Στο Γλωσσάρι συναντάμε δύο λήμματα («τσαμπουκάς», «τσαμπουκαλεύομαι»)
Η πρώτη παρατήρηση είναι για το «τσαμπουκαλεύομαι»: σε ποιο ρεμπέτικο το συναντάμε, ώστε να έχουμει ξεχωριστό λήμμα;
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά το «τσαμπουκάς», όπου λείπει παράδειγμα στίχων. Υπό την έννοια λοιπόν του «φασαρίες/τραβήγματα/καταδίκες», θα πρότεινα να παρατεθούν οι στίχοι από το τραγούδι του Β. Παπάζογλου, «Σα φουμάρω τσιγαριλίκι» (1935)
Ο λουλάς κι οι μπαγλαμάδες
σε φορτώνουν τσαμπουκάδες
φούμερνε το τσιγαριλίκι
ν’ αποκτήσεις ασικλίκι.
Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί η λέξη «τσαμπουκαλής», που ακούγεται στο τραγούδι του Δ. Σέμση «Το εισπρακτοράκι» (1934):
το ‘σπρακτοράκι βρε παιδιά
είναι μαγκάκι με καρδιά
είναι σερέτης
και πολύ τσαμπουκαλής
Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί η λέξη «τσαμπουκαλίκι», που ακούγεται στο τραγούδι του Δ. Σέμση, «Είμαι μπεκρού» (1933):
Κι αν τύχει και κάνας μπελάς
μες τα σερετιλίκια
ώχου ρε Βαγγελίστρα μου
θα ιδείς τσαμπουκαλίκια
Δηλ. το λήμμα σκόπιμο είναι, νομίζω, να επιγράφεται κάπως έτσι: «Τσαμπουκάς»/ «τσαμπουκαλής»/ «τσαμπουκαλίκι» (και το «τσαμπουκαλεύομαι» να αφαιρεθεί ως ξεχωριστό λήμμα, εάν δεν το συναντάμε σε ρεμπέτικο, και ας γίνει λόγος στο παραπάνω κύριο λήμμα)
Ως προς την ετυμολογία του «τσαμπουκάς»: από το τουρκ. sabιka: «προηγούμενη καταδίκη, ποινή –ποινικό παρελθόν» (Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Ε΄ έκδοση 2019)