Ας προσθέσουμε στα λήμματα και τον Πίκινο.
Πίκινος Κώστας: ιδιοκτήτης ενός κέντρου με ορχήστρα που βρισκόταν στο Θησείο, στην οδό Ακάμαντος 26.
Ήταν η περίφημη «Μπύρα του Πίκινου», εξαιρετικά δημοφιλής νυκτερινός προορισμός της εποχής με αξιόλογους μουσικούς.
Μέσα σʼ αυτή τη μπυραρία σε ηλικία 37 χρονών δολοφονήθηκε το 1931 ο Πίκινος για ασήμαντη αφορμή.
Από το Ρούκουνα περιγράφεται ως λεβεντάνθρωπος και ακέραιος χαρακτήρας, που δεν ανεχόταν παρεκτροπές μέσα στο κατάστημά του.
Ο Ρούκουνας εξιστόρησε το γεγονός στο ομώνυμο τραγούδι,
«Ο Πίκινος», που ηχογραφήθηκε το 1934 (δίσκος Parlophone Ελλάδος, B-21784)
«Ο Πίκινος»
"…Μες στο Θησείο βρε παιδιά, στου Πίκινου τη Μπύρα
γλέντησε όλος ο ντουνιάς, Περαίας και Αθήνα…»
και σε ένα δεύτερο τραγούδι, την «Μπύρα του Πίκινου» (δίσκος Οdeon Ελλάδος, G.A. 1901), το οποίο υπαρχει σε δυο επανεκτελέσεις, με τον ίδιο τον Ρούκουνα, κατά το ʼ70 και από τον Νταλάρα.
Υπάρχει ένα ακόμα τραγούδι για τον Πίκινο, από τον Κηρομύτη, γύρω στο 1960:
“Ο Πίκινος”
Μες στο Θησείο μια βραδιά με μια μεγάλη μπαμπεσιά
τον Πίκινο σκοτώσανε κι οι μάγκες πελαγώσανε…»
Εκείνη την εποχή, την ορχήστρα του μαγαζιού αυτού αποτελούσαν ο Ρούκουνας με τον Κώστα Τζόβενο στο σαντούρι και το Γιώργο Κερατζόπουλο στο βιολί.
Ο Ρούκουνας εξιστόρησε το φονικό στον Τάσο Σχορέλη και τον Μίμη Οικονομίδη.
Λέει για το γεγονός αυτό:
«…Έτσι πήγαινε το πράμα μέχρι το τέλος του 31, πάνω κάτω, σαν έγινε το μεγάλο κακό στου Πίκινου.
Η κομπανία ήμασταν ο Τζόβενος, εγώ και βιολί ο Γιώργος Κερατζόπουλος. Ο ναύτης είχε φύγει.
Έγινε, θυμάμαι, μια φασαρία με τα όργανα. Ήτονε μια παρέα και τους παίζαμε. Αυτοί θά ʽσαν 5 – 6 νομάτοι, σοβατζήδες. Παίζαμε λοιπόν και τότε ήντουσαν τα τάλιρα και τους είχαμε πάρει μέχρι 135 δραχμές όλο γαζέτα τάλιρα. Πιάσαμε από νωρίς, αλλά του Πίκινου το μαγαζί ήτονε ανοιχτό μέχρι πρωίας. Πολλές φορές 7 και 8 το πρωί και παίζαμε ακόμα. Όχι πάντα, αλλά λάχαινε. Εγώ ήμουνα, τότες, μόνος τραγουδιστής, το οποίον κουραζόμουνα τόσο πολύ. Έλεγα και εκατό μανέδες τη βραδιά, γιατί είχε πιάσει τόσο πολύ το μοτίβο αυτό.Και τότες λοιπόν, που λες, αυτή η παρέα εφόσον παίζαμε τόσες ώρες αυτουνών ζήταγε συνέχεια τραγούδια.
Αλλά κατά τις 11 με 12 άρχιζε ο κόσμος να μαζεύεται και να γεμίζει το μαγαζί.
Ε αρχίσαμε σιγά – σιγά να παίζουμε και για τους άλλους και παραπονιούνταν οι σοβατζήδες. Εκεί όμως ήσαν όλο παραγγελίες.Ο ένας ήθελε το ένα κι ο άλλος το άλλο και λέγαμε με τη σειρά. Αυτοί αρχίσανε τότες να βρίζουν και φωνάζουν το γκαρσόνι και του λένε:
-Ρε τους π…, γιατί δεν μας παίζουν εμάς; Πες του σαντουριέρη να ʽρθει κοντά μας.
Ο Δράκος όμως, το γκαρσόνι, είχε πάρει χαμπάρι έναν απʼ αυτουνούς πού ʽχε βγάλει μια σούστα γερμανική, την είχε ανοίξει και την είχε βγάλει απʼ όξω. Και πιάνει λοιπόν και του λέει του Πίκινου:
-Κώστα, αυτή η παρέα βρίζει πολύ τα όργανα κι έχουνε βγάλει κι ένα σουγιά. Μου φαίνεται πως θα γίνει φασαρία.
Πάει ο συχωρεμένος ο Πίκινος και τους λέει:
-Ε ρε παιδιά, τι συμβαίνει;
-Τίποτα, ρε Κώτσο. Να τα όργανα θέλουμε να μας παίξουνε κάνα κομματάκι γιατί τέλος πάντων είμαστε από νωρίς εδώ χάμου και δεν μπορεί να μας ρίχνουν εμάς και να παίζουν για άλλους.
Τους απαντάει:
-Όση ώρα ήσασταν σεις μόνο έπαιζαν για σας αλλά τώρα άρχισε ο κόσμος να μπουκάρει. Όλους θα κάνουν τα κέφια. Κάντε υπομονή και θα σας παίξουν. Αλλά δε μου λες εσύ, δώσε μου τον σουγιά που ʽχεις στην τσέπη σου. Για πες μου γιατί τον έχεις ανοιχτό;
-Α να κάτι φρούτα κόψαμε και τον έβαλα εκεί, του λέει αυτός.
Πήρε το λοιπόν, ο Πίκινος τον σουγιά, τον έκλεισε και τον έβαλε στο συρτάρι και του λέει του Χ/να, έτσι τον λέγανε, ότι άμα είναι ώρα να φύγει θα του τον έδινε.
Εν τέλει λοιπόν εμείς επαίζαμε. Στο μεταξύ αυτό αυτοί βρίζανε συνέχεια, ένεκα που δεν ήσαν ξηγημένοι και μάγκες.
Και ξαναφωνάζουν τον σαντουριέρη. Και άμα πήγε ο Τζόβενος κοντά τους λέει:
-Τι έγινε ρε παιδιά; Τι αγαπάτε;
Πετάχτηκε ένας και τού ʽπε μια φράση βαριά.
Τότε λοιπόν ο Τζόβενος του ʽρθε προσβλητικό αυτό το πράμα κι όπως ήταν παλικάρι και το έλεγε η καρδούλα του γυρνάει και του δίνει την απάντηση κατά πώς του ʽπρεπε.
Και τότε λοιπόν ο ψηλός από την παρέα παίρνει ένα ποτήρι και του δίνει μια κολλητή εδώ στο μάτι και του σκίζει το μάτι.
Παραπλεύρως η άλλη παρέα ήτονε κάτι χασαπάδες, λεβεντόπαιδα και σπουδαία παιδιά, με τον Παλλιγγίνη τον Κώστα που ήτονε κουμπάρος με τον Τζόβενο και μόλις είδανε τι γίνηκε πλακωθήκανε εκεί κι έγινε της κακομοίρα εκεί μέσα.
Τότε λοιπόν άρχίζει και πέφτει απάνω όλος ο κόσμος για να τους ξεχωρίζει. Βλέπει κι ο Πίκινος ότι πάνε να του χαλάσουν το μαγαζί τρέχει και λέει στους σοβατζήδες:
-Εμπρός πληρώστε το λογαριασμό και δρόμο.
Πληρώνουν το λοιπόν το λογαριασμό και ετοιμαζόντουσαν να φύγουν. Κατακαθήσανε ο κόσμος, ηρέμησαν τα πράματα, τού 'δωσε και τον σουγιά του Χατζίνα και κίνησαν να φύγουνε.
Την ώρα που φεύγανε από το περιβολάκι έρχεται ο ψηλός, να πούμε αυτός πού ʽχε κοπανήσει τον Τζόβενο και μπαίνει μέσα στη σάλα και κει που βάζανε οινόπνευμα και προσπαθούσαν να σταματήσουν το αίμα κάτι ειπώθηκε και σηκώνει ο ψηλός και του δίνει άλλες δυο μπουνιές στα μούτρα. Πετιόμαστε λοιπόν ο μάγειρας, ο Φώτης, κι εγώ τον αρπάμε, πέφτουμε στα βαρέλια, πέσανε και οι πελάτες, τον βγάζουμε στην πόρτα όξω.
Τον στραπατσάρανε για καλά.
Εν τω μεταξύ, είχαν πιάσει και τραβούσαν τους άλλους μέσα για να τους περιποιηθούνε όπως τους άξιζε, τα παλιοτόμαρα.
Τρέχει λοιπόν κι ο Πίκινος και τους λέει:
-Βρε π…, θα μου χαλάσετε το μαγαζί;
Και καθώς πάει νʼ αρπάξει να χτυπήσει έναν από δαύτους, βλέπω λοιπόν τον Πίκινο να μαζεύεται.
Βρε τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει;
-Ρε με μαχαιρώσανε.
Τι είχε γίνει: Τού ʽδωσε την μαχαιριά μέσα στα στομάχια ο Χατζίνας και τό ʽβαλε στα πόδια γιατί ήτονε ένας χαμένος μπαμπέσης και ο Πίκινος και μαχαιρωμένος θα τον έτρωγε. Αρπάζουν τον τον ψηλό, τον οποίον πέσανε οι πελάτες κοντέψανε να τον σκοτώσουν. Τέλος πάντων ήρθε η Αστυνομία, τον πήρανε τον Πίκινο, τον πήγανε στο νοσοκομείο, του κάνανε την εγχείρηση. Στις εννιά μέρες απάνου του κόψαν τα μισά ράμματα και πήγε ο αδελφός του ο Μήτσος ο Κανείς και του πήγε κοτόπουλο όπου ʽχε ποθυμήσει. Μετά όμως ποθύμησε να φουμάρει και λιγάκι. Τού ʽδωσε λοιπόν ο Κανείς ένα τσιγαριλίκι, τόνε πιάνει βήχας, σπάνε τα υπόλοιπα ράμματα, παθαίνει περιτόνιο και στις δώδεκα μέρες ο άνθρωπος πέθανε. Έτσι πήγε το παλικάρι στα 37 του χρόνια.
Σαν τούτο τον Πίκινο ούτε που θα υπάρξει τέτοιος άνθρωπος. Τέτοιο άντρα είναι δύσκολο στα χρόνια μας να βρεις. Κουβαρντάς, μπεσαλής, παλικάρι κι ας τον έφαγε ένας χαμένος. Τό ʽλεγε η ψυχή του. Εκεί να πούμε, περνούσανε οι μεγαλύτεροι νταήδες στην εποχή αυτή, μπροστά του σούζα…»
«Ένας ρεμπέτης - Κώστας Ρούκουνας, Η ζωή μου, το έργο μου», (επιμ. Κ. Χατζηδουλής), εκδ. Νεφέλη