Πώς δε γίνεται!
Απ’ όσα ακούσαμε μέχρι τώρα, το πιο καθαυτού λαϊκό είναι εκείνο με το κλαρίνο που παρέθεσε ο “επισκέπτης” από το δίσκο του Δοϊτσίδη (κι ας είναι με κλαρίνο κι όχι με γκάιντα ή λύρα).
Εγώ, ειδικά στη δομή, βρίσκω διαφορές όχι απλώς σημαντικές αλλά ειδοποιούς. Βέβαια επειδή δεν είμαι σίγουρος αν εννοούμε το ίδιο λέγοντας δομή, θα εξηγήσω τι εννοώ:
Τα τραγούδια με τραγούδι έχουν ένα μικρό, συνήθως, αριθμό φράσεων που οργανώνονται σε περιόδους-στροφές, και που επαναλαμβάνονται με σταθερή δομή κάθε φορά, π.χ. ΑΑΒΒ, ΑΒΑΒΓ κλπ.
Για τα οργανικά υπάρχουν δύο περιπτώσεις:
(α) Μπορεί κι αυτά να έχουν τέτοιες περιόδους. Συνήθως όμως θα αποτελούνται από περισσότερες φράσεις. Τέτοιες περιπτώσεις είναι π.χ. οι δύο Μάντρες. Στις “κυριλέ” εκτελέσεις που ακούσαμε, μια σειρά από θέματα επαναλαμβάνονται σε κύκλους.
(β) Η άλλη περίπτωση είναι να μην υπάρχουν κύκλοι. Εκεί υπάρχει ένας ακόμη μεγαλύτερος αριθμός από μουσικές φράσεις, που όμως η καθεμία είναι πολύ πιο σύντομη απ’ ό,τι στις κυκλικές δομές (συχνά μόλις ένα μέτρο). Κάθε φράση επαναλαμβάνεται επί απροσδιόριστο αριθμό επαναλήψεων, και μετά μπαίνει η επόμενη. Δύο διπλανές μπορεί να διαφέρουν ελάχιστα, μέχρι σημείου που να μην μπορείς εύκολα να πεις αν είναι δύο φράσεις ή μία σε παραλλαγές. Κάποιες όμως έχουν πιο χαρακτηριστικές διαφορές, μπορεί π.χ. να μεταφέρουν αλλού το τονικό κέντρο. Εδώ δεν υπάρχουν κύκλοι: ο οργανοπαίχτης όσο συνεχίζει να παίζει απλώς προσθέτει κι άλλες φράσεις, γραμμικά, όχι κυκλικά. Παραδείγματα αυτής της περίπτωσης είναι το κομμάτι από το δίσκο του Δοϊτσίδη και ορισμένα τμήματα από την ηχογρ. με την γκάιντα, κυρίως εκείνα όπου ακούγονται και οι κραυγές των χορευτών.
Η πρώτη δομή, η κυκλική, προέρχεται από τους χώρους των βιολιών, των κλαρίνων, των ουτιών, των σαντουριών. Η δεύτερη είναι η καθαρά αγροτική, της γκάιντας και όλων αυτών των πιο απλών ας πούμε οργάνων. Σ’ έναν υποθετικό χώρο όπου να υπήρχαν στεγανά όρια, όπου ο κάθε μουσικός και χορευτής να ξέρει αποκλειστικά και μόνο ή ετούτα ή εκείνα (όχι και τα δύο), μια γκάιντα ή μια λύρα θα παίζει μόνο γραμμικές μελωδίες. Εννοώ φυσικά την ώρα που σολάρει, γιατί αν συνοδεύει τραγούδι θα ακολουθήσει προφανώς τη δομή του τραγουδιού. Ενώ μια κομπανία με κλαρίνα θα έπαιζε κυκλικές μελωδίες.
Επειδή όμως δεν υπάρχουν αυτά τα στεγανά όρια, ο τρόπος σκέψης ετούτων των μουσικών έχει μπολιάσει κι εκείνους τους μουσικούς. Έτσι έχουμε τον κλαριντζή του Δοϊτσίδη να έχει πλήρως αφομοιώσει την γκαϊτατζήδικη λογική, και να παίζει εντελώς γραμμικά. Έχουμε επίσης τον γκαϊτατζή του άλλου βιντέου, που έχει μάθει μερικά κομμάτια κυκλικής λογικής και παίζει ένα σύνθετο πράγμα αποτελούμενο εν μέρει από θέματα τέτοιων κομματιών και εν μέρει από γραμμικά γκαϊτατζήδικα θέματα. Οι χορευτές το αναγνωρίζουν, γι’ αυτό και όταν η γκάιντα αναλαμβάνει τον καθαρά γκαϊτατζήδικο ρόλο της φωνάζουν από ενθουσιασμό: σου λεέι, εδώ είμαστε, τώρα ρίχ’ τα όλα! (Μάλιστα υπάρχει και ονομασία γι’ αυτό: λέγεται κλώσιμο. Ο κλαριντζής του Δοϊτσίδη μόνο κλώθει, απ’ αρχής μέχρι τέλους, ενώ ο γκαϊτατζής εναλλάσσει το παίξιμο εξωγκαϊτατζήδικων θεμάτων με τα κλωσίματα.)
Οι δύο Μάντρες όμως δεν έχουν τίποτε ανάλογο με το κλώσιμο. Προερχόμενες από χώρους όπου επικρατούσε άλλη μουσική λογική, ακολουθούν αυτή και μόνο τη λογική χωρίς επιμειξίες.