Το καράρι, σε άλλο στιχούργημα

Τη λέξη «καράρι» σε τραγούδι τη συναντάμε νομίζω μόνο στο “Τι σε μέλλει εσένανε” ή “Το σαλβάρι” και έχει διευκρινιστεί στο Γλωσσάρι.

Οι ερμηνείες που βρίσκω γι ‘ αυτή την τουρκ. προέλευσης λέξη είναι:
«ταιριαστό, πρέπον, κανονικό, επιλογή, απόφαση, δόση, αναλογία, μέτρο, θέση»
όπου κοίταξα, σε όποιο διαθέσιμο λεξικό έχω στη διάθεσή μου.

Ο Σ. Προκοπίου στο «Σεργιάνι στην παλιά Σμύρνη», στη β’ έκδοση, το 1949, στη σελ. 39 αναφέρει και τη λέξη αυτή σε ένα από τα έμμετρα αφηγήματά του:

«…τεχνίτες οι φουρνάρηδες σε κάθε μαχαλά
ψήνουνε στο καράρι τως τ’ αφράτα ζυμωτά.
φούρνοι μ’ ονόματα παλιά, γνωστοί πέρα και πέρα…»

Η ερώτηση δεν αφορά στο Γλωσσάρι, δεν θα προστεθεί η όποια νέα ερμηνεία προκύψει από αυτό το στιχούργημα, αφού δεν αφορά σε τραγούδι.
Θα ήθελα όμως τη γνώμη σας: ποια από αυτές τις έννοιες που παρέθεσα ή ποια άλλη θα ταίριαζε νοηματικά, στους στίχους αυτούς;

2 «Μου αρέσει»

Συναντάμε την λέξη και στο “Σαλβάρι” με τον Στέφανο Βέζο:

2 «Μου αρέσει»

“Για στενό μου, για φαρδύ μου, για στα μέτρα μου”.
Εγώ αυτή την έννοια καταλαβαίνω.
Και για τα ψωμιά, λογικά σημαίνει όσο πρέπει, όσο χρειάζεται.
Και βρήκα και αυτό:
" 1. καράρι

Καράρι σημαίνει δόση, αναλογία, όριο· και ειδικότερα σημαίνει τη σωστή δόση, την κανονική ποσότητα, το ταιριαστό, το πρέπον. Δάνειο από το τουρκικό karar, που έχει περισσότερες σημασίες, όπως απόφαση (και στη δικαστική ορολογία). Η λ. λέγεται ή λεγόταν σε Μικρασία, Κρήτη, Λέσβο, Κύπρο.

Προκειμένου για ρούχα, έρχονται καράρι σημαίνει ακριβώς στα σωστά μέτρα, π.χ. «Λούστηκε, ξυρίστηκε, φόρεσε ρούχα που του ’ρθαν καράρι» λέει για έναν φυγάδα η Ιφιγένεια Χρυσοχόου στην Πυρπολημένη γη. Ένας Μυτιληνιός θυμάται τη δουλειά στο λιοτρίβι όταν έπρεπε να ξυπνήσουν χαράματα: «Στη μία να σηκωθούμε ήταν το καράρι», το κανονικό δηλαδή. «Στις δύο άμα σηκωνόμασταν λέγαμε μας πλάκωσε το πάπλωμα».

Όμως, αν ακούγεται ακόμα το καράρι, είναι κυρίως χάρη στο γνωστό σμυρνέικο Το σαλβάρι με τη στροφή: «Και τι σε μέλλει εσένανε για το σαλβάρι μου / γιά [= ή] στενό μου γιά φαρδύ μου γιά καράρι μου» –τι σε νοιάζει αν μου έρχεται κοντό, μακρύ ή ακριβώς;
Πηγή: Είκοσι λεσβιακές λέξεις -που όμως ακούγονται και αλλού - Μυτιληνιά Διάλεκτος

Και βρήκα και αυτό το κρητικό τετράστιχο:
" Αγάπη μου δε σ’εύρηκα
Ποτέ σ’ένα καράρι
Άλλα μου λες η το πρωί
Κι άλλα μου λες το βράδυ".

Και εδώ χιώτικη απόδοση:
"Γιατί άμα λέμε τυρόπιτες βάλε με το νου σου ένα βουνό στον μεγάλο τον ταβά. Γιατί και φτωχοί που ηκαταντήσανε τα μπερεκέτια τσ Ανατολής ήτονε η ευκή κι η στάση ζωής τους. Μήτε να τος λειφτεί, μήτε να ρτει καράρι, κάλλιο να περίσσευγε. Και το πρώτο μοιράδι ήτανε των μοναχών και των πικραμένων. "
Πηγή:Οι τυρόπιτες τση Τσικνοπέφτης (μικρασιάτικη συνταγή), από το Γαστρονόμο - Chios News

2 «Μου αρέσει»

H ερμηνεία του λήμματος karar (ουσιαστικό) στο δικό μου λεξικό (έκδοση κέντρου ανατολικών γλωσσών και πολιτισμού, Αθήνα 2000:

  1. απόφαση, απόφανση, βουλή, πράξη, απαγγελία αποφάσεως 2. σταθερότητα, ισορροπία 3. συμπερασματικός

Νομίζω λοιπόν ότι, ενώ βεβαίως σωστές είνοι και οι ερμηνείες που μπήκαν στο γλωσσάρι, δεν θα έπρεπε να αφήσουμε απ’ έξω την ερμηνεία απόφαση.

1 «Μου αρέσει»

Στο μεταξύ, βρήκα και μια άλλη ερμηνεία της λ. καράρι, σε μια ιστοσελίδα με τίτλο:
«Ασχολίες κατοίκων παλιάς εποχής», όπου η φράση έχει περίπου το νόημα που προαναφέρθηκε, “ταιριαστά” κ.λπ.

Από τέτοιες έννοιες νομίζω θα μπορούσε εύκολα να σημαίνει «φόρμα» στον Προκοπίου.

Σε αυτή την περίπτωση πάντως καράρι σημαίνει θέση. Οπότε θα μπορούσε να ταιριάζει με τον Προκοπίου με την λογική ότι ψήνανε στα μαγαζιά τους.
" Νωρίς την Καλή Βραδιά (έτσι ονόμαζαν σχεδόν όλοι οι Ερυθραιώτες το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς), οι κεράδες ηκουσουμέρνανε (διεύθυναν) με ρέγουλο το σπίτι κι ούλα τα κουλαντρίζανε (χειρίζονταν), άστε νά ‘ρτουνε στο καράρι (θέση) ντως. Αποσπερού (αποβραδίς) οι άντροι στις καφενέδες ηγλέπανε τη σόρτη (τύχη) ντως στο κουμάρι (χαρτιά), στα ζάρια για (ή) στα κότσια.
Πηγή: K.E.M.M.E: Η ερυθραιώτικη Πρωτοχρονιά

1 «Μου αρέσει»

=ψήνουνε μαστόρικα

Κύπρια φίλη με πληροφόρησε πως τη φράση: “στο καράρι τους” τη χρησιμοποιούν, με την έννοια “καθώς πρέπει”/ “όπως αρμόζει”.
Οι Κύπριοι του φόρουμ, συμφωνείτε;

Δεν είναι λογικό να ψάχνουμε στα τούρκικα λεξικά τη σημασία της τούρκικης λέξης, όταν μας ενδιαφέρει η ελληνική. Το ότι η ελληνική προέρχεται από την τούρκικη δεν αποτελεί ούτε στο ελάχιστο εγγύηση ότι θα σημαίνει και το ίδιο.

Η ακριβής σημασία της αρχικής λέξης από την οποία προέρχεται η κάθε δάνεια ελληνική μπορεί να προστίθεται σαν εξτραδάκι, αν κριθεί σκόπιμο, στα ετυμολογικά (δηλαδή: σημαίνει «…» και προέρχεται από το τούρκικο «…» που σημαίνει «…»)

Το ότι μια λέξη που προκύπτει σε μια γλώσσα ως «δάνειο» από άλλη γλώσσα, μπορεί να διαφοροποιήσει την / τις σημασία / -ες της στην καινούργια της θέση, είναι βεβαίως και πασίγνωστο και αναμενόμενο σε πάρα πολλές περιπτώσεις.

Βεβαίως, όταν αναζητούμε την ετυμολογία ελληνικής λέξης που υποπτευόμαστε ότι προέρχεται από ελληνοποίηση ξένης λέξης, σε πρώτη ζήτηση μας ενδιαφέρει το από πού προήλθε και πράγματι, αυτό είναι το κύριό μας ερευνητικό σημείο. Είναι όμως σαφέστατα αναπόφευκτο και σίγουρα όχι παράλογο να αναζητήσουμε και την έννοια της λέξης στη γλώσσα απ’ την οποία τη δανείστηκε η Ελληνική. Οπότε ναι, χρήσιμο νομίζω είναι να αναφέρεται στο γλωσσάρι μας και η (αρχική) σημασία / -ες της ξένης λέξης.

Και ως μη Κύπριος θα συμφωνούσα ότι π.χ. “τα έχω όλα στο καράρι=τα έχω όλα στο εντάξει”

1 «Μου αρέσει»

Όταν αναζητούμε την ετυμολογία, ναι. Γι’ αυτό έκανα και τον διαχωρισμό. Όταν όμως αναζητούμε τη σημασία, που είναι το κύριο μέρος του κάθε λήμματος, πρέπει να είναι σαφής ο διαχωρισμός ανάμεσα στη σημασία της ελληνικής και σ’ εκείνην της αρχικής λέξης.

1 «Μου αρέσει»

Δεν έχω πρόχειρο τον Γιαγκουλλή οπότε καταφεύγω στα διαδικτυακά:
Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καράριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το μερίδιο. 2. το πλαίσιο. 3. η ετυμηγορία. 4. το κριτήριο.

Καράριν (τουρκ. karar): συμφωνία, κανονικό όριο, αναλογία

[Κ. Γιαγκουλλής (1997), Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός της κυπριακής διαλέκτου]

1 «Μου αρέσει»

Μισό λεπτό. Ο κλασικός στίχος «τι σε μέλει εσένανε για το σαλβάρι μου / γιά κοντό μου, γιά μακρύ μου, γιά καράρι μου» είναι από το Τι σε μέλει εσένανε, του οποίου μια ηχογράφηση εμφανίζεται με δισκογραφικό τίτλο «Το σαλβάρι». (βλ. #2 - δεν το ήξερα).

Το Σαλβάρι του Κιόρογλου είναι άλλο τραγούδι, και νομίζω ότι επίσης κυκλοφορεί και ως σκέτο Σαλβάρι. Αλλά υπάρχει κι εκεί στίχος με τη λέξη καράρι; Ή απλώς μπερδέψαμε τα δύο Σαλβάρια;

Αν υπάρχει μία μοναδική εμφάνιση της λέξης σε τραγούδι ρεμπέτικου ενδιαφέροντος, τότε η σημασία της έχει καλυφθεί επαρκέστατα. Ας μην απλωθούμε μέχρι την κυπριακή έκφραση.

Διευκρίνισα από την αρχή:

Αντιγράφω από το Γλωσσάρι:

καράρι (το)

η κανονική ποσότητα, η σωστή δόση και αναλογία, το ταιριαστό, το πρέπον, το κανονικό.
Όταν πρόκειται για ρούχα, η έννοια είναι «το ταιριαστό νούμερο».

Ακούγεται στο παραδοσιακό Σμύρνης “Τι σε μέλλει εσένανε” ή “Το σαλβάρι”
Με ερμηνεύτρια το Ρόζα Εσκενάζυ

"…Τι σε μέλλει εσένανε το σαλβάρι μου
για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου…"

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. karar=απόφαση]

Νομίζω πως δεν χρειάζεται καμιά επιπλέον προσθήκη.

Η συζήτηση που γίνεται σ’ αυτό το νήμα αφορά τη λ. «καράρι» όπως εμφανίζεται συγκεκριμένα στο στιχούργημα του Προκοπίου: ποιες από τις γνωστές σημασίες της λέξης αποδίδουν εδώ το νόημα.

Και νομίζω πως απαντήθηκε το ερώτημα.

Τι σε μέλει εσένανε το σαλβάρι μου
για μακρύ μοτ, για κοντό μου, για καράρι μοu

Ναι φίλε μου, σε τι ακριβώς μου απαντάς;