"τσιχλίμαγκες" - "τσικλίμαγκες"

«τσιχλίμαγκες»

Φοβάμαι πως δεν το έχει πάρει καλά το αφτί του. Και στο διαδίκτυο βλέπω κάποιες αναφορές έτσι με «χ» («τσιχλίμαγκες»)

Η άποψή μου είναι πως πρόκειται για τη λέξη «τσικλίμαγκας» (με «κ» δηλαδή)

Την ακούμε και στο τραγούδι του Π. Πετσά (1961) «Τα λεφτά κάνουν τον μάγκα» (Ο τσικλίμαγκας περνάει/και κουβέντα δε χωράει κλπ)

Τη λέξη, στο υποκοριστικό «τσικλιμαγκάκι», χρησιμοποιεί σε μαρτυρία του ο Μπαγιαντέρας («Εγώ ήμoυνα 17 χρονώ παλικαράκι, τσικλιμαγκάκι. Μεταξωτά ζουναράκια βάζαμε, δεν είχαμε ξανοιχτεί ακόμα.» Σχορέλη, Ρεμπέτικη Ανθολογία Α΄, σελ. 274)

Σημασιολογικά έχω την αίσθηση ότι δεν σημαίνει τον τζάμπα μάγκα αλλά το αντίθετο (πώς λέμε «τσικ λεβέντης» δηλαδή), αλλά το πράγμα θέλει διερεύνηση.

Επίσης ίσως να ήταν σκόπιμο να μπει στο Ρεμπέτικο Γλωσσάρι.

Απαντούν και οι τύποι «τσιχλόμαγκας» και «τσιχλίμαγκας», πάντα με αρνητική έννοια όπως και στο κείμενο του Χαριτόπουλου

αλλά, και τα «τσικλίμαγκας» και «τσικλιμαγκιά» απαντούν, άλλοτε με θετική και άλλοτε με αρνητική έννοια.

Προσωπικά, δεν έχω καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα.
Οπότε, χρειάζεται διερεύνηση πριν μπουν στο γλωσσάρι.

1 «Μου αρέσει»