Εχθές άνοιξα το ράδιο στο Δεύτερο (νομίζω εκπομπή του Σιδερή Πρίντεζη) κι έπεσα πάνω στο «Πέντε χρόναι δικασμένος». Όταν το τραγούδι τελείωσε, ο παρουσιαστής έκανε ένα σχολιασμό όπου, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι είναι από τα «πιο πολυκλεμμένα» τραγούδια του ρεμπέτικου. Σύμφωνα με τον Κουνάδη, είπε, η μελωδία του έχει χρησιμοποιηθεί, ελαφρώς παραλλαγμένη και χωρίς κανένα credit, σε ένα σωρό μεταγενέστερα ρεμπέτικα και λαϊκά διάφορων συνθετών.
Έπαιξε τουλάχιστον δύο τέτοια τραγούδια. Δεν τα ήξερα, πρέπει να ήταν λαϊκά του '60 ή '70, έτσι μου φάνηκαν, και γενικά δε νομίζω ότι τα ξέρει άνθρωπος, πέρασαν και δεν άφησαν τίποτε. Ακούγοντάς τα, η εντύπωσή μου ήταν ότι πράγματι πρέπει να αποτελούν συνειδητή αντιγραφή.
Παρά ταύτα, αυτό το «κλεμμένα σύμφωνα με τον Κουνάδη» μου κακοφάνηκε.
Θυμάμαι κι εγώ, σε κάποιους δίσκους επιμέλειας Κουνάδη (συλλογές από ηχογραφήσεις 78 στρ.), να αναφέρονται στο φυλλάδιο, για κάθε τραγούδι, οι αντιγραφές και οι κλοπές που έχει υποστεί, σαν άλλο ένα στοιχείο ταυτότητας του τραγουδιού (δηλαδή: συνθέτης τάδε, στιχουργός τάδε, χρονιά τάδε, εταιρεία τάδε κλπ., κλοπές τάδε, αντιγραφές τάδε!)
Μπορώ να κατανοήσω ότι ένας σκαπανέας του ρεμπέτικου, που με τόσο κόπο, μεράκι και χρόνο, πάλεψε να γίνει γνωστό κάτι που ο ίδιος αγαπούσε και που πίστευε ότι θα το αγαπούσαν κι άλλοι αν το γνώριζαν (όπως κι έγινε), μπορούσε και να παρασυρθεί σε μια καταγγελτική εμπάθεια μπροστά σε τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά, διάβολε, έχουν περάσει και μερικά χρόνια από τότε που έκανε ο Κουνάδης τις συλλογές του. Έχει κυλήσει νερό στο αυλάκι. Σήμερα η αντικειμενική πληροφορία που μένει είναι «το τάδε τραγούδι έχει στηριχτεί στο δείνα». Δε βλέπω το νόημα στο να φωνάζουμε ακόμα «σύμφωνα με τον Κουνάδη άσ’ το κάτω, δεν είναι δικό σου». Δε λέω, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, να αποδίδεται δικαιοσύνη, αλλά με ψυχραιμία.
Ιδίως όταν ο χρόνος έχει ήδη αποδώσει δικαιοσύνη, κάνοντας το ορίτζιναλ πασίγνωστο και ρίχνοντας τα «κλεμμένα» στη λήθη.