Θέλω πραγματικά να πω πολλά, γιατί είναι ένα απόκτημα που μου έδωσε μεγάλη χαρά. Το πρόβλημα είναι ότι, όσο το σκέφτομαι, δεν ξέρω πώς να περιμαζέψω την πολυλογία μου.
Το έργο είναι πολυδιάστατο. Σε πρώτη φάση, ας πούμε δυο λόγια -μπορεί και πέντε- για το άκουσμα, ιδίως για τα όργανα. (Το θεωρώ λίγο πεζό να εστιάσεις στα όργανα σε μια τέτοια συλλογή, αλλά μιας είναι θέμα που με συγκινεί ιδιαίτερα, το βάζω για όποιον άλλον τυχόν ενδιαφέρει.)
Κατ’ αρχήν, όπως είναι λογικό για κάλαντα, πολλά είναι γραμμένα μόνο με φωνές. Γενικά αυτό το άκουσμα είναι λίγο βαρετό αν θες να βάλεις τον δίσκο να παίζει για ν’ ακούσεις μουσική (όταν δηλαδή δεν το κοιτάς σαν μελετητής). Είναι ωστόσο μοιρασμένα σε σωστή δοσολογία ανάμεσα στα ενόργανα, που όλα είναι από αξιοπρεπή και άνω, και όλος μαζί ο δίσκος ακούγεται ευχάριστα.
Υπάρχουν 3-4 κάλαντα που, στις ίδιες ηχογραφήσεις, έχουν ξαναεκδοθεί στους αντίστοιχους τοπικούς δίσκους του Σ. Καρά (ροδίτικα, δύο θρακιώτικα, κερκυραίικο των Φώτων). Καλό είναι που υπάρχουν κι εδώ συγκεντρωτικά.
Απ’ όλους τους τόπους που εκπροσωπούνται, νομίζω ότι πρωταθλήτρια αναδεικνύεται η Κάτω Γαρούνα Κερκύρας, με τις πλούσιες πολυφωνίες, την αλέγρα μελωδία και το εξαιρετικό κέφι στην εκτέλεση. Μάλλον το ίδιο θεώρησαν και οι συντελεστές της έκδοσης, κι έτσι περιέλαβαν και τα τρία κάλαντα του συγκεκριμένου χωριού (Χριστουγέννων, Άη Βασίλη και Φώτων), παρόλο που είναι στον ίδιο σκοπό, με τους ίδιους μουσικούς και τραγουδιστές, και μοιάζουν σαν επανάληψη το ένα του άλλου. Είναι όμως τόσο ωραία που δε βαριέσαι να τα ξανακούσεις!
Σ’ ένα κρητικό κάλαντο υπάρχει μια απροσδόκητη συνεργασία: τραγουδούν ντουέτο ο ίδιος ο Καράς, με τον Κώστα Μουντάκη! Ο Μουντάκης παίζει και λύρα. Απίστευτη. Αμφιβάλλω αν στις επίσημες ηχογραφήσεις του τον έχω ακούσει να παίζει τόσο όμορφα.
Υπάρχει ένα ενδιαφέρον αρβανίτικο κάλαντο από την Καρυστία. Δυστυχώς το κείμενο φαίνεται ότι έφτασε μέχρι τον άνθρωπο που το λέει σε κατάσταση ακρωτηριασμένη, σχεδόν υπολειμματική, αλλά βέβαια, εφόσον δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα, αυτό δεν μπορεί να μ’ ενοχλήσει. (Υπάρχει μετάφραση μέσα.) Το ίδιο αυτό κάλαντο αποτελεί μία από τις σπανιότατες καταγραφές ενός πολύ ιδιαίτερου οργάνου, μάλλον χαμένου σήμερα: της γκάιντας της Καρυστίας. Στην Καρυστία παιζόταν αρκετά η τσαμπούνα, καθώς και η λύρα, υπήρχε όμως κι ένα -ανέκαθεν πιο σπάνιο- όργανο που το λέγανε «τσαμπούνα με ζουρνά». Εκ πρώτης όψεως είναι γκάιντα («ζουρνά» λένε τον μακρύ ισοκράτη αυλό). Είναι όμως ριζικά διαφορετική από όλες τις άλλες γκάιντες της Ελλάδας και -όσο ξέρω- των Βαλκανίων. Ο μελωδικός αυλός είναι ουσιαστικά ένας αυλός τσαμπούνας. Έχει μία παραπάνω τρύπα πάνω πάνω που θα δίνει άλλη μία νότα αλλά, στα λιγοστά δείγματα που έχω υπόψη μου, δε χρησιμοποιείται καθόλου, και, αν έχει και πίσω τρύπα, ούτε αυτή την έχω ακούσει να χρησιμοποιείται. Η τονική του μελωδικού αυλού είναι στη νότα ένα τόνο πιο πάνω από την πιο μπάσα, όπως στην τσαμπούνα, κι όχι στο μέσον της έκτασης όπως στην γκάιντα. Να σημειώσω ότι η τρήση (οι τρύπες) του μελωδικού αυλού μιας γκάιντας είναι τόσο ιδιαίτερη που απαιτεί εντελώς δικούς της δακτυλισμούς, που δεν προκύπτουν κατά κανένα τρόπο από τη γενική γνώση που μπορεί να έχει όποιος παίζει διάφορα πνευστά, και υπάρχει μόνο σε γκάιντες και μόνο στα Βαλκάνια και τριγύρω. Ενώ ο αυλός της τσαμπούνας είναι πολύ πιο απλός και η χρήση του προφανής.
Για το πώς μπορεί να προέκυψε ένα τέτοιο περίεργο υβρίδιο έχω κάνει τις εξής σκέψεις: μπορεί σ’ ένα μέρος με πολλές τσαμπούνες κάποιος να είδε κάπου μια γκάιντα (σε ταξίδι ή από κάποιον ξενομπάτη) και να την αντέγραψε όπως καταλάβαινε, δηλαδή εκτσαμπουνίζοντάς την. Μπορεί να υπήρχαν από παλιά γκάιντες του κανονικού τύπου, και να αφομοιώθηκαν προς τις τσαμπούνες, ιδίως αν το ρεπερτόριο απαιτούσε ένα όργανο με τα μελωδικά χαρακτηριστικά της τσαμπούνας. Μπορεί να είναι επιβίωση μιας πολύ πολύ παλιάς, πρωτόγονης μορφής της γκάιντας, που παντού αλλού εξελίχτηκε αλλιώς δίνοντας τον βαλκανικό τύπο που περιγράφω. Αλλά μια πιο ενδιαφέρουσα πιθανότητα είναι να συνδέεται το αρβανίτικο αυτό όργανο με ένα είδος γκάιντας που φαίνεται πως υπάρχει
στην Αλβανία, που πράγματι έχει μελωδικό αυλό τύπου τσαμπούνας. Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτό το όργανο, αλλά το έχω δει κάποτε στο ΥΤ και παρατήρησα τους δακτυλισμούς - πράγματι, δεν είναι γκαϊτατζήδικοι αλλά τσαμπουνίστικοι. Θέλει πολλή εθνολογία και ιστορία για να διαπιστωθεί αν όντως υπάρχει σχέση καταγωγής. Γενικά βέβαια, απ’ όσο ξέρω, οι Αρβανίτες της Ελλάδας δεν έχουν ξεχωριστή δικιά τους μουσική, έχουν αρβανίτικα παραδοσιακά τραγούδια με τα ίδια μουσικά χαρακτηριστικά όπως και τα τραγούδια των εκάστοτε ελληνόφωνων που τους περιτριγυρίζουν.
Πάντως η «τσαμπούνα με ζουρνά» που παίζει ο Θοδωρής Μπουγιούκος δεν είναι δικιά του πατέντα (όπως δείχνει να νομίζει η Δόμνα Σαμίου, που κατέγραψε τον ίδιο παίχτη σε μια εκπομπή της). Μαρτυρούνται αρκετά ακόμη ονόματα παιχτών, και τουλάχιστον ένας ακόμη έχει ηχογραφηθεί.
Άλλο σπάνιο όργανο που ακούγεται στη συλλογή είναι η τσαμπούνα των Λειψών. (Μα πού δεν είχε πάει πια αυτός ο Καράς!) Είναι σίγουρα η μοναδική ηχογράφηση σε δίσκο, κι έγινε το 1971. Σεμνύνομαι ότι το όνομα του παίχτη (Μιχάλης Κάβουρας) το έχω στη διατριβή μου!
Περιέργως δεν υπάρχει ούτε μία ποντιακή καταγραφή. Υπάρχουν μερικές καππαδόκικες, μεταξύ των οποίων μία αυθεντική ηχογράφηση, με ντόπιους, του πολύ γνωστού σήμερα «Ε-Βασίλη» (Χυτάτε να πάμε…), ενός ιδιόρρυθμου τελετουργικού τραγουδιού των Φαράσων. Μου τρέξαν τα σάλια μήπως είχε κεμανέ, αλλά δεν είχε, είχε βιολί και ούτι. Παρατήρησα ωστόσο ότι το ούτι το παίζει ο Παντελής Φορτουνίδης, ο οποίος είναι γνωστό ότι έπαιζε και κεμανέ, έφτιαχνε κιόλας, και νομίζω πως ήταν πρόσφυγας πρώτης γενιάς. Αυτό δίνει ελπίδες ότι σε άλλες ανέκδοτες ηχογραφήσεις του Καρά θα παίζει και κεμανέ, οπότε μπορεί να τον ακούσουμε σε μελλοντικές εκδόσεις από το αρχείο…
Άλλα όργανα που ακούγονται είναι λύρες Καρπάθου, Κάσου και (πιο σπάνιο) Λήμνου, μια τσαμπούνα από την Πάτμο, κρουστά και ιδιόφωνα, θρακιώτικες γκάιντες, και από κει και πέρα οι κλασικές ζυγιές ή κομπανίες της κάθε περιοχής. Ζουρνάδες και φλογέρες γιοκ.
Εκτός από τον Ε-Βασίλη, ακούγονται αυθεντικές καταγραφές και άλλων καλάντων που τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει γνωστά από επανεκτελέσεις. Μεταξυ αυτών, το ιδιόρρυθμο κάλαντο των Φώτων της Λήμνου, που σχεδόν δε μιλάει καθόλου για τα Φώτα και δε μ’ έπειθε (παίζει μάλιστα λύρα ο Νάσος Κοτσιναδέλης, γραμμένος τον καιρό που έπαιζε καλά). Ένα άλλο είναι το βαλσάκι «Αύτη είναι η ημέρα», φερόμενο ως Δωδεκανήσου, που επίσης δε μ’ έπειθε. Μ’ αυτές τις καταγραφές, ακούγοντας πώς τα λένε και πώς τα παίζουν οι ντόπιοι, πείθομαι και για τα δύο.
Αυτά. Καλά Φώτα, καλή φώτιση, κι από Δευτέρα τέρμα το Δωδεκάμερο και τα κεφάλια μέσα.
Δημήτρη, ευχαριστώ για τη μνεία του ονόματός μου στο σάιτ, αλλά γράφομαι με γιώτα!