Οι μουσικές της προφορικής παράδοσης δε βγήκαν κατ’ ανάγκην από μουσικούς. Στις παρέες των μερακλήδων, αν η αναλογία ήταν π.χ. ένας που ξέρει όργανο για κάθε δέκα που συμμετέχουν τραγουδώντας, όλοι ήταν συνδιαμορφωτές (οπωσδήποτε ο οργανοπαίχτης παραπάνω, αλλά πρώτος μεταξύ ίσων).
Όλοι αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι, πρώτον: δεν άκουγαν μουσική όλη μέρα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στο ασανσέρ. Παρόμοια όπως δεν κυκλοφορούσαν μ’ έναν καφέ στο χέρι όπως σήμερα. Όταν έπιναν καφέ, έπιναν καφέ. Όταν έπαιζαν ή τραγουδούσαν ή άκουγαν, έκαναν αυτό. Ούτε ο καφές ούτε η μουσική ήταν χαλί για κάτι άλλο. Ήταν δουλειές με βάρος, και ο μερακλής είχε απαιτήσεις.
Δεύτερον, ήταν εποχές όπου η γνώση είχε μικρότερο εύρος και μεγαλύτερο βάθος. Θα ξαναπιάσω το παράδειγμα του καφέ: ήταν αποκλειστικά τούρκικος (σήμερα έχουμε τούρκικο, νες, φραπέ, εσπρέσο, καπουτσίνο, τα ίδια σε φρέντο, φίλτρου κλπ. κλπ.), αλλά υπήρχαν εκατό διαφορετικοί τρόποι να τον ετοιμάσεις, πιο ελαφρύ, πιο βαρύ, πολύ βαρύ, πιο κατασταλαχτό, πιο καϊμακλή, πιο βρασμένο, ακόμη και στο χοντρό-ψιλό φλιτζάνι υπήρχαν διαφοροποιήσεις (σήμερα είναι γλυκός-μέτριος-σκέτος και τέλος), και καθένας τον έπινε με έναν συγκεκριμένο από αυτούς τους τρόπους. Κι απαιτούσε, πρώτον, το στοιχειώδες, να είναι ο καφές φτιαγμένος μ’ αυτόν τον τρόπο και όχι με άλλον και, δεύτερον, το κάτι παραπάνω - να είναι και καλός.
Έτσι και με τη μουσική: δεν ήξεραν πολλές, αλλά αυτές που ήξεραν τις ήξεραν καλά, σε βάθος.
Το όργανο το πιάναν όσοι είχαν περάσει τις απαραίτητες μεγάλες θυσίες για να καταφέρουν να το αποκτήσουν (από οικονομική δυσκολία στην απόκτηση μέχρι σφοδρότατες αντιδράσεις γονέων κλπ.), δηλαδή είχαν καλλιεργήσει μέσα τους πραγματικά σφοδρό πόθο. Το τραγούδι (το παρεΐστικο) δεν είχε τόσες θυσίες, αλλά και πάλι, το δικαίωμα να πάρεις τον λόγο και να τραγουδήσεις το κερδίζεις μετά από πολλή πολλή αναμονή στην ουρά, κατά τη διάρκεια της οποίας ακούς τους παλιότερους και καταξιωμένους μερακλήδες να παίρνουν τους ίδιους ολιγάριθμους σκοπούς και να τους αναπλάθουν, ο ένας έτσι, ο άλλος αλλιώς, ανάλογα με τον οργανοπαίχτη που συνοδεύει, ανάλογα με τον στίχο που τραγουδάνε, ανάλογα με τη στιγμή και την παρέα, και ανάλογα με την προσωπική «μουσικότητα», ας το πούμε έτσι, του καθενός. Έτσι, πριν έρθει για τον καθένα η σειρά του να δώσει, είχε ήδη πάρει πολλά. Και τα είχε προσέξει, τα είχε αξιολογήσει, δεν τα άφηνε απλώς να ακούγονται στο περιθώριο κάποιας άλλης ασχολίας.
Οπότε, μ’ όλα αυτά τα δεδομένα, οι σκοποί και τα τραγούδια της συλλογικής δημιουργίας έχουν βγει μέσα από πολλά κιλά γνώση.
Τώρα, πέρα από όλο αυτό το γενικό πλαίσιο, ο συγκεκριμένος σκοπός είναι όντως ιδιαίτερος. Η ψηλή φράση είναι ουσιαστικά σεγκιάχ. Μια φράση σεγκιάχ μέσα στο ουσάκ είναι κάτι που προβλέπεται μεν από τη θεωρία, αλλά δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε και το πιο συνηθισμένο να γίνει.
Η χαμηλή φράση, είναι ουσιαστικά κιουρδί. Εδώ ισχύει ακριβώς το ίδιο - προβλέπεται αλλά όχι και με το ζόρι.
Η νότα που κυρίως διαφοροποιεί τις κλίμακες του σεγκιάχ και του κιουρδί, το Μι (φυσικό στο σεγκιάχ, ύφεση στο κιουρδί) είναι και για τους δύο δρόμους η πιο χαρακτηριστική. Το μι είναι όλη η γλύκα του σεγκιάχ, το μι ύφεση είναι όλο το παράπονο του κιουρδί.
Και ενώ το καθαρό σεγκιάχ χαρακτηρίζεται κυρίως από αυτή τη γλύκα και το καθαρό κιουρδί κυρίως από αυτό το παράπονο, το ουσάκ είναι ένας δρόμος με ευρύτερες δυνατότητες, στις οποίες περιλαμβάνονται και αυτές οι δύο, μαζί με διάφορες ενδιάμεσες που γεφυρώνουν τα αντίθετα.
Η επιλογή λοιπόν να εναλλάσσεις μια φράση σεγκιάχ με μία κιουρδί, τους δύο αντίθετους πόλους, σ’ έναν σκοπό ουσάκ, χωρίς όμως να κάνεις πουθενά αυτό το γεφύρωμα, είναι τολμηρή και ασυνήθιστη.
Επιπλέον, η σύνθεση καταφέρνει όλο αυτό το απότομο συναισθηματικό ανεβοκατέβασμα μέσα στην ελάχιστη έκταση του ενός 4χ + μιας νότας, ενώ η κάθε επιμέρους φράση είναι τρεις νότες όλο κι όλο. Ναι μεν κάθε προφορική παράδοση διακρίνεται για την οικονομία των μέσων που χρησιμοποιεί, αλλά εδώ ξεπερνάμε τα συνήθη όρια της οικονομίας. Και επιπλέον, από τη διφορούμενη νότα Μι, η γλυκειά και φωτεινή εκδοχή ακούγεται αποκλειστικά στη μία φράση και η σκοτεινή και παραπονιάρικη μόνο στην άλλη (το σύνηθες του Ουσάκ είναι να ακούγονται και οι δύο, με τα συναισθήματα που διεγείρουν να μην είναι τόσο έντονα αντίθετα).
Τώρα, μετά από όλη αυτή την ανάλυση, να πω ότι …εμένα δε μ’ αρέσει και τόσο! Μπορεί να θεωρώ αξιοθαύμαστο τον τρόπο σύνθσεης τους σκοπού, αλλά ο άλλος σκοπός, του Βιδάλη, μ’ ενθουσιάζει πολύ περισσότερο και τον παίζω όποτε τον θυμηθώ, ενώ αυτόν τον έχω ακούσει μερικές φορές και ποτέ δε με τράβηξε ιδιαίτερα.