Σαν σήμερα το 1943 έφυγε από τη ζωή ο άνθρωπος που με τα τραγούδια του και τη ζωή του ενέπνευσε τη δημιουργία του Πολιτιστικού Συλλόγου «Βαγγέλης Παπάζογλου». Άφησε την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της πολυαγαπημένης του Αγγελίτσας.
Ο Βαγγέλης διάλεξε να βαδίσει στο δύσκολο δρόμο της Αρετής, να ζήσει τη ζωή του σαν μάγκας, σαν ρεμπέτης. Επέλεξε να παλέψει με το ανίκητο και τελικά να πέσει κουρελής και ταλαιπωρημένος αλλά αλύγιστος, ατρόμητος και αμετανόητος. Λίγο πριν πεθάνει, γράφει:
Λες και με χτύπησε βαριά στα στήθη μου ο Χάρος, τη φθίση νύφη μου ‘δωσε και μου ‘γινε κουμπάρος.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου έζησε και πέθανε σαν ρεμπέτης, αφήνοντας πίσω του μια βαριά κληρονομιά. Εμείς οι νεότεροι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να γίνουμε «εμπόδιο στη λησμονιά», όπως συνηθίζει να λέει χαρακτηριστικά ο Γιώργης Παπάζογλου.
Ας έχουμε τον Βαγγέλη στο νου μας λίγο παραπάνω σήμερα και αν πιούμε και κανένα κρασάκι, ας το πιούμε στη μνήμη του Βαγγέλη του ρεμπέτη…
(Φωτογραφία: Βαγγέλης Παπάζογλου. Από το βιβλίο του Γιώργη Παπάζογλου «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης: Αγγέλα Παπάζογλου: Τα χαΐρια μας εδώ», 2003, εκδ. Ταμιείον Θράκης)
Όπως πληροφορούμαστε από τον Γιώργη Παπάζογλου («Ρεμπέτικοι νόμοι του Βαγγέλη Παπάζογλου: Τα χαΐρια μας εδώ», 2011), όταν ο Βαγγέλης Παπάζογλου βρισκόταν στα τελευταία του, πέρασε από το σπίτι η κυρα-Στέλια η γειτόνισσα προσπαθώντας να πείσει την Αγγέλα να καλέσουν έναν παπά, με την πρόφαση του αγιασμού, για να του δοθεί έτσι η ευκαιρία της τελευταίας μετάληψης. Ο Βαγγέλης όμως ήταν ανένδοτος. «Αμάν μωρέ κυρα Στέλια…», είπε, «τι να μας αγιάσει ο παπάς … Δεν βλέπεις πως πεθαίνουμε απ’ την πείνα και την αρρώστια; Δηλαδή άμα μας αγιάσει, θα χορτάσουμε άμα πει περί υγείας ο παπάς; Θα φύγει η φθίση απ’ τα πνευμόνια μου; Άλλωστε, εγώ έχω την ευχή του κρυφοχριστιανού παπά απ’ το Εσκή Σεχίρ και δεν φοβάμαι. Κατ’ ευθείαν θα πάω στην παράδεισο».
Και κατόπιν ο Βαγγέλης περιέγραψε το πώς σώθηκε στην καταστροφή της Μικρασίας. Βρισκόταν στο Εσκί Σεχίρ, ως στρατιώτης, όταν το μέτωπο κατέρρευσε. Επειδή ήταν πληγωμένος στα πόδια και με δυσκολία περπατούσε, κρύφτηκε σε ένα ερειπωμένο σπίτι. Ύστερα από λίγο μια ομάδα Πόντιων κρυφοχριστιανών άρχισε να συγκεντρώνεται στο ακατοίκητο σπίτι και σύντομα ξεκίνησαν να ψέλνουν για τους άθαφτους νεκρούς. Αυθόρμητα ο Βαγγέλης βγήκε από την κρυψώνα του και άρχισε να ψέλνει μαζί τους. Μετά την αρχική τρομάρα που ένιωσαν οι άνθρωποι, τον πήραν σπίτι τους, τον έπλυναν, του περιποιήθηκαν τα τραύματά του και του άλλαξαν τα στρατιωτικά ρούχα με τουρκικά για να μην ξεχωρίζει. Ο δε παπάς που βρισκόταν ανάμεσά τους του έβαλε μέσα στα πανιά με τα οποία του τύλιξαν τα πόδια δύο χρυσές λίρες για ώρα ανάγκης. Και προτού ο Βαγγέλης επιχειρήσει τη διαφυγή του προς την Ελλάδα, ο παπάς τον παρακάλεσε να ψάλλει με το «ζαχαρένιο του το στοματάκι» για μια τελευταία φορά. Από τότε ο Βαγγέλης, όποτε άκουγε κάποιον να τραγουδάει όμορφα, επαναλάμβανε την ίδια αυτή φράση σε ανάμνηση του παπά του Πόντιου που τον βοήθησε στο Εσκί Σεχίρ.
Σε ανάμνηση του Βαγγέλη λοιπόν, σήμερα που είναι επέτειος του θανάτου του, ας τον ακούσουμε να λέει «Γεια σου, Στελλάκη, να χαρώ το ζαχαρένιο σου στόμα, παιδί μου» στον εκπληκτικό Πειραιώτικο μανέ όπου πιθανώς παίζει και την κιθάρα. Βρισκόμαστε στα τέλη του 1934 και ακούμε τη μαγική τριάδα Περπινιάδης – Παπάζογλου – Μαργαρώνης σε μία από τις καλύτερές τους στιγμές: