Πρόταση για νέο λήμμα ΚΡΟΚΟΣ

Κρόκος (ή Γρίπος ή Πεζότρατα)

Αλιευτικό μέσο από δύο παράλληλα δίχτυα που συνδέονταν με ένα μεσαίο, σχηματίζοντας διχτυωτό σάκο, με φελλούς επάνω και βαρίδια κάτω. Ο κρόκος ριχνόταν σε θάλασσα με ομαλό πυθμένα καλύπτοντας μεγάλη έκταση και στη συνέχεια τραβιόταν με σχοινιά.

Ακούγεται στο τραγούδι του Μπαγιαντέρα «Μια τράτα κουλουριώτικη (1947):

«βίρα κρόκο, βίρα κάργα
και τα δίχτυα έχουν ψάρια»

Εδώ πολύ ενδιαφέρον σχετικό κείμενο:

Και από μια παλιότερη συζήτησή μας:

Μια τράτα κουλουριώτικη - Στίχοι & Τραγούδια - Ρεμπέτικο Φόρουμ (rembetiko.gr)

Μαζί γράφαμε, Περικλή!

1 «Μου αρέσει»

Σχετική συζήτηση κι εδώ, όπου παρακολουθούμε τη διαδρομή από την άγνοια προς τη γνώση:


Edit: Χμ, άργησα ένα λεπτό βλέπω! :slight_smile:

1 «Μου αρέσει»

Και από το κείμενο που παρέθεσε ο Άνθιμος: “Κρόκος σημαίνει μακρύ ή φαρδύ σχοινί…”

Προτείνω να διαμορφωθεί ως εξής:
Κρόκος είναι ένα ζωνάρι, μια θηλιά περίπου, από ύφασμα ή από σχοινί που φορούσαν οι ψαράδες για να βοηθηθούν να τραβήξουν τα δίχτυα στη στεριά.
Χρησιμοποιούσαν αυτό τον τρόπο ψαρέματος που λεγόταν πεζότρατα, όπου τα δίχτυα μαζεύονται από τη στεριά και όχι από τη θάλασσα, όπως είναι πιο συνηθισμένο.

Με το ρίξιμο της τράτας άρχιζε η πιο κουραστική και χρονοβόρα διαδικασία, ο κρόκος. Ο κρόκος ήταν ο εφιάλτης των τρατολόγων και εκείνων που δούλευαν χρόνια στην τράτα, επειδή παραμόρφωνε (σκέβρωνε) το σώμα τους από την εντατική προσπάθεια.

Μια μάλλινη ζώνη, σαν αυτή που βάζουν ίγλες στα νέα άλογα για να μάθουν αραβάνι, με φάρδος 5 πόντους και μάκρος όσο έφτανε να περιβάλλει το δεξί ώμο μεταξύ λαιμού και ωμοπλάτης, έκλεινε μπροστά στο ύψος του στήθους. Από το σημείο του κλεισίματος άρχιζε ένα αρκετό χοντρό σχοινί, με μάκρος από 30 μέχρι 40 πόντους, που κατέληγε ή σε ένα ξύλινο καρέλι ή σε περίπτωση ελλείψεως καρελιού σε ένα χονδρό κόμπο, καρυδόκομπο. Αφού βγαίνανε όλοι οι τρατολόγοι στο γιαλό και χωρίζονταν σε δύο πάντες, τρεις δύο στην κάθε πάντα, εκτός από τους δύο μούτσους που στο μεταξύ τραβάγανε τα μπόσικα από τα σχοινια της τράτας όσο να τεζάρουν, αρχίζανε να δουλεύουν τον κρόκο.
https://www.ithacanews.gr/i-trata-kai-psaremata-sto-thiaki/

Κάποιος να ξέρει γιατί αυτός ο κρόκος λέγεται κρόκος (και όχι π.χ. ασπράδι, κρινάκι ή ζαφορά);

«Το ελκυσμα του γρίπου τελείται δια των χιαστί τεθειμένων υπό των πατέρων ταινιών των καλουμένων κρόκων, ίσως εκ του κρόκη, ήτις δηλοί την εις τον στήμονα ενυφαινομένην κλωστήν ως αι κάθετοι γραμμαί του υφάσματος.»

(Γ. Σμυρνάκη, «Το Άγιον Όρος», 1903: σελ. 657)

Δεν με πείθει… Τελείως διαφορετική διαδικασία, εκείνη της πεζότρατας και εκείνη του αργαλιού, όπου κανείς δεν ξέρει το αρχαίο αυτό όνομα, όλοι ως υφάδι ξέρουν την κλωστή αυτή, που όντως ενυφαίνεται στα στημόνια, ενώ ο κρόκος τυλίγεται πρόχειρα προς τα έξω του “στημονιού”, για να “αποδεσμευτεί” πάλι λίγα μέτρα μακρύτερα απ’ τη θάλασσα. Ευχαριστώ πολύ όμως, Άνθιμε!

Από το “κρόκη” προέρχεται ο κρόκος, το σχοινί για το οποίο συζητάμε.

κρόκη (η) το υφάδι, , το νήμα ενός αργαλειού.
Κλωστή, ύφασμα σε κόκκινο ή λευκό χρώμα που έδεναν στο χέρι.
Κατ’ επέκταση, νήμα, κλωστή κομμάτι από μάλλινο ύφασμα.
Συνώνυμο, κροκύς.

Κρόκος
Μια μάλλινη ζώνη, , με φάρδος 5 πόντους και μάκρος όσο έφτανε να περιβάλλει το δεξί ώμο μεταξύ λαιμού και ωμοπλάτης, έκλεινε μπροστά στο ύψος του στήθους. Από το σημείο του κλεισίματος άρχιζε ένα αρκετό χοντρό σχοινί, με μάκρος από 30 μέχρι 40 πόντους, που κατέληγε ή σε ένα ξύλινο καρέλι ή σε περίπτωση ελλείψεως καρελιού σε ένα χονδρό κόμπο, καρυδόκομπο.
Ήταν τόσο κουραστικό το τράβηγμα με το κρόκο που το παρομοίαζαν με γίγκλα σαν σαμάρια.

πηγή: Αρτεμισία ...Η τελευταία του είδους ! | Τοπική Κοινότητα Κατούνας Λευκάδας

Σε ειδικά-τεχνικά λεξιλόγια της λαϊκής γλώσσας εμφανίζονται που και που κάτι απροσδόκητα αρχαία επιβιώματα. Θυμάμαι από τη ναυτική γλώσσα το δοιάκι (τον αρχαίο οίακα), που επιπλέει μόνος του σε μια θάλασσα βενετσιάνικων και άλλων ξένων λέξεων. Αντίστοιχα έχω ακούσει κατά καιρούς για διάφορα βοσκίστικα κ.ά.

Το ενδεχόμενο (καθαυτό, απομονωμένο από τα υπόλοιπα) να έμενε ένας απόηχος της σημασίας της αρχαίας κρόκης χωρίς η ίδια η λέξη να είναι πλέον γνωστή, δε θα με εξέπληττε.

Ούτε εμένα, βεβαίως! Απίστευτα πολλές τέτοιες περιπτώσεις: ο ορφνός (σκουρόχρωμος) ιχθύς που έγινε ορφός, τον πήραν οι Τούρκοι (όταν είδαν θάλασσα) ως orfoz και συνέχισε τη ζωή της η λέξη μέχρι το σημερινό ροφός με αναγραμματισμό, ο ερυθρίνος ιχθύς που έγινε λιθρίνι, τα μαναρισμένα με αραιοπλεγμένο τμήμα δίχτυα (μανός = αραιός, εξ ού και μανόμετρον) και πολλά άλλα. Εδώ όμως δεν ταιριάζει καθόλου, μα καθόλου, η χρήση! Άλλο το υφάδι του αργαλιού, που βεβαίως δεν στερεώνεται πρόχειρα στο στημόνι για να αφαιρεθεί και πάλι, άλλη η λεπτή κλωστή που έδεναν για τον Μάη και άλλο η φαρδυά μάλλινη ζώνη που προσδένεται σε χοντρό σκοινί με καρυδόκομπο στην άκρη, για καλύτερη (προσωρινή!) πρόσφυση.

Και γιατί δεν διατηρήθηκε η μορφή (κρόκη) της λέξης ως έχει, παρά ετράπη το η σε ο, τη στιγμή που όλοι ξέρουν τί είναι κρόκος και ότι άλλο αυτός και άλλο τα μάλλινα υφάσματα και τα χοντρά σκοινιά με καρυδόκομπους; Έχουμε και άλλα παραδείγματα για τροπή του η σε ο;

κρόκος (ο) - (ναυτ.) λωρίδα πλάτους περίπου 15 πόντους φτιαγμένη είτε από τρίχινο ύφασμα, είτε από σακί, με ανάλογο μάκρος ώστε να την ζώνονται στην πλάτη προκειμένου να τραβήξουν στην ακτή την τράτα. Στην άκρη της ζώνης ήταν ένα μικρό σχοινί 15 πόντους περίπου, στην άκρη του οποίου ήταν περασμένο ένα μικρό κομμάτι ξύλο στρογγυλό σαν καρύδι, για να το γαντζώνουν στο σχοινί της τράτας < πιθανολόγηση: αρχ. κροκύς = ρούχο με κατσαρό μαλί < κρόκη = κλωστή που περνάει ανάμεσα στα νήματα του στημονιού του αργαλειού

Αυτό το βρήκαμε και παραπάνω (#10), με μόνη διαφορά το φάρδος των 5, αντί 15 πόντων.

φοινικόκροκος: ο υφασμένος με κόκκινο νήμα («φοινικόκροκον ζώναν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κροκός (< κροκή «υφάδι, κλωστή, νήμα»)

ἀνθόκροκος: ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + κροκος < κρέκω «υφαίνω»]

μελάγκροκος: 1. αυτός που έχει μαύρο υφάδι 2. (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρα ιστία («ὃς αἰὲν δι Ἀχέροντ ἀμείβεται τὰν ἄστονον μελάγκροκον ναυστόλον θεωρίδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος, ανος + κρόκος «υφάδι»]

πηγή: 📌 κρόκος 📚 Interpretations 🧬 Academic Dictionaries and Encyclopedias ⚗

Κρόκος /κρόκη φαίνεται να προέρχονται από την ίδια ρίζα.

Η κρόκη σαφώς προέρχεται απ’ το κρέκω, ο κρόκος όχι, τουλάχιστο κατά Liddell & Scott:

Κροκόβαπτος: βαμμένος στο χρώμα του κρόκου

Κροκόεις: ο έχων το χρώμα του κρόκου

Κροκόπεπλος: ο έχων κίτρινο πέπλο

Κρόκος (ο): ζαφορά

Κροκόω: στεφανώνω με κίτρινο κισσό.

Κροκωτός: βαμμένος με ζαφορά.

(άλλα λήμματα με τη λέξη κρόκος δεν παρατίθενται)

Επαναλαμβάνω:

Μπορεί κάποιος -α να απαντήσει σ’ αυτή την απορία;

Ας συμφωνήσουμε σε ένα κείμενο να το βάλουμε ως λήμμα, χωρίς να επεκταθούμε
σε ετυμολογία.

Με αφορμή τη συζήτησή μας εδώ.

Αξίζει – νομίζω – να διευκρινίσουμε ότι το φυτό κρόκος
[ΕΤΥΜ.: σημιτ. δάνειο, εβραϊκ. Karkom, αραβ. kurkum, ακκαδ. Kurkanu, ελλην. Κρόκος, από όπου και η λατιν. crocus (πηγή: Μπαμπινιώτης)]
ουδεμία σχέση έχει με το ρ. κρέκω και τα εξ αυτού κροκίδα /κρόκη/ κρόκα και τον πιθανολογούμενο μεταγενέστερο εξ αυτών τύπο κρόκο.

Εντύπωση κάνει ένα έγγραφο που στείλαμε στην «Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εδώ, , στην 3η σελ. «Αποδοχή προέλευσης» όπου το φυτό κρόκος συνδέεται με την κροκή /υφάδι:
http://www.minagric.gr/images/stories/docs/agrotis/POP-PGE/C207_1998.pdf

Όμως, συναντάμε ήδη στα λεξικά και τα σύνθετα «ανθόκροκος», «φοινικόκροκος», «μελάγκροκος», (με την ετυμολογία τους, όπως αναφέρθηκε),
επίσης, με το φημισμένο μαλλί «Κρόκος» έπλεκαν οι μανάδες μας και χρησιμοποιείται και σήμερα
και, εδώ, στο τραγούδι, ο κρόκος που είναι σχοινί, όλα αυτά παραπέμπουν όχι βέβαια στο φυτό κρόκος, αλλά στο ρ.κρέκω = υφαίνω και στα: κροκίδα/ κρόκα/κρόκη, από όπου φαίνεται να προήλθε και ο κρόκος.

Ε, δεν θα περίμενα επίπεδο γλωσσολογικής αυθεντίας από τους δικηγόρους του Συνεταιρισμού του Κρόκου…

Νομίζω ότι μία σε κάποιο βαθμό ικανοποιητική απάντηση βρέθηκε, στην απορία αυτή. Θυμίζω λοιπόν την τελευταία πρόταση

και προτείνω να προχωρήσει ως έχει. Εντάξει, κάποιες αλλαγές ίσως να χρειάζονταν, αλλά το γλωσσάρι δεν είναι εγχειρίδιο διδασκαλίας και εμπέδωσης ιστορικών σήμερα αλιευτικών μεθόδων.