Τραγούδια των μειονοτήτων

Τοι Σαββάντων ο Γέργον (Γιώργος Σαββαντίδης?)

Σωστό, αυτό σημαίνει…!! Θα σε κάνουμε πόντιο και σένα!

Λογικό στα πλαίσια του ισλαμικού νόμου. Σε περιοχές που βρέθηκαν ειρηνικά εκτός ισλαμικού νόμου π.χ η Κύπρος το 1878, έγιναν και αλλαγές θρησκείας στην αντίθετη κατεύθυνση, από ισλάμ στο χριστιανισμό. Στα πλαίσια της συνθήκης της Λωζάνης κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αδιανόητο για πληθυσμό είτε στην Τουρκία, είτε στις “νέες χώρες” της Ελλάδας.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 13:04 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 12:59 —

Τα κρητικά ειδικά έχουν τεράστια και σημαντική ιστορία γραπτής λογοτεχνίας, τα κυπριακά επίσης κλπ. Το σημαντικό είναι ότι καταγράφεται η σημερινή αστική μορφή της διαλέκτου, ότι ξεφεύγουμε από τα στενά όρια στα οποία η χρήση της διαλέκτου ήταν αποδεκτή στο γραπτό λόγο στο πρόσφατο παρελθόν (λαϊκή ποίηση, σκετς κλπ)

Αφού μιλήσαμε για Ποντίους, Ποντιόφωνους της Τουρκίας, Τουρκόφωνους Έλληνες, Πομάκους, Σλαβόφωνους Έλληνες κλπ., ας αναφέρουμε και μια άλλη όχι πολύ γνωστή γλωσσική μειονότητα: τους Έλληνες της Αζοφικής (περιοχή Μαριούπολης, Ουκρανία).
Σύμφωνα με τα τελευταία που είχα διαβάσει, πριν καμιά δεκαριά χρόνια, πρόκειται για ένα πληθυσμό αμφίβολης καταγωγής. Η ιστορία τους χάνεται σε βάθος λίγων αιώνων. Πάντως δεν έχουν καμία σχέση με τους Ποντίους της πρ. ΕΣΣΔ. Μιλούν μια ελληνική διάλεκτο που έχει κάποια σημεία ομοιότητας με τα Ποντιακά αλλά όχι ιδιαίτερα στενή συγγένεια μαζί τους. Στοιχεία για την ιστορία τους, τη γλώσσα τους και την παραδοσιακή τους μουσική υπάρχουν στα “Μαριουπολίτικα” του Αλεξάνδρου Ashla (βιβλίο + σιντί με καταγραφές μουσικής και προφορικού λόγου).

Μερικά για τους ίδιους (επίσκεψη μιας εφημερίδας σ’ ένα από τα χωριά), για τη γλώσσα τους (Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα) κι ένα από τα ελάχιστα δείγματα, στο ΥΤ, μουσικής που στηρίζεται στη λαϊκή τους παράδοση, με σαφώς όμως έντεχνη απόδοση.

Πρέπει να πω με έκπληξη ότι είναι πρώτη φορά που το ΥΤ με απογοητεύει. Αυτά τα χωριά έχουν και πραγματικά λαϊκή μουσική, η οποία δεν ξέρω αν είναι ζωντανή σήμερα αλλά σαφώς έχει προλάβει να καταγραφεί, έστω δειγματοληπτικά, κι όμως δεν μπόρεσα να εντοπίσω τίποτε στο ΥΤ.


Η τελευταία παράγραφος του emc παραπάνω προφανώς και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.

Συγχωρήστε μου μία παρένθεση.

Παρατήρησα ότι υπάρχει μια τάση, όποτε αμφισβητείται η παλαιότητα μιας διαλέκτου, αυτό να ηχεί δυσάρεστα σε όσους κατάγονται από την αντίστοιχη περιοχή. Επειδή αυτό το μοτίβο επανέρχεται τακτικά, θα ήθελα να κάνω μία διευκρίνιση για να μην υπάρχουν δυσάρεστες παρεξηγήσεις. Είναι off-topic αλλά πιθανώς χρήσιμη για τη γαλήνη του φόρουμ.

Όσοι έχουμε έστω και μια ελάχιστη επαφή* με τα αρχαία ελληνικά, μέσω σχολικών αναμνήσεων π.χ., εντυπωσιαζόμαστε όταν σε κάποια διάλεκτο συναντάμε κάποιον αρχαϊσμό που διατηρήθηκε αυτούσιος. Για παράδειγμα, τις 12νησιακές καταλήξεις σε -ουσι (παίζουσι, γράφουσι κλπ.), ή το ποντιακό -ε αντί -η (ο Γιάννες, η νύφε) που αντιστοιχεί στην αρχαία προφορά του ήτα.
Δεν εντυπωσιαζόμαστε όμως καθόλου όταν αντίστοιχα επιβιώματα βρίσκουμε στην κοινή νεοελληνική: απλές και βασικές λέξεις όπως εγώ, έχω, μητέρα, γη, λόγος, πού, πότε, και, δεν έχουν αλλάξει ούτε μία τρίχα από την αρχαιότητα.
Είναι σαν να θεωρούμε ότι το 12νησιακό έχουσι είναι πιο αρχαίο από το πανελλήνιο έχω.
Κι όμως, είναι προφανές ότι είναι εξίσου αρχαία και τα δύο. Πιστεύω ότι όσοι δεν το συνειδητοποιούν είναι απλώς επειδή δεν έτυχε να αναρωτηθούν. Απλώς το έχουσι εντυπωσιάζει, επειδή ακριβώς οι πιο πολλοί δεν το λέμε.

Όλο το παραπάνω δεν απορρίπτει -ούτε και προσπαθεί άλλωστε- την αρχαϊκότητα οποιασδήποτε διαλέκτου. Είναι όλες παλαιότατης αρχής, όχι όμως λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους αλλά, κυριότατα, λόγω των κοινών πανελλήνιων στοιχείων τους.


*Στην Κάρπαθο, όπου ήμουν φιλόλογος, τα παιδιά σε ηλικία Α΄ Γυμνασίου, δηλαδή πριν μάθουν αρχαία, έχουν συνήθως εσωτερικεύσει απόλυτα την όλη μυθολογία για το πόσο ξεχωριστό, παραδοσιακό και αρχαιοβυζαντινό είναι το νησί τους. Τα πιο πολλά δε λένε πια έχουσι. Το λέει όμως η γιαγιά τους. Τα ίδια το θεωρούν χωριατιά και αμορφωσιά. Μέχρι τη μέρα που κάνουμε το λύω στην τάξη και ξαφνικά συνειδητοποιούν γιατί το λέει έτσι η γιαγιά τους. Τη φλασιά που τρώνε εκείνη τη στιγμή, πολλοί άνθρωποι (ασφαλώς όχι μόνο Καρπάθιοι), σε οποιαδήποτε ηλικία και με οσηδήποτε μόρφωση, δεν την ξεπερνούν ποτέ.

Σχετικά με τη σλαβοφωνία και γενικότερα την πολυγλωσσία στη Μακεδονία, αλλά και το πόσο σχετική είναι η σύνδεση της γλώσσας με την εθνότητα ή την εθνικότητα, διάβασα μια ενδιαφέρουσα εργασία σχετικά μ’ ένα χωριό της Θεσσαλονίκης.

Το χωριό κατοικείται από έναν ενιαίο ομοιογενή πληθυσμό, χωρίς πρόσφυγες ή άλλους πέρα από τους παλιούς ντόπιους. Αυτοί είναι κατά βάσιν ελληνόφωνοι. Μέσα στην κουβέντα τους όμως ανακατεύουν και πολλά στοιχεία από δύο άλλες γλώσσες: τα τούρκικα και μία που οι ίδιοι ονομάζουν βουλγάρικα. Ο συγγραφέας κρατάει μια απόσταση από την τελευταία αυτή ονομασία.
Φυσικά όλοι οι έλληνες ανακατεύουμε λέξεις ξένης προέλευσης στην ομιλία μας. Εδώ όμως είναι λίγο πιο ειδική περίπτωση: αφενός, δεν είναι μόνο λέξεις αλλά ολόκληρες προτάσεις (με κανονική χρήση της σύνταξης και της γραμματικής) των δύο άλλων γλωσσών και ιδίως της “βουλγάρικης”. Αφετέρου, αυτά τα δάνεια αυξάνονται όταν ο λόγος τους γίνεται πιο συναισθηματικός, πιο οικείος, όταν αστειεύονται, κλπ. (Δικό μου σχόλιο: Εδώ μπορεί να γίνει μία παραβολή με το πώς και στην κοινή νεοελληνική πολλά τούρκικα δάνεια έχουν συναισθηματικά διαφορετικό περιεχόμενο από τα ελληνικά συνώνυμά τους: άλλο τοίχος κι άλλο ντουβάρι, άλλο είδηση κι άλλο χαμπέρι, άλλο καπνός κι άλλο ντουμάνι, άλλο φόρος κι άλλο χαράτσι, άλλο φιλοδώρημα κι άλλο μπαξίσι…)
Υπάρχουν λοιπόν οι ενδείξεις ότι τα τούρκικα και τα βουλγάρικα είναι ή ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστά στους ντόπιους, όχι μόνο ως λέξεις αλλά ως ολοκληρωμένοι γλωσσικοί μηχανισμοί. Στην πορεία της έρευνας ο συγγραφέας ανακαλύπτει ότι τα “βουλγάρικα” τα θεωρούν “τη δική τους γλώσσα”. Ωστόσο δεν αναφέρει πουθενά να άκουσε να μιλάνε όντως στα “βουλγάρικα”. Πάντως μετά από καλή γνωριμία με τους ντόπιους, εκείνοι του είπαν: «εντάξει, βουλγάρικα τα λέμε αλλά δεν είναι κανονικά βουλγάρικα. Όταν πήγα στη Βουλγαρία μπορούσα να συνεννοηθώ αλλά δεν ήταν ακριβώς όπως τα δικά μας.» Πάντως ο συγγραφέας τα τοποθετεί πιο κοντά στα επίσημα βουλγάρικα παρά στα επίσημα σλαβομακεδόνικα της ΠΓΔΜ.

Το πιο ενδιαφέρον είναι όταν φτάνει σε πιο παλιές εποχές:

Μέχρι την Ανταλλαγή το 1/5 περίπου του χωριού ήταν Μουσουλμάνοι και οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι. Οι Μουσουλμάνοι είχαν πρώτη γλώσσα τα τούρκικα. Και οι δύο θρησκ. ομάδες χωρίζονταν σε φτωχούς (αγρότες) και πλούσιους (εμπόρους και γαιοκτήμονες). Μεταξύ των πλούσιων Χριστιανών, εκτός από ντόπιους, υπήρχαν και μερικοί Βλάχοι (οι οποίοι, αφήνεται να εννοηθεί, πλέον σήμερα έχουν αφομοιωθεί). Οι Βλάχοι είχαν πρώτη γλώσσα βεβαίως τα βλάχικα. Οι υπόλοιποι είχαν πρώτη γλώσσα τα βουλγάρικα. Επίσης όλοι μίλαγαν και ελληνικά, καθώς και τούρκικα.
Σταδιακά οι Βλάχοι άρχισαν να δίνουν την πρώτη θέση στην ελληνική γλώσσα. Καθώς όλοι οι Βλάχοι ανήκαν στην ανώτερη τάξη, τα ελληνικά έγιναν σύμβολο κοινωνικού στάτους. Το παράδειγμα των Βλάχων ακολούθησαν και οι πλούσιοι ντόπιοι ορθόδοξοι (και μουσουλμάνοι; αυτό δε διευκρινίζεται) αλλά και οι φτωχοί. Στο σχολείο, ελληνικό προφανώς, πήγαιναν μόνο τα παιδιά των ανώτερων τάξεων. Ο εκκλησιασμός γινόταν για όλους τους ορθοδόξους στα αρχαία ελληνικά.
Συνυπάρχουν λοιπόν τέσσερις γλώσσες, που καταμερίζονται όχι από το ποιοι τις μιλούν (άκρες μέσες όλοι μιλούν απ’ όλα, εκτός ίσως από τα βλάχικα) αλλά από το πότε και σε ποιες συνθήκες τις μιλούν: οι ορθόδοξοι αγρότες μιλάνε “βουλγάρικα” μεταξύ τους στο σπίτι και στη γειτονιά, τούρκικα με τους Τούρκους γειτόνους, ελληνικά με το αφεντικό. Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχει τεθεί το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, εκτός από τους Βλάχους που προηγούνται των εξελίξεων. Οι Βλάχοι αυτοπροσδιορίζονται ένθερμα ως Έλληνες.
Όταν το ζήτημα φτάνει και στις αγροτικές τάξεις, αυτές εκτίθενται σε δύο εθνικές ιδεολογίες που η καθεμία τους διεκδικεί για πάρτη της, την ελληνική και τη βουλγάρικη. Εκεί είναι και πάλι χαρακτηριστικό ότι η βουλγαρική προπαγάνδα, αντί να πατήσει σε ερείσματα εθνικά, εδαφικά, εκκλησιαστικής διαίρεσης (Πατριαρχείο - Εξαρχία) ή άλλα που θα θεωρούσαμε πιο αναμενόμενα, χτύπησε στο σημείο της κοινωνικής ανισότητας: ότι οι φτωχοί πρέπει να ενωθούν για να διεκδικήσουν τα δίκια τους από τους πλούσιους, και με ποιον θα ενωθούν; με τους “υπόλοιπους Βουλγάρους”.
Φτάνοντας μέχρι τη δική μας εποχή, η μεν ελληνική συνείδηση έχει εδραιωθεί απόλυτα, η δε ελληνική γλώσσα έχει κυριαρχήσει έναντι των άλλων όχι εξαφανίζοντάς τες αλλά περιορίζοντάς τες σε ειδική χρήση, η οποία και πάλι δε συνδέεται με κάποια πληθυσμιακή ομάδα αλλά με περιστάσεις και συναισθηματικά συμφραζόμενα.

Δεδομένου ότι πολλά στοιχεία από το όχι και πολύ βαθύ παρελθόν βρίσκονται στο ημίφως, αλλοιωμένα στις μεν επίσημες πηγές λόγω προπαγάνδας, στη δε μνήμη των ντόπιων λόγω της τελείως διαφορετικής οπτικής γωνίας που έχουν σήμερα, ο συγγραφέας είναι πολύ επιφυλακτικός στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Ωστόσο ένα προφανές συμπέρασμα, για να καταλήξω επιτέλους στη δική μας συζήτηση, είναι ότι οι εκ των υστέρων απλουστεύσεις του τύπου “οι Χ μιλούν Χ, οι Ψ μιλούν Ψ” απέχουν από την πραγματικότητα ακόμη περισσότερο απ’ όσο είχαμε ήδη συμφωνήσει εδώ!

Το γαλλικό όνομα της φρουτοσαλάτας (macedoine de fruits) έχει ήδη αναφερθεί εδώ και δεν είναι βεβαίως καθόλου τυχαία η επιλογή αυτού του ονόματος για ένα επιδόρπιο που επινοήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα (μάλλον στην εποχή των βαλκανικών πολέμων, κατά τη δική μου υποψία). Απηχεί την πρόσληψη των Ευρωπαίων για μία ιδιομορφία της περιοχής αυτής της βαλκανικής χερσονήσου, όπου σωστά εμπλέκονται και γλώσσα, και θρησκεία και φυλετική καταγωγή. Άλλο τόσο δεν είναι τυχαία η επιλογή του (θετικά φορτισμένου!) αυτοπροσδιορισμού “Βλάχος” για τους γηγενείς κατοίκους της αστικής περιοχής γύρω απ’ τη Θεσσαλονίκη, από την εποχή που στον πληθυσμό της προστέθηκαν σε σεβαστό ποσοστό και Πόντιοι πρόσφυγες. Η αποφυγή ενός αυτοπροσδιορισμού που θα βασιζόταν στο “Βούλγαρος” σχετίζεται βέβαια με τη διαμάχη γύρω από το σχετικό λήμμα στο λεξικό του Μπαμπινιώτη, που εμπλέκει τα “ποδοσφαιρικά μας ήθη”, αλλά και με αυτό που ο συγγραφέας που επικαλείται ο Περικλής διείδε, την πρώιμη δηλαδή ελληνοφώνηση των γηγενών βλάχων. Χρήσιμο θα ήταν να μάθουμε και το όνομα του χωριού, όπως και τα στοιχεία της έρευνας (Περικλή, έχεις κάποιο λόγο που δεν τα αναφέρεις;).

Περικλή, εδώ είναι ένα άρθρο (πάλι στα αγγλικά, σόρρυ!) που επιβεβαιώνει αυτά που λες και δίνει πολλά ιστορικά στοιχεία. Το σχετικό κομμάτι αρχίζει από τη σελίδα 60:

Όπως φαίνεται από το μικρόκοσμο του χωριού που περιγράφεται στην εργασία, τα ελληνικά ήταν η lingua franca των εμπόρων και των ανώτερων τάξεων γενικά, άσχετα από την εθνική τους προέλευση (Βλάχοι, Έλληνες, Σλαβομακεδόνοι κ.τ.λ.). Το άρθρο έχει και μαρτυρίες για την εθνική και γλωσσική “φρουτοσαλάτα” της Μακεδονίας, όπως η ακόλουθη από την περιηγήτρια Lucy Garnett:

A Greek-speaking community may prove to be Wallachian, Albanian or even Bulgarian, and the inhabitants of a Slav-speaking village may claim to be of Greek origin. …all these various ethnical elements are, in many country districts of Macedonia, as well as in the towns, so hopelessly fused and intermingled.

Έγραψες:

Αφετέρου, αυτά τα δάνεια αυξάνονται όταν ο λόγος τους γίνεται πιο συναισθηματικός, πιο οικείος, όταν αστειεύονται, κλπ.

Αυτό το έχω παρατηρήσει και στους Ποντίους της δεύτερης και τρίτης γενιάς που δεν μιλάνε ποντιακά μεταξύ τους…όταν λένε ανέκδοτα ή οικογενειακές ιστορίες, βάζουν λέξεις και εκφράσεις στα ποντιακά. Άλλες φορές τα χρησιμοποιούν συνθηματικά ή για λόγους ευφημισμού (έτσι έμαθα και εγώ το “τσιλντεύω”:089:!). Το ίδιο συμβαίνει μάλλον και στις άλλες γλωσσικές κοινότητες της Ελλάδας, π.χ. στους Βλαχόφωνους. Βέβαια, τα ποντιακά είναι μια διάλεκτος της ελληνικής, αλλά νομίζω ότι ο ίδιος μηχανισμός ισχύει και για την ποντιακή διάλεκτο.

Εύα