Η παρούσα ηχογράφηση φέρει τους πρώτους στίχους του τραγουδιού, όπως ακριβώς τους εμπνεύστηκε ο Απόστολος Καλδάρας, αρχές του 1945, κοιτώντας τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, όπου ήταν φυλακισμένοι αριστεροί την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Επίσης, φέρει μουσικά και ερμηνευτικά στοιχεία που συναντώνται στην πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού σε συνδυασμό με εκτελεστικές - ερμηνευτικές πρακτικές της σημερινής εποχής. Κυκλοφορεί σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες από την Fm Records και το βρίσκετε εδώ
Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο στούντιο Polytropon από τον Θανάση Καζαντζή, ενώ η επεξεργασία - μίξη - master έγινε από τον Αστέρη Τράκα στο στούντιο Φωνόγραφος.
Βάζω καρδούλα γιατί πολύ σπάνια ακούγεται αυτό το εκπληκτικό κομμάτι με την περίτεχνη ειαγωγή του Καλδάρα και τους συγκλονιστικούς στίχους του.
Η αισθητική της (ακέραιης τεχνικά) ηχογράφησης, δεν με συγκινεί καθότι είμαι old school. Αλλά ειλικρινά χαίρομαι που έστω και έτσι κυκλοφορεί στο διαδίκτυο!
Συμφωνώ με Λίγκα: χαίρομαι κι εγώ που ακούγεται η ορίτζιναλ εισαγωγή (όχι πως είμαι αντίθετος στην κλασική συντομευμένη, απλώς να μην ξεχνάμε και την πλήρη) και οι αρχικοί στίχοι. Όσο για την αισθητική, θα συμφωνήσω για την ερμηνεία του Ζερβουδάκη (καθόλου ρεμπέτικη, καθαρά έντεχνη - αλλά δεν απαγορεύεται, πόσο μάλλον που υπάρχει η σαφής ένδειξη «διασκευή»). Τα οργανικά μέρη καθόλου δεν εναντιώνονται στη δική μου old-school αισθητική.
Αυτό το «Νύχτωσε και στο Γεντί» είναι τεκμηριωμένο; Τον πρώτο στίχο τον ήξερα όπως τον ξέρουμε όλοι, με φεγγάρι, που άλλωστε είναι και μετρκά αρτιότερο (ή, ίσως, μετρικά παραδοσιακότερο και άρα πιθανότερο).
Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ μόνο ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Πρώτος, δεύτερος και τέταρτος στίχος ομοιοκαταληκτούν, ενώ ο τρίτος είναι μόνος του και με μια συλλαβή παραπάνω, μετά τον τόνο. Δεν έχει τίποτε το παράξενο σαν μέτρο, αλλά για ρεμπέτικο είναι ασυνήθιστο. Ακόμη πιο ασυνήθιστο είναι να είναι η μία στροφή έτσι και οι υπόλοιπες αλλιώς, ιδίως μάλιστα με 15σύλλαβους που είναι υπερκλασικοί στο ρεμπέτικο (και σε κάθε είδος ελληνικού τραγουδιού ή και ποίησης).
Εναλλακτικά μπορούμε να το διαβάσουμε και ως:
Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ μόνο ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί
…, δηλαδή δύο όμοιοι 8σύλλαβοι και ένας δεκαπεντασύλλαβος, που και οι τρεις ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους. Ακριβώς εξίσου ασυνήθιστο.
Δεν το λέω για να βγει κάποιο συμπέρασμα. Απλώς το διαπιστώνω.
Ασχέτως επίσημης λογοκρισίας, δεν υπήρχε περίπτωση να βγουν τέτοιοι στίχοι μέσα στον εμφύλιο, ούτε στο μετεμφυλιακό κράτος. Πέρασαν κάποιες δεκαετίες με εξορίες βασανιστήρια και δολοφονίες, μέχρι να βγούν τα τραγούδια της κατοχής και του εμφυλίου ελεύθερα. Ανίστοιχα το Χαιδάρι (οριακά παίχτηκε ζωντανά πριν τη χούντα), ο Σαλταδόρος, τα Ματσάκια πεντοχίλιαρα (με λογοκριμένους στίχους), και διάφορα άλλα. Και τώρα ξαναγυρνάμε πίσω…
Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι εν προκειμένω την απαγόρευση την επιβάλλει (και με έγκριση νομάρχη) όχι γενικά η χωροφυλακή, αλλά ο διοικητής χωροφυλακής Νέας Ιωνίας, προφανώς για την συγκεκριμένη συνοικία, και ο οποίος μάλιστα δεν επικαλείται κάποιο κυβερνητικό ή άλλο αστυνομικό διάταγμα γενικής ισχύος για τα συγκεκριμένα τρία τραγούδια, παρά μόνο “έχοντας υπ’ όψει” τον “Οργανισμό Χωροφυλακής” του 1935, με αιτιολογία την “ανθελληνικότητα” των τραγουδιών καθώς και την “ανησυχίαν των ενόπλων δυνάμεων και των πολιτών”, προσθέτοντας επίσης στην απαγόρευση γενικώς και αορίστως κάθε άλλο τραγούδι “δυνάμενον να προκαλέση την ανησυχίαν ή φόβον εις το κοινόν” και -τέλος- απειλώντας με τιμωρίες κατ’ επίκληση νόμων του 1917 και του 1946 καθώς και του Ποινικού Κώδικα.
Φανερό λοιπόν, ότι δεν αρκεί κανένα ΦΕΚ για να τεκμηριωθεί το τι απαγορευόταν και το τι διωκόταν κατά τη μεταπολεμική περίοδο, και ότι πολύ απλά βασίλευε η αστυνομική αυθαιρεσία με ισχύ νόμου - είτε υπό τύπο “διατάξεως” είτε ακόμα και χωρίς αυτόν.
Προσπαθώ να φανταστώ τη φάση, πώς λειτουργούσε η λογοκρισία, και δεν μπορώ.
Κάθεται ο άλλος και γράφει ένα τραγούδι, με λόγια από κείνα που ξέρει ότι θα κόβονταν. Πάει εκεί και το παρουσιάζει, σαν να σκέφτεται «λες να πιάσει;». Δεν πιάνει όμως. Σιγά μην έπιανε, αφού το πράγμα ήταν προδιαγεγραμμένο και το ήξερε. Του λένε, ξέρετε απορρίπτεται γιατί μας υπονομεύει, αλλάξτε το να μη μας υπονομεύει και ξαναπεράστε. Ο συνθέτης γυρίζει κύριος στο σπίτι του, και την επόμενη φορά ξανάρχεται με ανώδυνους στίχους. Και του λένε «εδά, μάλιστα!».
Ε, μάλλον ναι, θα έλεγα… Κάνω την πρώτη προσπάθεια, ξέροντας ότι δεν θα περάσει. Όμως θέλω πάρα πολύ να βρεθεί τρόπος να δοθεί η άδεια, για μια σειρά από λόγους (και μην αποκλείσουμε και τον λόγο της κονόμας, εντάξει; ). Τροποποιώ λοιπόν τους στίχους, ώστε να μην αναγκαστούν να το απορρίψουν και, ιδού: «Εδά, μάλιστα!».
Και δεν μπορώ, όταν μιλάμε για λογοκρισία και τους απαραίτητους για την επιβολή της κρατικούς υπαλλήλους, να μην αναφέρω το θέμα με τον Σαββόπουλο και το γνωστό τραγούδι του για «τα κορίτσια»: Σε έναν στίχο του έλεγε
Τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε μήνα μια φορά
υπονοώντας, μόνο όταν χρειάζονταν συμβουλές για το πώς να αντιμετωπίσουν προβλήματα που τους πρωτοεμφανίζονταν, όπως περίοδος, έρχονταν σε επαφή με τη μάνα τους, αλλιώς, καμμίαν επαφή δεν είχαν με τους γονείς τους.
Η λογοκρισία απέρριψε τη συγκεκριμένη φράση, προτείνοντας το «κάθε τόσο μια φορά», που όμως δεν εξέφραζε αυτό που ήθελε να τονίσει ο Σαββόπουλος. Προσπάθησε ο καημένος να τους μεταπείσει, χωρίς επιτυχία, οπότε σε κάποια στιγμή, απογοητευμένος, φορώντας ήδη το παλτό του αλλά έχοντας το καπέλο του στο χέρι, σηκώθηκε απ’ την καρέκλα που καθόταν και ετοιμάστηκε να φύγει λέγοντας:
Τί να σας πώ, κύριε λογοκρίτα, δεν είσαστε μάνα και δεν μπορείτε να νοιώσετε τον πόνο μου!
Μα πάω και καρφώνομαι μόνος μου ότι εμφορούμαι από ανατρεπτικές ιδέες, τη στιγμή που δε θα μπορέσω να τις εκφράσω δημόσια (οπότε θα ενοχοποιούμουν); Άλλοι προσέχαν μες στο σπίτι τους τι θα πούνε μην τους πάρει κάνα αφτί απ’ το παράθυρο και τους ρουφιανέψει, και άλλοι πάνε μόνοι τους στις αρχές να ρουφιανέψουν τον εαυτό τους;
Υποθέτω ότι για κάθε κυκλοφορία δίσκου έπρεπε να προηγηθεί η υποβολή των τραγουδιών προς έγκριση, όχι;
Τα δεδομένα, όπως τα έχω αντιληφθεί είναι:
-Τα τραγούδια πρέπει να περάσουν έγκριση. Αν δεν τα εγκρίνουμε, κόβονται ή επιστρέφονται για ξαναδούλεμα.
-Κόβουμε όσα τραγούδια έχουν τις λέξεις τάδε και τάδε. (Οκέι, προφανώς όχι τόσο χοντροκομμένα.)
-Κι εγώ πάω και τους δείχνω ένα τραγούδι που έχει ακριβώς τις απαγορευμένες λέξεις!
Το αποτέλεσμα δεν είναι ότι απλώς θα μου το κόψουν. Είναι ότι θα ξέρουν πως δεν είμαι φίλα διακείμενος προς το καθεστώς, κάτι που δε θα το ήξεραν αν το τραγούδι το πήγαινα εξαρχής στην αφοπλισμένη εκδοχή του, στην οποία ήξερα από την αρχή ότι θα υποχρεωθώ να καταλήξω.
Με άλλα λόγια, τους λέω: Θα βγάλω ένα τραγούδι έτσι ακριβώς όπως σας αρέσει, να ξέρετε όμως ότι αυτά που σκέφτομαι δε θα σας αρέσουν καθόλου. Όμως μην ανησυχείτε, δε θα τ’ ακούσει κανείς, μόνο εσείς!!.
Εντελώς ακατανόητη πρωτοβουλία εκ μέρους του συνθέτη.