«Λαϊκή Παράδοση και κρατική καταστολή»

Αν ισχύει η ενημέρωσή μου -γιατί προσωπική εμπειρία δεν έχω-, τότε τουλάχιστον στη Βουλγαρία υπάρχει μία μόνο παράδοση, του κράτους.

Το κομμουνιστικό καθεστώς αφενός μετήλλαξε τη δημοτική παράδοση σε φολκλόρ, και αφετέρου ξερίζωσε ό,τι παρέμενε ζωντανό από την αρχική παράδοση. Μάζεψαν τους πιο αξιόλογους λαϊκούς μουσικούς σε ωδεία. Εκεί τους μάθαν νότες και θεωρία, και ποια «λάθη» να αποφεύγουν στο παίξιμό τους. Τα όργανα «διορθώθηκαν» και στανταρίστηκαν σε συγκεκριμένες μορφές. Δημιουργήθηκε η «βουλγαρική παραδοσιακή ορχήστρα», βασισμένη σε όργανα που υπήρχαν βέβαια και πριν (γκάιντα, γκαντούλκα [=λύρα], ταπάν [=νταούλι], ταμπουρίτσα [=ταμπουροειδές], καβάλι) αλλά τώρα είχαν αναπροσαρμοστεί ώστε να συνεργάζονται σε μεγάλα σχήματα που, όπως είναι εύλογο, δεν είχαν κανένα προηγούμενο.

Από την αναγκαστική συνεργασία αυτής της πρώτης γενιάς κλασικών μουσικών ωδειακής εκπαίδευσης αφενός και λαϊκών που, εκ των υστέρων, είχαν επίσης λάβει ωδειακή εκπαίδευση, αφετέρου, άρχισαν να βγαίνουν καινούργιοι μαθητές και μουσικοί των νεο-λαϊκών οργάνων. Αυτών οι πρώτες βάσεις στη μουσική ήταν εξ αρχής το φολκλόρ, δεν είχαν καμία εμπειρία πραγματικής δημοτικής μουσικής.

Το ρεπερτόριο βασίστηκε κι αυτό στο δημοτικό ρεπερτόριο, αλλά με έμφαση στην προσπάθεια να διατηρηθούν μόνο μερικά εξωτερικά, πολύ χτυπητά και πολύ «βουλγάρικα» χαρακτηριστικά, όπως οι ασύμμετροι ρυθμοί (που είναι διεθνώς γνωστοί ως “βουλγάρικοι ρυθμοί”), κάποια βασικά μελωδικά μοτίβα διάφορων χορών κλπ… Κάθε άλλο στοιχείο, όπως οι παραδοσιακές τεχνικές αυτοσχεδιασμού που στηρίζονται στην αλληλεπίδραση μουσικού-χορευτή, εξοβελίστηκαν. Στη θέση τους μπήκαν η πειθαρχημένη, προσχεδιασμένη σύνθεση, η αυστηρή συμμετρία, η ενορχήστρωση, η ταχύτητα, η δεξιοτεχνία και η ακροβατική ακρίβεια (στο ίδιο πνεύμα όπως στις μνημειώδεις παρελάσεις του Κόκκινου Στρατού). Δημιουργήθηκε η βουλγάρικη πολυφωνία, που ακόμη και σήμερα είναι σουξέ στον χώρο της world music, κλπ… Αντίστοιχες αναπροσαρμογές έγιναν και στους λαϊκούς χορούς, οι οποίοι μετατράπηκαν σε μπαλέτα, πάλι με έμφαση στον εντυπωσιασμό, τη δεξιοτεχνία, τον άψογο συντονισμό, την ομοιομορφία και την πλήρη απουσία ατομικής έκφρασης. Για παράδειγμα, πολλοί κυκλικοί χοροί έσπασαν σε μεμονωμένα άτομα, σκορπισμένα συμμετρικά στον σκηνικό χώρο κατά διάταξη ύψους.

Εκτός από τα θέατρα και τα φεστιβάλ, όπου αυτό το φολκλόρ παρουσιαζόταν ως σκηνικό θέαμα-ακρόαμα, ο κύριος χώρος όπου κυκλοφόρησε η μουσική στην καθαρά ακροαματική της μορφή ήταν η εθνική ραδιοφωνία. Όσο προχωρούσε ο εξηλεκτρισμός και γενικά ο εκσυγχρονισμός της επαρχίας, το φολκλόρ έφτασε στ’ αφτιά και του τελευταίου χωρικού, ο οποίος βέβαια θάμαξε από το πόσο εντυπωσιακοί ακούγονταν σκοποί που, κάποιους, τους ήξερε από μικρό παιδί. Όσοι από τους παλιούς οργανοπαίχτες είχαν απομείνει στα χωριά και δεν είχαν περάσει από ωδείο, είχαν το δίλημμα να προσπαθήσουν να παίξουν σαν το ραδιόφωνο ή να σιωπήσουν από ντροπή.

Παράλληλα, όλες οι παραδοσιακές περιστάσεις όπου οι χωρικοί χόρευαν, τραγουδούσαν και γλεντούσαν, καταργήθηκαν. Οι θρησκευτικές εορτές (τα πανηγύρια δηλαδή) όχι απλώς σβήστηκαν από το καλαντάρι, αλλά συνέβαινε συστηματικά οι παλιές τους ημερομηνίες να γίνονται ημέρες έκτακτης υπερωρίας στη δουλειά, ώστε να μη μείνει ίχνος δυνατότητας και όρεξης για γλέντι.

Δεδομένου δε και του εκσυγχρονισμού στα μέσα και τις μεθόδους της αγροτικής παραγωγής (τρακτέρ αντί για βόδια στο αλέτρι κλπ.), η σχέση του αγρότη με τη γη, που μεταξύ άλλων εκφραζόταν με τον άλλο κλάδο της δημοτικής μουσικής, εκείνον που δεν αφορά γιορτές και πανηγύρια αλλά τον κύκλο του χρόνου, άλλαξε κι αυτή. Τα τραγούδια που φαντάζομαι (κρίνοντας από τα ελληνικά ανάλογα) ότι θα έλεγαν στον χειρόμυλο, στον αργαλειό, στις πορείες και τα νυχτέρια, και στα προχριστιανικά επιβιώματα ευετηριακών τελετουργιών, έχασαν τον φυσικό τους χώρο.

Ό,τι κληρονομήθηκε από τις αρχαιότατες γενιές και σμιλεύτηκε από όλες τις ενδιάμεσες, σβήστηκε μέσα σε μία γενιά. Έμεινε μόνο ένα περίβλημα: όργανα που έμοιαζαν με τις γκάιντες των βοσκών, χοροί που έμοιαζαν με ρατσένιτσες και μπαϊντούσκες, κάποιες μελωδίες και κάποιοι στίχοι.

Φυσικά, κάποια στιγμή όλα αυτά τα οργουελικά σταμάτησαν να γίνονται. Έμεινε μόνο ένα μουσικοχορευτικό ρεπερτόριο, κάποια όργανα και κάποια στοιχεία τεχνοτροπίας, που παρέμειναν αγαπητά και οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να τα μαθαίνουν. Όμως έχει κοπεί η σύνδεση με το αγροτικό παρελθόν. Οι γκάιντες με τα ιδιόρρυθμα κουρδίσματα, ακατάλληλα για τρανσπόρτα και για συνεργασίες με άλλα όργανα αλλά κατάλληλα για τροπική και μοτιβική επεξεργασία των μελωδιών, έχουν χαθεί -κι αν πουθενά ανασυρθεί καμιά από το σεντούκι ή από γειτονικές χώρες, δεν ξέρουν πια τι να την κάνουν, με αποτέλεσμα να φαντάζει σαν ένα πρωτόγονο, άτεχνο, καλαμπόρτζικο όργανο. Οι δεκάδες τοπικές παραλλαγές της γκαντούλκας με δύο χορδές, με τρεις χορδές, με και χωρίς συμπαθητικές, με ένα σωρό ντουζένια, δεν είναι γνωστές παρά από προπολεμικές λαογραφικές έρευνες - σήμερα η γκαντούλκα είναι μία και το κούρδισμά της ένα, μόνο τα μεγέθη της έχουν πληθύνει κατά το πρότυπο της οικογένειας του βιολιού.

Έχει ανθρώπους που παίζουν με πάθος παραδοσιακά και τα γλεντούν με την ψυχή τους, και ρίχνουν μέσα και τον αυτοσχεδιασμό τους και την προσωπική τους αναζήτηση και όλα. Μόνο που δεν είναι παραδοσιακά. Είναι ένα ρεπερτόριο και ένα μουσικοχορευτικό ιδίωμα που προέρχεται ξεκάθαρα από πάνω, όχι από κάτω. Και μάλιστα, η μηχανή ήταν τόσο καλοστημένη ώστε -απ’ ό,τι φαίνεται- οι ίδιοι οι Βούλγαροι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν ξέρουν ότι έγιναν όλα αυτά τα πράγματα.


Επειδή έχω πλήρη συνείδηση ότι όλα αυτά ακούγονται δυστοπικά και απίστευτα, θα δώσω και την παραπομπή της βασικής (όχι όμως μοναδικής) πηγής απ’ όπου τα έμαθα, κι ας υπάρχει ρητή παραγγελιά για το αντίθετο - έτσι αποσείω από πάνω μου την ευθύνη της τυχόν αλλοίωσης των γεγονότων: May it fill your soul, του Timothy Rice. Βασικά πρόκειται για ένα διδακτορικό πάνω στη βουλγαρική γκάιντα, στηριγμένο σε μαρτυρίες μουσικών της πρώτης γενιάς που εκτοπίστηκε από τα χοροστάσια στα ωδεία.