτή σημασία ανάλογα με τις περιστάσεις (ρεπερτόριο, γη, εργαλεία κλπ).
Δε νομίζω ότι το αναμενόμενο κέρδος είναι υποχρεωτικό στη λαϊκή χρήση της λέξης:
Π.χ. όταν μιλάμε για σιρμαγιά σε δόλωμα, μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι “αναμενόμενο κέρδος” είναι τα ψάρια που θα βγάλεις.
Αλλά όταν γι’ αυτά τα ψάρια λέμε “σιρμαγιά”, μπορεί να εννούμε απλώς ότι είναι αρκετά για το μεσημεριανό τραπέζι.
Δηλαδή, κάτι που “έχουμε”, ανάλογα με το σκοπό της χρήσης του, μπορεί να ταιριάζει ή και να μην ταιριάζει στη λέξη σιρμαγιά.
Λόγου χάρη τα ψάρια στο καλάθι του ψαρά είναι σιρμαγιά για τη μεσημεριανή κατσαρόλα της οικογένειας. Μέσα στην κατσαρόλα τα ίδια ψάρια δεν είναι πια σιρμαγιά. Ήταν μέχρι πριν λίγο.
Δηλ. η λέξη εκφράζει, σημαίνει, την ποσότητα ενός πράγματος που χρειάζεται ή που επαρκεί για να εκπληρωθεί η χρησιμότητά του, κατά το είδος του και τον προορισμό του.
Όλα αυτά με βάση το πώς έχω καταλάβει τη λέξη από τις διάφορες λαϊκές χρήσεις της που έχω συναντήσει.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 21:16 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 21:08 —

Παίρνοντας παράδειγμα από το ρεπερτόριο:

Αν ξέρεις 100 τραγούδια και τα δισκογραφήσεις όλα με τη μια, το ρεπερτόριο σου παραμένει ρεπερτόριο σου, αλλά πια τη σερμαγιά σου την ξόδεψες (ως προς τη δισκογραφία). Βασικά αυτή τη “λεπτή διαφορά” έψαχνα όταν έλεγα, ότι μόνη η εξίσωση σιρμαγιά=ρεπερτόριο δεν ακριβολογεί.

Δύσκολο να βρεθεί άκρη Άγη, τουλάχιστον από εμάς. Μάλλον χρειάζεται Τουρκολόγος. Πάντως, για να βρώ στοιχεία που ίσως να ικανοποιούσαν την περιέργειά σου έψαξα στο λεξικό και είδα ότι είχα λάθος, όταν παραπάνω (#2336) έλεγα ότι το sermaye μάλλον δεν έχει σχέση με το κεφάλι, όπως έχει το κεφάλαιο και το Kapital. Αυτό το έλεγα γιατί ήξερα, ή μάλλον νόμιζα πως ήξερα ότι το κεφάλι λέγεται bas (το s παχύ, με πνεύμα από κάτω), εξ ού και kocabasi = δημογέροντας, κοτζάμπασης, μπουλούκμπασης = αρχηγός συμμορίας) κλπ… Όμως υπάρχει και η λέξη Ser = 1: κεφάλι, κεφαλή. 2: απόγειο, μεσουράνημα. 3: αρχι- . Βέβαια, το ser με όλα του τα παράγωγα καταλαμβάνει στο λεξικό μου χώρο πέντε αράδων, ενώ το bas δυόμισυ σελίδων. Αλλά και άλλο στοιχείο βρήκα, την ώρα ακριβώς που ετοιμαζόμουνα να γράψω ότι η σύνδεση της σιρμαγιάς με τη μαγιά (του ψωμιού ντε!) είναι κλασική ελληνοκεντρική παρετυμολογία: maya = προζύμι, ζύμη, μαγιά! Τώρα, το κατά πόσον πήραμε εμείς το maya και το κάναμε μαγιά ή οι Τούρκοι έκαναν maya τη δική μας μαγιά, αδυνατώ να το απαντήσω. Πάντως, το λεξικό έχει και παράγωγα: mayalama = ζύμωση, mayali = ζυμωτός, mayaziz = άζυμος και άλλα.

Το θέμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν κάποιος ξέρει ότι στα Αραβικά και στα Τουρκικά τα φωνήεντα α και ε είναι συγγενικά και συχνότατα παίρνει το ένα τη θέση του άλλου…

Νίκο, η περιέργειά μου ικανοποιήθηκε αρκετά!

Αντιμετωπίζετε την έννοια της σιρμαγιάς ως κάτι με χρονική διάρκεια συγκεκριμένη, ως κάτι το περιορισμένο χρονικά.
Δεν είναι όμως έτσι.
Αν ως σιρμαγιά - όπως λέτε - εννοήσουμε τα εργαλεία, τη γη ή τα χέρια, τότε η συρμαγιά είναι “παντός καιρού”, δεν έχει ημερομηνία λήξης δηλαδή.
Όταν λέμε “σιρμαγιά είναι οι φίλοι μου” ή “τα βιβλία μου” αυτά τα έχουμε στη διάθεσή μας σε όλη μας τη ζωή, όχι μόνο μια φορά.

Ακόμα και για το ρεπερτόριο ισχύει αυτό:
Οι δημιουργοί επιβιώνουν από το ρεπερτόριό τους, ήταν και είναι ο βιοπορισμός τους για όλη τους τη ζωή.
Δεν παύει να αποτελεί σιρμαγιά το ρεπερτόριό τους από τη στιγμή που δισκογραφήθηκε η εργασία τους.

Εννοώ το εξής: Αν προορίζεις το ρεπερτόριό σου (“σιρμαγιά σου”) για τη δισκογραφία και το δισκογραφήσεις όλο μαζεμένο, τότε τη δισκογραφική σου “σιρμαγιά” την ξόδεψες. Κι αν την ξόδεψες, δεν την έχεις πια, παρότι εξακολουθείς να έχεις το ίδιο ρεπερτόριο.

Άλλο θέμα ότι ξοδεύοντας τη “σιρμαγιά” του ρεπερτορίου φτιάχνεις, ίσως, μια σιρμαγιά από δίσκους.
Άλλο θέμα και ότι μπορείς να τραγουδάς το ρεπερτόριό σου σε συναυλίες και μαγαζιά: έγραφα για τη “σερμαγιά” κατά τον ένα κάποιο συγκεκριμένο της (δισκογραφικό στο παράδειγμα που κατασκεύασα) προορισμό, με σκοπό να φανεί αυτό που νομίζω, δηλ. ότι η σιρμαγιά δεν ταυτίζεται με το “πράγμα” (εδώ με το ρεπερτόριο) αλλά εκφράζει την επάρκειά του για ν’ αξιοποιηθεί μια ορισμένη χρησιμότητα του κάτω από τις εκάστοτε περιστάσεις.

Για ένα μουσικό που παίζει σε μαγαζιά, σαν ένα είδος σιρμαγιάς θεωρώ, το ΕΛΑΧΙΣΤΟ των τραγουδιών που πρέπει να γνωρίζει για βγάλει το πρόγραμμα. Και βέβαια δεν ξοδεύεται αλλά, ο μουσικός προχωράει και εμπλουτίζει το ρεπερτόριο. Αλλά ξεκινάει με αυτά τα απαιτούμενα ελάχιστα.
Για τη δισκογραφία, σιρμαγιά θεωρώ ότι είναι τα ελάχιστα απαιτούμενα για να ξεκινήσει δισκογραφία. Δηλαδή να έχει κάποια ελάχιστα τραγούδια, με τα οποία θέλει να βγει στη δισκογραφία, (εξασφάλιση συνεργασίας με συνθέτη ή/και στιχουργό και μουσικούς) και τα χρήματα που θα χρειαστούν για το studio η και τη δισκογραφική, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων, μέχρι να βγει ο δίσκος ή το CD.