Δεν πάει έτσι ρε παιδιά. Η κάθε τοπική παράδοση έχει τους σκοπούς της (αυτά τα τσάμικα, εκείνα τα συρτά, τα τάδε καθιστικά κλπ.), κάποια κατ’ αποκλειστικότητα, άλλα από κοινού με άλλες περιοχές ίδια ή σε παραλλαγή. Και σ’ αυτούς τους σκοπούς τραγουδάει τα τραγούδια που έχει βγάλει και βγάζει ή που έχει παραλάβει από αλλού.
Ολόκληρα τραγούδια (στίχοι ΚΑΙ μουσική) δεν ταξιδεύουν, παρά μόνο σε ελάχιστο βαθμό. Από εφευρέσεως της δισκογραφίας βέβαια αυτό άλλαξε, αλλά στην προφορική παράδοση έτσι ήταν.
Στο παράδειγμα είχαμε κλέφτικο, μάλλον τέλους 18ου αιώνα. Με πιο παλιά τραγούδια, μεσαιωνικές παραλογές και ακριτικά, αυτό γίνεται τελείως ξεκάθαρο, αφού παραλλαγές του ίδιου κειμένου ακούς σε ποντιακό με ποντιακό σκοπό, στην Ήπειρο σε ηπειρώτικο, στην Κρήτη σε ριζίτικο, στα 12νησα σε διάφορους τοπικούς σκοπούς, και είναι εμφανές ότι όλοι αυτοί οι σκοποί δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, παράλληλα όμως στον καθένα από αυτούς (π.χ. στον ριζίτικο σκοπό της Κρήτης) οι ντόπιοι λένε κι άλλα τραγούδια, που μπορεί να είναι άλλου είδους και άλλης εποχής.
Η διαδικασία είναι πολύ απλή: Είμαι από τον Α τόπο, ξενιτεμένος στον Β τόπο. Εκεί στην ξενιτιά ακούω ένα τραγούδι και μ’ αρέσει. θέλω όταν επιστρέψω να το τραγουδήσω να το μάθουν κι οι δικοί μου. Τα λόγια τα συγκρατώ, γιατί ελληνικά είναι, απλώς τ απροσαρμόζω στη δική μου διάλεκτο. Τον σκοπό πού να τον συγκρατήσω, που είναι τελείως άσχετος από τους δικούς μου. Πολύ απλά, το τραγουδώ σ’ ένα σκοπό που ήδη ήξερα από τον τόπο μου.
Η κινητικότητα τωνποιητικών κειμένων και των σκοπών είναι δύο ανεξάρτητα πράγματα.
Οι καταγραφές ελληνικών δημοτικών τραγουδιών είναι άπειρες. Άπειρες όμως. (Άλλο αν αυτά που δεν έχουν καταγραφεί είναι πολλαπλάσια.)
Η περίπτωση π.χ. του Σίμωνα Καρά: Έπαιρνε το μαγνητόφωνο. Πολλά κιλά η τεχνολογία της εποχής. Αν πήγαινε σε χωριό χωρίς ρεύμα (ή που υποψιαζόταν ότι μπορεί να μην έχει ρεύμα), έπαιρνε και γεννήτρια και ντενεκέδες με πετρέλαιο. Έβρισκε έναν μουλαρά να τον πάει, ή τα ‘παιρνε επ’ ώμου και περπάταγε. Έφτανε στο χωριό. Ρώταγε ποιος ξέρει τραγούδια, ποιος παίζει όργανα. Μαγνητοφωνούσε για ώρες και μέρες. Ρώταγε πληροφορίες για το κάθε τραγούδι. Ρώταγε ποιους άλλους μπορεί να βρει. Έψαχνε κάπου να διανυκτερεύσει. Συνέχιζε την α΄λλη μέρα και όσες μέρες χρειαζόταν. Γύρναγε. Άκουγε ό,τι έχει γράψει, τα ξεδιάλεγε, απέρριπτε το 95%, και πέρναγε την αφρόκρεμα σε δίσκο - σ’ ένα δίσκο που να μπορεί να ακουστεί ευχάριστα από ακροατές αμύητους, να μην τρομάξουν ή βαρεθούν, αλλά ταυτόχρονα να μην περιέχει και αλλοιώσεις.
Σήμερα είναι πολύ πιο απλά τα πράγματα, ένα Τάσκαμ ζυγίζει ελάχιστα, μια καλή φωτογραφική λίγο παραπάνω, ε θα πάρεις κι ένα λάπτοπ μαζί σου να τα περνάς, δρόμους και συγκοινωνίες έχει για παντού, και οι φυσικοί φορείς της παράδοσης έχουν μειωθεί μεν αλλά όχι εξαφανιστεί.
Πιο παλιά από τα μαγνητόφωνα καταγράφαν με χαρτί και μολύβι, είτε μόνο λόγια είτε και μελωδίες.
Υ.Γ. Φίλε Παραδοσιακέ, κατά η γνώμη μου δε θα μάθεις δημοτικά από Καρναβάδες και λοιπούς επαγγελματίες. Δημοτικό θα πει τραγούδι του λαού. Ψάξε δίσκους με καταγραφές. Ο επαγγελματίας κάνει μια δουλειά (την ίδια που κάνει κι ο επαγελματίας κάθε άλλου είδους τραγουδιού), απευθύνεται σ’ ένα κοινό, πιάνει το μικρόφωνο και γίνεται διαχειριστής. Βρίσκεται τελείως έξω από τη διαδικασία γένεσης του δημοτικού τραγουδιού. (Ας πούμε ότι από τους τρεις που ανέβασες, τον Βλαχογιάννη θα τον εξαιρούσα λιγάκι. Επαγγελματίας μεν, αλλά με background στον χώρο του πραγματικού δημοτικού, που άλλωστε -αναλόγως- ακμάζει ακόμη στα μέρη του.)