Επισης μια γλωσσικη παρακληση, γνωριζει κανεις το νοημα του στιχου: “της θαλασσας κρατω κακια του βαποριου αμαχη” απο το τραγουδι του κατσαρου “και γιατι δε μας το λες”,τι σημαινει η αμαχη του βαποριου;Ευχαριστω τους φιλους του φορουμ για την οποια προθυμια.Χρηστος
Το συγκεκριμένο μήνυμα είχε ποσταριστεί σε λάθος θέμα και “χάθηκε”. Ελπίζω να μπορεί κάποιος να βοηθήσει τώρα
το εξηγεί ακριβώς στο επόμενο στίχο που συμπληρώνει το δίστιχο: που πήρε την αγάπη μου και την εχαίροντ’άλλοι. δηλαδή τα βάζει με την θάλασσα και το καράβι, που ξενιτεύτηκε η αγαπημένη του.
Αμάχη = έντονη αντίθεση ανάμεσα σε πρόσωπα ή ομάδες που διεκδικούν κάποιο αντικείμενο, δικαίωμα κτλ. ή έχουν διαφορετικές απόψεις για ορισμένο θέμα *(οι δυο οικογένειες βρίσκονται σε μεγάλη αμάχη για κληρονομικές διαφορές)
Οπότε σε συνδυασμό με το παραπάνω μήνυμα του Νίκου, νομίζω απαντήθηκε το ερώτημά σου…
Με την ευκαιρία, να περιγράψω και ένα μικρό στιγμιότυπο από ένα σιφνέικο γλέντι. Σε πανηγύρι, τέλη της δεκαετίας του 80, παίζει ο Γιάννης Κόμης- Νόνικος βιολί και ο Λευτέρης Λουκατάρης λαούτο. Σε κάποια στιγμή παίζουν και το συγκεκριμένο. Ο Νόνικος αρχικά, λέει, πάνω στο σκοπό αυτό, το δίστιχο “τίποτα δεν απόκτησα τα χρόνια τα δικά μου κλπ” και μετά ο Λευτέρης πιάνει το “της θάλασσας κρατώ κακιά”. Στο σημείο που πρέπει να ειπωθεί το “του βαποριού αμάχη” κάποιος από την παρέα, σίγουρος για τον εαυτό του, λέει "του βαποριού καμάρι ". Αμέσως, ο Νόνικος και ο Λευτέρης διορθώνουν: “αμάχη!”
Δεν θέλει και πολύ να γίνει διαστρέβλωση των λέξεων και μετά άντε να το συμμαζέψεις.
Κρατώ κακία για τη θάλασσα και μάχη (με ευφωνικό α) για το βαπόρι. Αλλά προσοχή:
Της θάλασσας κρατώ κακιά, του βαποριού ν΄ αμάχη.
Ευαίσθητος ο λαϊκός στιχοπλόκος στη χασμωδία, έτσι λέγεται η επάλληλη εκφορά δύο φωνηέντων χωρίς σύμφωνο ανάμεσά τους, που δεν άρεσε. Εκατοντάδες παρεμφερή παραδείγματα και σε δημοτικά τραγούδια (Εεεε, ν’ ο κυρ Βοριάς παρήγγειλε ν’ ούλω τω γκαραβιώνε) αλλά και στην εκκλησιαστική μουσική.
(πάντως ο Κατσαρός δεν σέβεται αυτόν τον κανόνα, παρά μόνο στο σημείο …κακιά, ν’ αμάν αμαν αμαν και αυτό μόνο την πρώτη φορά)
…τέλος πάντων, εγώ δε συμφωνώ εδωπέρα. Έτσι το είπε ο Κατσαρός (και όχι ο στιχοπλόκος), επειδή μπορούσε. Αν αρχίσουμε να το λέμε έτσι όλοι επειδή έτσι το είπε ο Κατσαρός, είναι διαστρέβλωση.
Κατά τα άλλα, η λέξη είναι ακριβώς έτσι όπως την εξήγησαν οι προηγούμενοι, ο δε στίχος ολόκληρος εφαρμόζει μια παμπάλαιη πρακτική του δημοτικού τραγουδιού όπου τα δύο μισά του 15σύλλαβου λένε το ίδιο πράγμα με ελαφρώς διαφορετική διατύπωση:
και παίρνω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια…
ανάθεμά σε Κωσταντή και μυθριανάθεμά σε…
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω
ώρα καλή σου λυγερή, ώρα καλή σου κόρη…
Έτσι και:
[τα 'χω βάλει με τη θάλασσα] - [τα 'χω βάλει με το βαπόρι]
Πιστεύω ότι κανονικά ο δεύτερος στίχος πρέπει να ήταν «που πήρε την αγάπη μου και μ’ άφησε μονάχη». Βγάζει πολύ καλύτερη ρίμα, αλλά και πολύ καλύτερο νόημα, γιατί οι άντρες ήταν που ξενιτεύονταν και οι γυναίκες έμεναν πίσω μονάχες. Βέβαια στην εποχή του Κατσαρού γινόταν πια και το αντίστροφο («Νύφες»!! - Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική…), οπότε έγινε και μια παραλλαγή του διστίχου για άντρα αφηγητή και γυναίκα ξενιτεμένη.
Και επίσης, στην εποχή του Κατσαρού υπήρχαν και βαπόρια, σ’ όλες τις παλιότερες μόνο καράβια.
Συνήθως (σε αρκετά παλαιότερες βέβαια εποχές), κάποιος που τραγούδαγε ένα τραγούδι πρώτος απ’ όλους, ήταν Ο στιχοπλόκος του. Οι επόμενοι, λιμάριζαν και γυάλιζαν κι αυτοί ό,τι μπορούσαν, κρατώντας αυτά που άκουσαν, όχι γιατί δεν τους άρεσαν οι χασμωδίες αλλά «γιατί έτσι το λένε». Ο Κατσαρός, ειδικά στο αμερικάνικο περιβάλλον, ένοιωθε ότι είχε ξεφύγει από την εποχή του «έτσι το λένε» και αυτό, φάνηκε.
Η τεχνική που παρουσιάζεις, Περικλή, έχει δύο παρακλάδια: Επίταση δια της επανάληψης (και βουνά, και κορφοβούνια, ανάθεμα και μυριανάθεμα κλπ.) αλλά και διεύρυνση:
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από πίσω,
Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζ’ η γής χορτάρι, οπότε και
Της θάλασσας κρατώ κακιά, του βαποριού ν’ αμάχη.
Πάντως το -ν- εδώ με ξενίζει. Είναι γλωσσικά αδικαιολόγητο, και τέτοιο πράγμα δε συνηθίζεται, όσο κι αν υπάρχει όντως τάση αποφυγής της χασμωδίας.
-Εεεε-ν-ο κυρ Βοριάς: εδώ το -ν- κολλάει με το επιφώνημα. Τα επιφωνήματα στο τραγούδι υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία να τα αλλάζουμε (αμάν, αμάνι, αμάνα, αμαναμά…), τις κανονικές λέξεις όχι τόσο. Επιπλέον, βρισκόμαστε πριν την αρχή του στίχου, δηλαδή έξω από το καθαρά γλωσσικό κείμενο.
-παρήγγειλεν ούλων…: εδώ το -ν ανήκει κανονικά στο ρήμα, όπως γινόταν στ’ αρχαία και εξακολουθεί να γίνεται σε πολλά νεοελληνικά ιδιώματα.
-κακιά, ν’ αμάν αμαν αμαν: πάλι, επιφώνημα και εκτός πρότασης.
-Τα ευφωνικά -ν- της ψαλτικής είναι όντως γλωσσικώς αδικαιολόγητα και, παρά ταύτα, καθιερωμένα. Όμως λέγονται σε μια πολύ ειδική περίσταση: όταν ένα φωνήεν τραβάει σε τόσο μάκρος ώστε να καλύπτει ένα εκτενές μέλισμα, π.χ. «Κύριε ελέ-ε-ε-ε-ε-ε-ε-ε-ε-ν-ε-ε-ε-ησον». Μιλάμε για περιπτώσεις όπου το γλωσσικό νόημα έτσι κι αλλιώς χάνεται, αφού ο λόγος γίνεται απλό όχημα μελωδίας, δηλαδή για περιπτώσεις σχετικώς εξαιρετικές. Και ειδικά αυτό γίνεται καμιά φορά και σε δημοτικά, είναι όμως ιδιωματισμός ορισμένων μόνο περιοχών, όχι γενικός κανόνας. Και εξάλλου δεν έχει σχέση με χασμωδίες, όλο αυτό το ε-ε-ε-ε-ε είναι ένα φωνήεν, όχι δύο διαδοχικά.
Ο γενικός κανόνας είναι: κοιτάμε ν’ αποφύγουμε τη χασμωδία, όχι όμως με κάθε κόστος. (Στο κάτω κάτω η ελληνική γλώσσα είναι γεμάτη χασμωδίες, δεν μπορείς να τις αποφύγεις όλες.)
Εγώ για ευφωνικό το βλέπω, όχι για ν τελικό του ρήματος. Μου παρήγγειλε τ’ αηδόνι λέει άλλο τραγούδι, όχι Μου παρήγγειλεν τ’ αηδόνι (= νταηδόνι).
Μα έτσι κλίνεται. Με -ν προ φωνήεντος, χωρίς -ν προ συμφώνου. Από αρχαιοτάτων χρόνων. Σήμερα, βέβαια, με παραλλαγές κατά τα διάφορα τοπικά ιδιώματα.
Έχεις ψάξει αν αυτό το τραγούδι έχει ενσωματωθεί στο ρεπερτόριο της Κύπρου (παρήγγειλεndαηδόνιν); Της Καλύμνου (παρήγγειλεdαηδόνι); Της Καρπάθου (παρήγγειλετταηδόνι);