Έχοντας μελετήσει αρκετά λαούτα παλαιών ονομαστών οργανοποιών, σε σύγκριση με αυτά που κατασκευάζονται από διάφορους σύγχρονους οργανοποιούς, τείνω να καταλήξω στο συμπέρασμα, ότι, ενώ το όργανο αυτό, όπως έχει αναφερθεί και αλλού, αναβίωσε και έχει αρκετή ζήτηση, η ποιότητα των σημερινών λαούτων είναι μάλλον απογοητευτική (με ελάχιστες εξαιρέσεις), κάτι που δεν συμβάινει πχ στα μπουζούκια ή τις λαικές κιθάρες. Αναφέρομαι φυσικά σε όργανα-παραγγελίες και όχι «κινέζικα» Και εξηγούμαι:
Τα σημερινά λαούτα μπορούν κατά τη γνώμη μου να χωριστούν σε τρείς κατηγορίες:
α) Τα «μπουζουκολαούτα» δηλαδή τα πολύ μικρά όργανα με μήκος χορδής 67-68 cm, με μικρό σκάφος και λεπτό (μα πολύ λεπτό) μανίκι με κόντρες, που φτιάχνονται στη λογική του τετράχορδου μπουζουκιού.
β) Τα «μοντέρνα» λαούτα, με τον καβαλάρη-απομίμηση της ακουστικής κιθάρας, τεχνική που ευδοκιμεί κυρίως στην Κρήτη
γ)Τα υπόλοιπα όργανα, που είναι κάτι ενδιάμεσο.
Να σημειώσω δε ότι οι τιμές που ζητούνται για τα όργανα αυτά είναι συνήθως εξωφρενικές.
Η κατάσταση αυτή οφείλεται, κατά την γνώμη μου α) στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν στις μέρες μας εκειδικευμένοι κατασκευστές λαούτων κάθε τύπου, με σεβασμό στις παλαιότερες τεχνικές κατασκευής και β) στην «εξαφάνιση» του οργάνου για αρκετά μεγάλο διάστημα, οπότε και το βάρος έπεσε σήμερα στους κατασκευαστές μπουζουκιών.
Όσον αφορά στην περιοχή της Κρήτης, αυτό είναι εν μέρει δικαιολογημένο, καθώς κρητικά λαούτα άρχισαν να κατασκευάζονται μαζικά μετά το 1940, τα περισσότερα υπερβολικά μεγάλα και δύσχρηστα, ενώ σήμερα υπάρχει η αντίστροφη τάση περιορισμού του μεγέθους του οργάνου, το «βάψιμο» και τελικά όργανο για «μηχάνημα». Φωτεινή εξαίρεση, αποτελούν ελάχιστοι οργανοποιοί, όπως πχ ο Γιάννης Ρομπογιαννάκης, που κατασκευάζουν ποιοτικά και εύηχα όργανα.
Τι συνέβη όμως στην υπόλοιπη Ελλάδα? Πως χάθηκε η κληρονομιά του Βένιου, του Βελούδιου, του Μούρτζινου, του Παναγή, του Κοπελιάδη, του Γκραίτση, του Παρασίδη και τόσων άλλων? Μια ματιά να ρίξει κανείς, έστω στα όργανα που εκτίθενται στο μουσείο λαικών οργάνων, καταλαβάινει τη διαφορά.
α) Το καπάκι των παλιών λαούτων είχε πολλές κλίσεις, τόσο για να ανταπεξέρχεται με επιτυχία στη μεγάλη τάση των χορδών, όσο και για να αποφεύγεται το «ταστάσισμα» λόγω της έλλειψης υπερυψωμένης ταστιέρας, όπως επίσης για να διευκολύνει το πάιξιμο του δεξιού χεριού.
β) ο καβαλάρης (μουστάκι) ήταν λεπτός, χωρίς περιττό όγκο, ώστε να «μιλάει» καλά το όργανο
γ) το μανίκι στα περισσότερα παλιά λαούτα ήταν ντουγαρισμένο (με τη λογική του «σωλήνα»), και απουσίαζαν παντελώς οι κόντρες. Επίσης ήταν λεπτό και φαρδύ. Ως αποτέλεσμα, ήταν εύχρηστο και άκαμπτο, ενώ ταυτόχρονα οι ντούγιες του μανικιού αποτελούσαν συνέχεια του σκάφους και συνέτειναν στην άρτια οπτική του οργάνου. ΄Τέλος, ήταν αρκετά φαρδύ ώστε να κρατάει το περίτεχνο στενό καράολο.
Σε αντίθεση με τα ανωτέρω σήμερα παρατηρούμε τα εξής:
α) Καπάκι «τάβλα» δηλαδή ίσιο, με ελάχιστες κλίσεις, περίπου όπως αυτό του μπουζουκιού
β) ογκώδη και άτεχνο καβαλάρη, πολλές φορές ένα απλό μεγάλο κομμάτι έβενο ή άλλο σκληρό ξύλο
γ) μανίκι με κόντρες, πολλές φορές χοντρό, για να αντέχει τις τάσεις
Ως αποτέλεσμα, έχουμε την εικόνα ενός περιττά ογκώδους οργάνου, με αισθητά περισσότερη ξύλινη μάζα, που, φυσικά δεν έχει καμμία σχέση όσοσν αφορά στη χρηστικότητα και τον παραγόμενο ήχο με τα παλιά όργανα.
Περιττό φυσικά να αναφερθώ στη διακόσμηση του οργάνου (καλαμάκια, κουμπιά, οδηγοί, καράολο όμοιο με του μπουζουκιού)
Και εδώ εξαιρέσεις αποτελούν ελάχιστοι οργανοποιοί, όπως ο Τάκης Βεργέτης, που δουλέυουν με την παλιά προαναφερθείσα τεχνική και αισθητική, και παράγουν λίγα αλλά εξαιρετικά όργανα.
Εύχομαι και ελπίζω περισσότεροι οργανοποιοί να ασχοληθούν πιο ουσιαστικά με την κατασκευή του λαούτου, ώστε να εκλείψει η σημερινή συνολικά αρνητική εικόνα.