από (καλό κατά τ’ άλλα) σάιτ σχετικά με το λαούτο (www.laouto.gr) :
Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ.
γράφει ο Θρασύβουλος Θεμ. Τσουχλαράκης
Πολιτισμολόγος Χορολέκτης Συγγραφέας
Ιστορικολαογραφικός Ερευνητής – Αναλυτής
Υπάλληλος Επιστημονικού Προσωπικού Υπουργείου Πολιτισμού
Α’ ΕΝΟΤΗΤΑ
Στα χορδόφωνα όργανα για να παραχθεί ήχος, πάλλονται οι χορδές τους οι οποίες είναι τεντωμένες ανάμεσα σε σταθερά σημεία. Στο ελληνικό οργανολόγιο (instrumentarium) υπάρχουν χορδόφωνα της οικογένειας του λαούτου και της οικογένειας των ψαλτηρίων.
Στην οικογένεια του λαούτου ανήκουν γενικά τα όργανα που έχουν ένα αντηχείο (ανεξαρτήτως μεγέθους και σχήματος) και ένα ξεχωριστό χέρι ή «μπράτσο» ή «μανίκι», με τις χορδές τεντωμένες κατά μήκος του και παράλληλα προς αυτό. Οι χορδές νύσσονται με τα δάκτυλα ή με «πέννα» (νυκτά λαουτοειδή), η τρίβονται με δοξάρι (τοξωτά λαουτοειδή).
Αναλύοντας ετυμολογικά -στο γενικό πλαίσιο- την λέξη λαούτο διακρίνουμε ότι προέρχεται από το αραβικό αλ ιούντ ή ουντ που σημαίνει ξύλο. Το λαούτο είναι έγχορδο μουσικό όργανο που εισήχθη από τους Άραβες -κατά πάσα πιθανότητα- αρχικά στην Ισπανία και κατόπιν διαδόθηκε σ’ όλη την Ευρώπη. Εκεί κυριάρχησε επί μακρό χρονικό διάστημα. Ο πρόγονος του λαγούτου ήταν γνωστός από των αρχαιοτάτων χρόνων, ενώ επικρατέστερη άποψη ήταν ότι κατήγετο από την Μεσοποταμία, όπου συναντάται σε απεικονίσεις της 3ης χιλιετηρίδος, καθώς και επί αιγυπτιακών επιτυμβίων μνημείων αλλά και ασσυριακών παραστάσεων. Κατά την αρχαιότητα και τις αρχές του μεσαίωνα είναι γνωστό ότι υπήρχαν τρεις τύποι λαούτου:
* Ο πρώτος με το μικρό ωοειδές ηχείο και τον μακρύ λαιμό συναντιόταν στους Ασσυρίους, στους Αιγυπτίους, στους Έλληνες, στους Ινδούς, και στους Σίνας (Κινέζους).
* Ο δεύτερος όπου είναι άγνωστη η καταγωγή του και περιγράφεται με σφαιροειδές -περίπου- ηχείο χωρίς λαιμό.
* Ο τρίτος είναι ο αραβικός ο οποίος πρωτοεμφανίζεται στη Ευρώπη τον 8ο μ.Χ. αιώνα. Αυτός αρχίζει να κατακτά έδαφος τον 10ο αιώνα και τον 14ο είναι πλέον πασίγνωστος.
Τον 15ο αιώνα είναι ίσως το μοναδικό κρητικό λαϊκό μουσικό όργανο το οποίο συνοδεύει άσματα και την θέση αυτή κρατεί μέχρι και σήμερα. Αποτελούταν τότε ιδίως από ηχείο ωοειδούς σχήματος κατασκευασμένο από λεπτά κυρτά σανίδια, τις επονομαζόμενες «βέργες», οι οποίες προέρχονται από φηγό (οξυά) ή κέδρο ή πεύκο. Αυτό κλεινόταν παλαιότερα από την άνω επιφάνεια με λεπτή επίπεδη σανίδα από σύνηθες ξύλο. Εκεί είχε προσαρμοστεί εβένινος πήχυς με εγκαρσίους διαιρέσεις, έτσι ώστε να θέτονται τα διαστήματα των μουσικών φθόγγων από τον λαιμό έως την κεφαλή όπου ευρίσκονται τα κλειδιά της «χορδίσεως».
Το λαούτο ή λαγούτο κατά τον 15ο αιώνα γενικότερα είχε οκτώ χορδές οι οποίες αντιστοιχούσαν ανά δύο σε τέσσερις βαθείς φθόγγους: [ντο, φα, λα, ρε]. Αργότερα προστέθηκε μια πέμπτη διπλή -οξύτερη της ρε- η άνω σολ. Ποικιλίες του οργάνου υπήρξαν πολλές ακόμη, αφού μόνον ο Πραιτώριους αναφέρει και περιγράφει επτά διαφορετικά είδη. Η «χόρδισις» το κούρδισμα κοινώς λεγόμενο γινόταν κατά διαφόρους τρόπους και ήταν μάλλον τόσο δύσκολο, ώστε ο μέγας λαγουτιέρης και συνθέτης της κρητικής παραδοσιακής μουσικής Γεώργιος Κουτσουρέλης έλεγε: «Ανέ πούμε ότι γεις λαγουτιέρης απόφταξε ογδόντα χρονών, τοτεσάς να κατέτε ότι μπάρε μου πάνω απ’ τα μισά του τα ‘ει φαομένα στο κούρδισμα».
Το λαούτο από οργανολογική άποψη είναι «διασταύρωση» του ταμπουρά -όπου διατηρεί το μακρύ του μπράτσο- με το ούτι -όπου υιοθετεί το μεγάλο σκάφος με τις ντούγες- και την μαντόλα -η οποία «αρματώνεται» με τέσσερα ζεύγη χορδών στο ίδιο κούρδισμα-. Έτσι έχει μεγάλο ηχείο με ντούγες, μακρύ χέρι με δεσμούς, άλλοτε σταθερούς (τάστα) και άλλοτε κινητούς (μπερντέδες), και τέσσερις διπλές χορδές από μέταλλο κουρδισμένες σε πέμπτες. Το λαϊκό κρητικό λαγούτο έχει τέσσερις διπλές χορδές που αντιστοιχούν στις μουσικές νότες: [ντο, σολ, ρε, λα ή σολ, ρε, λα, μι], και κρούεται με μικρό πλήκτρο, την επονομαζόμενη «πέννα» η οποία είναι από πτερό ή μεγάλη καρδοειδή ζελατίνα. Στα τρία ζευγάρια οι χορδές του είναι συνήθως κουρδισμένες στην ταυτοφωνία, ενώ το τελευταίο στην οκτάβα. Χαρακτηριστικό του είναι ότι παίζει και σολιστικά και συνοδευτικά. Το λαούτο εξ αιτίας αυτής της χρήσης του απαντάτε γενικά σε όλα τα μέρη της Ελλάδος και της Κύπρου με κάποιες μικρές κατασκευαστικές διαφοροποιήσεις, και συνοδεύει αρμονικά, ρυθμικά και σολιστικά τα μελωδικά όργανα, όπως το βιολί, τη λύρα και το κλαρίνο. Αξίζει να διευκρινιστεί ότι στην Κρήτη αλλά και αλλού -όπως Κάρπαθο, Κυκλάδες, Ήπειρο- χρησιμοποιείται και ως μελωδικό όργανο από τους «πριμαδόρους», δηλαδή τους «σολίστες» λαουτιέρηδες, με τεχνική που θυμίζει του ταμπουρά.
Στο πλαίσιο της ειδικής ιστορικής αναφοράς του οργάνου αξίζει ν’ αναφέρουμε ένα αρχαιοελληνικό -όργανο- πρόγονο του. Ένα έγχορδο όργανο με βραχίονα της οικογένειας του λαούτου. Το εν λόγω λαουτοειδές όργανο ήταν το τρίχορδο ή πανδούρα ή πανδουρίς ή φανδουρίς ή φάνδουρος και οι παραλλαγές του. Η πανδούρα ή τρίχορδο ήταν όργανο με μικρό αντηχείο και μακρό βραχίονα. Είχε τρεις χορδές όπως υποδηλώνει και η ονομασία του. Ο εκτελεστής πίεζε τις χορδές στον βραχίονα με το αριστερό χέρι και τις τραβούσε με το δεξιό, όπως μπορούμε να δούμε και στο έξοχο ανάγλυφο από την Μαντινεία, όπου φαίνεται καθαρά η λεπτομέρεια της πανδούρας που παίζει η Μούσα. Το εν λόγω ανάγλυφο -όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας - κοσμούσε μία από τις τέσσερις πλευρές του βάθρου του λατρευτικού αγάλματος της Λητούς στο ναό της στην Μαντινεία και ήταν έργο του Πραξιτέλη και του εργαστηρίου του.
Το εν λόγο όργανο στην αρχαία Ελλάδα είχε μάλλον περιορισμένη χρήση. Η οικογένεια του είχε όμως μακρά ιστορία και απέδειξε πολύ μεγάλη αντοχή στο χρόνο. Στον μεσογειακό χώρο και στην Ανατολή ήκμασαν πολλά τέτοια όργανα με διάφορα μεγέθη , σχήματα και ονόματα, ήδη από την αρχαία Μεσοποταμία. Στις εξελίξεις τους συγκαταλέγονται οι σημερινές οικογένειες του σαζιού, του ταμπουρά και του μπουζουκιού, όλες οι τρίχορδες ή με τρεις ομάδες χορδών στην παραδεδομένη μορφή τους -εκτός από την τετράχορδη παραλλαγή του μπουζουκιού, που εισήχθη την δεκαετία του 1950, αξίζει να σημειωθεί ότι το τετράχορδο δεν το υιοθετούν όσοι εκτελεστές του οργάνου θέλουν να μείνουν πιστοί στην παράδοση-.
Διευκρινιστικά επιβάλλεται να κατατεθεί η άποψη στοιχείων ετυμολογίας του ονόματος του λαούτου. Έτσι λοιπόν στο προαναφερόμενο πλαίσιο θα εκτεθεί μια σχετική ετυμολογική και παρετυμολογική αναφορά. Σημαντικό βοηθητικό ρόλο στην ανίχνευση της ιστορίας των μουσικών οργάνων γενικά μπορεί να παίξει και η όσο το δυνατόν ακριβής ετυμολογία των ονομάτων τους , η οποία μας βοηθάει αν όχι να βρούμε την καταγωγή, τουλάχιστον να μελετήσουμε όψεις της εξελίξεις και χρήσης τους. Σχετικά με το θέμα της ετυμολογίας οφείλουμε μια ουσιαστική διευκρίνιση. «Στη πραγματική χρήση των γλωσσών παρατηρούνται διεργασίες που εκφεύγουν από την αυστηρή γραμμική καταγωγή των λέξεων» . Στο πλαίσιο αυτό ας παρακολουθή-σουμε διάφορους συσχετισμούς:
* Οι Άραβες πίστευαν πως το ουντ (λατινικά μεταγρ. ‘ud), η κιθάρα της Μέσης Ανατολής, «ήταν μάλλον εφεύρεση του Πυθαγόρα ή του Πλάτωνος».
* Οι νεοφερμένοι Τούρκοι, που δέχτηκαν την αραβική θρησκεία (Ισλάμ) και σημαντικά κομμάτια του βυζαντινοπερσοαραβικού πολιτισμού, το θεωρούν αραβικό, παραπροφέροντάς το ως ut.
* Οι Έλληνες συμφύροντας όλο τον ισλαμικό κόσμο της Μέσης Ανατολής, θεωρούν το ούτι τουρκικό.
Συνεπώς μπορούμε να καταλάβουμε γιατί πολλά μουσικά όργανα , κοινά σε όλους τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου, διαδόθηκαν με αραβικά ή περσικά ονόματα. Λέμε μπουζούκι και όχι τρίχορδον ή πανδούρα. Λέμε σάζι και όχι ταμπουράς. «Σαζ» είναι περσική λέξη και σημαίνει «όργανο». Επιπλέον αξίζει ν’ αναφέρουμε μερικά στοιχεία γύρω από μερικές ονομασίες των εν χρήσει μουσικών οργάνων στις περιοχές της Ανατολίας και στην Ελλάδα:
* Η πανδούρα ή φανδούρα βγαίνει από την «Πανδώρα του Ησιόδου» που σημαίνει δώρο Θεών. Περνώντας κατόπιν οι Ασσυροβαβυλώνίοι γίνεται παν-τούρ και εξελίσσεται σε ταμπουράς. Επίσης δίνει το όνομα του στο τουρκικό ταμπούρι και στο ινδικό τανμπούρ αλλά και στην ιταλική μαντόλα. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Κρήτη μπαντούρα λέγεται ο απλός καλαμένιος μονόγλωττος αυλός και ασκο-(μ)παντούρα (άσκαυλος) η μπαντούρα που έχει δεχθεί την προσθήκη του ασκιού.
* Το λαούτο δίνει όνομα στο τουρκικό lauta και προφέρεται «λαύτα».
* Το αραβικό μπουζούκι (Συρία, Ιορδανία, Αίγυπτος) περνάει στην Ελλάδα με αυτό το όνομα , με την λαθεμένη εντύπωση ότι πρόκειται για τουρκικό όργανο (bozuq-μποζούκ= Κοίλο, κούφιο) .
Το ούτι όπως και ο τρίχορδος ταμπουράς ανήκουν στην οικογένεια του λαούτου κατά την επιστήμη της μουσικολογίας. Η καταγωγή αυτών των εγχόρδων με αχλαδόσχημο ηχείο, με κοντό ή μακρύ χέρι, είναι πανάρχαιη (3000 π.Χ.), όπως προαναφέραμε. Όμως οι Κρήτες που μετοίκησαν στην Μεσοποταμία πρέπει να έπαιξαν ιστορικό ρόλο στην διαμόρφωση του λαγούτου σύμφωνα με μια προφορική μαρτυρία -στο πλαίσιο της προφορικής λαϊκής ιρακινής παραδοσιακής πίστης- του άλλοτε ισχυρού άνδρα του Ιράκ Σαντάμ Χουσεϊν. Στον ελλαδικό χώρο έχουμε λίγες μαρτυρίες στα χρόνια προ Χριστού , πάρα πολλές όμως στην περίοδο της μείξης των πολιτισμών της Μεσογείου δηλαδή την ελληνιστική, την ρωμαϊκή και την βυζαντινή.
[1] Οι Άραβες εκτιμούσαν ιδιαίτερα το λαούτο και πολλοί πίστευαν ότι είναι η κιθάρα της Μέσης Ανατολής και ότι η ποιότητα του ήχου της ήταν εφεύρεση Ελλήνων φιλοσόφων.
[2] Ο βιωματικός δεξιοτέχνης λαγουτιέρης Γεώργιος Κουτσουρέλης καταγόταν από την μουσικογέννα περιοχή του Καστελλίου Κισσάμου Χανίων Κρήτης και είναι ο συνθέτης της μουσικής μελωδίας «κρητικό συρτάκι» που μεταγενέστερα υιοθέτησε και «σφετερίστηκε» ο μέγιστος Έλληνας -και Χανιώτης στην καταγωγή- συνθέτης έντεχνης ελληνικής μουσικής Μίκης Θεοδωράκης. Το εν λόγω έργο του Μίκη φέρει τον τίτλο «ελληνικό συρτάκι» αφού άλλαξε τον επιθετικό προσδιορισμό από «κρητικό» στο πανελλήνιας εμβέλειας «ελληνικό». Επίσης τα βήματα του «ελληνικού συρτακιού» ουδεμία σχέση έχουν με τα βήματα του «κρητικού συρτακιού», αφού το μεν πρώτο χορεύεται με βηματισμό επιταχυνομένης μουσικής ακολουθίας «σιγανού ανατολικής Κρήτης» ή «Λαζότη κεντρικής Κρήτης» ή «ντουρνεράκια δυτικοκεντρικής Κρήτης» ή «χασαποσέρβικου», ενώ το δεύτερο έχει πλήρη μουσικομετρική ανταπόκριση έναντι των βημάτων του «κρητικού παραδοσιακού συρτού χορού», του επονομαζομένου «πρώτου χανιώτικου» ή «πρώτου» ή «χανιώτικου» ή «Χανιώτη».
[3] Αρκαδικά ΙΧ, 1.
[4] Μετακινήσεις αντικειμένων , ιδεών και πληθυσμών , αλλαγές εξουσιών και γλωσσών, αλλαγές προφοράς, μεταπτώσεις των ασχολιών, οικονομοτεχνικών και μορφωτικών επιπέδων, συντακτικά σχήματα εκλαμβανόμενα ως γραμματικά και τούμπαλιν, αμνημοσύνες, η λειτουργία του αυτιού και της ακοής , οι προσλαμβάνουσες, τα καθαρά γλωσσικά φαινόμενα της ομοηχίας και της ετεροηχίας, της αναλογίας και του συμφυρμού και ενδεχομένως πολλά άλλα αίτια, δημιουργούν τις συνθήκες ώστε να παρουσιαστούν μεταλλάξεις και ζυμώσεις στη λεξική συνιστώσα του γλωσσικού φέροντος. Έτσι, εμφανίζονται τα φαινόμενα όχι μόνο της παραπροφοράς, του παρασχηματισμού και της παρερμηνείας αλλά και της παρετυμολογίας, π.χ. πανδούρα > pandora > mandora > mandola (=αμύγδαλο). Αντίθετα με όσα υποστηρίζουν ορισμένοι δογματικοί γλωσσολόγοι, η παρετυμολογία αποτελεί γενικότατο και παγκόσμιο φαινόμενο και συνιστά έναν από τους βασικότερους και πιο δυναμικούς μοχλούς στην εξέλιξη των γλωσσών. Συμβαίνει ιδιαίτερα κατά το πέρασμα ανάμεσα σε διαλέκτους, ιστορικές φάσεις μιας γλώσσας και κατά μείζονα λόγο, κατά το πέρασμα από γλώσσα σε γλώσσα δημιουργεί ακουστικούς συσχετισμούς και διευκολύνει την υιοθεσία, αφομοίωση και οικειοποίηση ξένων όρων και ονομάτων. Κατόπιν η παρετυμολογημένη λέξη μπορεί να εισέλθει στην ενεργό παραγωγική διαδικασία, οπότε η παρετυμολογία παύει σιγά σιγά να είναι αυτό και γίνεται γραμμή αυτοδίκαιης ετυμολογίας. Αν δεν δεχθούμε τα παραπάνω, τότε σημαντικά μέρη των λεξιλογίων όλων των γλωσσών δεν μπορούν να ετυμολογηθούν. Αν όμως τα δεχθούμε, τότε κατ’ ανάγκη γίνεται δεκτή μαζί τους και η ιδέα μιας πιο σύμπλοκης ιστορικής πορείας των λέξεων, με ενδεχομένως διπλές ή και πολλαπλές ρίζες.
[5] Αν ψάξουμε λίγο περισσότερο την ρίζα «μπουζ» (buz) διαπιστώνουμε πως στην ελληνιστική και ρωμάνικη περίοδο από την ρίζα αυτή δημιουργούνται πολλές λέξεις προκειμένου, να δηλώσουν πράγματα παρόμοιου σχήματος. Buti «βουτί» στα ελληνοκυπριακά είναι ο κοίλος και κλειστός κόλπος ( το «μπούτι» της νεοελληνικής δηλώνει παρόμοιο σχήμα). Το «βυτίο» επίσης πιθανότατα συγγενεύει με τα ρήματα βύω και βυσνέω που πιθανότατα προέρχονται από την ίδια ρίζα που σημαίνει βουλώνω ταπώνω (πβ. Βύσμα, buzzi/βουτσί, δηλαδή ασκί, αλλά και βυζί, μπουζί με παρόμοια σχήμαι). Συνεπώς πιθανότατα η λέξη μπουζούκι, είναι αντιδάνειο.
[6] ΜΕΤΟΙΚΟΙ ΚΡΗΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑ.
Μια εκδοχή με αφορμή την πιθανή διαμόρφωση του πρόγονου του λαούτου στη Μεσοποταμία σε σχέση με την μετοίκηση των Κρητών εκεί στη Μικρά Ασία και τον Καύκασο.
Η δυνατή σχέση των Παλ&#