Πληροφορίες για τραγούδι (Τι παράξενη κοπέλα είσαι εσύ)

Χτες στον σταθμό 105,5 που φιλοξενούσε τον Μπάμπη Γκολέ άκουσα ένα τραγούδι από τον Κώστα Δουμουλιάκα με τον τίτλο, αν θυμάμαι καλά, “Παράξενο Κορίτσι”. Μήπως γνωρίζει κάποιος φίλος ποιου συνθέτη είναι αυτό το υπέροχο τραγούδι;

Εννοείς αυτό που αρχίζει : “Τι παράξενη κοπέλα είσαι συ”;

Αν είναι αυτό -που πιθανότατα- είναι του Μανώλη Χιώτη το “Παράξενη κοπέλα” με Μαρίκα Νίνου, Νίκο Βούλγαρη και τον ίδιο τον Χιώτη- 1950.

Ιωάννα σ’ ευχαριστώ πολύ. Αυτό πρέπει να είναι το τραγούδι. Είναι πολύ ωραίο και ομολογώ ότι το άκουσα για πρώτη φορά. Αυτό που μένει είναι να ψάξω να το βρω.

Για κοίτα καλύτερα τους στίχους… Αυτό θά 'ναι που σου σημείωσα πριν.

Τι παράξενη κοπέλα είσαι συ
τι μεράκια έχεις και σε βασανίζουν
ώρες τώρα το 'χεις ρίξει στο κρασί
και τα μάτια σου τα βλέπω να δακρύζουν.

Τι μυστήριο κορίτσι είσαι συ
μια σε βλέπω στα μεταξωτά ντυμένη
μια σε βλέπω να τα πίνεις σαν τρελή
κι από ντύσιμο πολύ κακοφτιαγμένη.

Τι παράξενη κοπέλα είσαι συ
δεν μ’ αρέσει η ζωή αυτή που κάνεις
άσε πλέον τις ταβέρνες, το κρασί
σου το λέω πως στην ψάθα θα πεθάνεις.

Νομίζω ότι μετά την -σε μεγάλο ποσοστό- εξάντληση του ρεπερτορίου των λεγόμενων κλασικών ρεμπέτηδων (Μάρκο, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη, Χατζηχρήστο κλπ.), ήρθε η ώρα για το ευρύτερο κοινό του ρεμπέτικου ν’ ανακαλύψει το ρεμπέτη Μανώλη Χιώτη.
Θα ανακαλύψουν λοιπόν ότι ανάμεσα στα τραγούδια του Χιώτη στις 78 στροφές, δηλαδή στα 24 από τα 33 χρόνια της παραγωγής του, τα ρεμπέτικα αποτελούν την πλειοψηφία. Αν μάλιστα κάποιος πάει παραπέρα και συνδυάσει τα τραγούδια αυτά με τις πληροφορίες που υπάρχουν γύρω από τον άνθρωπο Χιώτη, τότε θ’ ανακαλύψει ένα μεγάλο ΡΕΜΠΕΤΗ.

Άρης: τότε θ’ ανακαλύψει ένα μεγάλο ΡΕΜΠΕΤΗ.

Συμφωνώ και επαυξάνω αλλά τη ζημιά, αργότερα, την έκανε. Και μη μου πήτε «μα, θέμα χρόνου ήταν και αν δεν το έκανε αυτός θα το έκανε κάποιος άλλος». Το μόνο που σίγουρα θα συνέβαινε ήταν το προοδευτικό πέρασμα του ρεμπέτικου σε καθαρά ευρωπαϊκές φόρμες και ύφος, που βεβαίως είχε αρχίσει να συμβαίνει και προπολεμικά. Χωρίς όμως το συγκεκριμένο κούρδισμα και το ύφος που αυτό έφερε, η εξέλιξη θα ήταν και βραδύτερη και ίσως σημαντικά διαφορετική (δες μεταπολεμικό Τσιτσάνη).

Νίκο,
η ουσιαστική σημείωση του Άρη είναι -πιστεύω- διευκρινιστικότατη! Δεν λέει πως ο Χιώτης έγραψε μόνο “ρεμπέτικα”. Μιλάει για τον ΡΕΜΠΕΤΗ Μανώλη Χιώτη. Την όλη στάση ζωής του… Και έτσι είναι !
Τα στοιχεία που -για πρώτη φορά- διαβάζουμε για τον Χιώτη στη βιογραφία του Τάκη Μπίνη, αυτό βροντοφωνάζουν !
Το ότι ο Χιώτης έγραψε στην πλειοψηφία της δισκογραφίας του “καθαρά ρεμπέτικα” είναι γνωστό και … ακουστικό ! Δεν νομίζω να έχεις αντίρρηση…
Σαν μέγα μουσικό μυαλό είχε και τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, βεβαίως. Οι φόρμες του ρεμπέτικου δεν τον έφταναν πια ή τις είχε εξαντλήσει ! Η μουσική του ιδιοφυία αναζητούσε κι άλλα, ψαχνόταν σε όλα. Μην ξεχνάς πως ο Χιώτης (από τη γενιά του) ήταν από τους ελάχιστους σπουδασμένους -μουσικά. Είχε ανάγκη να πάει παραπέρα τη μουσική. Ήταν εσωτερική του ανάγκη αυτό το εκφραστικό μουσικό ψάξιμο.
Και όπως σημειώνει ο Μπίνης : “Ο Χιώτης έβλεπε πάντα πενήντα χρόνια μπροστά”.

Θα παραθέσω (αφού δεν “κουνιέται” πια στο εμπόριο το βιβλίο, φαίνεται πως μόνο 1200 άτομα -τελικά- ενδιαφέρονται για το ρεμπέτικο) κάποια αποσπάσματα ουσίας, για τον ΡΕΜΠΕΤΗ Μανώλη Χιώτη.

ΥΓ:
Άρη, πού υπάρχουν αλλού αναφορές για τον ΡΕΜΠΕΤΗ Χιώτη; Με ενδιαφέρουν… Αν έχεις χρόνο να τις παραθέσεις.

  1. Παρά την “υπόδειξη” να μην το πω, νομίζω όμως ότι όντως ήταν θέμα χρόνου. Αλλά και ανθρώπου. Και ευτυχώς που ήταν ο Χιώτης και μάλιστα χωρίς αντίπαλο. Δεν ήταν τυχαίο. Ηταν ο μοναδικός γνώστης της λαϊκής πενιάς με τα φόντα και προσόντα να την πάει προς τη διασκέδαση και να παραχθεί αυτό το χιώτικο μάμπο κ.λπ. Με το Χιώτη διασκέδασε και χόρεψε η μεταπολεμική πληγωμένη Ελλάδα και καλά έκανε. Διότι είχε ποιότητα, σεβόταν το κόσμο και την μουσική τέχνη. Απαράμιλλες πενιές, κορυφαίας πρωτοτυπίας μουσικές φράσεις. Και όλα αυτά εν ου παικτοίς. Δεν βλέπω πουθενά κάποια ζημιά. Αλλο αν δε σου (και δεν μου) αρέσουν αυτές οι μουσικές. Αυτό είναι μια άλλη υπόθεση. Ο Χιώτης μπορούσε (αν το ήθελε) να ήταν τσαπατσούλης και αρπακολλατζής. Δεν το έκανε και ο κόσμος τις “πιάνει” κάτι τέτοιες γενναιοδωρίες.

  2. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ο μεταπολεμικός Τσιτσάνης δεν καταλαβαίνω που κολλάει. Μήπως εννοείς ότι ο Τσιτσάνης βάσταγε τα μπόσικα ενώ ο Χιώτης είχε ξεφύγει απ’ τη κλάσσική φόρμα;

Ιωάννα, φυσικά και δεν έχω καμμία αντίρρηση στο ότι ο Χιώτης έγραψε και πολλά και ωραιότατα ρεμπέτικα. Θα πιαστώ όμως από τη (σωστή) κουβέντα του Μπίνη, «ο Χιώτης έβλεπε πάντα πενήντα χρόνια μπροστά» και θα παρατηρήσω ότι αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι πενήντα χρόνια αργότερα τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Δυστυχώς, σε ένα σωρό τομείς το αντίθετο απεδείχθη…

Κώστα δεν ήταν «υπόδειξη», εννοούσα φυσικά ότι αν το πήτε, που θα το πήτε, θα έχω επιχειρήματα να το αντικρούσω.

Αν εννοείς ότι με το Χιώτης Μάμπο και το Ροκ εντ ρολλ με μπουζούκια βρέθηκε μία εναλλακτική, για τους ελληνόφρονες, ώστε να διασκεδάζει ο λαός με ντόπια πράγματα και όχι με εισαγόμενα θα αντιτάξω ότι, αν είχε γίνει στατιστική πόσοι χορεύουν μάμπο με το Χιώτη και πόσοι με τον Εντμούντο Ρός ή τον Περέζ Πράντο, πόσοι ρόκ εντ ρόλλ με τον Μπίλ Χάλευ και πόσοι με το Χιώτη, τα νούμερα θα ήταν απογοητευτικά. Αλλά βεβαίως το θέμα δεν είναι εκεί, άλλο «ευρωπαϊκοί» χοροί και άλλο ελληνική διασκέδαση. Και με το Χιώτη χόρεψε ο κόσμος, αλλά ελληνικά.

Η ζημιά ήρθε αργότερα, όπως τόνισα, στις μέρες μας και λίγα χρόνια πριν, όπου το όνειρο κάθε πιτσιρικά είναι πλέον όχι πώς να βγάλει την ποιότητα που έβγαλε ο Χιώτης αλλά να πολλαπλασιάσει επί δύο κάθε φορά τον παρονομαστή του κλάσματος που εκφράζει την χρονική διάρκεια της κάθε νότας που καταφέρνει να παίζει.

Για τον Τσιτσάνη, ακριβώς: εννοώ ότι ενώ και εκείνος είχε στο μυαλό του να ξεφύγει από την «παράδοση» του ανατολικού ύφους το πραγματοποίησε χρησιμοποιώντας πολύ περισσότερα χαρακτηριστικά της μουσικής που παρέλαβε, από όσα ο Χιώτης στην «ώριμη» περίοδό του.

Αυτή είναι μια τραγική αλήθεια.

Αλλα δεν φταίει ο Χιώτης.
Παρά το ότι παλιότερα σύχναζα και στα μαγαζιά της εθνικής, συνολικά οι χοιρότεροι (ναι με “οι”) μπουζουξήδες που έχω ακούσει ως τώρα, τρίχορδο βαστάγανε. Γαμώτο!

Είναι αυτοί οι φρικιαστικοί “ρεμπέτιδοι” με τα παχυά μουστάκια, το λιγδέ τσουλούφι και το πένθιμο νύχι.
“Ο Μήτσος Χλέπας με τη ρεμπέτικη κομπανία του θα σας σηκώσει στα τραπέζια”
“Ο γνωστός ρεμπέτης Στράτος Γάτος θα σας διασκεδάσει με νησιώτικα και παραδοσιακά”.
“Η Σμυρνιά Νίνα Ρούμπα με τον ρεμπέτη μπουζουξή Τάκη Τάκο θα θα θα…”
:079:
Εμένα αυτοί οι χλιμίτζουρες με αναγουλιάζουνε περισσότερο απ’ τους εκνευριστικούς τετράχορδους με το νέφτι στο κώλο.

«Αυτή είναι μια τραγική αλήθεια. Αλλά δεν φταίει ο Χιώτης»

Κώστα, γλυστράς σαν χέλι. Από τις 111 λέξεις του μηνύματός σου, μόνο οι 10 που παραθέτω αναφέρονται στο πρόβλημα που έθεσα. Θεωρώ ότι φταίει ο Χιώτης γιατί το στυλ του δημιούργησε σχολή. Και βεβαίως, ο κάθε πιτσιρικάς τις προόδους του δεν μπορεί να τις δείξει με ένα ταξίμι όπως στο «σκύλα μʼ έκανες και λιώνω», θέλει σκυλάδικα για κάτι τέτοια. Αυτό εννοώ και φυσικά το «φταίει» με την έννοια του «σε αυτόν οφείλεται», αν μας έβλεπε ο Χιώτης θα έλεγε ορθότατα «ας πρόσεχαν».

Κατά τα άλλα έχεις απόλυτο δίκιο αν και εμένα προσωπικά, με την ευαισθησία μου για την παραδοσιακή μουσική, περισσότερο από όλους με αναγουλιάζουνε οι ηλεκτρικοί κιθαρίστες των νεοδημοτικών με το «κιθάρα κοντίνοο» τους (κυρίως στα τσάμικα) και οι τραγουδιστές της ίδιας ορχήστρας που κόβουν τις λέξεις με τις (επίτηδες;) λάθος αναπνοές τους.

Κύριε Πολίτη θα διαφωνήσω.Δεν ξέρω αν ακούσατε τον Σπύρο Μπίτσιο πού παίζει στα αγρίμια αλλά είναι και εντυπωσιακός αλλά και μερακλής.

όχι Δημήτρη, δεν τον έχω ακούσει το Σπύρο Μπίτσιο ούτε ξέρω τι είναι τα αγρίμια. Όνομα κέντρου ή το γνωστό κρητικό; Εγώ πάντως για τα νεοδημοτικά μίλησα, τα και σκυλοδημοτικά, όχι για τους (ελάχιστους πάντως) σωστούς τραγουδιστές και μουσικούς της παράδοσης.

Τώρα βλέπω ότι παίζει, δεν τραγουδάει άρα μάλλον για κιθαρίστα σε κέντρο πρόκειται. Μακάρι να είναι μερακλής, το εντυπωσιακός δεν με αγγίζει, αλλά αν παίζει σε σκυλοδημοτικάδικο θα είναι η φωτεινή εξαίρεση.

Μια περιγραφή που τα λέει όλα!
Κοίτα τώρα πώς κολλάνε τα πράγματα:
Ο Λεμονόπουλος παίζει το “Καμηλιέρικο”. Εμνευσμένο μεν, πολύ “φορτωμένο” δε. Ο Χιώτης το είχε παίξει (με τις γνωστές διαφορετικές ονομασίες) και με τρίχορδο, και με τετράχορδο. Πουθενά δεν είχε …νέφτι στον κώλο.
Γενικά νομίζω ότι η ταχύτητα για το Χιώτη δεν ήταν αυτοσκοπός. Αλλωστε είχε αποδείξει ότι μπορούσε να “τρέχει όσο θέλει”. Δε θέλω να αναλύσουμε τώρα πέρασμα στο τετράχορδο και στον ηλεκτρικό ήχο (εκεί βέβαια είναι ένα από τα “προβλήματα”). Αυτό που συζητάω είναι η ευθύνη του Χιώτη για όσα ακολούθησαν. Για τους λόγους λοιπόν που δε θ’ αναφέρω τώρα ο Χιώτης φτάνει στο τετράχορδο βισματωμένο στον ενισχυτή και το ‘59 βγαίνει μ’ αυτό στις πρώτες του ηχογραφήσεις. Λέει ο Σπόρος:
[i]“…Έμενα στο Σικάγο, στο ίδιο ξενοδοχείο με τον Τατασόπουλο. Ο Γιάννης έπαιζε τετράχορδο. Του έστειλαν τότε μια μπομπίνα από την Ελλάδα και πρωί-πρωί φέρνει το μαγνητόφωνο και μου βάζει νʼ ακούσω τη «Φλόγα» του Χιώτη και μου λέει: «Άκου τι παίζει ο χριστιανός!». Να μην το κρύβουμε, «πήραμε βελόνα» με αυτό το κομμάτι. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να παραγγείλω τετράχορδο μπουζούκι στον Παναγή, γιατί ποτέ δε σταμάτησα να φτιάχνω σʼ αυτόν όργανα, από τότε που μου έδωσε το πρώτο μου μπουζούκι. Την πρώτη βραδιά που ξεκίνησα με τετράχορδο μου κακοφάνηκε, γιατί -παρόλο που έπαιζα κιθάρα- έπαιξα πολλές «πράσινες», πολλές λάθος νότες. Το έβαλα στην άκρη και συνέχισα τη βραδιά με το τρίχορδο. Τη δεύτερη βραδιά όμως δεν το άφησα, παρόλο που έκανα πάλι πολλά λάθη, γιατί είπα «Αν το αφήσω δε θα ξεκολλήσω». Μας είχε πιάσει μανία με εκείνη τη φουρνιά τραγουδιών του Χιώτη. Κατέληξα λοιπόν κι εγώ να γίνω ένας παίχτης και λάτρης του τετράχορδου μπουζουκιού, χωρίς όμως να φύγει ποτέ απʼ την ψυχή μου το τρίχορδο, χωρίς να το κατηγορήσω ποτέ…”. /i](η κλίκα :: διαδικτυακό περιοδικό για το λαϊκό τραγούδι)
Σχεδόν όλοι οι γνωστοί μπουζουξήδες της εποχής, αυτή η περίφημη γενιά του ‘50, γύρισαν στο τετράχορδο (εξαίρεση αποτέλεσαν οι Παπαδόπουλος, Καρνέζης, Τζόρνταν). Ετσι δημιουργήθηκε όλο το “τετραχορδικό” κλίμα. Απ’ όλους μαζί, προεξέχοντος του Χιώτη. Η “ενδιάμεση” σειρά μπουζουξήδων, αυτοί του ‘60, είτε ξεκίνησαν με τρίχορδο και πέρασαν στο τετράχορδο είτε ξεκίνησαν κατευθείαν με τετράχορδο. Οι δε μπουζουξήδες της επόμενης γενιάς (απ’ το ‘70 και μετά) ξεκινούσαν πια με τετράχορδο.
Το σχεδόν 50% της δισκογραφίας συνεχίζει να το παίζει ο Παπαδόπουλος κυρίως με τρίχορδο! Ομως το άκουσμα που διαμορφώνεται έχει να κάνει με τον τρόπο παιξίματος και συμπεριφοράς των μπουζουξήδων στα μαγαζιά της νύχτας, στα σκυλάδικα. Σημαντική φυσικά συμμετοχή σ’ αυτή τη διαμόρφωση είχαν και οι συνθέτες κι αυτό έχει να κάνει με το ρόλο που απέδιδαν στο μπουζούκι μέσα στα τραγούδια τους.
Τι πρέπει να προσέξουμε: Ποιοι είναι αυτοί που διασκεδάζουν στα μαγαζιά της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70;
Ο Παπαϊωάννου, μιλώντας στο Χατζηδουλή στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, ήδη διαγιγνώσκει ότι στα λαϊκά κέντρα δεν έρχονται για να ακούσουν μπουζούκια αλλά για ν’ ακούσουν τους τραγουδιστές. Δεν έρχονται για να διασκεδάσουν αλλά να πουλήσουν μούρη. Διαπιστώνει ήδη ότι το μπουζούκι παίζει το ρόλο …μπαλαρίνας. Είναι πολύ λυπητερή η στιγμή που ο μπαρμπα-Γιάννης διαπιστώνει ότι μια παρέα συζητάει στην πόρτα του μαγαζιού όπου δουλεύει και αποφασίζει να μην μπει, γιατί οι εικονιζόμενοι στην αφίσα του μαγαζιού (Παπαϊωάννου-Τσιτσάνης) δεν είναι όμορφοι!
Εκεί φτιάχνεται το κλίμα.
Για να δουλέψεις μέσα σ’ αυτό το χώρο σαν μπουζουξής πρέπει να γαζώνεις δίκην πολυβόλου, δηλαδή ταχύτατα κι εκκωφαντικά. Προσθέστε σ’ αυτό ότι επικεφαλής των σχημάτων που παίζουν στα μαγαζιά δε βρίσκονται οι δημιουργοί-μπουζουξήδες του παρελθόντος (π.χ. συγκρότημα Παπαϊωάννου, συγκρότημα Καλδάρα, συγκρότημα Τζουανάκου-Τατασόπουλου κ.ο.κ.). Επικεφαλής είναι ο Βοσκόπουλος, ο Κόκκοτας, η Τζένη Βάνου, η Μαρινέλα… Δεν υπάρχει καν η λέξη συγκρότημα, δηλαδή η ορχήστρα δεν παίζει πια κυρίαρχο ρόλο στο “ίματζ” του μαγαζιού. Με τέτοια ηγεσία στο μαγαζί, ποιος περιμένετε να είναι ο ρόλος και ο ήχος του μπουζουκιού; Μα φυσικά αυτός που πουλάει. Σε ποιους πουλάει; Μα σε αυτούς που αναφέραμε παραπάνω, στους κορτάκηδες, στους σκύλους. Τι θα πουλήσεις σ’ αυτούς; Τον ήχο του Τσαούς;
Τελειώσαμε λοιπόν με το κλίμα.
Γυρνάμε στο Χιώτη.
Ο Χιώτης δούλευε στη νύχτα στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Δούλευε τέρμα Πατησίων, στα “Ξημερώματα” και ηγείτο του συγκροτήματος. Στο κλίμα, που αναφέρουμε παραπάνω, συμμετείχε εν μέρει. Και λέω “εν μέρει” γιατί ο Χιώτης δε χρειαζόταν να υποκύψει για ν’ αποδείξει κάτι ως μουσικός. Ηταν Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ. Δεν μπορείς να του αποδώσεις την ευθύνη για όλο αυτό το κλίμα. Δεν ήταν αυτός που το διαμόρφωσε.
Ηταν λοιπόν “άμοιρος ευθυνών”;
Οχι. Μπορεί να μη διαμόρφωσε το κλίμα, μπορεί να μην ήταν η ΑΙΤΙΑ της παρακμής, αλλά αυτός έδωσε την ΑΦΟΡΜΗ.
Μετά το ‘50 ο Χιώτης ήταν ο επικεφαλής των μπουζουξήδων. Μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι μέγιστοι παίχτες (Μπέμπης κλπ.). Ομως το συνώνυμο του μπουζουκιού ήταν ο Χιώτης. Αυτόν προσπαθούσαν όλοι να μιμηθούν, σ’ αυτόν ήθελαν όλοι να μοιάσουν. Μοιραία αυτόν ακολουθούσε η εξέλιξη του μπουζουκιού, όπως το '20 ακολουθούσε το Σκριβάνο, το Ζημαρίτη και το Μανέτα, όπως το '30 ακολουθούσε το Μάρκο, όπως το '40 ακολουθούσε τον Τσιτσάνη.
Κατανοούσε ο Χιώτης τον ηγετικό του ρόλο;
Κατά τη γνώμη μου, ναι. Τουλάχιστον ήταν σε θέση να δει την απόλυτη αναγνώριση από τους συναδέλφους του, συνεπώς και την επιρροή του πάνω τους. Θα 'πρεπε λοιπόν να “μαντέψει” ότι -για παράδειγμα- η κάθετη ανάπτυξη του τετράχορδου αλλάζει τη φυσιογνωμία του οργάνου. Θα 'πρεπε να “μαντέψει” ότι οι πειραματισμοί πάνω σε μάμπο και σουίνγκ θα δημιουργήσουν μιμητές και κακέκτυπα. Εκείνο που ίσως δεν περίμενε ο Χιώτης είναι ότι οι μιμητές και τα κακέκτυπα θα ηγούνταν του λαϊκού τραγουδιού της επόμενης γενιάς ή ότι τα ζεϊμπέκικα θα γράφονταν από …πιανίστες. Ενας μουσικός τέτοιας κλάσης, ένα τόσο κοφτερό μυαλό σαν το Χιώτη θα 'πρεπε -κατά τη γνώμη μου- να είναι πιο υποψιασμένος, να βλέπει πιο μακριά. Αυτή είναι η ευθύνη που θα πρέπει να του αποδίδουμε.
Οι κριτικές πάνω στο ύφος και τη γνησιότητα του έργου του Χιώτη είναι άλλο πράγμα και πηγάζουν είτε από άγνοια είτε εκ του πονηρού. Αν θέλετε είναι και μια προσπάθεια κάποιων εμπλεκόμενων να αποποιηθούν τις πραγματικές τους ευθύνες για την παρακμή στην οποία οδήγησαν το λαϊκό τραγούδι.

ΥΓ. Θα προτείνω στη συντακτική ομάδα της “Κλίκας” ν’ αφιερώσουμε το τεύχος που θα βγει στα τέλη Μάη (το μεθεπόμενο τεύχος) στο Μανώλη Χιώτη, κάνοντας μια προσπάθεια για μια αναλυτική έρευνα.

1 «Μου αρέσει»

Πολύ μεστή η τοποθέτηση του Άρη…Το μόνο σημείο που με προβληματίζει και θέλω να συμπληρώσω είναι αυτό της ευθύνης του Χιώτηγια το τί θα επακολουθούσε. Δεν έχω εικόνα του ανθρώπου Χιώτη, δεν μπορώ να πώ αν γνώριζε που θα οδηγούσε αυτή η επιρροή του. Άλλωστε για μένα το πρόβλημα εντοπίζεται αλλού.

Αν ανατρέξουμε στα παιξίματα του Χιώτη της “δεύτερης περιόδου”, τα ηλεκτρικά, με το τετράχορδο θα διαπιστώσουμε ότι αναδεικνύουν αβίαστα το αστείρευτο ταλέντο ενός μουσικού-δημιουργού με γλύκα στο παίξιμο και καλαισθησία στα δημιουργήματα του. Το εντελώς αντίθετο με πολλούς σημερινούς επαρκείς παίχτες που παίζουν σε μεγάλα μαγαζιά και είναι μάλλον βαρετοί και κουραστικοί. Ο “Χιώτης” αν μελετηθεί ακριβώς και αποδοθεί με εγκράτεια και φειδώ μόνο καλό ήχο και τεχνική μπορεί να προσφέρει σ’έναν μαθητή. Συνεπώς το θέμα προκύπτει όταν χρησιμοποιείς μια σύνθετη γλώσσα, έναν περίτεχνο κώδικα επικοινωνίας χωρίς να λές τίποτα ουσιαστικό και γοητευτικό. Εννοώ δηλαδή ότι σήμερα συμβαίνει να χρησιμοποιούν πολλοί την δεξιοτεχνία χωρίς να θέλουν να γοητεύσουν, να καταθέσουν την δική τους ευαισθησία, αλλά επιφανειακά για να εντυπωσιάσουν. Να εντυπωσιάσουν ποιόν; Τον άσχετο, ματαιόδοξο, φιγουρατζή του πρώτου τραπεζιού.

Δεν φταίει λοιπόν ο Χιώτης που δεν έχουν άποψη-ύφος οι μπουζουξήδες. Δεν φταίει ο Χιώτης που τα σφάζουν και τα μαχαιρώνουν όλα είτε είναι πειραιώτικα, σμυρναίικα, σκυλάδικα, λαικά, νησιώτικα, Βανδή, Πετρέλης, ευρωπαϊκά, δημοτικά, νησιώτικα, της τάβλας και μετά λέμε “τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε”. Δεν φταίει ο Χιώτης που υποστηρίζουν αηδίες με το μπουζούκι τους και αλλοτριώνονται, αλλιώνεται το ύφος τους και γίνονται λαπάς. Ο Χιώτης, ή ο Ζαμπέτας βέβαια δεν κινδύνευσαν ποτέ ακόμη και τα “Στρουμφάκια” να έπαιζαν γιατί ήταν μάγκες και μερακλήδες.

Το ερώτημα είναι τι άποψη κομίζουν οι παίκτες στην προσέγγιση του οργάνου. Ο απίχτης πρέπει να λέει: Γιατί μ’αρέσει αυτό; Γιατί κρατώ αποστάσεις από το άλλο παίξιμο; Γιατί αυτό θεωρώ ότι βγάζει μαγκιά; Γιατί το άλλο είναι κρύο και απρόσωπο; Γιατί (απαντώ) αυτό το ταξίμι είμαι εγώ, αυτή η πενιά ΜΕ ΕΚΦΡΑΖΕΙ, έχω ΑΠΟΨΗ για το τι παίζω και τι δεν παίζω !!! ΕΚΦΡΑΖΟΜΑΙ, ΕΠΙΛΕΓΩ, ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ την αισθητική μου με βήματα χειρουργικά, κρατάω πράγματα, πετάω πράγματα.

Μήπως τελικά δεν έχουν μπεί καθόλου στην αφαιρετική διαδικασία; Μήπως πρέπει οι σύγχρονοι παίκτες και οι δάσκαλοι τους να ξεκινήσουν την διεργασία της αναζήτησης και της επιλογής του πιο μεστού, του πιο ώριμου παιξίματος. Μήπως ν’αρχίσουν να ψάχνουν και να ψάχνονται λίγο, γιατί βλέπω να επικρατεί το “όλα μ’αρέσουν” και οι φακές, και τα μακαρόνια, και οι φακές με μακαρόνια και σκορδαλιά μαζί στο ίδιο πιάτο (!!!)

ΥΓ. Μιλώ μουσικά αυστηρά, για το ύφος και την έκφραση, όχι για το ρεπερτόριο και το τί θέλει να παίξει ο καθένας

1 «Μου αρέσει»

Και τα δύο παραπάνω κείμενα είναι αριστουργήματα. Μπράβο και στον Άρη και στον Τριτσιμπίδα.

Αξιοι αξιοι και οι δυο !!
Συμφωνω κι εγω απολυτα,
την προσθηκη του Παναγιωτη θα την εκανα κι εγω περιπου ετσι …
με προλαβες Παναη, χαθηκαμε βρε …
Ε, τι να λεμε τωρα ας παιζαν κι αλλοι σαν τον ΧΙΩΤΗ !!!

Απλα ο Χιωτης μπορουσε να παιξει κι ολα αυτα τα τζαζο-μαμπο και να τα προσφερει στο κοινο σαν απλα καθημερινα τραγουδια διασκεδασης με τις φωνες της Λιντα, Λυδια Π.Πανου !!

Για ακουστε σημερα, ας πουμε, το Νικο το Χατζοπουλο να παιζει στο βιολι Ρουμανικες χορες, Καντρυ μουσικη, Αραβικα μοτιβα και ολο το Ελληνικο ρεπερτοριο απ’ακρη σ’άκρη … ακομα και στο ουτι …
Ακουστε τον Αντωνη Απεργη να παιζει το Girl from Ipanema στο ουτι κανονικα με ακκορντα και σολο …
και αλλα κουφα …

Αφού συμφωνήσω με το Ν. Πολίτη, ότι τα κείμενα του Άρη και του Τριτσιμπίδα είναι εξαίρετα, θα ήθελα να ευχαριστήσω την Ιωάννα για τους στίχους του τραγουδιού του Χιώτη που παρέθεσε, που τελικά είναι αυτό που άκουσα.

Το φαινόμενο “Χιώτης” όντως θέλει πολλή συζήτηση και ανάλυση. Συμφωνώ απόλυτα με την Ιωάννα, ότι δεν τον χωρούσε πλέον η φόρμα του ρεμπέτικου. Αρκεί ν’ ακούσει κανείς το τραγούδι το Βουνό, όπου παίζει κιθάρα με τον Μπέμπη και το Λεμονόπουλο, για να καταλάβει το ατελεύτητο του μουσικού του ορίζοντα και γιατί αναζήτησε νέες δυνατότητες μουσικής έκφρασης με το τετράχορδο. Αλλά ακόμη και στα …“μαμποειδή” του [συγγνώμη για το αδόκιμο της έκφρασης], υπάρχουν αριστουργήματα, όπως το “Δεν θέλω πια να ξαναρθείς” κ.α. Σκεφτείτε, όμως, ότι παράλληλα με αυτά στον “Επιτάφιο” έχει συνοδεύσει με το μπουζούκι του τον Θεοδωράκη που παίζει πιάνο, με απαράμιλλο τρόπο.

Τέλος, επειδή, πολλοί καταμαρτυρούν πολλά στον Χιώτη για τη “στροφή” του ρεμπέτικου προς το “λαικό” και το “σκυλαδικο”, πολύ θα γούσταρα μια συζήτηση για την οριοθέτηση αυτών των ειδών μουσικής, επισημαίνοντας ότι ειδικά κατά την δεκαετία του 80 πλείστοι όσοι από εμάς τους θιασώτες του ρεμπέτικου, μετά τον Τσιτσάνη, την “βρήσκαμε” μέχρι πρωίας σε κάποιο από τα λεγόμενα “σκυλάδικα”, όπου πολλές φορές συναντούσαμε εξαίρετους μουσικούς και τραγουδιστές.
Σε κάποιο από αυτά, κάπου στο Χαλάνδρι είχα συναντήσει τον περίφημο Χρήστο Κολοκοτρώνη να τραγουδάει. Δεν υπήρξα ποτέ μου “συλλέκτης” ή “ερευνητής” για να αποτυπώσω σε μαγνητόφωνο αυτά που μου έλεγε ο αξιόλογος αυτός συντελεστής του λαικού τραγουδιού, για τους λόγους που τον οδήγησαν εκεί, που εδραιώνουν την πεποίθηση μέσα μου, ότι ο βίος αυτών των υπέροχων δημιουργών, ισοδυναμεί με τους βίους των αγίων [αρκεί να θυμηθούμε τον βίο των Δελιά,Βαμβακάρη,Σκαρβέλλη, Μπέμπη κ.α.].

Με το τελευταίο θέλω να επισημάνω, ότι πέρα από τα αυστηρώς καλλιτεχνικά κριτήρια, οι αιτίες που “εξέτρεπαν” προς άλλες “πορείες” έναν λαικό καλλιτέχνη ήταν,κυρίως κοινωνικοοικονομικές. Πόσοι από τους άριστους μουσικούς μας, δεν αναγκάστηκαν για τους λόγους αυτούς να ξενητευθούν,αλλοτριώνοντας το αυθεντικό μουσικό τους ύφος με ενισχυτές, μπαλλέτα κ.λ.π.

Μιας και μιλάμε για το τραγούδι “Παράξενη κοπέλα” πιο πάνω, μόλις άκουσα μια διασκευή του τραγουδιού από τα “υπόγεια ρεύματα” στο νέο τους δίσκο “Νέα Μέρα”.
Ουσιαστικά το έχουν μπαλαντοποιήσει/απλοποιήσει, αλλά δεν είναι καθόλου άσχημο.
τα λέμε
μπάμπης

Υπάρχει πουθενά να ακούσω αυτό το τραγούδι? Το άκουσα σήμερα στο sealab και το ψάχνω.

Ευχαριστώ