Η λαουτοκιθάρα

Ρε παιδιά, νομίζω ότι τα πράγματα είναι πολύ απλούστερα από τον τρόπο με τον οποίο τα προσεγγίζουμε. Σίγουρα και ο πιό απομακρυσμένος βοσκός, που έβλεπε αρκετούς ανθρώπους μαζεμένους, μόνο δυο – τρεις φορές το χρόνο, ήξερε πολύ καλά για την ύπαρξη οργάνων, άλλων από το σουράβλι του. Το ίδιο και οι κάτοικοι των ορεινών χωριών. Απλούστατα, λεφτά δεν περίσσευαν, ούτε και χρόνος ή διάθεση για εκμάθηση μουσικού οργάνου, από την εκμετάλλευση του οποίου ούτως ή άλλως ο κάτοχος δεν θα έβγαζε ούτε το κόστος αγοράς, με την οικονομική κατάσταση της κοινωνίας. Άσε την κοινωνική υποβάθμιση που θα έφερνε κάτι τέτοιο στον ίδιον. Μόνη λύση λοιπόν, οι γύφτοι. Αλλά αυτοί δεν είχαν τουότες (Toyota) εκείνη την εποχή και πήγαιναν μόνο όπου ή περίσσευαν τα λεφτά, ή η περιοχή είχε ανάγκη από τα προϊόντα που κατασκεύαζαν / εμπορεύονταν και από τη χειρωνακτική τους εργασία. Ήταν που ήταν κλειστές και όσο περισσότερο μπορούσαν αυτάρκεις οι κοινωνίες τότε, δεν θα φώναζαν και γύφτους να παίξουν στο πανηγύρι. Μπορούσαν και μόνοι τους και αυτό ακριβώς έκαναν. Και κάποια στιγμή, αργότερα, που οι συνθήκες είχαν πια αλλάξει και λεφτά περίσσευαν, δούλεψε ο συντηρητισμός της παράδοσης: “αυτά τα τραγούδια, σε αυτά τα πανηγύρια, χωρίς όργανα χορεύονται”, τέρμα. Μέχρι που πια συνήθησαν τόσο την παρουσία οργάνων που πλέον δέχονταν την παρουσία τους.

Άταστε, να ρωτήσω: παλαιές μαρτυρίες για ύπαρξη λύρας στις περιοχές σας δεν υπάρχουν; Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχε στο κεφαλοχώρι Δαδί (σήμερα Αμφίκλεια) του Παρνασού βιομηχανία λυρών κανονική, για τα μέτρα της εποχής. Δεν έφτασαν μέχρι τα χωριά σας αυτές οι λύρες;

Περικλή, η ποιμενική φλογέρα είχε και τους κοινωνικούς της κανόνες: μόνο ο ποιμήν και μόνο στο σταλό των προβάτων επιτρεπόταν να την παίζει.

Το μοντέλο που προτείνει ο Νίκος είναι πολύ λογικό. Όταν φτάνουμε στο σημείο “μόνη λύση οι γύφτοι”, έχω διαπιστώσει ότι στα νησιά, όπου δεν υπήρχαν γύφτοι, βρίσκονταν άλλες λύσεις:
-όργανο που κατασκευάζεται σχετικά εύκολα χωρίς εργαστήρι, άρα δεν αγοράζεται
-παίχτης που συνήθως είναι βοσκός και έχει άπειρο χρόνο για εκμάθηση (ούτως ή άλλως συχνά έχω ακούσει ότι στις κοινωνίες που είχαν και βοσκούς αλλά όχι μόνο, οι βοσκοί ήταν οι πιο μερακλήδες σε όλα: και στο χορό, και στο τραγούδι κλπ.)
-συμμετοχή του οργανοπαίχτη στο γλέντι όχι επαγγελματικά αλλά ως ενός από όλους, που γλεντάει με αυτό τον τρόπο -αυτό δεν αποκλείει κάποιο φιλοδώρημα αλλά πάντως θέτει σε πιο εύκολη βάση το οικονομικό ζήτημα
-όργανο που μπορεί να είναι και το ίδιο που παίζει ο βοσκός στη βοσκή μόνος του: είτε η κλασική φλογέρα (στη Σέριφο και παλιότερα στη Νάξο κάναν και χορούς με τα ντουμπακοσούβλιαρα), είτε άλλο (συχνά οι βοσκοί έπαιζαν και τσαμπούνες, σήμερα ακόμη καμιά φορά στην Κάρπαθο ακούγεται στα βουνά η μοναχική λύρα κάποιου από τους λίγους εναπομείναντες βοσκούς)
Το ότι το κάθε όργανο έχει τους κανόνες του είναι γεγονός, αλλά δεν αποκλείω παλιότερα αυτοί οι κανόνες να ήταν πιο διευρυμένοι.

Το πρόβλημά μου λοιπόν είναι να καταλάβω πόσο διαφορετικά πράγματα ίσχυαν στη στεριά απ’ ό,τι στα νησιά.

Στη Θράκη υπήρχαν οι γκάιντες και τα διάφορα είδη φλογέρας, που χρησιμοποιούνταν όπως τα αντίστοιχα νησιώτικα όργανα (δηλαδή και στη μοναξιά της βοσκής και στο γλέντι). Αφετέρου υπήρχαν και οι γύφτοι. Μπορεί να τους καλούσαν να παίξουν ζουρνά ή κλαρίνο για πιο επαγγελματικές καταστάσεις όσοι είχαν τη δυνατότητα, μπορεί και όχι -αυτό δεν το ξέρω. Πάντως αυτό ακριβώς ίσχυε σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας, κοντά στα Σέρρας, που τυχαίνει να είναι το μόνο απ’ όπου έχω ειδήσεις πρώτο χέρι: μου είχαν πει οι ίδιοι ότι τα πιο συνηθισμένα γλέντια γίνονταν με τα τοπικά όργανα, που είναι η γκάιντα, ο νταϊρές μέσα στο σπίτι, και το νταούλι έξω από το σπίτι (και εν ανάγκη και οι φλογέρες), ενώ για πιο επίσημες περιστάσεις καλούν γύφτους ζουρνατζήδες.
Στη στεριά γενικώς υπάρχουν τα υποτιμητικά στερεότυπα για τους οργανοπαίχτες και η ταύτισή τους με τους γύφτους, που δεν ισχύουν στα νησιά. Αλλά φαίνεται ότι δεν πιάνουν τον κάθε οργανοπαίχτη αλλά μόνο ορισμένα όργανα ή ορισμένου τύπου οικονομική σχέση με την οργανοπαιξία (ή ίσως όχι; προς διερεύνηση…)

Μία σαφής διαφορά είναι ότι στα νησιά αυτή ήταν η μοναδική μορφή μουσικής. Ό,τι θα παίξουν πέντε φίλοι στο καφενείο που ήρθαν στο κέφι και έστησαν γλεντάκι, το ίδιο θα παιχτεί και στον πλουσιότερο γάμο. Ενώ στα στεριανά μέρη [μένω με την εντύπωση ότι] δεν ήταν έτσι.

Ας μάθουμε λοιπόν τι γινόταν στην υπόλοιπη στεριά, αρχής γενομένης από την Αργιθέα, Άταστε. Θέλω πολύ να καταλάβω κατά πόσο όλη τη διαφορά την κάνουν οι γύφτοι. Υπάρχουν περιοχές όπου η παράδοση της μουσικής να μην ήταν στα χέρια των γύφτων; (Έχω υπόψη μου τους ζουρνατζήδες του Πηλίου, που δεν ήταν γύφτοι.) Τι γινόταν εκεί;

Καλησπέρα. Νομίζω ότι αν προσπαθούμε να γενικεύουμε , δεν θα βγάλουμε καμία άκρη. Υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις ακόμα και σε τοπικό επίπεδο, που η κάθε μία θέλει ιδιαίτερη προσέγγιση.

Θα αναφέρω ένα μόνον παράδειγμα, μιας και αναφέρθηκε η Νάξος. Σε ορεινό χωριό της Νάξου τα παραδοσιακά όργανα του 20 αιώνα είναι : βιολί, κλαρίνο, λαούτο, τσαμπούνα, τουμπάκι. Καλά διαβάσατε, κλαρίνο. Και επειδή γνώρισα από κοντά τον τελευταίο μοικάνό του κλαρίνου στο χωριό αυτό, μου είπε χαρακτηριστικά “εμένα μου αρέσει να παίζω το γύφτικο στυλ”.

Το αναφέρω ώς απλό παράδειγμα, και υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες περιπτώσεις, για αυτό και ξαναλέω καλό είναι να μήν γενικεύουμε τα ζητήματα αυτά.

Ευχαριστω.

Όχι δεν υπάρχουν στην περιοχή ντόπιοι χοροί χωρίς τραγούδι. Διαμορφώθηκαν σχετικά τα νεώτερα χρόνια οι οργανικοί σκοποί και προέρχονταν από άλλα μέρη. Η ποιμενική φλογέρα υπήρχε στην περιοχή, δεν την απέκλεισα, αλλά δεν έχω ακούσει να αναφέρεται ότι συνόδευε το χορό είτε μόνη της είτε μαζί με άλλο όργανο. Κάποια από αυτά που ανέφερε ο κ. Πολίτης πιστεύω κι εγώ ότι θα έπαιξαν κάποιο ρόλο και φαντάζομαι ότι και το βιολί έφτασε στην περιοχή σχετικά αργά.
Μαρτυρίες για ύπαρξη άλλων οργάνων στην περιοχή όπως λύρα, ζουρνά, γκάιντα, τσαμπούνα, δεν έχω ακούσει. Κάτι άλλο που ξέρω, είναι ότι μέχρι προπολεμικά τουλάχιστον, οι περισσότεροι βιολιτζήδες τα πρώτα τους βιολιά εκμάθησης ήταν ιδιοκατασκευές ή από κάποιον ξυλουργό, μέχρι να αποκτήσουν σιγα σιγα ένα κανονικό βιολί. Οι γύφτοι απ’ ότι ξέρω στα ορεινά χωριά των Αγράφων, δεν έμειναν μόνιμα. Τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα που ανοίχτηκε ο αυτοκινητόδρομος, άρχισαν να έρχονται κάποιοι γύφτοι μουσικοί. Ο πρώτος που παρουσίασε το κλαρίνο στην περιοχή, (από το επώνυμο) φαίνεται ότι ήταν Τσιγγάνος.

Παραθέτω ένα απόσπασμα από το άρθρο: “Το κλαρίνο στην ελληνική παραδοσιακή μουσική” από το βιβλίο “ΜΕΛΙΣΜΑΤΑ”: η τέχνη του ελληνικού κλαρίνου:

"Το κλαρίνο εμφανίζεται στην Ελλάδα περί στα τέλη του 19ου αιώνα κυρίως με τις Οθωμανικές μπάντες στη Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, αλλά και στην Μικρά Ασία περιοχές οι οποίες βρίσκονται υπό Οθωμανική κατοχή. Ως παράλληλη οδός διάδοσης του λαϊκού κλαρίνου εικάζεται επίσης, όπου λειτουργούσαν οι μπάντες των Βαυαρών επί βασιλείας Όθωνος καθώς και οι μπάντες στα Επτάνησα. Ο ελληνικός λαός αγάπησε το κλαρίνο και το υιοθέτησε, προσαρμόζοντάς το στο ελληνικό μουσικό ιδίωμα ώστε να αποδώσει τόσο τη διαστηματική ποικιλία των τρόπων - ήχων όσο και την ποικιλία των τοπικών ιδιωμάτων αλλά και ηχοχρωμάτων από τα όργανα που αντικαθιστούσε φλογέρες, ζουρνάδες, γκάιντες. Επίσης, έχουμε περιπτώσεις στις οποίες το κλαρίνο μιμείται εκτός από τα παραδοσιακά πνευστά και άλλα όργανα της λαϊκής μουσικής (βιολί, λαούτο αλλά και τη φωνή) όπως στο σκοπό “Διρμινίτσα” στην Ήπειρο που μιμείται το παίξιμο του λαούτου. Το κλαρίνο συμμετέχει σε πολλούς συνδυασμούς οργάνων στον ελλαδικό χώρο σ’ άλλους επικράτησε σ’ άλλους όχι. Για παράδειγμα κλαρίνο υπήρχε και στην Κρήτη, στη Μικρά Ασία, στην Καππαδοκία και στα νησιά. Στον σκοπό που παίζουν οι νησιώτικες ζυγιές (βιολί - λαούτο), στην πατινάδα (Τζιτζαίρ πατινάδα), το βιολί παίζει σαν πνευστό και μάλιστα μιμείται την τεχνική του κλαρίνου ή της τρομπέτας και όχι κάποιο άλλο πνευστό όπως η τσαμπούνα. Στον κόσμο των λαϊκών μουσικών ξεχωριστή θέση είχαν πάντα οι Ρομ, λαϊκοί οργανοπαίχτες, οι “γύφτοι”. Είχαν δημιουργήσει ένα συντεχνιακό επάγγελμα, ήταν και είναι δύσκολοι στις συνεργασίες με μουσικούς εκτός συντεχνίας, κρατούσαν καλά τα μυστικά της τέχνης τους, τόσο στην κατασκευή των οργάνων όσο και στην τεχνική παιξίματος. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι ντόπιοι δεν καταδέχονταν το επάγγελμα του οργανοπαίχτη, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε γιατί εώς πρόσφατα σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής ελλάδας η λέξη “γύφτος” ήταν συνώνυμη με τον οργανοπαίχτη. “Ήρθαν οι γύφτοι” έλεγαν αντί του “ήρθαν τα όργανα”.

Aρχίζει να ξεκαθαρίζει το τοπίο.

Ωραία. Σ’ αυτή την περίπτωση επανερχόμαστε σ’ αυτό που υποστήριζες από την αρχή, Άταστε: ότι πριν τα βιολιά η περιοχή δεν είχε ολωσδιόλου όργανα (εξαιρούμε την ποιμενική φλογέρα λόγω ειδικής χρήσης), και συνεπώς όλη η μουσικοχορευτική της παράδοση στηριζόταν στο τραγούδι. Με όσα ήρθαν στο φως, πλέον μου φαίνεται πολύ πειστικό. Βέβαια εξακολουθώ να το βρίσκω παράξενο, αλλά δεν έχω κανένα λόγο πλέον να μην το δέχομαι.

Εδώ ο Άταστος θέτει ένα επιπλέον σημαντικό ζήτημα: στην περιοχή, λέει, δεν υπήρχαν εγκατεστημένοι γύφτοι. Το αν θα είναι εγκατεστημένοι ή νομάδες δεν το είχα σκεφτεί. Γενικά η κλασική σύνδεση του Γύφτου με τη μουσική αφορά μόνο τους εγκατεστημένους ή και τους νομάδες;

Μέχρι ένα λογικό σημείο ισχύουν κάποιες γενικότητες. Πιστεύω ότι όλες οι επιφανειακές διαφοροποιήσεις αποτελούν εφαρμογή κάποιων γενικευμένων κανόνων του τύπου “όπου ισχύουν οι τάδε συνθήκες οι άνθρωποι κάνουν αυτό”. Απλώς δεν υπάρχει ποτέ μία συνθήκη μόνη της ώστε να μπορούμε να πούμε “όπου στεριά κλαρίνο, όπου νησί βιολί”: είναι λίγο πιο σύνθετα τα πράγματα. Για να δώσω ένα υπεραπλουστευτικό παράδειγμα, όλοι οι βοσκοί συνήθιζαν να παίζουν κάποιο όργανο. Το να είσαι βοσκός είναι μια συνθήκη. Το ότι όμως δεν παίζουν παντού το ίδιο όργανο αλλά εδώ φλογέρα, παραπέρα σουραύλι ή ακόμη και γκάιντα, οφείλεται στις υπόλοιπες συνθήκες της κάθε περιοχής. Εδώ έρχεται η ειδική προσέγγιση που λες, tb: στο να ξέρουμε τις συνθήκες κάθε περιοχής.
Όταν λέω “γενικοί κανόνες” δεν εννοώ κατ’ ανάγκην τα εντελώς βασικά πανανθρώπινα, σαν αυτό που μας έλεγε ο Νίκος με τις γυναίκες που έπλεναν στη βρύση όπως στην αρχαιότητα (λες και υπήρχε πιθανότητα να έπλεναν αλλού). Κάποια βασικά χαρακτηριστικά είναι λίγο πολύ κοινά σ’ όλες τις ελληνικές δημοτικές μουσικές που έχω υπόψη μου, χωρίς να είναι κοινά σε κάθε μουσική γενικώς ανά τον κόσμο, και αυτή η παρατήρηση μου έχει βάλει την ιδέα ότι όλη την ποικιλία που βρίσκουμε κατά τόπους μπορούμε να τη αναγάγουμε σε λίγα γενικά σχήματα.

Οι μαρτυρίες για έλλειψη μουσικών οργάνων σε παλαιότερες εποχές είναι πάρα πολλές. Μάλιστα, δεν χρειάζεται να πάμε πολλές γενιές πίσω για να διαπιστώσουμε κάτι τέτοιο: όταν οι γιαγιάδες της εποχής του 60, 70, 80 ήταν κοριτσάκια, το φαινόμενο ήταν ακόμα πολύ συχνό. Φυσικά, δεν περιορίζεται στην Αργιθέα, παντού έτσι ήταν. Ακόμα και στη Μικρασία, όπου έρρεε μέλι και γάλα (ανάμικτο με ολίγην από μάλαμα) έτσι ήταν τα πράγματα στα χωριά. Οι νοικοκυράδες, αλλά και τα νέα κορίτσια, μαζεύονταν σε μίαν αυλή ή έξω από μία πόρτα και τραγουδούσαν και χόρευαν, με μόνη συνοδεία έναν γκαζοντενεκέ. Αυτά τις καθημερινές, γιατί ειδικά στη Μικρασία δεν ήταν υποχρεωτικό να υπάρχει επίσημος λόγος για να χορέψεις, όπως στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία της Ελλάδας. Σε πανηγύρια και γάμους βέβαια, οι πανηγυρτζήδες ή άλλοι ενδιαφερόμενοι φρόντιζαν για ύπαρξη κανονικής ορχήστρας.

Με ελάχιστες διαφορές, αυτό ακριβώς το σκηνικό κινηματογραφήθηκε πολύ πιο πρόσφατα από τη Δ. Σαμίου.

Υπάρχει και η μαρτυρία κάποιου περιηγητή (δεν την έχω μπροστά μου, το μεταφέρω από μνήμης) που είδε στην Κρήτη, σε μια εξοχή, κοπέλες να χορεύουν εν πλήρη σιγή, χωρίς όργανα και χωρίς τραγούδι.

Υπάρχει όμως μια διαφορά:

Άλλο να χορεύουμε με όργανα αλλά εν ανάγκη να βολευόμαστε και χωρίς, και άλλο να έχουμε μία παράδοση που δεν εξαρτάται από τα όργανα. Οι Αλατσατιανοί ανήκουν στην πρώτη περίπτωση. Γι’ αυτό και στο βίντεο, αλλά και σε πολλές ηχογραφήσεις που έχουμε είτε με την περίφημη κυρία Κλεονίκη είτε και με άλλους, οι ακαπέλα εκτελέσεις τραγουδιών περιλαμβάνουν και εισαγωγή, με “τραλαλά” σε διαφορετική ενίοτε μελωδία από αυτήν των στίχων. Δηλαδή, οι φωνές υποκαθιστούν τα όργανα, των οποίων η απουσία είναι εμφανής αλλά δε συνιστά εμπόδιο. Οι Αργιθεάτες φαίνεται ότι ανήκουν στη δεύτερη περίπτωση: το τραγούδι (εννοώ το κομμάτι) εκτελεσμένο μόνο με φωνές είναι άρτιο, και στις σύγχρονες εκτελέσεις με έναν μόνο τραγουδιστή και με όργανα, το βιολί ή το κλαρίνο, παίζοντας τη μελωδία των στίχων κι όχι ξεχωριστή εισαγωγή, υποκαθιστά την αντιφωνία που και πάλι η έλλειψή της δε θεωρείται εμπόδιο.

Μάλλον διαφορετικός είναι ο λόγος που ο “χορός” τραγουδάει λα λα λα στην Αλατσατιανή: στην καταγραφή του Καρά, ακριβώς επάνω στη μελωδία του λα λα λα τραγουδιέται: “Άϊντε, άϊντε, γκιλντιρίμ, μπισίμ οντά για, θα σε πάρω και θα φύγω κόρη μακρυά”. Ε, μάλλον είχανε λόγους να μην τα τραγουδήσουν τα Τούρκικα και να πέρνει και η τηλεόραση…

Όχι, αυτό το τραλαλά υπάρχει και σ’ άλλα τραγούδια. Ειδικά εδώ μπορεί όντως να εξυπηρετεί κι αυτό το λόγο που λες, Νίκο, αλλά πάντως είναι κάτι που το συνήθιζαν. Και οι Εν χορδαίς, σ’ ένα δίσκο που έβγαλαν σχετικώς τελευταία με μελιώτικα τραγούδια, γράφουν ότι οι πληροφορητές (οι Μελιώτες) τους τραγούδησαν και τις εισαγωγές σε πολλά κομμάτια. Άρα σ’ αυτή τη μουσική το όργανο υπάρχει πάντοτε, είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ αντιπροσώπου. Αυτό είναι που θέλω να τονίσω: ότι σε κάποιες μουσικές ο ρόλος του οργάνου είναι τόσο ουσιαστικός ώστε ακόμη κι αν λείψει θεωρείται ωσεί παρόν (κάνει δηλαδή μια δουλειά που κάποιος θα πρέπει να την κάνει έστω και με το στόμα εν ανάγκη), ενώ σε άλλες το όργανο λειτουργεί συμπληρωματικά.

Πιστεύω όλους. Αλλά όπου υπήρξαν εγκατεστημένοι θεωρώ ότι εκεί έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο και νομίζω προτιμούσαν τα πεδινά μέρη για εγκατάσταση και όχι τα ορεινά. Στην Καρδίτσα για παράδειγμα οι γνωστές οικογένειες τσιγγάνων - οργανοπαιχτών, (Φιλίππου, Νταράλας, Πλακιάς, Λαβίδας) ήταν όλοι του κάμπου. Πολλοί από αυτούς ασκούσαν το επάγγελμα του σιδηρουργού και γι’ αυτό το λόγο έχω διαβάσει στο βιβλίο “Λαϊκοί Πρακτικοί Οργανοπαίχτες” τους αποκαλούσαν και Χαλκιάδες. Στα ορεινά χωριά της Καρδίτσας μέχρι πρόσφατα όταν χαλούσε κάποιο γεωργικό εργαλείο λέγανε “θέλει φτιάξιμο στο γύφτο” ή “είναι για τον γύφτο” κλπ.

ι Γύφτοι της Ήπείρου, οι κατ’ αυτούς “Ρόμοι” και “Ρόμηδες” (= χριστιανόγυφτοι) αποκαλούμενοι παλαιότερον δε και Χαλκιάδες, ασχολούνται αποκλειστικώς εις την σιδηρουργίαν, διά τούτο δε και η λέξις γύφτος κατήντησε συνώνυμος προς το σιδηρουργός. Προς το επάγγελμα τούτο πολλοί αυτών είναι οργανοπαίκται […] Σπανιότατα εν Ηπείρω μετέρχεται το επάγγελμα του οργανοπαίκτου μη γύφτος. Διο και εν Ηπείρω, ο οργανοπαίκτης αποκαλείται γύφτος". (Ιάκωβος Ηλίας, Λαϊκός βιολιστής, γεννημένος το 1906 από τα Μέγαρα Αττικής, στο Χειρόγραφο Ανέκδοτο Βιβλίο του, “Λαϊκοί Οργανοπαίκται”).

Περικλή, εγώ μίλησα ειδικά για την “Αλατσατιανή”. Με τραλαλά μας είχε πράγματι διδάξει η Σαμίου τα (μικρασιάτικα) “Κανάρια”. Εκεί όντως, το όργανο είναι “ωσεί παρόν” και μάλιστα, το είχε σχολιάσει και η ίδια λέγοντας “εδώ πρέπει να μιμείται ο τραγουδιστής μου, όργανο”.

Και κάτι ακόμα θυμήθηκα από τα μαθήματα της Σαμίου, που είναι πολύ κοντά στα Αργιθεάτικα: Καγκελευτό, τελετουργικός χορός Ιερισσού Χαλκιδικής, δεν θυμάμαι σε ποιά (θρησκευτική) γιορτή χορεύεται, από όλους ανεξαιρέτως τους παρόντες, με ιεραρχία στο πιάσιμο: πρώτος ο παπάς, μετά ο “καγκελευτής”, ακολουθούν οι γέροι, οι γρηές, οι παντρεμένοι, οι παντρεμένες, οι νιοί, οι νιές. Ανάμεσα νιούς και νιές, ένα μικρό παιδάκι ώστε να μην αγγίζουν χέρια αρσενικών και θηλυκών. Εφ’ ώ και οι στίχοι:

Ν’ ακούς ισύ, προυτοσυρτή, κι ισύ προυτοκαγκελευτή,
Για βιργουλίγα του χουρό, να διώ την κόρη π’ αγαπώ,
του ποιός κρατεί του χέρι της, του ποιός την αρρεβώνα της
Ένας μικρός της γείτουνας, ας του κρατεί κι ας χαίριτι.

Στον χορό αυτό δεν υπάρχουν όργανα, μόνο φωνές. Αργότερα, στο γλέντι, έρχονται τα όργανα.

Άταστε, ο Ιάκωβος Ηλίας μάλλον τα ΄χει λίγο μπερδέψει, καθ΄ότι στην περιοχή του δεν είχε ούτε σιδηρουργούς ούτε χαλκιάδες: οι γύφτοι, εκτός από το σίδερο χειρίζονταν και το χαλκό, επομένως άλλοι οι χαλκιάδες και άλλοι οι σιδεράδες. Βεβαίως και οι γύφτοι προτιμούσαν τα πεδινά, εκεί ήταν το χρήμα. Στα βουνά, ούτε ελιές είχε ούτε στάρια, ούτε λεφτά είχε ο κόσμος να ψωνίσει. Αραιά και πού, κάποιος γύφτος έπαιρνε τα βουνά μήπως διορθώσει κανένα υνί ή τσαπί.

Συγνώμη, τα μπέρδεψα εγώ. Το συγκεκριμένο κείμενο είναι από Χρ. Σούλης: “Τα Ρόμκα της Ήπείρου”, περιοδ. Ήπειρ. Χρονικά, τ. Δ΄ (1929), σ. 148-149.

Του Ιάκωβου Ηλία είναι το παρακάτω, κι αναφέρονται και τα δυο στο βιβλίο του Γιώργου Παπαδάκη, “Λαικοί - Πρακτικοί Οργανοπαίκτες”, 1983, Επικαιρότητα.

" Όλοι γνωρίζουμε τους πρακτικούς οργανοπαίκτες του χωριού και των πόλεων που σε άλλα μέρη τους λένε μαστόρους, σε άλλα βιολιτζήδες, κλαριτζήδες και στα Μέγαρα Μαγγανάδες από τη λέξη μαγγάνι. Ονομάζουν πολλά είδη μαγγανιών: το μαγγανοπήγαδο, το στριφτήρα των σταφυλιών, κι αυτό που οι γυναίκες ξεκουκίζουν το βαμβάκι. Οι τεχνίτες που έφτιαχναν τα μαγγάνια δια να δείχνουν το επάγγελμα που κάνουν, κρατούσαν στον ώμο τους κι από ένα μαγγάνι, γι’ αυτό ακριβώς τους έλεγαν μαγγανάδες.
Από αυτούς λοιπόν τους τεχνίτας μας ονόμασαν κι εμάς τους οργανοπαίκτας, υπό τύπον αστειότητος, μαγγανάδες, διότι κρεμούσαν το σαντούρι ακριβώς όπως εκείνοι στον ώμο τους το μαγγάνι. - Ε, μαγγανάδες, πού θα μαγγανίσετε απόψε; Αλλά μας είχαν δώσει κι άλλη ονομασία, μας έλεγαν ντουγενιαραίους, λέξη από το ντουγένι, πού είναι μια σανίδα με κοπτερά σίδερα στη μια πλευρά σαν μαχαίρια που χρησιμεύει στους γεωργούς για τ’ αλώνισμα. Επειδή το σχήμα του σαντουριού μοιάζει μ’ αυτή τη σανίδα (το ντουγένι) μας βγάλανε κι εμάς ντουγενιαραίους.
Τώρα εις άλλα μέρη λένε και γύφτους. Λυπάμαι δια τη λέξη αυτή, αλλά ούτε στους πελάτες φαίνεται βαρύ που μας ονομάζουν γύφτους, ούτε και στους βιολιτζήδες κακοφαίνεται, διότι είναι οι πιο πολλοί από τη γενιά αυτή. Αν πάμε κατά το Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Λαμία, Λειβαδιά, Πρέβεζα, Ήπειρον, θα βρούμε πολλούς βιολιτζήδες να ζουν σε σκηνές (τσαντήρια). Αλλά αυτοί όμως εξελίσσονται σε καλούς παίκτας. Όπου κατά συνέπεια εγκαταλείπουν τις σκηνές και ζουν σε σπίτια, γράφτηκαν και σε δημοτολόγια. Εμάς όμως, Πελοπονήσιους, Νησιώτας, Κρήτες, δεν μας λένε γύφτους διότι έχουμε άλλην καταγωγήν, καθώς κι άλλο χρώμα. Δυστυχώς όμως είναι το επάγγελμα τέτοιο, που εγίνανε όλοι οι γύφτοι μια γενιά, καθώς λέει η λαϊκή παροιμία…"
“Σ’ ολόκληρη την Ήπειρο, το Δομοκό, τα Τρίκαλα, τη Λάρισα, την Καρδίτσα, στην περιοχή Ασπροποτάμου της Λειβαδιάς κι αλλού η λέξη γύφτος σημαίνει οργανοπαίχτης. Αυτός που κρατάει όργανο στα χέρια του λέγεται γύφτος. Ήρθαν οι γύφτοι σημαίνει ήρθαν τα όργανα”.

Ωραία, πάει κι αυτό το σημείο.

Συγνώμη, αλλά τι προσπαθούμε να βρούμε;

… την λαουτοκιθάρα μάλλον !

Pepe, εγώ αυτά που γνώριζα για την περιοχή μου τα παρέθεσα. Προσωπικά θα μ’ ενδιέφερε να μας πεις αν η Κάρπαθος και τα άλλα νησιά (όσα απ’ αυτά ξέρεις) από αρχαιοτάτων χρόνων, έχουν οργανικούς χορευτικούς σκοπούς; Επίσης, οι Γύφτοι οργανοπαίχτες στα νησιά, σπανίζανε ή δεν υπήρξαν καθόλου;

Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι γινόταν σε κανένα μέρος από αρχαιοτάτων χρόνων.

Όμως πράγματα του παρόντος ή του πρόσφατου παρελθόντος σε κάνουν καμιά φορά να υποπτεύεσαι ότι προέρχονται από πολύ μεγάλο βάθος χρόνου.

Ας το πάμε λίγο λίγο:

α) Στην Κάρπαθο συμβαίνουν κατά τρόπο συστηματικό ορισμένα πράγματα που τα βρίσκουμε μεν και σε πολλά άλλα νησιά, αλλά σκόρπια και μεμονωμένα. Ούτως ή άλλως όμως στην Κάρπαθο υπάρχει μια οργάνωση σε οτιδήποτε αφορά τη μουσική (από τα σταθερά επανεμφανιζόμενα χαρακτηριστικά ορισμένων κατηγοριών ρεπερτορίου μέχρι το “πρωτόκολλο” πειθαρχίας που ακολουθείται σ’ ένα γλέντι) που μπορεί να μην τη βρίσκουμε σε άλλα νησιά, υπάρχουν όμως πολλές μαρτυρίες ότι τη βρίσκαμε παλιότερα. Στη σημερινή μουσική πράξη των περισσότερων νησιών που έχω κάποια πληροφόρηση αυτό που γίνεται είναι απλώς ότι ο κόσμος διασκεδάζει με τη μουσική: αν έχει κέφι να χορέψει συρτό χορεύει συρτό, αν έχει κέφι να χορέψει μπάλο χορεύει μπάλο, αλλιώς μπορεί να χορέψει λαϊκά ή ξένα ή να μη χορέψει καθόλου. Αντίθετα στην Κάρπαθο τα πράγματα δεν πάνε όπως τα φέρει το κέφι αλλά σύμφωνα με ένα πολύ αυστηρό μοντέλο που προβλέπει:
-ποιοι σκοποί ή χοροί πάνε πρώτα, ποιοι ύστερα, ποιοι στο τέλος
-σε ποιους σκοπούς τα λόγια είναι αυτοσχέδια και σε ποιους δεδομένα
-ποιος μπορεί να χορέψει πότε με ποιαν, ποιος μπορεί να τραγουδήσει πότε σε ποιον
-τι πρέπει να γίνει σε περίπτωση που, ακολουθώντας το πρωτόκολλο, το γλέντι δεν πάει καλά (plan b)
-ότι ο Χ σκοπός είναι σύνθημα για μετάβαση από μια φάση του γλεντιού στην επόμενη, ο Ψ σκοπός σημαίνει “και τώρα χορός”, ένας άλλος σημαίνει “σε καμιά ώρα το διαλάμε”.
Για παράδειγμα κάποτε σ’ ένα γλέντι, πολύ αργά προς τα ξημερώματα, ο λυράρης είχε μάλλον αρχίσει να κουράζεται και, εν είδει υπαινιγμού, έπιασε ένα σκοπό που λέγεται “του φευγού” και που, ανεξαρτήτως στίχου, σημαίνει “καιρός να πηαίνομε σπίτια μας, καλά μας ήτο, έχομε και 'ουλειές αύριο”. Ένας από τους γλεντιστάδες, που δεν είχε ακόμη εξαντλήσει την όρεξή του, τραγούδησε πάνω στον ίδιο σκοπό, το εξής:

Τά μου το παίζεις του φευγού; να φύεις δε σ’ αφήνω,
ωγιά ως τα ξημερώματα θα κάομαι να πίνω.

Δηλαδή: τι μου παίζεις το (σκοπό) του φευγού; Εδώ (ωγιά) θα κάτσω, και θα σε κρατήσω κι εσένα. Άκου το εδώ για να γίνει σαφέστερο.

Άκου όμως και τι πληροφορίες έδινε στα τέλη της δεκαετίας '50 ένας Αντριώτης οργανοπαίχτης στον Σ. Καρά για τα δικά τους γλέντια: από το σύντομο απόσπασμα προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και στην Άνδρο η μουσική ήταν εξίσου κωδικοποιημένη, και ότι ο κώδικας ήταν γνωστός σε όλους. Πληροφορίες σαν αυτές του Αντριώτη έχω ακούσει και από πολλά άλλα νησιά. Το πρωτόκολλο δεν ήταν ποτέ το ίδιο από νησί σε νησί, το κοινό σημείο όμως ήταν ότι υπήρχε πρωτόκολλο.
Ένα πρώτο πιθανό συμπέρασμα είναι πως όσα ασυνήθιστα συμβαίνουν στην Κάρπαθο ήταν κάποτε συνηθισμένα παντού. Βέβαια, τα ίδια ακριβώς πράγματα όπως στην Κάρπαθο δεν τα ξαναβρίσκουμε αλλού. Ακόμη και στη γειτονική Κάσο που οι ομοιότητες είναι πολλές, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για ταύτιση. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι όσα δεν έχουν το όμοιό τους σε άλλο νησί μπορεί παρά ταύτα να έχουν το ανάλογό τους: ότι δηλαδή ο κώδικας που στην Κάρπαθο λέει “στην τάδε περίσταση κάνουμε αυτό και η συμβολική του έκφραση είναι μέσω του τάδε χορού ή σκοπού” υπήρχε λίγο πολύ παντού, με διαφορετικές συμβολικές εκφράσεις αλλά με κοινό νόημα. Κοινό σημαινόμενο, ούτως ειπείν.

Ένα το κρατούμενο.

β) Το περίφημο τρίπτυχο “τραγούδι - μουσική - χορός” (λόγος, μέλος, κίνηση), τριάδα ομοούσια και αδιαίρετη, είναι γνωστό από τότε που υπάρχει λαογραφία. Το θεωρούσα ως κάτι τόσο αυτονόητο ώστε καταντούσε ταυτολογία: φυσικά (έλεγα), άμα τραγουδάς ένα τραγούδι θα πεις και λόγια και μελωδία, αλλιώς δεν τραγουδάς, απαγγέλλεις (λόγια χωρίς μελωδία) ή μουρμουράς (μελωδία χωρίς λόγια). Και όταν χορεύεις είναι προφανές ότι υπάρχει μουσική, αλλιώς …τι, έτσι στον αέρα; Άρα, τι καινούργιο νομίζουν ότι μας είπαν μ’ αυτό το τρίπτυχο;
Κι όμως, στην Κάρπαθο είδα το τρίπτυχο να αποκτά επιτέλους συγκεκριμένο νόημα. Η σχέση ανάμεσα στα τρία είναι πραγματική και στυστηματική. Όποτε η ισορροπία μεταξύ λόγου και χορού αλλάζει υπέρ του ενός ή του άλλου, αλλάζει και η μουσική.
Πρώτα απ’ όλα, οι μελωδίες των τραγουδιών είναι εντελώς διαφορετικές από τις οργανικές μελωδίες. Τα τραγούδια έχουν μια δομή που έχει μεν παραλλαγές αλλά κατά βάση είναι μία για όλα, και τα οργανικά έχουν μια άλλη δομή που κι αυτή έχει παραλλαγές αλλά παραμένει κοινή στα βασικά της χαρακτηριστικά. Τα τραγούδια αποτελούνται από στροφές με επιμέρους μελωδικά θέματα, ένα, δύο, σπανίως τρία, που οργανώνονται σε κύκλους. Κάθε κύκλος ολοκληρώνεται και επαναλαμβάνεται. Ό,τι δηλαδή ισχύει γενικώς για κάθε σχεδόν τραγούδι, παραδοσιακό ή όχι (πλην εξαιρέσεων: ο αμανές έχει άλλη δομή. Αλλά δεν έχει αμανέδες στην Κάρπαθο.) Τα οργανικά πάλι αποτελούνται από πολλές μικρές φρασούλες. Καθεμία από μόνη της είναι μελωδικά ανεπαρκής, ανολοκλήρωτη. Όλες μαζί έχουν ένα μουσικό “νόημα”. Κάθε φράση επαναλαμβάνεται κάμποσες (απροσδιόριστο πόσες) φορές, και ακολουθείται από άλλη που μπορεί να είναι αυστηρότερα ή πιο ελεύθερα καθορισμένη. Εδώ δεν υπάρχουν κύκλοι που να επαναλαμβάνονται, υπάρχει μια σχοινοτενής ακολουθία.
Άκου εδώ ένα Πάνω χορό. Η λογική είναι τελείως άλλη απ’ ό,τι σε οργανικά πιο αστικών περιοχών. Σύγκρινέ τον για παράδειγμα με τον Πολίτικο συρτό, που έχει πάρτες. Ο Πολίτικος δεν είναι βέβαια σαν τραγούδι, αλλά είναι πιο κοντά στη λογική του τραγουδιού. Ακόμη και η διαδικασία του να μάθεις να παίζεις τον Πολίτκο συρτό και τον Πάνω χορό είναι διαφορετική: ο ένας θέλει μνήμη, ο άλλος συνδυαστική ικανότητα. Επιπλέον ο Πολίτικος έχει πρωτίστως μελωδία ενώ ο Πάνω χορός έχει πρωτίστως ρυθμό -πρωτίστως όμως, όχι αποκλειστικά.
Στην Κάρπαθο δε νοείται να πεις “αυτό το οργανικό λένε ότι παλιά είχε και λόγια αλλά ξεχάστηκαν”. Η μουσική δηλώνει τελείως ξεκάθαρα αν παίρνει ή δεν παίρνει λόγια.
Τα τραγούδια έχουν μονάχα φωνητικό μέρος. Δεν υπάρχουν “εισαγωγές”. Στα ενδιάμεσα μεταξύ στίχων η ομήγυρις επαναλαμβάνει αντιφωνικά, και αν τύχει να μην υπάρξει αντιφωνία τότε το όργανο επαναλαμβάνει μόνο του. Καθαρά οργανικά μέρη δεν υπάρχουν στα τραγούδια. Οργανική μουσική είναι μόνο η εξ ολοκλήρου οργανική.
Τα τραγούδια έχουν μια διαβάθμιση σοβαρότητας που βρίσκεται σε πλήρη συνάρτηση με το χορό. Τα “βαριά” δημοτικά, τραγούδια της ξενιτιάς, παραλογές, ιστορικά κλπ. είτε δε χορεύονται καθόλου είτε χορεύονται στον αργό, επιβλητικό, με σαφείς τελετουργικές συνδηλώσεις, αλλά και πολύ απλό στα βήματά του, Κάτω χορό. Το ίδιο ισχύει για τις μαντινάδες που απευθύνει κανείς στον άλλο επίσημα και δημόσια, παρουσία όλων. Ο κάτω χορός με αφηγηματικό τραγούδι ακολουθεί το σκοπό του Συρματικού, εκείνον που σε άλλη συζήτηση είχα παραλληλίσει με το σκοπό του αργιθεάτικου Κλειστού. Υπάρχουν πιο γρήγοροι, πιο κεφάτοι και πιο “διασκεδαστικοί” (χωρίς να χάνουν ποτέ και το τελετουργικό τους νόημα) χοροί, όπως ο Γονατιστός, που τα τραγούδια του είναι πιο ελαφρά: ερωτικά, μερικές φορές και κωμικά. Και υπάρχουν και ο Πάνω χορός και η Σούστα, οι πιο γρήγοροι απ’ όλους και αυτοί με τη μεγαλύτερη σωματική προσπάθεια, όπου δεν υπάρχει καθόλου τραγούδι. Ο Πάνω χορός έχει πρωτοχορευτή, που αυτοσχεδιάζει με τρόπο [όχι βέβαια ίδιο αλλά] ανάλογο όπως στο τσάμικο, ενώ στον Κάτω χορό ο πρώτος κάνει τα ίδια βήματα με όλους. Άρα ο Κάτω προβάλλει τη συλλογικότητα ενώ ο Πάνω επιπλέον τονίζει και το ρόλο του ατόμου μέσα στην ομάδα. Καμιά φορά κατ’ εξαίρεση μπορεί κανείς να τραγουδήσει και στον Πάνω χορό καμιά μαντινάδα, αλλά δε θα είναι κάτι πιο περισπούδαστο από ένα συναισθηματικό ξέσπασμα του τύπου “τι ωραίος που είναι ο χορός”.
Στο τραγούδι συμμετέχουν πολλοί. Τα μεν πολύστιχα κατά κανόνα τα λέει ένας (αν και μερικές φορές τα πάει μέχρι τη μέση και “προσφέρει” το υπόλοιπο σε κάποιον άλλο), και αυτός ο ένας είναι κάποιος από τους πιο αναγνωρισμένους μερακλήδες ή ο γηραιότερος ή ο πιο σεβάσμιος της παρέας -όσοι έχουν ίσες αξιώσεις σ’ αυτούς τους τίτλους κάνουν μια άρρητη συνεννόηση μεταξύ τους για το ποιος θα τραγουδήσει-, οι δε μαντινάδες είναι διαλογική συζήτηση. Η ομάδα επαναλαμβάνει στις αντιφωνίες. Εκτός από τις αντιφωνίες, ποτέ δεν τραγουδούν δύο ή περισσότεροι μαζί.
Όποιος λοιπόν έχει ανά πάσα στιγμή το λόγο και τραγουδάει, έχει χρέη μαέστρου και ρυθμιστή. Αν θέλει να το πάει πιο γρήγορα ή πιο αργά, θα το πάει. Αν θέλει να αλλάξει σκοπό, θα αλλάξει. Βέβαια δεν έχουν όλοι τα ταλέντα που απαιτούνται γι’ αυτή τη δουλειά. Γι’ αυτό οι οργανοπαίχτες είναι σε μόνιμη επιφυλακή, μήπως χρειαστεί να αποκαταστήσουν τη μουσική τάξη. Έτσι τελικά αυτοί είναι στην ουσία οι μαέστροι. Ο ρόλος τους όμως είναι αφανής, διακριτικός και όχι ηγεμονικός.
Αντίθετα στα οργανικά ο λυράρης ή, αν υπάρχει, ο τσαμπουνιέρης είναι και φανερά πλέον ο αρχηγός. Με όλες τις ευθύνες βέβαια που αυτό συνεπάγεται. Φυσικά κι εκεί δεν κάνει του κεφαλιού του: ακολουθεί και το άγραφο πρωτόκολλο και τον πρωτοχορευτή, παίρνει όμως μόνος του όλες τις πρωτοβουλίες για το αν θα παίξει ετούτη ή εκείνη τη φρασούλα και πόσες φορές κλπ. Το να παίζεις Πάνω χορό στο χορό (όχι στο δωμάτιό σου) είναι ό,τι πιο απαιτητικό για έναν οργανοπαίχτη, όπως είναι για το χορευτή το να είναι πρώτος στον Πάνω χορό και για τον τραγουδιστή το να λέει Συρματικό. Όλοι αυτοί οι πρώτοι υποστηρίζονται στα δύσκολα καθήκοντά τους από τους υπόλοιπους: ο λυράρης από τα λαούτα, ο πρωτοχορευτής από τη χορεύτρα του που τον υποβαστάζει και από την ομάδα των υπολοίπων που κρατάνε το σταθερό βασικό βήμα, ο πρωτοτραγουδιστής από τους άλλους που αντιφωνούν, και επιπλέον όλοι από τα όργανα και τα όργανα από τους χορευτές και τραγουδιστές.

γ) Κοίτα τώρα τις αναλογίες.

Στις Κυκλάδες ο συρτός ακολουθείται από μπάλο όπως στην Κάρπαθο ο Κάτω χορός από τον Πάνω χορό. Ο συρτός έχει στροφικές μελωδίες και συχνά τα τραγούδια του είναι αφηγηματικά. (Μπορεί να μην είναι παραλογές και άλλα τέτοια βαριά, αλλά πάντως έχουν κάποιο νόημα που αξίζει να το παρακολουθήσεις, δεν είναι απλώς επένδυση της μουσικής). Αν έχουμε οργανικό συρτό, όπως ο Πολίτικος που λέγαμε, τότε είναι η ίδια η σύνθεση που κουβαλάει το αντίστοιχο βάρος αντί του ποιητικού κειμένου (ο Πολίτικος, όπως και ο Συληβριανός και ο Αζιζιές και άλλοι, είναι συνθέσεις αξιώσεων, δεν είναι “φρασούλες που η καθεμιά είναι ανεπαρκής”). Ο συρτός έχει απλά βήματα. Όταν σπάει σε μπάλο, η πρώην χορευτική αλυσίδα γίνεται ζευγάρια-ζευγάρια και χορεύουν αντικριστά. Αυτό εκ πρώτης όψεως διαφοροποιεί τελείως την εικόνα σε σχέση με την Κάρπαθο, όπου όλοι οι χοροί είναι κυκλικοί. Από πολλά όμως νησιά έχουμε πληροφορίες ότι παλιά ο μπάλος ήταν για ένα μόνο ζευγάρι: τον άντρα που στο συρτό ήταν πρωτοχορευτής, και την ντάμα του. Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται μια αναλογία, γιατί και πάλι ο ομαδικός χορός γύρισε σε χορό που να αναδεικνύει περισσότερο την ατομική έκφραση (ο μπάλος είναι σχεδόν διαρκής αυτοσχεδιασμός, τα βασικά του βήματα δεν είναι παρά η αφορμή).
Η μουσική του μπάλου τώρα: Εδώ, όπως και στον πάνω χορό, δεν υπάρχει σύνθεση. Υπάρχει μια παρακαταθήκη από φράσεις, και ο βιολιτζής τις παρατάσσει και τις αναδιατάσσει κατά το δοκούν. Μπορεί επίσης να υπάρχει ταξίμι (ό,τι απαιτητικότερο από τον οργανοπαίχτη, όπως ακριβώς ο Πάνω χορός). Αν το σκεφτούμε “επιστρέφοντας στα βασικά”, το ταξίμι δεν μπορεί παρά να απευθύνεται σε ένα μόνο ζευγάρι χορευτών. Άλλωστε και οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες λένε συχνά “παλιά παίζαμε για τους χορευτές, τώρα που χορεύουν όλοι μαζί για ποιον να παίξουμε;” Αν ο μπάλος κορυφωθεί στον γρήγορο μπάλο (σε μερικά μέρη το λένε “σούστα” ή “ρεπατί”) και μάλιστα στη λεγόμενη τσαμπούνα (μίμηση τσαμπούνας), εκεί πλέον έχουμε σαφώς το ίδιο είδος μουσικής όπως στον Πάνω χορό: παράταξη μινιμαλιστικών φράσεων με πολλές επαναλήψεις το καθένα.
Αν στον μπάλο παρεμβληθεί και τραγούδι, θα είναι συνήθως ο αμανές, δηλαδή ένα είδος ταξιμιού, και από άποψη στίχων θα έχει και πάλι το νόημα του συναισθηματικού ξεσπάσματος (π.χ. χορέψτε να χαιρόμαστε γιατί ο καιρός διαβαίνει) και όχι μια ιστορία ή κάτι που χωράει απάντηση. Υπάρχουν επίσης γρήγοροι μπάλοι με τραγούδι έρρυθμο (όχι μανέ), όπου πλέον τα λόγια είναι εντελώς εύθυμα και ελαφρά.
Εν ολίγοις: τόσο στον μπάλο όσο και στον Πάνω χορό ο χορός αυτός καθ’ εαυτόν είναι σημαντικότερος από το τραγούδι, το περιορίζει ή το εκτοπίζει τελείως, και μόλις δεν υπάρχει τραγούδι αλλάζει και η λογική της μουσικής.

(Δεν μπορώ να βρω βίντεο που να εικονογραφεί ακριβώς αυτό που εννοώ, αλλά δες έναν οργανικό μπάλο με ταξίμι και (κακή) τσαμπούνα, σύγκρινε τις φράσεις με την κλασική ηχογράφηση της [b][u]Παπαγκίκα[/u][/b], που είναι λίγο πολύ οι ίδιες αλλά όχι στην ίδια ακριβώς σειρά και συνδυάζονται και με αμανέ, δες κι [b][u]έναν τρίτο[/u][/b] με άλλες φράσεις, και κάνε νοερά την αναγωγή: ο συρτός ΔΕΝ είναι έτσι.)

Ωστόσο η αναλογία μεταξύ καρπάθικου και κυκλαδίτικου δεν είναι πλήρης:
-ο συρτός έχει πρωτοχορευτή που ξεφεύγει από τα βασικά βήματα, άρα δεν είναι 100% ομαδικός σαν τον Κάτω χορό.
-τα τραγούδια του συρτού μπορεί να έχουν σχετικά μεγαλύτερο βάρος από εκείνα του μπάλου, αλλά δεν είναι και τα πιο μεστά νοημάτων σε όλο το ρεπερτόριο.
-η μουσική του μπάλου μπορεί σε μερικά σημεία της (όχι όλα) να περιγραφεί με τους ίδιους όρους όπως εκείνη του Πάνω χορού, αλλά στην πράξη όταν την ακούς διαφέρει πολύ, έχει πιο μελωδικές και πιο ολοκληρωμένες φράσεις.
-Άρα, μας λείπουν τα δύο άκρα, η μουσική για τραγούδι με βαρύ στίχο, όπου ο χορός είναι απλός και τελετουργικός, και η οργανική μουσική με περισσότερο ρυθμό και λιγότερη μελωδία. Αντίθετα εμφανίζεται ένα τρίτο άκρο, που δεν το είδαμε στην Κάρπαθο: η μουσική για χορό με έμφαση στη μελωδία (οργανικοί συρτοί τύπου Πολίτικου, ταξίμια μπάλου).
Παρά τις διαφορές, αρχίζει να διαφαίνεται ότι κι εδώ λειτυργεί το τρίπτυχο, ότι δηλαδή η ισορροπία χορού και τραγουδιού επηρεάζει το είδος της μουσικής σύνθεσης.

δ) Αν φύγουμε όμως από τα βιολιά και πάμε στην πιο παλαιινή μορφή της κυκλαδίτικης μουσικής, εκεί ερχόμαστε πολύ πιο κοντά στο καρπάθικο μοντέλο.

Στην Πάρο υπήρχαν (σήμερα σώζονται νομίζω μόνο λαογραφικά) δύο χοροί, ο Αγέρανος και ο Καλαματιανός, οι οποίοι είχαν:
-τραγούδι με βάρος, δηλαδή είτε παραλογές και άλλα αφηγηματικά (και στους δύο) είτε μαντινάδες προς επίσημη δημόσια ακρόαση και προς απάντηση (στον Αγέρανο).
-αντιφωνικό τραγούδι, και μάλιστα από τους ίδιους τους χορευτές
-απλό βήμα, χωρίς ο πρώτος να διαφοροποιείται από τους άλλους, κυκλική διάταξη και εμφανώς τελετουργικό χαρακτήρα. Μάλιστα η τελετουργικότητα υπογραμμίζεται από το ότι συνδέονται κυρίως με τις αποκριές, την πιο πυκνή σε συμβολικές πράξεις εποχή του χρόνου. Δείγματα: 1, 2, 3 (βέβαια και πάλι θα πρέπει να κάνεις λίγο τη νοερή αναγωγή μόνος σου).
-ένα στοιχείο που μας πάει πιο πέρα κι από την Κάρπαθο είναι ότι αυτοί οι χοροί χορεύονται χωρίς όργανα, μόνο με το στόμα.

Παλιές μαρτυρίες λένε ότι και στη Νάξο παλιά ο καλαματιανός ήταν έτσι (μόνο με το στόμα, αντιφωνία, αφηγηματικά τραγούδια, αποκριάτικη περίοδος), ενώ αντίστοιχη του Αγέρανου πρέπει να ήταν η Βλάχα. Σήμερα η Βλάχα λέγεται μόνο με δίστιχα, συνοδεύεται από όργανα, τραγουδιέται από κάποιον εκτός χορού, και βηματικά είναι διαφοροποιημένη.

Ύστερα, έχουμε παγκυκλαδικώς τα συρτά και τους μπάλους της τσαμπούνας. Τα συρτά έχουν τραγούδι, άρα στροφικές μελωδίες. Οι μπάλοι έχουν ακριβώς ανάλογη μουσική δομή με τον Πάνω χορό (φρασούλες σε παράταξη - παράδειγμα). Αν υπάρξει και τραγούδι στον μπάλο, θα είναι σύντομα δίστιχα επιφωνηματικού χαρακτήρα όπως στον Πάνω χορό.
Μ’ αυτό το σκεπτικό μπορούμε να θεωρήσουμε πως όταν έσκασαν μύτη τα βιολιά αρχικά εντάχθηκαν στους ήδη καθιερωμένους από την τσαμπούνα και το σκέτο τραγούδι κώδικες, δηλαδή στροφικές ή παρατακτικές μελωδίες ανάλογα με το είδος του χορού και του τραγουδιού, και σταδιακά τους τροποποίησαν ως προς τη μορφή διατηρώντας το ίδιο περιεχόμενο (άλλο αν και το περιεχόμενο επίσης εξελίχθηκε λόγω αλαγών στον όλο τρόπο ζωής).

ε) Σκέφτομαι λοιπόν: Η οργανική μουσική κάνει ορισμένες δουλειές. Το τραγούδι κάνει άλλες δουλειές. Όταν το όργανο μπαίνει στο χώρο του τραγουδιού, λειτουργεί απλώς συμπληρωματικά (π.χ. κάνει μια υπόκρουση, υποκαθιστά την αντιφωνία, δε βάζει όμως ξεχωριστές εισαγωγές). Όταν το τραγούδι μπαίνει στο χώρο του οργάνου, επίσης λειτουργεί συμπληρωματικά (δίστιχα στον πάνω χορό και στον παλιό μπάλο, αμανές στον νεότερο μπάλο). Κάπου βέβαια υπάρχει και μια γκρίζα ζώνη: ο κυκλαδίτικος συρτός, ο καρπάθικος γονατιστός, έχουν τραγούδι ενδιάμεσης βαρύτητας και χορό που δεν είναι ούτε βαρύς, τελετουργικός, αποκλειστικά ομαδικός, ούτε και κορύφωση του γλεντιού και της ατομικής έκφρασης.
Μήπως λοιπόν υπήρχε κάποτε μια εποχή που αυτά τα δύο ήταν εντελώς ξεχωριστά; Που η μουσική ήταν είτε καθαρά οργανική είτε καθαρά φωνητική, η μία για κάποιους χορούς και η άλλη για κάποιους άλλους; Θεωρώ τις ενδείξεις πολύ γαργαλιστικές, γιατί στις πιο καθαρές μορφές που συναντάμε σήμερα συγκεντρώνονται όλα τα διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης: και στιχουργικά, και μουσικά, και χορευτικά, και κοινωνικά-λειτουργικά.

Το ότι υπήρχε χορευτικό τραγούδι χωρίς όργανα είναι κάτι βέβαιο. Ουσιαστικά ίδιος με τον παριανό Αγέρανο με δίστιχα είναι ο [b][u]δετός[/u][/b] της Χίου. Κι αυτός αποκριάτικος. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι τα βήματα του Αγέρανου, του Κάτω χορού και του Δετού είναι τα ίδια (με τοπική “προφορά” μόνο). Τα ξαναβρίσκουμε και στον Ίσσο των βόρειων 12νήσων (που έχει και οργανική μουσική, τουλάχιστον όμως στην Κάλυμνο είναι επίσης και ο χορός της ανταλλαγής μαντινάδων), στον Σιγανό της Κρήτης και σε πολλούς άλλους χορούς στεριάς και νησιών. Από αυτή τη φολκλόρ αναπαράσταση μπορούμε να φανταστούμε πώς ήταν παλιά στην Κρήτη ο σιγανός, χωρίς τραγουδιστή και με τους ίδιους τους χορευτές να ανταλλάσσουν μαντινάδες ατομικά και να επαναλαμβάνουν χορωδιακά. Δεν έχω ακούσει ποτέ να τον χόρευαν χωρίς όργανα, αλλά ειλικρινά γιατί όχι; Λίγο άλλο βήμα αλλά φανερότερη από κάθε άλλο παράδειγμα τελετουργικότητα έχει η Καμάρα της Σκιάθου.
Το ότι υπήρχε και χορευτική οργανική μουσική χωρίς τραγούδι δε χρειάζεται να το αποδείξουμε, είναι κάτι στάνταρ και σήμερα.
Μένει να περιμένουμε πότε θα πέσουν στα χέρια μας τα στοιχεία που να δείχνουν ότι υπήρχαν μόνο οι δύο διακριτές περιπτώσεις και όχι η μικτή, ή αντίθετα ότι αυτό ποτέ δε συνέβη.

στ) Το αρχικό ερώτημα ήταν αν υπήρχαν ανέκαθεν όργανα στα νησιά.
Μα με αυτά που είπαμε, πώς θα μπορούσαν ποτέ να μην υπάρχουν; Κάτω χορός χωρίς να κορυφωθεί σε πάνω χορό; Συρτός χωρίς μπάλο; Μου φαίνεται αδιανόητο οι κοινωνίες που θέσπισαν το πρώτο σκέλος λόγω εσωτερικής ανάγκης να μην είχαν και την εσωτερική ανάγκη που εκφράζει το δεύτερο σκέλος. Και θεωρώ εντελώς αδύνατο να κάλυπταν τις ανάγκες του δεύτερου σκέλους με τραγούδι. Μ’ ένα σκέτο τύμπανο πιο εύκολα γίνεται, που λέει ο λόγος.

Θα μου πεις: μα ο μπάλος δεν είναι αρχαίος χορός, οι Βενετσιάνοι τον έφεραν. Και τι μ’ αυτό; Και το βιολί κάποιοι το έφεραν. Όλα τα καινούργια μπήκαν πρώτα στο παλιό αυλάκι και μετά έσκαψαν το δικό τους χωρίς να αποκοπούν ριζικά από την προϋπάρχουσα παράδοση. Ο μπάλος είναι η κορύφωση του χορού. Πριν τον μπάλο θα υπήρχε κάποια άλλη κορύφωση.

Τα λίγα που ξέρω για τις στεριανές παραδόσεις δείχνουν, εκ πρώτης όψεως, να τηρούν κι αυτά τις ίδιες αναλογίες. Ο χορός που στα νησιά λέγεται Αγέρανος, Καμάρα, Σιγανός, σ’ εσάς είναι Κλειστός, στην Κοζάνη Τρανός, αλλού αλλιώς, αλλά με όλες του τις μεταμφιέσεις αναγνωρίζεται. Αλλά και στα συρτά, τα τσάμικα, τα καλαματιανά, το ότι δεν υπάρχουν οργανικές εισαγωγές αλλά μόνο “οργανισμένες” επαναλήψεις, τι άλλο μας λέει παρά ότι παλιά υπήρχε αντιφωνία;
Στο άλλο άκρο, στα απαιτητικά οργανικά σόλα που συνοδεύουν τον χορό ατομικής έκφρασης του πρώτου χορευτή, βλέπω το βέρσο και το τσάμικο στον τόπο. Μη σου πω κιόλας ότι στο πώς δομείται μουσικά ένα βέρσο βλέπω κατά βάθος τη λογική του μπάλου και του πάνω χορού -συρραφή και γραμμική παράταξη από φρασούλες.
Ακόμη κι αν αντιτείνει κανείς ότι το τσάμικο στον τόπο δεν έχει την ερωτική διάσταση του μπάλου ή του Πάνω χορού, εγώ έχω να πω ότι και στον ένα και στον άλλο ο πρωτοχορευτής κάνει τον κόκορα. Ο άντρας έχει ανάγκη να κάνει τον κόκορα, είτε κυνηγώντας τις όρνιθες, είτε απλώνοντας τα χρωματιστά φτερά του τη στιγμή που υποτίθεται ότι είναι μακριά τους -αλλά κατά σύμπτωση βρίσκεται σε περίοπτο σημείο και τον κοιτάνε όλες-, είτε και παλεύοντας με τ’ άλλα κοκόρια (αντρικοί αντικριστοί χοροί). Και οι γυναίκες έχουν ανάγκη να κάνει ο άντρας τον κόκορα, και ακόμη και η κοινότητα όλη μαζί έχει αυτή την ανάγκη.
Ακόμα και στον μακρινό Πόντο, άλλοι χοροί είναι οι οργανικοί και άλλοι οι τραγουδιστοί, και οι μουσικές δομές (στροφική - παρατακτική) κατανέμονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
Μόνο σε ορισμένες μακεδονίτικες μουσικές δυσκολεύομαι να βρω την αναλογία, ιδίως εκεί όπου επικρατεί ο ζουρνάς που δεν έχω μάθει ακόμα να τον ακούω σωστά. Αλλά εκεί έχουμε βέβαια τον εκτοπισμό του τραγουδιού λόγω της ισοπεδωτικής έντασης του ζουρνά, άσε που δεν αποκλείεται να υπάρχουν και επιδράσεις από τους σλάβικους λαούς της περιοχής που πιθανόν να έχουν συνολικά άλλους κώδικες. (Τα τραγούδια λ.χ. της δραμινής λύρας έχουν οργανικές εισαγωγές, αντίθετα προς το γενικό σχήμα, αλλά είναι μεταφρασμένα σλαβόφωνα.)

Συμπέρασμα: Τείνω να πιστέψω ότι όλη η ποικιλία της ελληνικής μουσικής ανάγεται σε κάποια ελάχιστα και κοινά σε όλους δομικά στοιχεία, και ότι οι διαφορές είναι εν μέρει απλώς επιφανειακές και εν μέρει συνέπεια των κατά τόπους παραγόντων εξέλιξης. Δεν μπορώ να προτείνω ένα θεώρημα (κάτι που να αποδεικνύεται ή να καταρρίπτεται θεωρητικά, χωρίς να χρειάζεται να ανατρέξουμε σε περιπτώσεις), άρα το μόνο που μου μένει είναι να συλλέγω στοιχεία και να κοιτάω αν δένουν με το σχήμα που έχω σκεφτεί ή όχι. Η περίπτωση ενός τόπου σαν την Αργιθέα, όπου λείπει η οργανική μουσική και επομένως και όλα τα δομικά στοιχεία που συνδέω μαζί της, κλονίζει την υπόθεσή μου. Γι’ αυτό και, όσο κι αν δεν μπορώ να την αρνηθώ, εξακολουθώ να τη βρίσκω περίεργη. Αν προκύψει ότι το ίδιο συνέβαινε σε πολλες περιοχές, και για λόγους όχι περιστασιακούς (τύπου έγινε ένας πόλεμος και σκοτώθηκαν όλοι οι νέοι που έπαιζαν όργανα) αλλά συστηματικούς, τότε θα πω «οκέι, η περίπτωση δεν ήταν περίεργη, φταίει η θεωρία που ήταν στραβή». Αλλιώς θα παραμείνει εξαίρεση, και θα πρέπει να αναζητήσουμε τους ειδικούς λόγους που την ερμηνεύουν.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 09:19 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 09:09 —

Είδες; Δυο ώρες γράφω, και αυτό το ξέχασα.

Αναφορές σε γύφτους οργανοπαίκτες έχουμε αρκετές, όσον αφορά στην ηπειρωτική Ελλάδα.
«Γυφτομαχαλάδες», με [b]μόνιμα /b εγκατεστημένους τσιγγάνους μουσικούς, συναντάμε σε αρκετά μέρη, στα Γιάννινα, Κόνιτσα, Καρπενήσι, Ναύπακτο, Κατερίνη, Χαλκίδα είτε αρχικά σε ζυγιές (νταούλι – ζουρνά) είτε στις μετέπειτα κομπανίες με περισσότερα και διαφορετικά όργανα.

Για τη νησιωτική Ελλάδα δεν υπάρχουν παρόμοιες αναφορές.

Μια εξήγηση είναι ίσως ότι η ηπειρωτική Ελλάδα, για λόγους πληθυσμιακούς, συνεπακόλουθα και οικονομικούς, μπορούσε να συντηρήσει επαγγελματίες μουσικούς παρέχοντάς τους και τη δυνατότητα αναζήτησης εργασίας σε όμορες περιοχές, πιο εύκολα από ό,τι στα νησιά.

  • Κάτι που καταρρίπτει το επιχείρημα για τη νομαδική φύση που δήθεν έχουν στο DNA τους. Όπου οι συνθήκες ζωής υπήρξαν ευνοϊκές, εγκαταστάθηκαν μόνιμα.

Βγήκαμε λίγο εκτός θέματος, αλλά σχετικά με το σχόλιο της Ελένης θυμήθηκα ένα ωραίο χωριό στον κάμπο των Σερρών που περνάμε όταν πάμε στους συγγενείς μας. Λέγεται Φλάμπουρο και κατοικείται από γύφτους “από αρχαιοτάτων χρόνων”. Απ’ ό,τι ξέρω, οι κάτοικοι δεν είναι οργανοπαίχτες, αλλά γεωργοί και ψαράδες (ή ήταν τουλάχιστο παλιά). Βρήκα μια μελέτη για το χωριό και την ιστορία του, που δείχνει και πώς οι ίδιοι οι κάτοικοι αντιλαμβάνουν την καταγωγή τους.

http://epth.sfm.gr/articles/quest.pdf

Θέλω επίσης να συγχαίρω τον Περικλή για τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες που μας δίνει. Αυτό το υλικό θα έπρεπε να βγει σε άρθρο (αν δεν βγήκε ήδη!) Έχω μια ερώτηση…παίρνουν και οι γυναίκες μέρος στη διαδικασία που περιγράφεις, ή τραγουδάνε μόνο οι άντρες; Φαντάζομαι ότι οι γυναίκες, τουλάχιστο παλιότερα, έκαναν δικά τους γλέντια στα σπίτια, σε ένα λιγότερο “δημόσιο” περιβάλλον και είχαν τα δικά τους “πρωτόκολλα”.

Εύα

Πολλά ενδιαφέροντα έχουν τεθεί (αν και νομίζω εκτός θέματος-λαουτοκιθάρα). Ας πω και γω κάποια πράγματα από την εμπειρία μου από ένα Κυκλαδονήσι (Σίφνος)

  1. Οι οργανικοί χορευτικοί σκοποί έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος να αποσυντονιστεί κάποιος χορευτής από άχρονους τραγουδιστές. Μερικοί λοιπόν παραγγέλνουν επίτηδες τέτοιους σκοπούς στα όργανα. Παρεμπιπτόντως, κάποιοι σκοποί μπορεί να είναι καθαρά οργανικοί σε κάποια μέρη και σε άλλα όχι. Π.χ., στη Σίφνο ο Πολίτικος συρτός έχει λόγια: Στο “Θερμιώτικο”, στη Νάξο έχουν βάλει στιχάκια, στη Σίφνο πάλι όχι (εκεί ο σκοπός είναι γνωστός ως Κότερος).
  2. Στη Σίφνο ο βασικός χορός σε γλέντι (π.χ. στο χορό της νύφης) είναι ο συρτός και δεν καταλήγει κατʼ ανάγκη σε μπάλλο. Αν αυτό συμβαίνει, ο μπάλλος είναι επίλογος στο συρτό παρά ο συρτός πρόλογος του μπάλλου. Ο μπάλλος γενικά είναι λίγο υποτιμημένος στη Σίφνο. Υπάρχει ένας μόνο ιδιαίτερος σιφνέικος μπάλλος (από το 1:30 και πέρα. Στο πρώτο μέρος είναι ο οργανικός Ατζιδιές που στη Σίφνο λέγεται Σουλτανής).
  3. Στο video αυτό φαίνεται κατά σύμπτωση όλο το τελετουργικό. Στην αρχή η παρέα κάθεται και η κυρία που τραγουδά λέει ένα αυτοσχέδιο στο σκοπό που είναι γνωστός στη Σίφνο ως «Καναράκι». Το αυτοσχέδιό της είναι απάντηση σε άλλο αυτοσχέδιο που της είχε απευθύνει ενωρίτερα ο κύριος με το λευκό μύστακα δίπλα της. Στη συνέχεια ο συρτός αλλάζει σκοπό και σιγά-σιγά στήνεται ο χορός. Ο αριθμός των χορευτών είναι ακριβώς αυτός που προβλέπεται από το σιφνέικο τελετουργικό (5 και όχι 105) (αυτός που είναι ακίνητος στο κέντρο λέγεται «κάβος»). Σε αυτό βοήθησε μάλλον ο περιορισμένος χώρος του γλεντιού. Ο δεύτερος συρτός που ακούγεται είναι ο «Κότερος». Στο τέλος ο συρτός τελειώνει σε μπάλλο που επιταχύνεται στο Ρούσικο. Ο γρήγορος ρυθμός στη Σίφνο λέγεται «ξαπολυτός» ή «μόλα όξω».
  4. Για αποκριάτικο κυκλικό χορό χωρίς όργανα με τη φιλοσοφία που λέει ο Περικλής, και που ο στόχος είναι κυρίως η ανταλλαγή αυτοσχέδιων στίχων ένα παράδειγμα.
  5. Εάν υπήρχε τσαμπούνα στη Σίφνο αυτή έχει περιέλθει σε πλήρη λήθη. Δεν θυμάται κανένας τίποτα ούτε φαίνεται να έχει καταγραφεί κάτι. Το πιθανότερο, πριν την σαρωτική επικράτηση των βιολολάουτθων στα τέλη του 19ου αιώνα είναι να υπήρχε σουραύλι (έπαιζε για πάρτη του ο κτηνοτρόφος προπάππος μου μέχρι το 1950) που συνοδευόταν από τουμπί (πήλινο ή κάτι άλλο). Πρέπει να υπήρχε και λύρα. Ως μακρινή ανάμνηση της ύπαρξής της μάλλον, είναι η λέξη «λυριά» που υπάρχει και σήμερα και υπονοεί τα βιολιά («ηκούστηκε καμιά λλυριά;»)
  6. Όπως λέει ο Περικλής, για τα άλλα νησιά έτσι και στη Σίφνο οι οργανοπαίκτες προέρχονται από την τοπική κοινωνία (αγγειοπλάστες, αγρότες, ξυλουργοί, καφετζήδες, οικοδόμοι και τώρα τελευταία, όπως και στη Σίκινο, ιερεύς). Δεν έχει σημειωθεί κάποια άμεση αλληλεπίδραση με γύφτους. Πάντως στο βιβλίο του ο Σταύρος Σπηλιάκος λέει ότι οι γύφτοι είχαν κάποια επιρροή στα μουσικά της Νάξου.
  7. Στα συρτόμπαλα της Νάξου το ταξίμι έχει κεντρικό ρόλο για να ευχαριστηθούν οι χορευτές. Στη Σίφνο πάλι, πολλές φορές όταν ταξιμάρει ο βιολατζής σημαίνει ότι ο σκοπός που παίζει πάει προς φινάλε.

Ουφ…