Τη λέξη «καράρι» σε τραγούδι τη συναντάμε νομίζω μόνο στο “Τι σε μέλλει εσένανε” ή “Το σαλβάρι” και έχει διευκρινιστεί στο Γλωσσάρι.
Οι ερμηνείες που βρίσκω γι ‘ αυτή την τουρκ. προέλευσης λέξη είναι:
«ταιριαστό, πρέπον, κανονικό, επιλογή, απόφαση, δόση, αναλογία, μέτρο, θέση»
όπου κοίταξα, σε όποιο διαθέσιμο λεξικό έχω στη διάθεσή μου.
Ο Σ. Προκοπίου στο «Σεργιάνι στην παλιά Σμύρνη», στη β’ έκδοση, το 1949, στη σελ. 39 αναφέρει και τη λέξη αυτή σε ένα από τα έμμετρα αφηγήματά του:
«…τεχνίτες οι φουρνάρηδες σε κάθε μαχαλά
ψήνουνε στο καράρι τως τ’ αφράτα ζυμωτά.
φούρνοι μ’ ονόματα παλιά, γνωστοί πέρα και πέρα…»
Η ερώτηση δεν αφορά στο Γλωσσάρι, δεν θα προστεθεί η όποια νέα ερμηνεία προκύψει από αυτό το στιχούργημα, αφού δεν αφορά σε τραγούδι.
Θα ήθελα όμως τη γνώμη σας: ποια από αυτές τις έννοιες που παρέθεσα ή ποια άλλη θα ταίριαζε νοηματικά, στους στίχους αυτούς;